Στις αρχές των 90’s μού άρεσε να επισκέπτομαι το υπόγειο του Music Corner στην Πανεπιστημίου. Ελάχιστες φορές είχε πολύ κόσμο, ενώ στα ράφια του μπορούσες να βρεις πολλά δυσεύρετα CDs. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έψαχνα σπάνια CDs, από ξεχασμένα συγκροτήματα των 60’s και των 70’s, σε επανεκδόσεις της Repertoire Rec. Κάποτε την προσοχή μου τράβηξαν δυο CDs με ιδιαίτερα εξώφυλλα. Στο πρώτο ένα χέρι κρατούσε ένα αυγό και στο δεύτερο ένα αποκρουστικό πλάσμα προσγειωνόταν σε κάποιο εξωγήινο τοπίο. Τελικά προτίμησα να αγοράσω το δεύτερο που είχε τον τίτλο “Staircase to the day” και έτσι να γνωρίσω τους Gravy Train.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥΣ
Στα τέλη των 60’s πολλά συγκροτήματα προσπάθησαν να συνδυάσουν τον απόηχο της ψυχεδελικής rock, με το progressive και το hard rock που ήδη έπαιρνε τη σκυτάλη στις προτιμήσεις του νεανικού κοινού. Συγκροτήματα που κρατώντας τις επιρροές από τους Beatles ή τον Eric Clapton προσπάθησαν να προσεγγίσουν τον ήχο των Jethro Tull, των Black Sabbath και των Uriah Heep. Ένα από αυτά τα συγκροτήματα ήταν οι Gravy Train, ένα συγκρότημα που το αποτελούσαν ταλαντούχοι μουσικοί, αλλά η έλλειψη προσωπικότητας και η αδιαφορία της εταιρείας τους σύντομα τούς οδήγησαν στη διάλυση.
Βρισκόμαστε στο 1969 όταν ο συνθέτης-τραγουδιστής και κιθαρίστας Norman Barratt μετακομίζει από την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Newton, στο Λονδίνο. Ο Barratt έχει αποφασίσει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική και ήδη είναι μέλος των Newton's Theory. Την ίδια εποχή ο John Hughes (ένας πιανίστας με κλασική μουσική παιδεία και αξιόλογος σαξοφωνίστας) και ο μπασίστας Les Williams έχουν σχηματίσει ένα progressive rock συγκρότημα και ψάχνουν τραγουδιστή. Ο Les θα έρθει σε επαφή με τον φίλο του Baratt και θα τον πείσει να αναλάβει τα φωνητικά, ενώ ένας ντράμερ με jazz επιρροές, ο Barry Davenport, ολοκληρώνει το νεοσύστατο γκρουπ. Σύντομα ξεκινούν πρόβες στο St. Helens Cricket Club το καλοκαίρι του 1969. Το όνομα που επιλέγουν είναι Gravy Train και μουσικά κινούνται στον χώρο του melodic Progressive rock, με έντονο το στοιχείο του hard rock, αλλά και με τον ήχο του φλάουτου να θυμίζει Jethro Tull. Gravy Train, στη βόρεια slang διάλεκτο, σημαίνει ένα επάγγελμα ή άλλη πηγή εισοδήματος που με λίγη προσπάθεια, σού αποφέρει σημαντικό κέρδος. Υπογράφουν συμβόλαιο με την Vertigo Records και ξεκινούν ηχογραφήσεις με παραγωγό τον Jonathan Peel. Το πρώτο single τους είναι το "So You’re Free", που ηχογραφείται στα Olympic Studios του Λονδίνου, και είναι σύνθεση κυρίως του Norman Barratt με τον John Hughes να γράφει τα χορωδιακά μέρη. Το πρώτο τους album Gravy Train θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν δουλειά των πρώιμων Jethro Tull χωρίς τον Ian Anderson. Hard-rock riffs, μελωδικά περάσματα, με τον ήχο του φλάουτου να κυριαρχεί. Ως προάγγελος του δεύτερου album τους κυκλοφορεί το διπλό single "Alone in Georgia"/ "Can Anybody Hear Me?". Το δεύτερο album τους έχει τον τίτλο A Ballad of A Peaceful Man με το συγκρότημα ανα δείχνει πιο δεμένο κι ο ήχος του είναι λιγότερο blues με τιςοι συνθέσεις περισσότερο δουλεμένες και η παραγωγή βελτιωμένη.
Από την εποχή της ηχογράφησης του πρώτου άλμπουμ ο Barratt είχε αρχίσει να ασχολείται με τη θρησκεία. Ο παλιός του manager Norman Littler είχε βαπτιστεί χριστιανός και για ώρες συζητούσαν για τον Θεό μελετώντας τα Ευαγγέλια. Όπως ήταν φυσικό οι στίχοι των τραγουδιών που έγραφε ο Barratt περιστρέφονταν γύρω από τον χριστιανισμό. Το να ασχολείται ένα rock συγκρότημα με τη θρησκεία δεν ήταν κάτι συνηθισμένο τότε. Η εταιρεία δεν τους πίεσε να αλλάξουν θεματολογία, αλλά και τα υπόλοιπα μέλη των Gravy Train δεν έφεραν αντιρρήσεις στον Barratt. Μετά από τις συναυλίες τους κόσμος τούς ρωτούσε για το νόημα πίσω από τους στίχους και αρκετοί δ δήλωναν ενθουσιασμένοι όταν μάθαιναν ότι είχαν θρησκευτικό νόημα. Βέβαια πολλοί απογοητεύονταν, αλλά κανείς δεν προσπάθησε να χλευάσει τη θέση του συγκροτήματος, σύμφωνα με τον Barratt.
To 1973 βρίσκει τους Gravy Train σε νέα εταιρεία, καθώς μετακομίζουν από την Vertigo στην Dawn Records. Το τρίτο τους album έχει τον τίτλο Second birth. Ο ρόλος του Davenport έχει περιοριστεί (συμμετέχει μόνο σε τρία κομμάτια), ο Norman Barratt οδηγεί το γκρουπ σε πιο εμπορικές φόρμες και ο ήχος θυμίζει Nazareth και Uriah Heep. Ο Davenport αποχωρεί και μαζί του χάνεται το jazz ύφος των αρχικών Gravy Train. Προσπαθούν ανεπιτυχώς να κάνουν μόνοι τους την παραγωγή και αναγκάζονται να ζητήσουν τη βοήθεια του παλιόφιλου John Peel, για να ολοκληρώσουν το άλμπουμ. Το single “Strength of a Dream” είναι μια ξεκάθαρη κόπια του ήχου που χαρακτήριζε τις συνθέσεις του George Harrison. Όπως ήταν φυσικό η επιτυχία παραμένει άγνωστη λέξη για τους Gravy Train.
Ο John Peel χρεώνεται την αποτυχία, καθώς το συγκρότημα δεν είναι καθόλου ευχαριστημένο από την παραγωγή των τριών albums, που είχε αναλάβει. Για το τέταρτο album τους αναλαμβάνει την παραγωγή ο Vic Smith (μετέπειτα παραγωγός των The Jam). Το εντυπωσιακό gatefold εξώφυλλο είναι έργο του σπουδαίου Roger Dean και παρουσιάζει ένα φτερωτό τέρας να προσγειώνεται σε ένα απόκοσμο τοπίο. Ο τίτλος του album, που κυκλοφορεί στο τέλος του καλοκαιριού του 1974, είναι Staircase to the day και αποτελεί την τελευταία απόπειρα των Gravy Train για να γνωρίσουν την επιτυχία. Η συμμετοχή δεύτερου κιθαρίστα, του George Lynon, δίνει άλλη διάσταση στον ήχο τους. Αν και το “Staircase to the day” είναι η ποιοτικότερη δουλειά τους, καθώς περιλαμβάνει το Starlight Starbright που θεωρείται το καλύτερο κομμάτι τους, δεν ήταν αρκετό να αλλάξει τη μοίρα του συγκροτήματος. Ήδη με το τέλος των ηχογραφήσεων τα μέλη των Gravy Train είχαν ακολουθήσει ξεχωριστούς δρόμους και συμμετείχαν σε άλλα σχήματα. Τόσο το single "Starbright Starlight"/"Good Time Girl", όσο και το album απέτυχαν. Το 1975 κυκλοφορεί το single "Climb Aboard the Gravy Train" / "Sanctuary" που είναι και το «κύκνειο άσμα» τους.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑΟ Barratt έπαιξε κιθάρα στους Mighty Flyers και το 1978, συμμετείχε στο δεύτερο και τελευταίο album των Mandalaband, στη συνέχεια δημιούργησε τους Barratt Band, που κυκλοφόρησαν δυο άλμπουμ στις αρχές των 1980s. Μετά τη διάλυση των Barratt Band περιόδευσε με σημαντικούς καλλιτέχνες (Steve Taylor, Cliff Richard, Barry McGuire, Debbie Boone, Paul Young κ.α) και έγινε μουσικός παραγωγός. Πέθανε το 2011 λόγω μετεγχειρητικών επιπλοκών.
Ο Les Williams εργάστηκε ως ατζέντης συγκροτημάτων στην εταιρεία Ocean Entertainments. Ο J.D Hughes είναι από τα ιδρυτικά μέλη των The New Soul Messengers στους οποίους παίζει keyboards, σαξόφωνο και τραγουδάει. Ο George Lynon πέθανε στο ύπνο του το 2002.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι Gravy Train είναι ένα από τα εκατοντάδες αξιόλογα, αλλά περιορισμένων δυνατοτήτων, συγκροτήματα που ξεπετάχτηκαν στη Μεγ. Βρετανία στις αρχές των seventies. Συγκροτήματα που συγκεντρώνουν τα θετικά (ενθουσιασμό, φαντασία, ταλέντο, πάθος) και τα αρνητικά (μέτρια παραγωγή, εμμονή σε μπλουζ αυτοσχεδιασμούς, έλλειψη προσωπικότητας) στοιχεία που χαρακτήριζαν το heavy prog της εποχής. Δίσκοι ή CDs που περιμένουν σε κάποιο ράφι όσους ακόμη ψάχνουν να ανακαλύψουν κάποιο άγνωστο «διαμαντάκι» του rock.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
• A Ballad of A Peaceful Man (1971)
• Staircase to the Day (1974)
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ
21/6/21
Δημοσίευση σχολίου