Καθοριστική στη διαμόρφωση του ήχου τουs θεωρείται η μέγιστη συνεισφορά του master drummer Phil Ehart (που είναι ο έναs εκ των δύο βασικών μελών που παραμένουν στη μπάντα απ την ίδρυσή τηs, ο άλλοs είναι ο κιθαρίσταs Rich Williams). Μην το θεωρήσετε υπερβολή ή φαντασιοπληξία αλλά για τον γράφοντα, οι Kansas παραπέμπουν συνειρμικά στουs Jethro Tull, μόνο που στη θέση του φλάουτου έχουν το ηλεκτρικό βιολί. Δεν πρόκειται φυσικά για αντιγραφή ή κοπιάρισμα σε καμμιά περίπτωση, αλλά η ευρηματική μουσική τουs με τιs απρόβλεπτεs πολυμελωδικέs επινοήσειs, και η παντελήs απροθυμία τουs να παίζουν «ευκολάκια», μου θυμίζει το δημιουργικό-αντισυμβατικό στυλ των Jethro Tull. Είναι σαν να λένε, «εμείs αυτή τη μουσική θέλουμε να παράγουμε, take it or leave it!» ακόμα και το εξώφυλλο με τον – αναγεννησιακήs φιγούραs – μεσαιωνικό γέροντα και τα γοτθικά γράμματα παραπέμπει εμμέσωs πλην σαφώs σε ευρωπαϊκή κουλτούρα. Και να προσθέσω σ αυτό, οτι έτυχαν αποδοχήs κι από αγγλουs αναγνωρισμένουs συναδέλφουs τουs.. πχ. Δεν είναι τυχαίο οτι ο ex- Genesis κιθαρίσταs Steve Hackett προσκάλεσε τον συνιδρυτή των Kansas drummer Phil Ehart μαζί με τον Steve Walsh για να συμμετάσχουν σε solo album του Hackett το 1978. Το δεύτερο κομμάτι του δίσκου «The Wall» (απ τα πολύ αγαπημένα μου) το θεωρώ κορυφαία συνθετική στιγμή τουs. Πανέμορφο τραγούδι αρμονικά χτισμένο σε μουσική δομή που αναπτύσσεται σταδιακά μέχρι την κορύφωση καταλήγονταs σ ένα υπέροχο σόλο αρμόνιο. Επειδή είμαι βασικά αγγλόφιλοs – μ αρέσουν τα ψαγμένα και τα δύσκολα, τί να κάνουμε – οι Kansas είναι απ τιs ελάχιστεs περιπτώσειs αμερικάνικου συγκροτήματοs που με κέρδισαν επί τη εμφανίσει. Ανεξάρτητα απ τιs τεχνικέs μουσικέs λεπτομέρειεs, αυτό που σε γενικέs γραμμέs κάνει εντύπωση είναι η σοβαρότητα και προσήλωση σ αυτό που λέμε πολύ καλή ροκ μουσική! Εννοώ πωs κάθε τραγούδι έχει τη δική του ταυτότητα και συνθετική ανάπτυξη, και αποφεύγουν συστηματικά – όπωs αποδείχτηκε και στη συνέχεια τηs πορείαs τουs – τα mainstream ραδιοφωνικά hits και τα ανάλαφρα διασκεδαστικά «made in USA» μονοπάτια. Πήραν ένα τολμηρό ρίσκο μουσικήs κατεύθυνσηs για τα δεδομένα τηs αμερικάνικηs αγοράs (που ωs γνωστόν αρέσκεται σε «ασφαλέστερεs» μουσικέs προτάσειs), αλλά όπωs φάνηκε απ τη διαχρονική πορεία τουs, το αποτέλεσμα δικαίωσε τιs επιλογέs τουs.
Είναι προφανέs οτι χαρακτηριστικό πλεονέκτημα του δίσκου αλλά και γενικά του συγκροτήματοs αποτελεί ο εντελώs προσωπικόs τουs ήχοs, έναs συμπαγήs σφιχτοδεμένοs και προσεγμένοs μέχρι τη παραμικρή λεπτομέρεια classic rock ήχοs με εξαιρετική παραγωγή και ενορχήστρωση, κάτι που προδίδει καλή μουσική γνώση φαντασία και συνθετική επάρκεια. Οι διαρκείs εναλλαγέs ρυθμού και μελωδίαs όσο και ο πρωταγωνιστικόs ρόλοs των πλήκτρων και του βιολιού – αλλά και τα έξυπνα riffs τηs ηλεκτρικήs κιθάραs – στηρίζουν και αναβαθμίζουν με τον καλύτερο τρόπο τιs εμπνευσμένεs μουσικέs ιδέεs του συγκροτήματοs. Το «What’s on my mind» που ακολουθεί είναι ένα γρήγορο ρυθμικό δυναμικό κομμάτι, ενώ τα «Miracles out of nowhere» και «Opus insert» δείχνουν ξεκάθαρα οτι έχουν αντλήσει ιδέεs από το βαρύ οπλοστάσιο των ευρωπαϊκών prog-rock groups.. αλλά ενώ μπορεί να δανείζονται κάποια στοιχεία, όπωs πχ. Η εκτεταμένη χρήση των keyboards, κάτι που συναντάμε συχνά στη μουσική των Yes, Genesis, Mannfred Mann, Eloy κλπ. Διατηρούν στο ακέραιο την αυτονομία του ήχου τουs. Όσο δε αφορά στην αμερικάνικη Ηπειρο, θα τουs παρομοίαζα και θα τουs συνέκρινα (με τιs όποιεs διαφορέs υπάρχουν) με τουs Styx, πάνω στην θεματολογία, το μουσικό ύφοs, τιs δυναμικέs φωνητικέs αρμονίεs και τα ατμοσφαιρικά κρεσέντο των ρεφρέν. Οι επιρροέs τηs ευρωπαϊκήs progressive σκηνήs είναι εμφανείs και θεμιτέs βεβαίωs, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν καταδέχονται να αντιγράψουν ούτε μιά νότα από κανέναν. Κι αυτό είναι κάτι που τουs τιμά ιδιαίτερα, τουs έχει ανεβάσει πολύ στην εκτίμηση του γράφοντοs και τουs καταξίωσε στη συνείδηση των απαιτητικών μουσικόφιλων που δεν ικανοποιούνται με τα χιλιοπαιγμένα επαναλαμβανόμενα μοτίβα και τιs ανούσιεs διασκευασμένεs παραλλαγέs πάνω σε θέματα που προηγήθηκαν χρονικά από άλλουs. Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στο «Cheyenne Anhem», μιά όμορφη όσο και μελαγχολική μπαλάντα με αιθέριεs ακουστικέs κιθάρεs και κυρίωs εκπληκτικούs στίχουs που αναφέρονται στην αδάμαστη ψυχή και υπερηφάνεια των Ινδιάνων και τον σταδιακό αφανισμό τουs από τη γή των προγόνων τουs. Το album συμπληρώνει το 9λεπτο πολυθεματικό «Magnum Opus» χωρισμένο σε έξι μουσικέs ενότητεs. Αυτό πάλι είναι ένα παρακινδυνευμένο και πειραματικό εγχείρημα και χρειάζεται μεγάλο θάρροs και αποφασιστικότητα για να το εντάξειs στο δίσκο, αρνούμενοs να κάνειs εκπτώσειs στη μουσική ποιότητα που θέλειs να μεταδώσειs. Σίγουρα είναι περίπλοκο οργανικό άκουσμα μουσικά θεματικά και ενορχηστρωτικά, αλλά πρωτότυπο και ενδιαφέρον. Ο τίτλοs Leftoverture προέρχεται από τη μίξη των λέξεων leftover και overture.. είναι αυτό που λένε οι Γάλλοι, «portmanteau», δηλαδή ένα αυθαίρετο blending από μέρη δύο λέξεων για να προκύψει μιά καινούργια. Τελικά σ αυτό το album υπάρχουν τα πάντα, εκτόs από αδιάφορη – βαρετή μουσική... ευφυείs συνθέσειs, υπέροχεs μελωδίεs, φωνητικέs αρμονίεs, εμπνευσμένα solo, απρόβλεπτη και πολύπλοκη μουσική δομή, classic rock ήχοs σε συνδυασμό με progressive προσανατολισμό, και πολυτάλαντοι βιρτουόζοι μουσικοί σε συνθετικό και εκτελεστικό επίπεδο! Όσοι κατάφεραν να τουs απολαύσουν ζωντανά πριν δεκαέξι χρόνια στη χώρα μαs θα καταλαβαίνουν σίγουρα τί εννοώ... το οτι έχω τον δίσκο και στιs τρειs ηχητικέs μορφέs του (βινύλιο, κασέτα, CD) κάτι σημαίνει!
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΙΑΠΗΣ
28/5/21/
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ LEFTOVERTURE
Χειμώνας 1976. Μαθητής 6ης Γυμνασίου, 3 ημέρες απόγευμα σχολείο, 3 ημέρες πρωί. Τετάρτη επέστρεφα από το σχολείο το απόγευμα, πήγαινα φροντιστήριο στην Πλτ. Κάνιγγος, επέστρεφα στις 22.30, διάβασμα και την άλλη ημέρα πρωϊ σχολείο. Και μέσα σε αυτό τον καθημερινό αγχωτικό κύκλο, άκουσα ένα τραγούδι που με ταρακούνησε: Carry On Wayward Son από τους Kansas που τότε μάς ήταν εντελώς άγνωστοι. Το πρώτο Σάββατο που μπόρεσα (σ.σ. ήταν η πρώτη χρονιά που το σχολείο έγινε πενθήμερο), πήγα στο Music Corner, στην οδό Πανεπιστημίου 56 και αγόρασα το δίσκο. Οκτώ τραγούδια με ένα κράμα progressive, hard rock, πολλές αρμονίες και μια μικρή δόση country. Ήταν όμως άψογες οι αναλογίες, τόσο που η πορεία του, επηρέασε τη μετέπειτα καριέρα τους και έφθανε (και περίσσευε) για να εκτινάξει το συγκρότημα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέχεια που μάς ικανοποίησε τα μάλλα!
Δημοσίευση σχολίου