Υπάρχουν συγκροτήματα για το metal γενικότερα και για την ένδοξη δεκαετία του ’80 πιο συγκεκριμένα, που, προσωπικά, θεωρώ ότι θεμελίωσαν τον ήχο και είναι πυλώνες στην αγαπημένη μας μουσική. Πέρα από τα προφανή (Black Sabbath, Judas Priest, Iron Maiden, Metallica) θεωρώ πως ένα από αυτά τα συγκροτήματα είναι και οι Accept. Ο διευθυντής σύνταξης του Rockmachine.gr θα έχει σίγουρα πολλές ιστορίες να σας πει εξ’ ιδίας εμπειρίας, μιας και συναντήθηκε με το συγκρότημα σε διάφορες περιστάσεις. Σε αυτό το άρθρο, ωστόσο, θα προσπαθήσουμε να αποτυπώσουμε την εποχή που το συγκρότημα βρέθηκε στην κορυφή της δημιουργικής του ικανότητας, με το φοβερό Metal Heart.
Γράφει ο Κώστας Τσιρανίδης
Ήδη από το 1983, οι Accept είχαν ήδη αφήσει τους πάντες με το στόμα ανοιχτό, με το απίστευτο πέμπτο άλμπουμ τους Balls To The Wall (Νο74), καθιστώντας το την πιο επιτυχημένη κυκλοφορία τους στις ΗΠΑ, όπου κατέληξε να γίνει χρυσό. Το πιο εκπληκτικό, όμως, ήταν το ότι έγινε το πρώτο (!) άλμπουμ τους στο γερμανικό chart φτάνοντας μέχρι το Νο. 59.
Σε εκείνο το σημείο, ο κιθαρίστας Herman Frank που ήταν μαζί τους από το Restless And Wild (1982) αποχώρησε από το συγκρότημα και αντικαταστάθηκε από τον πρώην κιθαρίστα τους Jörg Fischer, που είχε αποχωρήσει μετά την κυκλοφορία του Breaker(1981). H παγκόσμια περιοδεία τους πήγε μέχρι την Ιαπωνία και πέρασε και από το Monsters of Rock του 1984, παίζοντας με τους ανερχόμενους Motley Crue, με headliners τους AC/DC. Με το τέλος της περιοδείας, αποσύρθηκαν στο Stowe του Vermont, στις ΗΠΑ, σε μια απομονωμένη χειμερινή κατοικία και με ένα μικρό τετρακάναλο κασετόφωνο αποτύπωσαν τις ιδέες τους, όπου θα τις εκτελούσαν σε ένα ή δυο περάσματα και μετά ο Udo και ο Kaufmann θα δούλευαν στα φωνητικά, στο υπόγειο συνήθως, αργά το βράδυ. Ακόμα και από εκεί όμως και δεδομένου ότι φορούσαν ακουστικά για να ακούσουν τη μουσική, το μόνο που θα άκουγε κάποιος καθώς θα ξάπλωνε στο κρεβάτι θα ήταν η αγριοφωνάρα του Udo που διαπερνούσε τα πάντα!
Τον Οκτώβρη και με τα πρωτόλεια demo στις αποσκευές τους, οι Accept ξαναμπήκαν στο στούντιο, προκειμένου να ηχογραφήσουν την επόμενη δουλειά τους. Η επιλογή ήταν και πάλι τα περίφημα Dierks Studios, του παραγωγού Dieter Dierks, στην Κολωνία. Ο παραγωγός είχε μόλις ολοκληρώσει την ένατη συναπτή συνεργασία του με τους συμπατριώτες τους Scorpions, στο πιο πετυχημένο έως τότε άλμπουμ τους, το θρυλικό Love at First Sting. Έχοντας τα δικά τους πλάνα για την κατάκτηση της αμερικανικής αγοράς, ήταν τελείως φυσικό για τους Accept να τον επιλέξουν αφού επί των ημερών του οι Scorpions είχαν εξελιχθεί σε ένα από τα κορυφαία heavy metal συγκροτήματα του πλανήτη. Και ενώ είχαν ήδη δουλέψει τα δύο προηγούμενα άλμπουμ τους, Restless And Wild και Balls To The Wall στα εν λόγω στούντιο, με τους ίδιους στην παραγωγή αλλά τον Michael Wagener να τους φτιάχνει τον ήχο, εδώ παίζει μπάλα μόνος του ο Dierks, από την αρχή μέχρι το τέλος. Μάλιστα, τα στούντιο του ήταν εξοπλισμένα με εξαιρετικά μοντέρνο για την εποχή εξοπλισμό, αφού και ο ίδιος ο παραγωγός ήταν fan της νέας τεχνολογίας.
Μουσικά, η προσέγγιση που προωθούσαν κυρίως οι Wolf Hoffman (κιθάρα) και Peter Baltes (μπάσο) ήταν απλή και αποτελεσματική. Δυνατά riff και πολλή μελωδικότητα. Κάτι που θα γράπωνε στα νύχια των Accept το νέο τους αμερικανικό κοινό.
Όσο για την έμπνευση πίσω από την ιδέα του καινούριου δίσκου, ο Wolf Hoffman είναι ξεκάθαρος. Η σύγχρονη καθημερινότητα της εποχής είχε ολοένα και περισσότερο στο προσκήνιο την εξέλιξη της τεχνολογίας, όπως π.χ. στην περίπτωση μίας πειραματικής τεχνητής καρδιάς, με την οποία οι επιστήμονες φιλοδοξούσαν να αντικαταστήσουν τις προβληματικές ανθρώπινες καρδιές. Είχαν διαβάσει σε σχετικό άρθρο ότι μία μέρα οι καρδιές θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από κάποιο τύπο ηλεκτρονικού υπολογιστή. Και όταν λέμε «είχαν διαβάσει» μάλλον θα ήταν σωστότερο να πούμε ότι η manager τους Gaby “Deaffy” Hauke είχε διαβάσει. H Gaby, η οποία μετέπειτα έγινε κυρία Hoffman και μέχρι σήμερα είναι η μάνατζερ του συγκροτήματος, είχε ήδη αναλάβει καθήκοντα στιχουργού από το “Restless And Wild”, στα τραγούδια “Neon Nights” και “Princess of the Dawn”. Στο δε, Balls To The Wall οι στίχοι και το γενικότερο «ανδρόγυνο» θέμα άνηκε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου σε αυτήν. Κάπως έτσι προχώρησε η φάση και με το νέο άλμπουμ, που πήρε το όνομα του από την τεχνητή καρδιά του άρθρου, η οποία έγινε και η κεντρική ιδέα πίσω από το ομώνυμο τραγούδι για την συνύπαρξη ανθρώπων και μηχανών. “Metal Heart”.
ΤΑ 10 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Δέκα τραγούδια, ισομερώς μοιρασμένα στις δύο πλευρές του δίσκου, είναι ο καρπός των προσπαθειών των Accept. Η πιο χαρακτηριστική εισαγωγή στην δισκογραφία τους (μαζί με το “Fast As A Shark”) είναι αυτή του πρώτου τραγουδιού, του ομώνυμου “Metal Heart”. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κομμάτι από το “Marche slave” ή “Slavonic March” του περίφημου Ρώσου συνθέτη Tchaikovsky, που γράφτηκε το 1876 για να τιμήσει την είσοδο της Ρωσίας στον Σέρβο-Τουρκικό Πόλεμο. Η εκτέλεση είναι από τον Wolf Hoffman με ηλεκτρικό (!) σιτάρ, στο οποίο του ζήτησε ο Dierks να εξασκηθεί. Η πτώση των ανθρώπων τοποθετείται κάπου στο 1999 και για να επιβιώσει η ανθρώπινη φυλή απαιτούνται «μεταλλικές καρδιές» σύμφωνα με τους επιστήμονες. Μία προφητεία που εν μέρει βγήκε αληθινή, μιας και η χρήση τεχνητών ιστών και μερών ανθρωπίνων οργάνων χρησιμοποιείται στην σύγχρονη ιατρική. Εξίσου προφητική βέβαια αποδεικνύεται η ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση μας από την τεχνολογία σε κοινωνικό επίπεδο, με παράλληλη μείωση της γνήσιας ανθρώπινης επαφής. Και καθώς τα σκεφτόμαστε αυτά, σκάει και το “Für Elise” του Beethoven, ένα από τα διασημότερα κομμάτια κλασικής μουσικής, στο σόλο του Wolf.
Το “Midnight Mover” που ακολουθεί νόμιζα ότι αναφερόταν σε άτομα της νύχτας γενικά. Τελικά διαψεύστηκα πανηγυρικά όταν διάβασα ότι μιλάει για έναν … έμπορο ναρκωτικών, έναν διακινητή θανάτου που δρα ύπουλα στο σκοτάδι. Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον δεν είναι ο ύπουλος χαρακτήρας που πρωταγωνιστεί, αλλά, πέρα από το καταιγιστικό riff, το εξίσου εντυπωσιακό βιντεοκλίπ. Ο Πολωνός σκηνοθέτης Zbigniew Rybczynski (Ζμπίνιεφ Ριμπτσίνσκι, που ευθύνεται και για βιντεοκλίπ καλλιτεχνών όπως οι Simple Minds, οι Rush και πολλοί άλλοι) ανέλαβε να δημιουργήσει κάτι πρωτοποριακό για την εποχή, χρησιμοποιώντας το εφέ bullet time, μια σε βάθος προσομοίωση δράσης και απόδοσης μεταβλητής ταχύτητας που χρησιμοποιείται πλέον σε ταινίες (όπως η περίφημη σκηνή του “The Matrix” όπου ο Neo αποφεύγει τις σφαίρες των διωκτών του λυγίζοντας το σώμα του), διαφημίσεις και γραφικά βιντεοπαιχνιδιών σε πραγματικό χρόνο. Ο ακραίος μετασχηματισμός του χρόνου και του χώρου δίνει ένα αποτέλεσμα άκρως εντυπωσιακό, καθώς το βίντεο ξεκινά με την κάμερα να περιστρέφεται με υψηλές ταχύτητες γύρω από τα μέλη της μπάντας. Ο Rybczynski έστησε φωτογραφικές μηχανές σε κύκλο, οι οποίες τραβούσαν ταυτόχρονα. Στη συνέχεια θα επεξεργαζόταν καρέ-καρέ τις λήψεις για το εφέ περιστροφής. Το “Midnight Mover” ήταν και το πρώτο single του άλμπουμ. Κυκλοφόρησε και σε promo single, σε ζευγάρι με το δεύτερο single “ Screaming for a Love Bite”.
Το “Up to the Limit” διαδέχεται το “Midnight Mover” και φυσικά αποτελεί έναν ακόμα ύμνο των Accept, που το παίζουν μέχρι και σήμερα στα live τους. Ευτυχώς που τους αρέσει, διότι ο Dierks τους ταλαιπώρησε πολύ μέχρι να πάρει ακριβώς τον ήχο που ήθελε! Σε παρόμοιο τόνο κινείται και το πρώτο b-side του πρώτου single, “Wrong Is Right”, που αρέσει στον Wolf αλλά δεν τρελαίνεται για το τέλος του τραγουδιού. Το σίγουρο είναι ότι θα μείνει αξέχαστο στον Jörg Fischer, o οποίος έπαιξε με κάμποσες κιθάρες, μέχρι ο Dierks να αποφασίσει τι θα χρησιμοποιήσει και τι όχι. Η πρώτη πλευρά κλείνει με το εκ-πλη-κτι-κο “Screaming for Love Bite”. Επιτομή του πιο εμπορικού metal στυλ που ήθελαν να βγάλουν, αποτελεί ένα από τα προσωπικά μου αγαπημένα. Αρκετά pop για να παιχτεί στο ραδιόφωνο, αρκετά διασκεδαστικό και ξεσηκωτικό για να παιχτεί live, είναι ένα από τα highlights του δίσκου και μάλλον το πιο εμπορικό κομμάτι του, που κυκλοφόρησε και ως το δεύτερο single (πάλι με b-side το “Wrong Is Right”).
Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το “Too High to Get It Right”, που φέρνει αρκετά σε AC/DC. Όμως, πιο κοντά στο παραδοσιακό, επιθετικό στυλ των Accept είναι το σχεδόν βίαιο “Dogs on Leads”. Το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ένα τραγούδι για τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου ..τον σκύλο! Ο Hoffman με την Gaby περπατούσαν σε ένα πάρκο, όταν είδαν σε μία πινακίδα που ανέγραφε «Κρατήστε τα σκυλιά στο λουρί τους». Ο Gaby, που είχε ένα σημειωματάριο μαζί της για να σημειώνει ιδιαίτερες ιδέες και χτυπητές φράσεις, έκανε μία σχετική καταχώρηση και κάπως έτσι προέκυψε το θέμα, όπως και πολλά άλλα που βρήκαν τον δρόμο σε άλμπουμ των Accept από το σημειωματάριο της Gaby.
Κάπως έτσι φτάνουμε σε ένα από τα πιο ασυνήθιστα τραγούδια των Accept, που φέρει επιρροές … jazz και έχει τίτλο “Teach Us to Survive”! Tο τραγούδι γράφτηκε αρχικά για ένα soundtrack ταινίας, αλλά για κάποιο λόγο δεν χρησιμοποιήθηκε. Παρόλαυτα τους άρεσε και το κράτησαν. Στο συγκεκριμένο τραγούδι όλα τα μέλη του συγκροτήματος παίρνουν credits για “finger snapping”!
Αμέσως μετά έρχεται ένα από τα κορυφαία τραγούδια των Accept, το τρομερό “Living For Tonite”. Δημιουργία κυρίως του έτερου κιθαρίστα Jörg Fischer, που δίνει και εδώ πόνο και του ντράμερ (και παρεμπιπτόντως, επίσης δυνατού κιθαρίστα) Stefan Kaufmann. Είναι το προτελευταίο του άλμπουμ, πριν έρθει ως επιστέγασμα το “Bound To Fail”. Ο κιθαρίστας δούλεψε στο συγκεκριμένο τραγούδι μέχρι εξαντλήσεως με τον Dierks, όπως και οι υπόλοιποι στα «χορωδιακά» φωνητικά. Ουσιαστικά είναι συνδυασμός δύο διαφορετικών τμημάτων, του κυρίως μέρους του τραγουδιού και μιας κιθαριστικής μελωδίας στο τέλος που αρχικά άνηκε σε μία άλλη σύνθεση.
Η πρώτη φιλόδοξη ιδέα της Gaby για το εξώφυλλο του άλμπουμ ήταν ένα ολόγραμμα που θα απεικόνιζε τρισδιάστατα μία μεταλλική καρδιά, από την γερμανική εταιρεία Dirksen & Sohn. Ωστόσο, η ιδέα δεν ακολουθούσε το budget της κυκλοφορίας και έτσι το συγκρότημα βολεύτηκε με μία απλή δισδιάστατη μεταλλική καρδιά από την ίδια εταιρεία.
Με την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων το συγκρότημα βγήκε αμέσως σε περιοδεία, ξεκινώντας από το Όσλο, για να ακολουθήσει η Στοκχόλμη, Κοπεγχάγη και μετά η Γερμανία, Αγγλία και η Γαλλία. Ακολούθησε η Αμερική που ήταν και ο μεγάλος στόχος τους, για αυτό και το συγκρότημα έδωσε τις περισσότερες συναυλίες στις ΗΠΑ και έπαιξαν και σε 4 πόλεις του Καναδά με το τέλος της περιοδείας να τους βρίσκει στην Ιαπωνία.
Το “Metal Heart” έγινε η μεγαλύτερη τους επιτυχία στην Σουηδία (Νο. 4) και τη Νορβηγία (Νο. 9), μπήκε στο top-20 της Γερμανίας (Νο. 13) και της Ελβετίας (Νο. 14), ενώ έφθασε στην υψηλότερη τους θέση στην Βρετανία για αυτούς (Νο. 50).
Τι έγινε όμως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού; Στις ΗΠΑ το “Metal Heart” κατέληξε χαμηλότερα από το “Balls To The Wall”, στο Νο. 94 και τo ίδιο και στον Καναδά, στο Νο. 86, Παρόλο που έπαιξαν στην Αμερική με δυνατά ονόματα της εποχής, όπως οι Iron Maiden και οι Krokus, καθώς και με τους ελπιδοφόρους Rough Cutt, οι πωλήσεις τους παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα. Τι ήταν αυτό που χάλασε την μαγιά λοιπόν;
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αν βιαστείτε να πείτε η αγριοφωνάρα του Udo και το ιδιαίτερο look του (κοντός, νευρικός και ντυμένος σαν μέλος παραστρατιωτικής οργάνωσης), σκεφτείτε ξανά. Αυτό δεν εμπόδισε το Balls To The Wall να πουλήσει πάνω από μισό εκατομμύριο στις ΗΠΑ ένα χρόνο πριν. Σίγουρα δεν έφταιξε η άριστη παραγωγή του Dieter Dierks, που έθεσε νέα ηχητικά πρότυπα για το συγκρότημα. Η αλήθεια ίσως να βρίσκεται στην άποψη που σχημάτισε το κοινό. Θεωρώντας, κατά κάποιο τρόπο, το Metal Heart ως «ξεπούλημα»! Κι όμως πολλοί το χαρακτήρισαν ως τέτοιο. Δηλαδή αν αυτό είναι ξεπούλημα, τι να πουν τα πραγματικά ξεπουλήματα! Ναι, μπορεί να είναι λίγο πιο εύληπτα τα τραγούδια, μπορεί η μελωδία να περισσεύει σε σημεία αλλά το εν λόγω άλμπουμ φωνάζει Accept από χιλιόμετρα! Ατσάλινο rhythm section, φοβερές κιθάρες, διατρητικά φωνητικά και εξαιρετικά riff! Επίσης, το “Metal Heart” ανακηρύχθηκε ως το καλύτερο metal άλμπουμ όλων των εποχών πέρα από τα ρωσικά σύνορα, μιας και από την πρώτη κυκλοφορία του ακουγόταν πάρα πολύ από την Ανατολική Γερμανία και πέρα! Αντιπροσωπευτικό μιας ολόκληρης γενιάς, θα μπορούσε να πει κανείς.
Όπως και να ‘χει, το Metal Heart ήταν η απαρχή αλυσιδωτών αντιδράσεων για το συγκρότημα. Μέχρι εκείνο το σημείο και από την εποχή του Breaker η συνύπαρξη και η συνεργασία των μελών του συγκροτήματος ήταν σε κορυφαίο επίπεδο. Εδώ, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Ο Udo δεν επιθυμούσε διακαώς την εμπορική επιτυχία στην αμερικανική αγορά και ήθελε να παραμείνουν στο μεταλλικό δόγμα που ακολουθούσαν από το 1981 και μετά. Οι Hoffman και Baltes από την άλλη ήθελαν ακριβώς αυτή την εμπορική καταξίωση από το αμερικανικό κοινό και όσο έβλεπαν το χρυσάφι του “Balls To The Wall” να γυαλίζει, τόσο περισσότερο πίστευαν ότι μπορούσαν να το καταφέρουν και να γίνουν (γιατί όχι) επιτυχημένοι όπως οι Scorpions και οι Krokus. Κάπως έτσι άρχισαν οι φθορές στην κλασική μορφή των Accept που είχαν σαν αποτέλεσμα την αργή εξασθένηση τους, μέχρι την δεύτερη τους (και σοβαρότερη) διάλυση στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ό,τι και να έγινε, πάντως, εμείς κρατάμε το αδάμαστο μουσικό πνεύμα του “Metal Heart” και τον ήχο του που διαμόρφωσε τον ήχο πολλών συγκροτημάτων έκτοτε. Το θυμόμαστε σαν τον απόλυτο συνδυασμό βαρύτητας και εμπορικότητας, από ένα εκ των μεγαλύτερων metal συγκροτημάτων όλων των εποχών.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
30/4/21/
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΥΜΕΛΙΑΔΗΣ ΓΙΑ ΤΟ METAL HEART
Το Metal Heart που κυκλοφόρησε το 1985, ολοκλήρωσε ένα καταπληκτικό σερί από κλασσικά albums για τους Accept, που ξεκίνησε το 1981 με το (πιο αγαπημένο για τον υπογράφοντα, album των Γερμανών) Breaker και συνέχισε με τους metal ογκόλιθους Restless And Wild (1982) και Balls To The Wall (1983). Το Metal Heart κανονικά θα έπρεπε να είναι το album που θα τους πήγαινε στο επόμενο επίπεδο δημοφιλίας, καθώς όχι μόνο παρέμενε heavy, αλλά έδειχνε ταυτόχρονα και τη διάθεση της μπάντας να εδραιωθεί ακόμα περισσότερο στην αμερικάνικη αγορά, έχοντας ενσωματώσει πολλά μελωδικά στοιχεία στις συνθέσεις τους. Παρόλο που στο χαρτί αυτή η κατεύθυνση φαινόταν η «σωστή» για τη μπάντα, εκείνη την εποχή και παρόλο που το album περιλαμβάνει τα super classics “Metal Heart” και "Living for Tonite" καθώς και πολλά σπουδαία κομμάτια ("Too High to Get It Right", "Midnight Mover", "Wrong Is Right", "Screaming for a Love-Bite"), αποδείχθηκε ιδιαίτερα κρίσιμο για τη μετέπειτα πορεία των Accept τόσο από εμπορικής πλευράς, όσο και από καλλιτεχνικής πλευράς καθώς εν τέλει, με αυτό ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για τη μπάντα... Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν κι έχουν περάσει 36 χρόνια από την κυκλοφορία του, εξακολουθεί να ηχεί ενθουσιώδες και φρέσκο, ενώ συχνά συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα albums όχι μόνο των Accept ή της δεκαετίας του ’80, αλλά και του heavy metal, γενικότερα.
Ο Δημήτρης Συμελιάδης είναι συνεργάτης του περιοδικού Metal Hammer.
Νομιζω οι ΟΡΛαδες πρεπει καποια στιγμη να ασχοληθουν με την αντοχη του συγκεκριμενου λαρυγγα στην καταπονηση αυτη .
ΑπάντησηΔιαγραφή* ηταν οι Krokus δυνατο ονομα στην Αμερικη ?