Γεννημένος στο Liberchies του Βελγίου ο Jean κι αργότερα Django, τσιγγάνικης καταγωγής (από τσιγγάνους της φυλής Manouche που μιλούσαν γαλλικά) αλλά και ρουμάνικης καταγωγής, μετακομίζει στο Παρίσι όπου παντρεύεται κι κρατάει το επίθετο της συζύγου του που ήταν χορεύτρια, για να αποφύγει να καταταχθεί στο γαλλικό στρατό(σ.σ. παντού τα κάνουν αυτά!). Το ψευδώνυμο Django το πήρε πολύ αργότερα και στα ρουμάνικα σημαίνει «Ξυπνώ». Έμαθε βιολί, banjo και κιθάρα και για να ζήσουν αυτός και τα 7 αδέλφια του, άρχισε να κλέβει κοτόπουλα. Όπως αναφέρουν οι βιογράφοι του, από μικρή ηλικία του άρεσε η μουσική και το δώρο που πήρε στα 12 χρόνια, ένα Banjo, του άλλαξε τη ζωή. Έμαθε να παίζει μόνος του, φθάνοντας πολύ γρήγορα σε πολύ υψηλό επίπεδο παιξίματος και στα 15 του έπαιζε σε café μαζί με τον αδελφό του Joseph. Έως τότε ήταν αγράμματος κι έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση όταν ενηλικιώθηκε! Μεγαλωμένος μέσα στο τσιγγάνικο πολιτισμό, οι πρώτοι ήχοι που μπήκαν στο μυαλό του ήταν αυτοί που πήγαζαν από τη μουσική της φυλής του και σύντομα από βιολιστής μεταπήδησε στην κιθάρα όπου μεγαλούργησε, όχι μόνο σαν μουσικός αλλά και σαν καλλιτεχνική οντότητα. Σε μια Ευρώπη που ο πόλεμος δεν υπήρχε σαν ιδέα και σαν απειλή ακόμα, σε μια Ευρώπη που τα μέσα επικοινωνίας ήταν ελάχιστα, η φήμη του φθάνει έως τη «δύσκολη» Αγγλία, όπου ο πιανίστας και ιμπρεσσάριος Jack Hylton στη Γαλλίας για να τον ακούσει και να του προτείνει να γίνει μέλος της μπάντας του. Δεν προλαβαίνει να απαντήσει και η άμαξα που κοιμόταν στο καραβάνι πυρπωλείται και παθαίνει σοβαρά εγκαύματα, με 3 δάκτυλα του να καίγονται.
Σε πείσμα της κακοτυχία του, αναπτύσεει την ικανότητα να παίζει με τα άλλα δύο δάχτυλα, χρησιμοποιώντας και τον αντίχειρά του (σ.σ σας θυμίζει κάποιον;). Κι ενώ όλοι θα περίμεναν αυτή η ατυχία του να τον φρενάρει, η δημιουργικότητά του ανέβηκε σε απίστευτα ύψη και η ζωή του αλλάζει όταν η Γαλλίδα φωτογράφος Emily Savitri του βάζει να ακούσει τους δίσκους της που ήταν κατά κύριο λόγο αμερικάνικη jazz. Εκεί ο νεαρός Django ανακάλυψε ένα καινούργιο κόσμο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή του ήταν εντελώς άγνωστος. Τον κόσμο των Louis Armstrong, Duke Ellington, Eddie Lang και Joe Venuti, ενώ η συνάντηση του στο Ambassador Hotel με έναν άλλο γίγαντα της εποχής, το Γάλλοιταλό βιολιστή Stéphane Grappelli ήταν ότι καλύτερο του είχε συμβεί έως τότε. Ο Grapelli συνόδευε την Ορχήστρα του Venuti και παρατήρησε ότι και οι δύο, έπαιζαν με τον ίδιο τρόπο. Οι δύο μουσικοί συδέθηκαν φιλικά και δεν άργησαν να σχηματίσουν το 1934 στο Παρίσι, τους Quintette du Hot Club de France (QHCF) ένα σχήμα που χρησιμοποιούσε μόνο έγχορδα. Συνέχισαν έως και το 1939 για να βρούμε τον Reinhardt να παίζει με μουσικούς όπως Louis Armstrong, Adelaide Hall, Coleman Hawkins κ.α.
Οι Quintette du Hot Club du France |
Με τεχνική κατά πολύ ανώτερη από αυτήν όλων των άλλων κιθαριστών τζαζ, έπαιξε με ευελιξία και ταχύτητα ρυθμούς που ξέφυγαν από το γνωστός τσιγγάνικο ύφος. Ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος μουσικός συνέβαλε σημαντικά στο παίξιμο της jazz κιθάρας με το στυλ του να δίνει άλλο όγκο και διάσταση στη μουσική. Φανταστείτε ότι παρά τη σωματική του αναπηρία, έπαιξε κυρίως χρησιμοποιώντας το δείκτη και τα μεσαία δάχτυλά του, και εφηύρε ένα διακριτικό στιλ τζαζ κιθάρας Η ικανότητα του δεν περιορίστηκε στο εκφραστικό παίξιμό του αλλά και στη φλόγα που έπαιζε κάθε νότα! Συναρπαστικό το παίξιμό του, γεμάτο έμπνευση, φαινόταν ότι σε κάθε κομμάτι κυνηγούσε ακόμα ένα υψηλότερο επίπεδο, ώσπου να το έπιανε και μετά να συνέχιζε ακόμα υψηλότερα, λες και συναγωνιζόταν τον εαυτό του. Πρα’ όλο που είχε αναγνωριστεί σαν ένας από τους πιο σημαντικούς κιθαρίστες όλων των εποχών, αυτό δεν σημαίνει έλαβε το σεβασμό που του άξιζε ως άνθρωπος. Οι Σχετικά λίγες συνθέσεις που άφησε πίσω του; η καταγωγή του; πολλά ήταν αυτά που δεν του έδωσαν το σεβασμό που του άξιζε. Ευτυχώς ήλθαν οι δηλώσεις των Tony Iommi, Ritchie Blackmore, Chet Atkins, Andy Latimer (Camel), Denny Laine και Jimmy McCulloch και οι δύο μέλη τωνWings του Paul McCartney, Toots Thielemans, Willie Nelson και Jerry Garcia (Grateful Dead) να αποκαταστήσουν το όνομα και τη φήμη του στις νεότερες γενιές που δύσκολα μπορούν να βρουν κι άλλους τόσο σπουδαίους μουσικούς. Στη Γαλλία και συγκεκριμένα στην περιοχή του Samois-sur-Seine κάθε τελευταίο Σαββατοκύριακο του Ιουνίου από το 1983 διεξάγετε το Django Reinhardt Festival όπου περιέχει και τσιγγάνικη μουσική.
Υπολογίζεται ότι μεταξύ 1928 και 1953, ηχογράφησε περισσότερα από 900 κομμάτια, όλα μικρής διάρκειας όπως ήταν το δεδομένο της εποχής, τα περισσότερα κυκλοφόρησαν σε δίσκους 78 στροφών. Μεγάλο μέρος αυτών των ηχογραφήσεων, προέρχεται από ηχογραφήσεις του σε ραδιοσταθμούς, ακόμα κι από ταινίες. Από τα 900 κομμάτια που βρέθηκαν γραμμένα και ηχογραφημένα, μόνο τα 8 ηχογραφήθηκαν για να κυκλοφορήσουν σε μεγάλο δίσκο (LP Long Play) με την επιμέλεια του Norman Granz αλλά τον πρόλαβε το εγκεφαλικό! Τότε, το 1953 η ύπαρξη μεγάλου δίσκου 33 στροφών ήταν εντελώς καινούργια μορφή μουσικής, την οποία ο Reinhardt δεν πρόλαβε να ζήσει. Σε αυτές τις 8 ηχογραφήσεις του, παίζει banjo με χορευτικούς ρυθμούς, όχι jazz αλλά bebop (ο είδος jazz που αναπτύχθηκε από τις αρχές έως τα μέσα της δεκαετίας του 1940 στις Ηνωμένες Πολιτείες και συνδύαζε γρήγορο ρυθμό και δεξιοτεχνίας/αυτοσχεδιασμό)
TRIVIA
Το τραγούδι Allman Brothers Band "Jessica" σύνθεση του Dickey Betts γράφτηκε για τον Reinhardt, ενώ η ταινία του Woody Allen Sweet and Lowdown (1999) πραγματεύεται την ιστορία ενός χαρακτήρα σαν τον Django Reinhardt κι ακούγονται πραγματικές ηχογραφήσεις του στην ταινία.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Αν δεν μαθαίνετε κιθάρα κι αν δεν έχετε ενδιαφέρον για μια ιστορική αναδρομή στους μεγάλους κιθαρίστες, περιοριστείτε στην ανάγνωση αυτού του όσο το δυνατόν περιεκτικού κειμένου. Αλλιώς υπάρχουν πάρα πολλές συλλογές με τα κομμάτια του που θα τις βρείτε πολύ ενδιαφέρουσες.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ
14/3/21
Αλέξανδρε, συγχαρητήρια!!! Αυτή τη φορά έσκαψες πολύ βαθιά στις ρίζες αυτής της μουσικής, που όλοι μας εδώ στο Rockmachine λατρεύουμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι, ο Django Reinhhardt (και μαζί του, βέβαια, ο Stephane Grpelli) είναι το μέγα μονολιθικό μνημείο (ντολμέν, αν θυμάσαι τον Αστερίξ) του swing, της Jazz, της παγκόσμιας μουσικής! Και χαίρομαι πολύ, κάθε φορά που δίνεις την ευκαιρία και στους νεώτερους να διαπιστώσουν το βάθος και την παγκοσμιότητα της μουσικής μας!
Θα ήθελα μόνο να προτείνω να συμπεριλαμβανόταν σ' αυτό το άρθρο, ένα κομμάτι του Django, που η μελωδία του είναι πασίγνωστη και ίσως φέρει τους "νεοφώτιστους" πιο εύκολα κοντά στο έργο του. Εννοώ το Nuages.
Θα ήθελα ακόμα να συμπληρώσω ότι το έργο του Django συνεχίζεται αδιάλειπτα από άξιους επιγόνους, με πρώτον και καλύτερο τον γιό του, Babik Reinjardt, ιδρυτή του New Quintett du Hot Club de France. Να αναφέρω επίσης τον γερμανοτσιγγάνο Häns'che Weiss, που τον είχα δει συναυλία στην Αθήνα (!), στο Ινστιτούτο Γκαίτε. Καταπληκτικός!