Για το ευρωπαϊκό (ή τευτονικό) power metal, μπορούμε να πούμε, καρφώνοντας μία θεωρητική «πινέζα» στον χωροχρόνο, ότι η μορφή του αποκρυσταλλώθηκε στα δίδυμα διαμάντια Keeper Of The Seven Keys των Helloween, μεταξύ 1987-1988. Και επειδή προηγείται χρονικά το «Part Ι», δικαιωματικά οφείλουμε να ξεκινήσουμε από εκεί.
Ρίχνοντας μια ματιά στο ιστορικό τους, βρίσκουμε τον manager Limb Scnoor να τους βοηθάει να έλθουν σε επαφή με την θρυλική Noise Records, όπου έμελλε να κυκλοφορήσει τις πρώτες τους δουλειές. Πρωτοεμφανίστηκαν σε ένα sampler με τίτλο «Death Metal», με άλλα ταλαντούχα συγκροτήματα όπως οι Running Wild και οι Hellhammer, με τα κομμάτια τους να είναι τα «Oernst of Life» Weikath και «Metal Invaders». Η θετική ανταπόκριση έπεισε την Noise να τους προσφέρει ένα συμβόλαιο, το οποίο εγκαινίασαν με την κυκλοφορία του ομώνυμου EP τους Helloween (1985) όπου παραγωγή έκανε το ίδιο το συγκρότημα, ήταν μία αποκάλυψη και ο μουσικός τύπος άρχισε να τους αφουγκράζεται. Το Νοέμβρη του 1985, κυκλοφορούν το πρώτο LP τους, με τίτλο Walls of Jericho. Σαν τις σάλπιγγες των Ισραηλιτών που έριξαν τα τείχη της Βιβλικής Ιεριχούς, εδώ τον ρόλο του κατεδαφιστή αναλαμβάνει ο τρομακτικός «Fangfage», η «μασκότ» των Helloween σε αυτό το άλμπουμ (όπως και στο προηγούμενο EP), όπως οι Iron Maiden είχαν τον Eddie. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν τον εμφάνισαν και πιο μετά, διότι πίστευαν ότι ο κόσμος θα θεωρούσε τις ομοιότητες του Fangfage με τον Eddie απόπειρα αντιγραφής των Maiden. Ακολούθησε το single «Judas» και αρχίζουν να χτυπούν στα ίσια τους ήδη καταξιωμένους Accept και Scorpions εντός συνόρων, ενώ πολλοί εκτός Γερμανίας τους παρομοίαζαν με τους Maiden, όπως ο Lars Ulrich («οι Helloween είναι σαν τους Maiden με ταχύτητα 1 εκ. μίλια την ώρα») και το βρετανικό «Kerrang!» («Οι Helloween έχουν δύο φορές την δύναμη και την ενέργεια των Maiden»).
Ο MICHAEL KISKE ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΚΑΔΡΟ!
Ωστόσο, υπήρχαν σημαντικά περιθώρια για βελτίωση. Ο Hansen, πλέον κατανοούσε ότι ήταν πολύ απαιτητικό να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει ταυτόχρονα, μια δυσκολία που επηρέαζε τις ζωντανές του εμφανίσεις και στα δύο πόστα. Έτσι οι Helloween άρχισαν να ψάχνουν για έναν νέο τραγουδιστή. Αρχικά προσέγγισαν τον Ralf Scheepers των Tyran’ Pace, ο οποίος όμως απέρριψε επανειλημμένα τις προτάσεις τους. Εκείνη την εποχή, άκουγαν πολύ το ντεμπούτο EP των Queensryche, Queen Of The Reich και σκεφτόντουσαν πως ήθελαν έναν δυναμικό και εκφραστικό τραγουδιστή σαν τον Geoff Tate στο συγκρότημα.
Τότε ήταν που έπεσαν πάνω στον 18χρονο Michael Kiske. Μόλις στα 17 του ήταν ο τραγουδιστής των Ill Prophecy, οι οποίοι είχαν ηχογραφήσει ένα demo αλλά δεν το κυκλοφόρησαν ποτέ. Για τους Helloween ήταν λαχείο η ανακάλυψη του. Είχε (κι αυτός) απορρίψει τις αρχικές προτάσεις τους, διότι, όπως υποστήριζε, δεν του άρεσε το Walls of Jericho! Ωστόσο, αφού ο Weikath κατάφερε να πείσει τον Kiske ότι ήθελαν να απομακρυνθούν από τον ωμό, πρώιμο ήχο τους, ο μικρός αποφάσισε τελικά να πει το «ναι». Ο Kiske είχε την ικανότητα να τραγουδάει καθαρά και δυνατά, μέχρι και στις πιο ψηλές νότες, σαν ένα υβρίδιο Dickinson και Tate, που θα ζήλευε και ένας κλασικά εκπαιδευμένος τραγουδιστής όπερας. Το μόνο μειονέκτημα ήταν η απειρία του, αλλά έγινε σύντομα φανερό ότι το τεράστιο ταλέντο του ήταν ικανό να αναπληρώσει αυτό το κενό. Με την προσθήκη του Kiske στα φωνητικά και ελευθερία πλέον στον Hansen να ασχοληθεί αποκλειστικά με την σύνθεση και τα κιθαριστικά του καθήκοντα, το συγκρότημα πήγαινε πρόσω ολοταχώς για την διεθνή καταξίωση.
Το Νοέμβρη του ’86, οι Helloween ξεκίνησαν να δουλεύουν πάνω στο επόμενο άλμπουμ τους, για το οποίο είχαν μεγαλεπήβολο όραμα. Με την συνδρομή του Αμερικανό-Γερμανού παραγωγού Tommy Newton και του Δανού μουσικού και παραγωγού Tommy Hansen, που σουλούπωσαν τον άγριο ήχο από τις πρώτες τους δουλειές, άρχισαν να ετοιμάζουν υλικό που άνετα θα αρκούσε για ένα διπλό άλμπουμ. Προσπαθώντας να προσελκύσουν ένα ευρύτερο κοινό, οι Helloween υιοθέτησαν μια διαφορετική προσέγγιση στον ήχο τους, εστιάζοντας στις μελωδίες και στη φοβερή φωνή του νέου τους τραγουδιστή. Αυτή τη φορά τα συνθετικά καθήκοντα μοιράστηκαν εξίσου μεταξύ Hansen και Weikath, με τον Kiske να συνεισφέρει με μερικές ιδέες από την προηγούμενη μπάντα του. Η Noise αρνήθηκε να κυκλοφορήσει ένα διπλό άλμπουμ, υποστηρίζοντας ότι δύο ξεχωριστά άλμπουμ θα έφερναν περισσότερα έσοδα και θα κρατούσαν το ενδιαφέρον του κόσμου για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, από ότι αν κυκλοφορούσαν ένα ενιαίο διπλό άλμπουμ. Έτσι, την 23η Μαΐου 1987, οι Helloween κυκλοφόρησαν το πρώτο από τα δύο άλμπουμ της εποποιίας τους, με τίτλο Keeper of the Seven Keys: Part I που περιέχει τραγούδια που γράφτηκαν ως επί το πλείστο από τον Hansen. Ένας τραυματισμός του Michael Weikath, ανάγκασε τον Hansen να αναλάβει την πλειοψηφία των κιθαριστικών ηχογραφήσεων για το άλμπουμ. Μέχρι και σήμερα, το άλμπουμ αυτό θεωρείται όχι μόνο ένα από τα πρώτα power metal άλμπουμ (πιθανότατα το πρώτο «τευτονικό power metal» άλμπουμ), αλλά και ένα από τα καλύτερα. Μελωδικότατα σόλο και αρμονίες είναι έμφυτα σε όλη την διάρκεια του, δημιουργώντας μία αισιόδοξη ατμόσφαιρα που είναι τόσο ελκυστική όσο και αξέχαστη. Η ταχύτητα είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό που συνεισφέρει στον εντυπωσιακό ήχο του άλμπουμ. Και φυσικά υπάρχει και το φοβερό εξώφυλλο των Edda και Uwe Karczewski, που είχαν εικονογραφήσει τα εξώφυλλα όλων των προηγούμενων κυκλοφοριών τους.
Τραγούδια όπως το «I'm Alive» που ανοίγει εντυπωσιακά το άλμπουμ, σε συνέχεια του προσκλητηρίου «Invitation» είναι ενδεικτικά του τι ακούμε στο power metal μέχρι και σήμερα. Το «A Little Time» του Kiske που εκφράζει το παγκόσμιο άγχος του σύγχρονου ανθρώπου για μία ζωή που πλέον μας προσπερνάει σαν σταματημένους, είναι, απλά, ένας ύμνος. Η απομυθοποίηση των θεών στο «Twilight Of The Gods» που ακολουθεί, δένει το θέμα του με αναφορές σε επιστημονική φαντασία. Ο Weikath επιμελείται την κιθάρα στην συγκινητική εξομολόγηση που έγραψε και κλείνει την πρώτη πλευρά, την μπαλάντα «A Tale That Wasn't Right». Είναι το μόνο τραγούδι στο οποίο συμμετέχει στην ηχογράφηση του άλμπουμ.
Η δεύτερη πλευρά του άλμπουμ ξεκινάει με το single του άλμπουμ, το χαρούμενο και εμπορικά αξιοποιήσιμο «Future World». Πλέον, και σε διαβεβαίωση και του πλέον δύσπιστου ακροατή, φαίνεται πόσο τεράστιος τραγουδιστής είναι ο Michael Kiske. Πληροφοριακά, το εξώφυλλο του single είναι εμπνευσμένο από τον κόμικ ήρωα Δικαστή Dredd, που είχε αποτελέσει και έμπνευση για το «I Am The Law» των Anthrax από την ίδια περίοδο (Μάρτιος 1987). Η συνέχεια έρχεται με το κεντρικό τραγούδι του δίσκου, μία μίνι metal όπερα, με τίτλο «Halloween». Έχοντας τον ρόλο του μεγάλου, επικού κομματιού και με διάρκεια κάτι παραπάνω από 13 λεπτά, περιέχει συμπυκνωμένη όλη την προσέγγιση των Helloween με τον νέο τους ήχο. Γοτθικού τύπου ατμόσφαιρα, πλούσια σόλο όλων των ταχυτήτων, τέλεια φωνητικά και καταιγιστικά ρυθμικά μέρη. Ένα μείγμα δύναμης, ευρηματικότητας, τεχνικής αρτιότητας και ευχάριστων εκπλήξεων. Απλά υπέροχο. Το σύντομο και ατμοσφαιρικό «Follow the Sign» μας ξεπροβοδίζει γλυκά, αφήνοντας μας με τεράστια προσδοκία και μεγάλες υποσχέσεις για την επιστροφή στην ιστορία του Κλειδοκράτορα, το ερχόμενο χρονικό διάστημα.
Το Keeper of the Seven Keys Pt. I (Νο 15 Γερμανία, Νο.18 Ελβετία, Νο.42 Σουηδία,ενώ σταμάτησε χαμηλά στο Νο.104 στην Αμερική) καθόρισε τον ήχο του τευτονικού power metal για τις επόμενες γενιές: κιθάρες που σκίζουν, ομοβροντίες στα ντραμς και καλοδουλεμένα φωνητικά. Εκτός από την ταχύτητα, ήταν και η αυθεντικότητα της γερμανικής μουσικής κληρονομιάς που εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς. Οι Helloween χαιρετίστηκαν ως μεσσίες, με ήχο φρέσκο και ζωντανό, σχεδόν μία κατηγορία μόνοι τους. Οι επιρροές από Uriah Heep, Queen και Rainbow είναι ξεκάθαρες, αλλά παντρεύονται επιτυχώς με κλασικές επιρροές όπως Brahms, Chopin και Wagner. Το παιχνίδι στις κιθάρες μεταξύ Hansen και Weikath αποδίδεται με ταχύτητα και χειρουργική ακρίβεια, σε στυλ περισσότερο κλασικής μουσικής παρά κλασικού metal. Όλη αυτή η πειθαρχία και μελωδία πάνω στο στέρεο, αδιάρρηκτο οικοδόμημα που έχτιζαν οι Grosskopf και Schwichtenberg, με τον τελευταίο να γράφει ιστορία με το γεμάτο ενέργεια παίξιμο του. Γενικά, μετά τους Scorpions και τους Accept, τιμούν την γερμανική σχολή του heavy metal, με γρήγορες, βαριές και ακριβείς η ηχητικές επιθέσεις. Δεν ξέρω πόσο πιο εμφατικά να το θέσω. Με αυτό το άλμπουμ οι Helloween σηματοδότησαν την έναρξη του ευρωπαϊκού (τευτονικού) power metal, αποκόπτοντας τον speed metal ομφάλιο λώρο του, και δημιουργώντας μία διακριτή γραμμή για αυτό το νέο υποείδος του metal, που την ακολούθησαν αμέτρητα συγκροτήματα με προεξέχοντες τους Blind Guardian, τους Stratovarius, τους Nightwish, τους Sonata Arctica, τους Rhapsody, τους Symphony X, τους Angra και αμέτρητους άλλους.
Το 1987, το «Keeper Of The Seven Keys : Part I» ξεχώρισε από τον ανταγωνισμό. Σαν Rainbow επί Dio με αναβολικά, σαν Iron Maiden και Judas Priest να γράφουν παρέα το μουσικό θέμα του «Dungeons and Dragons», θα γινόντουσαν οι πατέρες του ευρωπαϊκού power metal. Το άλμπουμ έλαβε διθυραμβικές κριτικές από τον τύπο και εξαιρετική ανταπόκριση από τους fans. Ως αποτέλεσμα, οι Helloween ταξίδεψαν πέρα από τον Ατλαντικό, περιοδεύοντας στις ΗΠΑ με τους Grim Reaper και τους Armored Saint. Ο Αμερικανός διανομέας τους εκείνη την εποχή, η RCA, τους έκανε να ηχογραφήσουν ένα βίντεο για το επικό «Halloween», αλλά το έκοψαν σε τέσσερα λεπτά, ώστε το βίντεο να μπορεί να παιχτεί στο MTV. Συνολικά, μέχρι και σήμερα, οι πωλήσεις του άλμπουμ έχουν ξεπεράσει τα 1,5 εκ. αντίτυπα παγκοσμίως.
Μετά την ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Overkill, άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα. Εξαντλημένος από τις περιοδείες, ο Hansen ζήτησε από το συγκρότημα να κάνει ένα μικρό διάλειμμα από τις ζωντανές εμφανίσεις. Όμως, καθώς το συγκρότημα άρχισε να κερδίζει δυναμική, αυτή η χρονική περίοδος δεν ήταν κατάλληλη. Χωρίστηκαν στα δύο, με τους Hansen, Grosskopf και Schwichtenberg από την μια, και τους Weikath και Kiske από την άλλη. Σύντομα οι διαφωνίες επεκτάθηκαν σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων τους. O Hansen, δυσαρεστημένος με ό, τι συνέβαινε πίσω από τα παρασκήνια, το γεγονός ότι προωθήθηκαν στα ίδια περιοδικά με τους Michael Jackson και David Hasslehoff, και με το συγκρότημα να ωθείται διακριτικά σε μια στιλιστική αλλαγή, άρχισε να σκέφτεται να αποχωρήσει. Αυτό, όμως είναι μία άλλη ιστορία.
Ελπίζω, ξανακούγοντας το Keeper Of The Seven Keys : Part I, να νιώσετε για μία ακόμη φορά τον θρίαμβο και την έκσταση που πήραμε από την ιδιοφυΐα της νεαρής, ενθουσιώδους και γεμάτη χιούμορ παρέας από το Αμβούργο. Το γεγονός ότι το βρετανικό περιοδικό «Kerrang!» είχε δηλώσει ότι το Keeper Of The Seven Keys : Part I είναι ότι πιο σημαντικό κυκλοφόρησε στον ευρύτερο χώρο του hard rock και του metal μετά το Pyromania των Def Leppard, λέει πολλά για το πρωτοποριακό έργο των λατρεμένων Helloween. Μαζί με τους Ελβετούς Celtic Frost και τους Σουηδούς Bathory, οι Helloween ήταν πιθανώς το πιο επιδραστικό metal συγκρότημα που δημιουργήθηκε στην ηπειρωτική Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1980.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
29/1/21/
Ο ΣΠΥΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟ KEEPER OF THE SEVEN KEYS PART1
Το εσωτερικό του διπλού εξώφυλλου |
Kai Hansen, ο μπαμπάς σας!!!
Το Keeper of the Seven Keys - part 1 είναι το άλμπουμ του Kai Hansen, σε αντίθεση με το Keeper of the Seven Keys - part 2 που είναι του Michael Weikath. Μιλάμε ουσιαστικά για μία ολοκληρωμένη μουσική οντότητα η οποία χωρίζεται σε δύο ισοδύναμα (προσωπική εκτίμηση) μέρη, ας μείνουμε όμως εστιασμένοι στο πρώτο μέρος.
Όταν έρχεται η στιγμή να κάνεις λόγο για δίσκους που έγραψαν ιστορία και που προχώρησαν την μουσική ακόμα πιο μπροστά αφενός μεν είναι μεγάλο το βάρος που επωμίζεσαι αφετέρου δε είναι σχεδόν αδύνατο να μην συμπεριλάβεις τα "Keepers"..... εντάξει, το πρώτο "Keeper"! Στον Kai Hansen έχει χρεωθεί η πατρότητα του Euro-Power Heavy Metal όπως χαρακτηριστικά αναφέρουμε. Το 1987 όπου και κυκλοφορεί το "Keepers part 1", το είδος το οποίο γεννήθηκε μερικά χρόνια πιο πίσω απέκτησε κύρος και έφερε ένα φρέσκο γερμανικό άνεμο πάνω από μία θάλασσα στην οποία δέσποζαν οι αγγλικές αρμάδες των Maiden, Priest, Saxon, Motorhead κτλ. Οι Γερμανοί δεν ήταν απλά "ξυλοκόποι"! Μπορεί να κατείχαν την Βαυ(ρ)βαρική τέχνη του να παίζουν σε πολύ υψηλές ταχύτητες και με ένα αρκετά "ωμό", in your face, τρόπο από την άλλη όμως μπορούσαν να εισαγάγουν και το λεπτό, ευγενικό, αρτιστικό στοιχείο που δρώντας συνδυαστικά θα έστελνε τον ακροατή σε ένα βαρυμεταλλικό παράδεισο. Το "Keeper of the seven keys part 1" είναι το πρώτο από τα τρία κλειδιά που ξεκλειδώνουν μία τριλογία που ολοκληρώθηκε το 2005. Πολύτιμο, ξεχωριστό, επιδραστικό σε ένα είδος που την δεκαετία του ενενήντα θα έφτανε στο ζενίθ της δόξας του και που ο χρόνος δεν θα του αφαιρούσε τίποτα από το μεγαλείο του.
Δημοσίευση σχολίου