»Εκείνο που διαφοροποίησε το Tres Hombres σε σχέση με τα δύο προηγούμενα άλμπουμ τους ήταν ο όγκος στον ήχο τους και σε αυτό βοήθησε τα μέγιστα ο παραγωγός Bill Ham που ανακάλυψε πώς να ηχογραφήσει το θανατηφόρο τρίο από το Texas, τόσο απλά ώστε να ακούγονται άφθαρτοι. Όμως και το πολύ καλό υλικό (σ.σ. τραγούδια) που ηχογράφησαν έκαναν τη διαφορά. Ήταν ένας blues-rock δίσκος από μια μπάντα του Τέξας, αλλά τελικά αυτό ήταν το ιδιαίτερο: Ένα βρώμικο blues rock με τρεις τύπους που γούσταραν αυτό που έκαναν, ένα μείγμα των bluesy shuffle, μια κατάθεση μουσικής ταυτότητας και νοοτροπίας! ‘Ξεκινάγαμε να γράφουμε το απόγευμα και τελειώναμε αργά τη νύχτα, αλλά συνήθως ο Gibbons κι εγώ μέναμε παραπάνω στο studio, έως το επόμενο πρωϊνο. Ο Gibbons έχει σταθερή γνώμη και δύσκολα την αλλάζει, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα στις σχέσεις μας. ‘Εδειχνε ενδιαφέρον για τα τεχνικά σημεία, θυμάμαι ότι βρισκόμουν στην κονσόλα κι αυτός χειρίζοντας τον εξοπλισμό, τα faders στο ταμπλό, τα πάντα”, λέει ο Manning.
Δεν μπορεί να υπάρξει άρθρο για το συγκεκριμένο άλμπουμ αλλά και για τους ZZ Top που να μην γίνει αναφορά στο θρυλικό μπουρδέλο που που υπήρχε στα προάστια της πόλης La Grange, της κομητείας/επαρχίας Fayette του Τέξας, πλησίον του ποταμού Colorado. Γι αυτό γράφτηκε το πιο διάσημο τραγούδι τους και την ιστορία του όπως παρουσιάστηκε στη στήλη Έτσι Γράφτηκε μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Κι όλα αυτά ξεκίνησαν από την ιδέα του Billy Gibbons να τραγουδήσει το περίφημο ‘How, how, how, how’s στην εισαγωγή του La Grange, σαφώς επηρεασμένος από το ύφος του John Lee Hooker και σε συνδυασμό με το boogie ρυθμό του τραγουδιού, να το «βάλει» σε όλα τα σπίτια και να παραμένει έως σήμερα, 47 χρόνια μετά, σαν ένα super classic anthem. Ο Gibbons παραδέχεται ότι το “La Grange’ και η ιδέα του για την εισαγωγή αλλά John Lee Hooker τους βοήθησε να περάσουν από την ανωνυμία, στην επιτυχία.
Το άλμπουμ δίνει τα καλύτερα διαπιστευτήρια με το «μολυσματικό» "Waitin 'for the Bus" που ανοίγει το άλμπουμ, όσο και το "Jesus Just Left Chicago" που ακολουθεί και μάλιστα κολλητά. «Ήταν μια βραδιά στο studio όπου είμαστε οι δύο Bill (Ginbbons και Ham)κι εγώ όταν ακούγοντας τα τραγούδια με τη σειρά που θα ακουστούν στο δίσκο, σκεφτήκαμε να τα κολλήσουμε μεταξύ τους, κάτι που δεν συνέβαινε στη δισκογραφία. Ήταν μια ιδέα της στιγμής και τελικά ήταν το καλύτερο edit της καριέρας μου». Ένα άλλο τραγούδι του άλμπουμ, που δεν έγινε επιτυχία είναι το "Master of Sparks", που αφηγείται την αληθινή ιστορία του Billy Gibbons και ενός φίλου που με τη βοήθεια ενός εργοδηγού προσπάθησαν να μετατρέψουν ένα σφαιρικό ατσάλινο κλουβί, όπου στο εσωτερικό του έχουν προσθέσει ένα κάθισμα VW σκαραβαίου με ζώνη ασφαλείας, σε αυτοκίνητο!!!
Μπορεί το “La Grange” να ήταν το διαβατήριο για την επιτυχία και την αναγνώριση των ZZ Top αλλά το “Beer drinkers and Hell Raisers” να είναι το all time favorite των μηχανόβιων. Ο Dusty Hill που τραγουδάει έχει δηλώσει για τους στίχους του: «Φεύγαμε από μια συναυλία μας στο Phoenix και πηγαίναμε οδικώς στο Δυτικό Τέξας όταν μας έπιασε μια ανεμοθύελλα. Το πρώτο πράγμα που προσπαθήσαμε να κάνουμε ήταν να βρούμε ένα καταφύγιο όταν είδαμε ένας φως στο δρόμο. Πρέπει να είμαστε κοντά στο El Paso όταν χτυπήσαμε την πόρτα και συναντήσαμε κάποιους ανθρώπους που ήταν μας κι ακούγανε τα ίδια πράγματα με εμάς. ΄Ήπιαμε, μιλήσαμε και γράψαμε αυτό το τραγούδι γραμμένο για εκείνη την περιπέτεια μας αλλά και τη συνάντηση με αυτούς τους ανθρώπους’. Οι ZZ Top δεν το κυκλοφόρησαν ποτέ σε single, αλλά το τραγούδι έγινε μεγάλο ραδιοφωνικό hit σε όλο τον κόσμο. Το διασκεύασαν οι Motorhead που το κυκλοφόρησαν σε EP το 1980 όπου μαζί με τον Lemmy το τραγούδι ερμηνεύει κι ο Fast Ediie Clarke.
Το εξώφυλλο είναι απλό, αλλά η φωτογραφία στο εσώφυλλο είναι όλα τα λεφτά, αφού εμφανίζει 2 υπερπλήρη πιάτα μεξικάνικου φαγητού από ένα εστιατόριο που συνήθιζαν να τρώνε. Όσο για τη μπύρα, είναι η τοπική Southern Select!
Αυτό που κατάφεραν σε αυτό το δίσκο, δεν μπόρεσαν να το καταφέρουν σε κανένα άλλο, κι ας ήταν πιο πετυχημένα.
Το εσώφυλλο του δίσκου |
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ
29/12/20/
Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΙΣΑΤΖΕΚΙΑΝ ΓΙΑ ΤΟ TRES HOMBRES
Όταν η blues βγάζει «νύχια», οι ZZ Top κυριαρχούν. Και εδώ μιλάμε για την δημοφιλέστερη κυκλοφορία των Τεξανών blues rockers στην πρώτη, αδρή περίοδό τους. Η ανυπέρβλητη συνταγή τους μετρά πλέον πενήντα χρόνια Βασιλείας και τους θέλει στα ρεκόρ Guinness τη μακροβιότερη μπάντα της rock’n’roll εποποιίας, δίχως αλλαγή σύνθεσης της dream team!
Βρώμικες κιθαριές, βρώμικα νοήματα γεμάτα σεξιστικές υπόνοιες, και χιούμορ, γραμμένα με βρώμικους στίχους από τα πεζοδρόμια, μα πεντακάθαρο όραμα από τρεις απόλυτα συντονισμένους μουσικούς που πήραν τα νέγρικα blues των προγόνων τους και τα μπόλιασαν με τη περίσσια μαγκιά του ευθυτενούς hard rock των 70’ς! Το album στέκει υπερήφανα στον αντίποδα των πολυπλατινένιων κυκλοφοριών των 80’ς (Eliminator, Afterburner, Recycler) όπου η… βίαιη προσθήκη πλήκτρων και η άτοπη χρήση τριγκαρισμένων τυμπάνων ξένισε τους παραδοσιακότερους των οπαδών τους όπως εγώ, μα γέμισε το πορτοφόλι τους με εκατοντάδες πρασινωπούς πεθαμένους πρόεδρους των Η.Π.Α.!
Κι αν δε πιστεύετε εμένα για τη σπουδαιότητά τους, ρωτήστε τους απογόνους τους: από τους The Black Crows, Raging Slab, Southern Gentlemen, Five Horse Johnson, The Four Horsemen έως και τους Pantera.
Δημοσίευση σχολίου