Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 70, τα μόνα southern συγκροτήματα που ξέραμε ήταν οι Lynyrd Skynyrd και οι Allman Brothers. Άσε που δεν ξέραμε καλά καλά τι είναι το southern rock! Χρόνο με χρόνο, αρχίσαμε να μαθαίνουμε κι άλλα όπως τους Molly Hatchet (που ποτέ δεν μου άρεσαν), τους Charlie Daniels Band, τους Marshall Tucker Band και τους Blackfoot. Η γνωριμία μου με τους τελευταίους έγινε με το τέταρτο άλμπουμ τους Tomcattin’ που είχε φθάσει στα χέρια μου σε White Label από τη WEA για να γράψω κάποιο άρθρο για το δεκαπενθήμερο μουσικό περιοδικό Μουσικό Εξπρές. Ακόμα και σήμερα, 40 χρόνια μετά δεν έχω καταφέρει να ξεπεράσω τη δύναμη και το hard rock ύφος ενός συγκροτήματος που έως τότε μου ήταν άγνωστο. Τότε δεν ήξερα τη σχέση του Rick Medlock με τους Lynyrd Skynyrd, απλά ακούγοντας το Tomcattin' ήλθε στο μυαλό μου ο ήχος των Bad Company στο πιο hard! Όμως οι Blackfoot είχαν το δικό τους ήχο, πιο σκληρό αλλά το ίδιο μελωδικό από αυτόν των Lynyrd Skynyrd, πράγμα που ανακάλυψα ακούγοντας τα παλαιότερα άλμπουμ τους.
ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Η ιστορία μας ξεκινά την άνοιξη του 1969 όταν οι Rickey Medlocke ντραμς/τραγούδι και Greg T. Walker μπάσο (από τους Tangerine) που γνωριζόντουσαν από το δημοτικό σχολείο, συναντούν τον κιθαρίστα Charlie Hargrett, σχηματίζοντας τους Fresh Garbage με το όνομα να το επιλέγουν από τον τίτλο ενός τραγουδιού του πρώτου άλμπουμ των Spirit! Στους 3 προστέθηκε και ο οργανίστας Ron Sciabarasi και ξεκίνησαν εμφανίσεις στο Comic Book club του Jacksonville που ήταν από τα καλύτερα της πόλης. Η αποχώρηση του Sciabarasi για να πάει στον πόλεμο του Vietnam, οδηγεί τους Fresh Garbage στη διάλυση με τους Medlocke, Walker και Hargrett να σχηματίζουν τους Hammer με τον Medlocke να αφήνει τη θέση του ντράμερ και να αναλαμβάνει καθήκοντα τραγουδιστή/κιθαρίστα και τον Jakson Spires να κάθεται πίσω από τα ντραμς. Οι Hammer πήραν άλλα δύο μέλη, ένα κιθαρίστα (τον Jerry Zambito) κι ένα οργανίστα (τον Witt Gibbs κι αυτός από τους Tangerine) και ξεκινούν να εμφανίζονται σαν house band σε ένα topless bar του Jacksonville. Σύντομα οι Gibbs και Zambito αποχώρησαν με τους 4 εναπομείναντες να προσπαθούν να κάνουν καριέρα πηγαίνοντας στη Νέα Υόρκη όπου φανταζόντουσαν ότι όλα θα ήταν εύκολα. Το αντίθετο. Δεν μπορούσαν να βρουν clubs να παίξουν και το χειρότερο τους έκλεψαν τον εξοπλισμό. Χωρίς όργανα, δουλειά και σπίτι, περιφερόντουσαν στη Ν.Υόρκη όπου σύμφωνα με τον Medlock γνώρισαν ένα στέλεχος εταιρείας που τους βοήθησε να ξανά αγοράσουν εξοπλισμό! Κάνοντας επαφές με δισκογραφικές εταιρείες στη Ν. Υόρκη, τους λένε μάλλον με άκομψο τρόπο, ότι αν θέλουν να τους υπογράψουν θα πρέπει να αλλάξουν ύφος και να παίζουν ανάλαφρη pop. Μάλιστα τους έδωσαν την κασέτα των Tony Orlando and the Dawn, Candida(1970) που είχε κυκλοφορήσει εκείνες τις ημέρες γνωρίζοντας πολύ μεγάλη επιτυχία! Απογοητευμένοι, επιστρέφουν στο Jacksonville αποφασισμένοι να συνεχίσουν να παίζουν τη μουσική που τους άρεσε, αλλάζοντας όμως το όνομά τους κι από Hammer (σ.σ. υπήρχε αγγλικό συγκρότημα με το ίδιο όνομα) με πρόταση του Jakson Spires μετονομάζονται σε Blackfoot λόγω της ινδιάνικης καταγωγής τους με τη πρώτη συναυλία τους να τη δίνουν στο υπόγειο ένας οι κινέζικου εστιατορίου χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα αλλά με την υπόσχεση ότι θα έτρωγαν όσο ήθελαν!!!
ΠΩΣ ΔΙΑΛΕΞΑΝ ΤΟ ΟΝΟΜΑ BLACKFOOT
Η επιλογή του ονόματος Blackfoot έγινε για να τιμήσουν την ινδιάνικη καταγωγή των Jakson (σ.σ. χωρίς c!)Spires του οποίου ο πατέρας είχε καταγωγή Cheyenne και η μητέρα του Cherokee, του Rickey Medlocke του οποίου ο πατέρας ήταν Lakota Sioux και η μητέρα Creek/Cherokee, Σκοτσέζα και Ιρλανδή(σ.σ. η επιστήμη σηκώνει ψηλά τα χέρια) κι του Greg Walker καταγόταν από τη φυλή ινδιάνων που ζούσε στην Φλόριδα, τους Eastern Creek! Ο νεουρκέζος Charlie Hargrett ήταν το μόνο χλωμό πρόσωπο του συγκροτήματος. Όμως το πρόβλημα να τούς ζητούν να αλλάξουν ύφος και να παίζουν pop εξακολουθούσε να υφίσταται με τον Medlocke απογοητευμένο να ψάχνει να δουλέψει σαν roadie σε κάποιο συγκρότημα. Ένας φίλος του από τη γειτονιά, ο Allen Collins που έπαιζε σε ένα συγκρότημα που λεγόταν One Percent, τον σύστησε στον τραγουδιστή τους, Ronnie Van Zant που τελικά του πρότεινε τη θέση του ντράμερ, αφού ο δικός τους ντράμερ Bob Burns (συνιδιρυτής και παιδικός φίλος του Van Zant) δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις τους. Ήταν η εποχή που οι One Percent άλλαζαν το όνομά τους σε Lynyrd Skynyrd κι έκαναν τις πρώτες επαγγελματικές ηχογραφήσεις στο Muscle Shoals Sound Studio στην Alabama. Οι σχέσεις Ronnie Van Zant και Ricky Medlock καλλιεργήθηκαν και μάλιστα ο παππούς του Shorty Medlocke αποτέλεσε μέρος της έμπνευσης για τους στίχους του τραγουδιού "The Ballad of Curtis Loew" που συμπεριλήφθηκε στο δεύτερο άλμπουμ των Lynyrd Skynyrd ενώ στις πρώτες ημέρες τους συνόδευε παίζοντας dobro.
Οι Lynyrd Skynyrd ρις πρώτες ημέρες της καριέρας τους. Ο Medelocke είναι πίσω από τον Ronnie Van Zant με το υψωμένο το χέρι. |
THE LYNYRD SKYNYRD DAYS
Τότε οι Medlocke και Walker δέχονται πρόταση από τους Lynyrd Skynyrd να γίνουν μέλη τους, πρόταση που έγινε δεκτή, βάζοντας στον πάγο την καριέρα των Blackfoot. Ο Charlie Hargrett πήγε στο New Jersey και έπαιζε διασκευές σε clubs με τους No Name. Δεν έμειναν πολύ καιρό στους Lynyrd Skynyrd, λιγότερο από 1 χρόνο, όμως πρόλαβαν να ηχογραφήσουν κάποια κομμάτια τα οποία κυκλοφόρησαν στην πρώτη συλλογή τους με τίτλο Skynyrd's First and...Last που κυκλοφόρησε 1 χρόνο μετά το αεροπορικό δυστύχημα και περιλαμβάνει πρώιμες ηχογραφήσεις τους της περιόδου 1971-1972 κι αποτελεί Βίβλο για τους fans των Lynyrd Skynyrd. ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ Ή ΝΤΡΑΜΕΡ;
O Medlocke είχε προληφθεί σαν δεύτερος ντράμερ (με τον Bob Burns) κι εντυπωσιακός είναι ο λόγος που άφησε το καρεκλάκι του ντράμερ και έπιασε την κιθάρα. «Μού άρεσε που έπαιζα ντραμς αλλά αισθάνθηκα ότι δεν ήμουν τόσο δυναμικός όσο έπρεπε για να ανέβω επίπεδο. O λόγος είναι ότι λειτουργεί μόνο ο ένας πνεύμονάς μου κι έτσι δεν έχω αντοχές και δυνάμεις που χρειάζεται ένας καλός ντράμερ. Εξήγησα στα παιδιά τους λόγους που με ανάγκασαν να φύγω (σ.σ. από τους Lynyrd Skynyrd) κι έγινε με τον καλύτερο τρόπο. Έτσι αποφάσισα να παίζω κιθάρα που δεν απαιτούσε την ίδια δύναμη με αυτή του ντράμερ». Με τη μεσολάβηση ενός John Vassiliou(σ.σ. ο μόνο ς λόγος που αναφέρω το όνομά του είναι η ελληνική καταγωγή του) ο Medlock επανασυνδέεται με τον Hargrett και επανασχηματίζουν τους Blackfoot με τους Leonard Stadler μπάσο, Jakson Spires στα ντραμς και το μετέπειτα μέλος των Derringer και Steppenwolf, Danny Johnson στη δεύτερη κιθάρα. Μετά από αρκετές ζυμώσεις στη σύνθεσή τους, οι Blackfoot καταλήγουν στην ιστορική σύνθεση τους που είναι Greg T. Walker μπάσο, Ricley Medlocke κιθάρα, τραγούδι, Charlie Hargrett κιθάρα και Jakson Spires ντραμς, υπογράφουν στην Island Rec. του Chris Blackwell όπου κυκλοφορούν το πρώτο άλμπουμ τους με τίτλο Νo Reservations(1975). Παρ’ όλο που ο Blackwell τους πίστεψε, το άλμπουμ δεν ξεπέρασε τις 10.000 αντίτυπα με αποτέλεσμα να μην τους ανανεώσουν το συμβόλαιο. Ο Medlocke έχει τη δική του άποψη για την αποτυχία του Νo Reservations. “Το άλμπουμ κυκλοφόρησε σε μια εποχή που η reggae και οι δίσκοι του Bob Marley είχαν αρχίσει να κάνουν επιτυχία με αποτέλεσμα η Island Rec. να δώσει όλο το βάρος της σε αυτούς τους δίσκους. Τότε είχαμε ξεκινήσει μια σειρά πολύ πετυχημένων συναυλιών, ανοίγοντας για τον Peter Frampton (στην περιοδεία του άλμπουμ Frampton Comes Alive!) αλλά και με τους ZZ Top όπου ανοίξαμε τη συναυλία τους στη Νέα Ορλεάνη που ηχογράφησαν για το άλμπουμ τους Fandango”. Παρ’ όλη την αποτυχία του No Reservation, οι Blackfoot υπογράφουν σε μια άλλη μεγάλη εταιρεία, την Epic Rec όπου το Δεκέμβριο του 1976 κυκλοφορούν το δεύτερο άλμπουμ τους , Flyin’ High με το συγκρότημα να έχει πολλά παράπονα από το promotion του δίσκου που απέτυχε εμπορικά. Σύμφωνα με τον Medlocke τα 10 τραγούδια του άλμπουμ ηχογραφήθηκαν σε ένα διάστημα 6 έως 8 εβδομάδων και σίγουρα είναι καλύτερα από αυτά του πρώτου, είναι μέσα στον ήχο τους που ξέρουμε, έστω κι αν δεν έχει το hit τραγούδι που θα κάνει το άλμπουμ να ξεχωρίσει.
Η ΧΡΥΣΗ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ 1979-1983
Η έναρξη της συνεργασίας τους με τον manager Al Nalli και με το συνεργάτη του Jay Frey, αλλάζει τη ροή της ιστορίας τους (σ.σ. ή κατά την ιστορική φράση «κατά τον ρουν της ιστορίας») υπέγραψαν στην Atco Records και το 1979 κυκλοφορούν το τρίτο άλμπουμ τους με τίτλο Strikes (Νο42 Αμερική) που ξεπέρασε το 1.000.000 αντίτυπα. Οι Blackfoot είχαν πάρει μπροστά και επί τέλους τούς γνώρισε όλος ο κόσμος. Κι ενώ το άλμπουμ έχει 3 διασκευές(!) κι όλοι θα περίμεναν να υπάρξει μια επιτυχία από αυτές, το κομμάτι που αναγνωρίστηκε η αλήθεια είναι αρκετά αργότερα από την κυκλοφορία του άλμπουμ- είναι το επικό "Highway Song" (Νο26 Αμερική, Νο 14 Μ.Βρετανία) αλλά και το "Train, Train" (No 38 Αμερική), σύνθεση του παππού του Medlocke, Shorty ο οποίος παίζει και φυσαρμόνικα. Οι τρεις διασκευές είναι τα “I got a line on you (πρώτη εκτέλεση από τους Spirit), “Pay my dues (πρώτη εκτέλεση από τους Blues Image) και το “Wishing Well των Free. Βλέποντας κι ακούγοντας τα live video των “Highway Song” και “Train Train” καταλαβαίνει κανείς εύκολα ότι οι Blackfoot είναι φτιαγμένοι από καλή πάστα κι ο Rickey Medlock είναι σπουδαίος. Ο ήχος τους είναι πλέον αναγνωρίσιμος και η αγριοφωνάρα του Medlocke, ξεχωρίζει με τη μία!
«Οι ρίζες μου βρίσκονται στο blues. Ο παππούς μου μού έμαθε τη μουσική των Jimi Hendrix, Jeff Beck και Jimmy Page. Αυτοί οι τρεις κιθαρίστες ήταν επηρεασμένοι από το αμερικάνικο blues και με τη σειρά τους επηρέασαν κι εμένα».Βρισκόμαστε πλέον στην αρχή της δεκαετίας του 80 όπου το Southern rock αρχίζει και γίνεται γνωστό κι εκτός Αμερικής. Κι όχι απλά σαν ένα ακόμα είδος μουσικό είδος αλλά σαν ένα πετυχημένο μουσικό είδος που κερδίζει οπαδούς σε όλο τον κόσμο, και στην Ελλάδα. Tο Tomcattin (1980) που διαδέχτηκε το Strikes δεν κατάφερε να βγάλει κάποιο single αλλά σαν άλμπουμ ήταν καλό. Κι πάλι ο παππούς Shorty Medlocke συμμετέχει σε ένα κομμάτι (το "Fox Chase") ενώ όταν αποκτήσετε το άλμπουμ, αρχίστε την ακρόαση του από τα "On the Run"και "Gimme, Gimme, Gimme για να φθάσουμε στο καλύτερο κατά την προσωπική άποψη μου άλμπουμ τους, το Marauder(1981, Νο48 Αμερική, No38 Μ.Βρετανία) με την κομματάρα "Good Morning" να παίρνει κεφάλια και να ανεβαίνει στην κορυφή των προτιμήσεων μου όσο αφορά τα τραγούδια τους. Τόσα χρόνια μετά, εξακολουθεί να με συναρπάζει. Ο παππούς Shortly δεν απουσιάζει από εδώ, αφού ακούγεται να μιλά και να παίζει banjo στο "Rattlesnake Rock n' Roller". Η κομματάρα με τη μελωδία να είναι κορυφαία είναι το “Searchin” που κλείνει το δίσκο. Από τα καλύτερα τους! To 1982 εξαργυρώνουν τη συναυλιακή τους επιτυχία και κυκλοφορούν το Highway Song Live που ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια της βρετανικής τους περιοδείας του 1982. Το “Highway Song, Live” είναι το πνεύμα των Blackfoot, των παλιών καλών, αγέρωχων, αλύγιστων Blackfoot του whiskey και του Southern Rock κι απευθύνεται σε γνήσιους southern rockers αλλά φίλους του alcohol με τον Rickey Medlocke να κάνει τη σχετική αφιέρωση πριν αρχίσει το “Every Man Should Know”. Το συγκρότημα βρίσκεται στην ακμή της δόξας τους και ίσως να αδικείται που κυκλοφόρησε σε μονό βινύλιο Ας είναι! Διαβάστε εδώ την ανάρτηση για το άλμπουμ όπως έγινε στη στήλη Τα Καλύτερα Live Άλμπουμ όλων των Εποχών.
Αν και Southern συγκρότημα, οι Blackfoot διατήρησαν στενή σχέση με την Ευρώπη, παίζοντας στην Μ.Βρετανία (γι αυτό και οι δίσκοι τους μπήκαν στο Βρετανικό chart) και εμφανίστηκαν σε περιοδείες με τους Iron Maiden, Scorpions και έπαιξαν στο Monsters of Rock στο Donington του 1981 με AC/DC, Whitesnake, Slade και More. Αυτές τις εμφανίσεις δεν τις έβλεπε με καλό μάτι η Atco για τον απλό λόγο ότι δεν έπαιζαν στην Αμερική όπου οι ημερομηνίες θα ήταν περισσότερες και θα βοηθούσαν τις πωλήσεις των άλμπουμ τους!
Η καινούργια δεκαετία φέρνει αλλαγές στον ήχο τους, αλλαγές που δίνουν την ευκαιρία στον πρώην βασικό συνθέτη και οργανίστα των Uriah Heep, Ken Hensley να προσθέσει πλήκτρα στον ήχο τους και να παρουσιάσουν ένα νέο κι ενδιαφέρον πρόσωπο στο 6ο άλμπουμ της καριέρας τους, το Siogo (Νο 82 Αμερική, Νο 28 Μ.Βρετανία). Βέβαια ο Hensley δεν έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχε στους Uriah Heep αλλά δίνει βάθος στον ήχο τους! Το MTV που έχει αρχίσει να αλλάζει το δισκογραφικό χάρτη στην Αμερική (στην Ευρώπη δεν είχε έλθει ακόμα) και η γενικότερη light αντίληψη που επικρατεί στη νεολαία, διαφοροποιούν έστω και λίγο τον ήχο τους. Το Siogo βγάζει 2 ΚΟΜΜΑΤΑΡΕΣ που άλλο να τις ακούς και άλλο να τις διαβάζεις: τα “Send me an Angel” και “Teenage Idol” και τα δύο εξαιρετικά δείγματα της καριέρας τους με το “Teenage Idol” να είναι το all time classic της καριέρας τους. Και το σημαντικότερο είναι ότι τα πλήκτρα του Hensley δεν περιορίζονται σε επιβλητικές εισαγωγές αλλά σε ουσιαστική συμβολή. Hensley είναι αυτός! Η διασκευή στο πολύ όμορφοι(κι αγαπημένο μου) "Heart's Grown Cold" των Nazareth όσο κι αν ο Medlock προσπαθεί να πιάσει την ατμόσφαιρα της πρώτης εκτέλεσης, δεν τα καταφέρνει. Τουλάχιστον προσπάθησε! Κι αν αναρωτιέσται τι σημαίνει "Siogo", οι εκδοχές είναι δύο: Στα ινδιάνικα σημαίνει "έρχομαι κοντά" αλλά σαν αρχικά S.I.O.G.O. "Suck It Or Get Out" που σύμφωνα με τον κιθαρίστα Charlie Hargrett, επινοήθηκε από το road crew και το έγραψαν σε χαρτόνι που τοποθέτησαν στη μπροστινό παράθυρο του tour bus!
Την κυκλοφορία του επόμενου studio άλμπουμ τους, σημαδεύει η αποχώρηση του κιθαρίστα Charlie Hargrett που διαφώνησε τόσο με την ελαφρά μουσική αλλαγή του ύφους τους όσο και με το management. To Vertical Smiles (No176 Αμερική, Νο 82 Μ.Βρετανία) αφήνει πίσω του απογοητευτικές πωλήσεις και ήταν το τελευταίο άλμπουμ τους μπήκε στο chart. Καλή η προσπάθεια τους να διασκευάσουν το κλασικό "Morning Dew" (το έχω διασκευάσει και οι Nazareth, Robert Plant, Jeff Beck, Grateful Dead, Ralph McTell, αλλά και Devo και Einstürzende Neubauten!). Την παραγωγή του έκαναν οι Al Nalli κι Eddy Offord με τον τελευταίο να έχει συνεργαστεί στο παρελθόν σαν ηχολήπτης με ονόματα όπως Yes, Emerson Lake and Palmer, Taste, Baker Gurvitz Army κ.α. κι αρχικά το άλμπουμ απορρίφθηκε από τη δισκογραφική εταιρεία για να πειστεί και να το κυκλοφορήσει τελικά τον Οκτώβριο του 1984, μάλλον δικαιώνοντας την με την αποτυχία του. Ουσιαστικά με την κυκλοφορία του Vertical Smiles έκλεισε η μεγάλη και καλή περίοδο τους, μια περίοδος που άφησε πίσω της όχι μόνο ορισμένα καλά άλμπουμ αλλά και μερικά εξαιρετικά τραγούδια. Σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις του ο Medlocke, χαρακτηρίζει το Vertical Smiles σαν το χειρότερο άλμπουμ της καριέρα τους, γεμάτο πίεση και με πλήκτρα που μάλλον δεν χρειαζόντουσαν H ιστορία τους συνεχίστηκε με τον Ken Hensley να μην μπορεί να τους ακολουθήσει στην περιοδεία κι έτσι αντικαταστάθηκε από τον πρώην κιθαρίστα και τραγουδιστή των Axe, Bobby Barth με τον οποίο ο Medlock δεν «δεν τα βρήκε ποτέ».
Το συγκρότημα διαλύθηκε το Δεκέμβριο του 1985 για να επανέλθουν με εντελώς διαφορετική σύνθεση και μόνο παλιό μέλος τον Medlocke, ηχογραφώντας το άλμπουμ Rick Medlocke and Blackfoot που μάλλον πρέπει να του δώστε μια ευκαιρία και να το ακούσετε. Ακολούθησαν τα Medicine Man(1990,) που στην Ευρώπη κυκλοφόρησε από τη Music For Nations και After the Reign(1994) με καλεσμένο στο ομότιτλο τραγούδι τον Zakk Wylde που ήταν το τελευταίο studio άλμπουμ τους. Προσέξτε, μπορεί να μην είχαν τη λάμψη της χρυσής περιόδου τους αλλά και τα 2 ήταν καλά άλμπουμ. Από τα 7 live άλμπουμ τους, εκτός του Highway Song Live, σάς συστήνω το Live On The King Biscuit Flower Hour(1988), ηχογραφημένο στις 10 Αυγούστου 1983 στο Palladium του Hollywood με την καλή σύνθεση και με τον Ken Hensley στα πλήκτρα και δεύτερη κιθάρα. Μεταξύ των 9 τραγουδιών τoυ υπάρχει και μια διασκευή του (θεο)κλάσικου “Easy Livin” των Uriah Heep καθώς και μια ραδιοφωνική συνέντευξη του Medlocke. Το συγκρότημα συνέχισε να περιοδεύει χωρίς να ηχογραφεί για να διαλυθεί οριστικά το 1997 και τον Rickey Medlocke να επιστρέφει στους Lynyrd Skynyrd με πρώτο άλμπουμ που ηχογράφησε μαζί τους να είναι το Twenty(1997). Έκτοτε παραμένει μέλος τους και ήταν πάνω στη σκηνή στη μεγάλη συναυλία τους της 18ης Ιουνίου 2012 στο Γήπεδο Baseball Ελληνικού. Κι αν θέλουμε να κάνουμε μια μικρή κριτική, τόσο βλέποντας στην αθηναϊκή συναυλία τους όσο κι από video, o Medlocke έδωσε «πολλά κιλά» στη σκηνική παρουσία τους αλλά και μουσικά! Κι ένα παραλειπόμενο από εκείνη τη αξέχαστη βραδιά. Πριν τη συναυλίας είχα κανονίσει συνέντευξη με τον Johnny Van Zant και τον περίμενα σε ένα χώρο που χρησίμευε σαν καμαρίνια. Σε μια στιγμή τον βλέπω να έρχεται και δίπλα του περπάταγε ο Rickey Medlock ο οποίος θα μιλούσε με τον Αντώνη Μουστάκα του Rocking. Σας διαβεβαιώνων ότι με το περπάτημα του Medlock, το έδαφος έτριζε!
ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΕΙΣ 2004-2016
Το 2004 οι Blackfoot επανήλθαν με 3 από τα 4 αρχικά μέλη, τους Jakson Spires, Greg T. Walker και Charlie Hargrett ενώ ο Medlocke ήταν αφοσιωμένος στους Lynyrd Skynyred και τη θέση του πήρε o Bobby Barth (πρώην Axe). Δυστυχώς ο Spires έφυγε από τη ζωή το 2005 σε ηλικία 53 ετών από ανεύρυσμα με τον Αυστριακό(!) Christoph Ullmann να παίρνει τη θέση του. Τα επόμενα 3 χρόνια το συγκρότημα συνέχισε να υπάρχει με διάφορες αλλαγές μελών για να φθάσουμε στο 2010 όπου ο Barth αναγκάζεται να αποχωρήσει μετά από σειρά ενοχλήσεων στη μέση που τον υποχρέωσαν να κάνει εγχείρηση. Τον αντικατέστησε ένα πρώην Lynyrd Skynyrd, ο Mike Estes και συνέχισαν και πάλι με σωρεία αλλαγών. Το 2012 ο φυσικός αρχηγός τους Rickey Medlocke επανασχημάτισε το συγκρότημα με εντελώς καινούργια σύνθεση με τους υπόλοιπους να σχηματίζουν διάφορα περιστασιακά σχήματα. Το 2016 με τις ευλογίες του Medlocke, οι Tim Rossi κιθάρα, Jeff Shields τραγούδι, Seth Lester κιθάρα, John Lee μπάσο και Wesley James Mitzelfeld ντραμς, εμφανίστηκαν σαν οι καινούργιοι Blackfoot κυκλοφορόντας το άλμπουμ Southern Native χωρίς να αγγίζουν το μεγαλείο του παρελθόντος.
Εκείνο που κατάφεραν ήταν να μείνουν στο μυαλό κάθε rock fan σαν ένα από τα καλύτερα southern rock κι όπως μου είχε πει εκείνο το απόγευμα ο Johnny Van Zant «οι Blackfoot είναι το καλύτερο southern heavy συγκρότημα».
TRIVIA
- H συλλογή Skynyrd's First and...Last επανακυκλοφόρησε το 1998 με τίτλο Skynyrd's First: The Complete Muscle Shoals Album, με 8 παραπάνω τραγούδια.
- To "Train, Train" διασκεύασε το 1999 η country τραγουδίστρια Dolly Parton στο άλμπουμ της The Grass Is Blue αλλά και οι Warrant στο άλμπουμ τους Cherry Pie (1990).
- Οι Exodus διασκεύασαν το "Good Morning" και το κυκλοφόρησαν σαν b-side στο single "The Lunatic Parade" (1990)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ
20/12/20
Τεράστιοι. Κάπου το έχασαν, αλλά γενικώς, κορυφαίοι...
ΑπάντησηΔιαγραφή