Μέσα στον ανδροκρατούμενο χώρο του hard rock/heavy metal, πάντα υπήρχαν και τα ελάχιστα γυναικεία συγκροτήματα ή γυναίκες καλλιτέχνιδες που προσπάθησαν (και προσπαθούν) να αφήσουν και το δικό τους στίγμα στο συγκεκριμένο ήχο. Ευκαιρία λοιπόν στο παρόν άρθρο να θυμηθούμε τις Vixen, την πιο γνωστή all female μπάντα της χρυσής περιόδου του αμερικάνικου εμπορικού hard rock (τέλη ‘80ς – αρχές ‘90s) η οποία είχε επιτυχία, στην αμερικανική αγορά τουλάχιστον, αν και βραχύβια.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Δημιουργήθηκαν το 1980 στο Saint Paul της Minessota και ήταν ουσιαστικά “παιδί” της κιθαρίστριας Jan Kuehnemund. Στην πρωταρχική τους μορφή ήταν πεντάδα, με μέλη τις Jan Kuehnemund (κιθάρα), Janet Gardner (φωνή), Pia Maiocco (μπάσο), Laurie Hedlund (ντραμς) και Tamara Ivanov (κιθάρα), με τις δυο πρώτες να αποτελούν και τα μοναδικά μέλη της μετέπειτα κλασικής σύνθεσης.
Ως πεντάδα δεν είχαν κάποια δισκογραφική παρουσία παρά μόνο μια εμφάνιση σε μια σεξοκωμωδία, το “Hardbodies” (επιπέδου Β movie – ακόμα και οι συντελεστές της θα την έχουν διαγράψει από τη μνήμη τους!), που κυκλοφόρησε το 1984 και στην οποία εμφανίζονταν ως “Diaper Rash”. Στο παρακάτω link () μπορείτε να δείτε ένα απόσπασμα όπου η μπάντα ως πεντάδα κάνει πρόβα και μάλιστα η σκηνή είναι και “προφητική”, καθώς, την ώρα που προβάρουν, εμφανίζεται ένας τύπος, τις ρωτάει σε ποια εταιρεία ανήκουν και όταν του λένε ότι δεν έχουν κάποιο συμβόλαιο και δεν μπορούν να παίξουν live, τους απαντάει: “You know what girls? I got a feeling something’s round the corner” (!!!).
Το 1985, μετακομίζουν στο Los Angeles προς αναζήτηση καλύτερης τύχης στην glam/hard rock σκηνή της πόλης που εκείνη την εποχή πραγματικά έβραζε. Μετά από διαδοχικές αλλαγές μελών, το 1987 καταλήγουν – ως τετράδα πλέον – στην κλασική τους σύνθεση, Jan Kuehnemund – κιθάρες, Janet Gardner – φωνή, ρυθμική κιθάρα, Share Pedersen (μετέπειτα Share Ross) – μπάσο και Roxy Petrucci – ντραμς (καμία σχέση με τον John Petrucci, κιθαρίστα των progressive metallers Dream Theater) και την επόμενη χρονιά υπογράφουν συμβόλαιο με την EMI/Manhattan και ξεκινούν ηχογραφήσεις για το πρώτο τους άλμπουμ.
VIXEN (1988) Σεπτέμβριο του 1988 κυκλοφορεί το ομώνυμο ντεμπούτο τους το οποίο μπορεί μεν να μη φέρνει κάτι το ξεχωριστό στον ήδη κορεσμένο χώρο του μελωδικού hard rock/glam metal, είναι όμως ένα πολύ καλό άλμπουμ, με πιασάρικα, εμπορικά, ραδιοφωνικά κομμάτια, ωραίες μελωδίες και κλασικούς του είδους στίχους για αγάπες, έρωτες, χωρισμούς, ανέμελη ζωή, διασκέδαση κλπ. Αν υπάρχει κάτι “αρνητικό”, αυτό δεν έχει να κάνει με τα τραγούδια αλλά με το γεγονός ότι για τη δημιουργία του έχει επιστρατευτεί μεγάλος αριθμός εξωτερικών συνεργατών (τόσο στο γράψιμο των τραγουδιών όσο και στην παραγωγή) με αποτέλεσμα τα μέλη του συγκροτήματος να περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε εκτελεστικό ρόλο.
Από την άλλη, με τόσους συνεργάτες, το άλμπουμ κρατιέται σε υψηλό επίπεδο και πέρα από τα κομμάτια κράχτες, όλα τα υπόλοιπα είναι εξίσου καλά, χωρίς - κατά την γνώμη μου – να υπάρχει κάποιο filler.
Ξεκινώντας από τα πιο εμπορικά τραγούδια, η πρώτη θέση ανήκει δικαιωματικά στο “Edge of a broken heart”. Γραμμένο από τον γνωστό Richard Marx αποτέλεσε το πρώτο single και video του άλμπουμ και τα πήγε πολύ καλά φτάνοντας μέχρι τη θέση 26 του Billboard. Κλασικό εμπορικό hard rock hit της εποχής, ίσως το πρώτο κομμάτι που έρχεται στο μυαλό όταν γίνεται λόγος για τις Vixen. Σε απόσταση αναπνοής, ακολουθεί το δεύτερο single, “Cryin’(No 22Αμερική)”, φοβερή power μπαλάντα.. To “Cryin’” είναι γραμμένο από τoυς Gregg Tripp και Jeff Paris, γνωστούς μουσικούς και συνθέτες της εποχής οι οποίοι είχαν συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με καλλιτέχνες όπως οι L.A. Guns, Cinderella, Y&T και Lita Ford. Επόμενο hit και τρίτο single/video, το “Love made me”, με ωραίο, κλιμακωτό χτίσιμο, δυναμικό πολυφωνικό ρεφρέν και ωραία background keyboards και πολύ καλό σόλο από την Kuehnemund.
Μπορεί τα προηγούμενα τρία τραγούδια να είναι τα πιο προβεβλημένα του άλμπουμ αφού είναι και τα singles, υπάρχουν όμως άλλα τρία που θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν ανάλογη θέση και συγκεκριμένα το “Desperate”, που κλείνει την πρώτη πλευρά/πρώτο μισό και είναι άλλη μια power ballad με πολύ συναισθηματική εισαγωγή και κορύφωση στο ρεφρέν καθώς και τα “One night alone” και “Charmed life”, άλλες δυο συνθέσεις των Tripp/Paris, όπου η δεύτερη, βρίσκεται ως bonus track στο CD και την κασέτα και όχι στο βινύλιο.
Το άλμπουμ ολοκληρώνουν οι υπόλοιπες 5 συνθέσεις που δεν έχουν τη “γυαλάδα” και τον αέρα του hit που έχουν οι προηγούμενες, είναι όμως πολύ καλά και πιο heavy κομμάτια. Συγκεκριμένα, μιλάμε για το “I want you to rock me”, μια mid tempο, ανθεμική σύνθεση στο στυλ του “I love rock n’ roll” της Joan Jett, στη σύνθεση της οποίας συμμετέχει και η τραγουδίστρια Janet Gardner, τα πιο αργά “American dream” και “Hell Raisers”, με το δεύτερο να οδηγείται από το μπάσο της Share Pedersen και να έχει σαφώς southern rock προσανατολισμό φέρνοντας στο μυαλό – με το ρυθμό και τον τίτλο του – το “Beer drinkers and hell raisers” των ZZ Top και τέλος το καλό “Waiting” και το σπινταριστό “Cruisin’”, κομμάτια γραμμένα κυρίως από τις Gardner/Kuehnemund.
Το Vixen(Μο 41 Αμερική), όπως ήταν αναμενόμενο με τέτοια βοήθεια που έλαβε από εταιρεία και εξωτερική βοήθεια, πήγε αρκετά καλά, έγινε χρυσό και έδωσε την ευκαιρία στη μπάντα να περιοδεύσει με σημαντικά ονόματα της σκληρής μουσικής όπως οι Ozzy, Scorpions και Bon Jovi. Ήταν ένα πολύ καλό ξεκίνημα που έθετε τη βάση για μια εξίσου επιτυχημένη συνέχεια.
REV IT UP (1990) Μετά την λήξη της περιοδείας για το πρώτο τους άλμπουμ κατά τη διάρκεια της οποίας έκαναν 159 (!) εμφανίσεις, τον Ιούλιο του 1990, κυκλοφορούν το δεύτερο άλμπουμ τους, Rev it up με το οποίο, όπως δηλώνει και ο τίτλος του, πραγματικά γκαζώνουν (Rev up: γκαζώνω, μαρσάρω).
Το Rev it Up είναι σαφώς καλύτερο από το ντεμπούτο και ακούγεται και περισσότεροομοιογενές, πιθανόν λόγω του ότι τα μέλη του συγκροτήματος συμμετέχουν στη σύνθεση όλων των τραγουδιών του άλμπουμ, πλην ενός. Όλα τα τραγούδια είναι άψογα και το καθένα θα μπορούσε άνετα να έχει το ρόλο του single. Μπορεί να ακολουθούν την standard φόρμουλα του radio friendly hit, αυτό όμως δεν είναι αρνητικό καθώς το άλμπουμ ακούγεται από την αρχή μέχρι το τέλος ευχάριστα και προσφέρει 50 και κάτι λεπτά εμπορικού μελωδικού hard rock με όσα κλισέ μπορεί να περιλαμβάνει τα οποία όμως δεν μας χαλάνε καθόλου. Σε τελική ανάλυση, όταν επιλέγεις να ακούσεις Vixen δεν νομίζω να περιμένεις να ακούσεις περίπλοκο progressive rock/metal και βαθυστόχαστους στίχους!
Για να περάσουμε στην ουσία , το άλμπουμ ανοίγει γκαζωμένα, όπως αναφέρθηκε, με το ομώνυμο, “Rev it up”, που σε βάζει άμεσα στο κλίμα του άλμπουμ και στο οποίο έχει συνθετική συμμετοχή και ο Ron Keel , γνωστός ως ο τραγουδιστής και κιθαρίστας των Steeler και στην συνέχεια των Keel. Ακολουθεί το πρώτο single και video, “How much love” (No 44 στο Billboard), ένα φοβερό hit που θυμίζει αρκετά το στυλ των Bon Jovi, με πολύ ωραίο pre-chorus, ρεφρενάρα, τέλειο σόλο και ωραία γεμίσματα από τα keyboards.
Συνεχίζουμε δυναμικά με την κομματάρα και δεύτερο single, “Love is a Killer” το οποίο ξεκινάει με μια πολύ συναισθηματική μελωδία στο πιάνο την οποία συνοδεύει η φωνή της Gardner, για να μπει στη συνέχεια η κιθάρα και σταδιακά το κομμάτι να φορτώνει και να απογειώνεται. Θεωρώ ότι αδικείται από το Νο 77 του Billboard καθώς είναι σαφώς καλύτερο – στα σημεία – από το “How much Love”. Να σημειωθεί ότι στη σύνθεση του κομματιού συμμετέχει και ο Steve Plunkett, τραγουδιστής και κιθαρίστας των hard rockers Autograph.
Χωρίς ανάσα, περνάμε στο “Not a minute too soon”, τρίτο single και ένα πιο AOR στυλ κομμάτι, με τα keyboards να ενισχύουν αυτή την αίσθηση, για να ακολουθήσουν δυο καταπληκτικά κομμάτια - και τα πιο αγαπημένα μου - , το “Streets in Paradise”, με καταιγιστικό ρυθμό, τέλειο ρεφρέν και σόλο (έχει βάλει και σ’ αυτό το χεράκι του ο Plunkett), και το “Hard 16”, μια ιστορία για την «επαναστάτρια» 16χρονη Jenny που εγκαταλείπει το σπίτι της για να αναζητήσει τις εμπειρίες της μεγάλης πόλης. Μια ιστορία παραπλήσια του “18 and life “ των Skid Row ή, καλύτερα , του “Fallen Angel” των Poison και από μουσικής πλευράς ένα ακόμα από τα πολλά καλά κομμάτια του δίσκου με την κλασική δομή ενός hit: κολλητικό riff, pre-chorus που βάζει φωτιά για να σε προετοιμάσει για το ρεφρέν, ωραία γέφυρα και μελωδικό σόλο.
Μικρό time-out με το πιο χαλαρό “Bad Reputation” για να έρθει το «αδερφάκι» του “Hard 16”, το “Fallen Hero”, η ιστορία ενός 17χρονου πιτσιρικά που μπλέκει με συμμορίες του δρόμου χωρίς να έχει καλό τέλος. Εξίσου άλλο ένα πολύ καλό τραγούδι. Τα τρία τελευταία κομμάτια του Rev it up είναι το “It wouldn’t be love”, μια μπαλάντα αποκλειστική σύνθεση της γνωστής μουσικού/παραγωγού Diane Warren, το “Only a heartbeat away” στα χνάρια των προηγούμενων hit του δίσκουκαι το “Wrecking Ball”, ένα πιο metal κομμάτι, με πιο rock n’ roll ρυθμό, που κλείνει δυναμικά το άλμπουμ.
Το Rev it up, αν και είναι σαφώς καλύτερο από το ντεμπούτο, δεν κατάφερε να έχει την ίδια ή μεγαλύτερη επιτυχία. Έφτασε μέχρι τη θέση 52 του Billboard αλλά δεν μπόρεσε να γίνει χρυσό. Πιθανόν αυτό να οφείλεται και στην σταδιακή αλλαγή του μουσικού περιβάλλοντος με την έλευση του grunge/alternative rock. H εμπορική αποτυχία αποτυπώνεται και στην περιοδεία για το άλμπουμ στην οποία έκαναν 99 εμφανίσεις - ως headliners και support σε Kiss και Deep Purple – σε σχέση με τις 159 του πρώτου άλμπουμ. Η πτώση της δημοτικότητας και οι περιορισμένες πωλήσεις οδήγησαν τελικά την ΕΜΙ να λύσει το συμβόλαιο με τη μπάντα και το κερασάκι στην τούρτα ήταν η διάλυση της μπάντας το 1992 λόγω μουσικών διαφορών.
Χρόνια αργότερα, το 2004, στην εκπομπή του καναλιού VH1, “Bands Reunited”, τα μέλη τους μίλησαν αναλυτικά για τους λόγους της διάλυσής τους. Λίγο πολύ, το θέμα ήταν ότι οι Gardner και Pedersen (φωνή & μπάσο) ήθελαν να λειτουργούν ως πραγματική μπάντα και να μην δέχονται συνθέσεις εξωτερικών συνεργατών ή εντολές τρίτων, ενώ οι Kuehnemund και Petrucci (κιθάρα & ντραμς) έδειχναν να αισθάνονται πιο ασφαλείς με συνθέσεις τρίτων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι δυο πρώτες έθεσαν το ζήτημα της πρόσληψης δεύτερης κιθαρίστριας για να βοηθήσει συνθετικά αλλά η Kuehnemund θεώρησε ότι αυτό ήταν πρόσχημα για να την διώξουν από τη μπάντα η οποία ήταν ουσιαστικά δικό της δημιούργημα. Οι σχέσεις εντάθηκαν, η ρήξη βάθυνε και έτσι ήρθε η διάλυση.
Κάπως έτσι, άδοξα, έληξε η πρώτη, κλασική περίοδος τους καθώς κάποια reunions που έγιναν μετέπειτα (όπως θα δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω) ήταν ουσιαστικά άνευ σημασίας. Τουλάχιστον στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα που γνώρισαν επιτυχία κατάφεραν να κυκλοφορήσουν και να αφήσουν στην ιστορία του μελωδικού hard rock δυο πολύ καλά άλμπουμ τα οποία δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αντίστοιχα αρκετών αντρών συναδέλφων τους.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Το 1997 με πρωτοβουλία της ντράμερ Roxy Petrucci, επανασυνδέθηκαν με την Gardner στα φωνητικά αλλά στις κιθάρες την Gina Stile και στο μπάσο την Rana Ross (ex- Phantom Blue). Με αυτή τη σύνθεση κυκλοφόρησαν το 1998 το άλμπουμ Tangerine το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τα δυο πρώτα αλλά κινείται μουσικά στο χώρο του alternative/grunge που κυριαρχούσε τότε. Την ίδια χρονιά, η Kuehnemund έκανε αγωγή εναντίον τους για παράνομη χρήση του ονόματος της μπάντας και έτσι η σύνθεση αυτή έπαψε να υπάρχει. Για την ιστορία, η Kuehnemund υποστήριξε ότι εκνευρίστηκε που έφτιαξαν πάλι την μπάντα χωρίς να την καλέσουν να συμμετάσχει , ενώ οι υπόλοιπες ισχυρίστηκαν ότι την παρακαλούσαν να έρθει αλλά εκείνη αρνιόταν πεισματικά. Τρέχα γύρευε δηλαδή…
Το 2001, η Kuehnemund ξαναέφτιαξε τη μπάντα με τις Gardner, Petrucci και την Pat Holloway στο μπάσο αλλά στην πορεία λόγω διαφωνιών σχετικά με το management το διέλυσαν και η Kuehnemund με νέα μέλη τις Jenna Sanz-Agero (φωνή), Lynn Louise Lowrey (μπάσο) και Kathrin Kraft (ντραμς) κυκλοφόρησε ως Vixen το άλμπουμ Live and Learn το 2006.
Πριν την κυκλοφορία του Live & Learn είχε προηγηθεί, το 2004, ένα reunion με την αυθεντική σύνθεση για μια ζωντανή εμφάνιση, στο πλαίσιο της εκπομπής του VH1 που αναφέρθηκε παραπάνω.
Στα τέλη του 2012 σχεδιαζόταν ένα reunion με την κλασική σύνθεση αλλά λίγο πριν ανακοινωθεί επίσημα, τον Ιανουάριο του 2013 η Kuehnemund διαγνώστηκε με καρκίνο και έτσι το εγχείρημα μπήκε στον πάγο μέχρι να αναρρώσει , πράγμα που δεν έγινε ποτέ καθώς πέθανε τον Οκτώβριο του 2013. Οι υπόλοιπες αποφάσισαν να συνεχίσουν ως φόρο τιμής στη Kuehnemund, με την Gina Stile στις κιθάρες.
Το 2019 η τραγουδίστρια Janet Gardner αποφάσισε να αποχωρήσει για να αφοσιωθεί στην οικογένειά της και στη solo καριέρα της και έκτοτε συνεχίζουν με τις Petrucci και Pedersen (νυν Ross) από την κλασική σύνθεση και τις Britt Lightning στις κιθάρες και την Lorraine Lewis (ex-Femme Fatale) στη φωνή. Σύμφωνα με πληροφορίες ετοιμάζουν νέο άλμπουμ αλλά δε νομίζω να υπάρχουν πολλοί που να το αναμένουν με ιδιαίτερη προσμονή.
TRIVIA
1. Τα κομμάτια “Cryin’”, “One Night Alone” και “Charmed life” από το πρώτο άλμπουμ τα οποία έχει συνθέσει ο Jeff Paris, υπάρχουν στο προσωπικό του άλμπουμ, “Paris – Wired up”, το οποίο κυκλοφόρησε το 1987, ένα χρόνο πριν το ντεμπούτο των Vixen. Τσεκάρετέ τα στο youtube, έχει ενδιαφέρον η αρχική τους εκτέλεση.
2. Στο τραγούδι “Desperate” του ντεμπούτου, κιθάρες παίζει ο Vivian Campbell, πασίγνωστος κιθαρίστας στο χώρο του metal με συμμετοχές σε μπάντες όπως οι Sweet Savage, Dio και από το 1992, Def Leppard.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
4/11/20
Μια χαρα ηταν οι Vixen και καλοι και οι δισκοι τους . Σχετικα με το σχολιο του κειμενου για το επιπεδο της μουσικης και των στιχων ,θεωρω οτι ηταν στο ιδιο επιπεδο με το 90% του επιπεδου του Αμερικανικου hard rock της εποχης . Τσιχλοφουσκες δηλαδη στο στιχο . Απο πολλες κυκλοφοριες της ιδιας εποχης μουσικα ηταν πιο προσεγμενες και πιο περιεκτικες . Προσωπικη αποψη. η μουσικη κανει τον στιχο και οχι το αντιστροφο.Καλοπαιγμενη μουσικη κανει το i love you ,you love me να ακουγεται ωριμο , και κακοπαιγμενη το i love you ,you love ρηχο ...
ΑπάντησηΔιαγραφή