Μέσα δεκαετίας του 70, μαθητής στο Η’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθήνας, στην οδό Νικοπόλεως. Ακόμα θυμάμαι τον εαυτό μου να ακούει από ένα κόκκινο πικ απ Panasonic, το άλμπουμ BluesBreakers with Eric Clapton (1966, Νο 6 Μ.Βρετανία). Δεν μου είχε κάνει εντύπωση ο ήχος της κιθάρας του Eric Clapton, δεν μου είχε κάνει εντύπωση το γενικό παίξιμο, εντύπωση μου είχε κάνει ο ήχος των πλήκτρων, που τότε δεν ήξερα τον ήχο του Hammond και που πίστευα ότι ήταν τρεχούμενο νερό!!!!
Χρονικά βρισκόμαστε στο 1966, κι ο μεγάλος John Mayall, ένας εκ των τριών πατέρων του βρετανικού blues (σ.σ. οι άλλοι δύο είναι ο Cyril Davis και ο Alexis Korner) κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ του. Δεν είναι τυχαίο που ο Eric Clapton, τον χαρακτηρίζει ακτιβιστή (Classic Rock, Summer 2016 σελ.36). Το περισκόπιο του έχει ήδη εντοπίσει το ταλέντο του νεαρού, μόλις 21 χρονών, Eric Clapton και τον έχει φέρει στο συγκρότημα του, τους Bluesbreakers. Αναγνωρίζοντας την αξία του, βάζει το όνομά του με μεγάλα γράμματα στο εξώφυλλο και μπαίνουν στο studio της Decca, στοWest Hampstead του Λονδίνου για να ηχογραφήσουν ένα από τα καλύτερα blues άλμπουμ όλων των εποχών, με λίγα jazz στοιχεία. Ήταν ένας μουντός, σκοτεινός Μάρτιος όπως είναι όλοι οι χειμωνιάτικοι μήνες στη Μ.Βρετανία αλλά για τους νεαρούς John McVie (μπάσο), Hughie Flint (ντραμς), Eric Clapton (κιθάρα) και John Mayall (τραγούδι, πλήκτρα, φυσαρμόνικα, πιάνο, Hammond B3 organ), μέσα στο studio έκανε καλοκαιρία και σε αυτό συνέβαλε και η παραγωγή του Mike Vernon. Γεμάτοι αυτοπεποίθηση και διάθεση, βγάζουν όλο το ταλέντο τους, ηχογραφώντας ένα προς ένα τα 12 κομμάτια. Με το πρώτο άκουσμα, αντιλαμβάνεσαι ότι η συμμετοχή του Eric Clapton έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Στο “All your love” που ανοίγει το άλμπουμ, παίζει ένα σκληρό σόλο, για να συνεχίσει απτόητος στο υπέροχο ορχηστρικό “Hideway” , σύνθεση των Albert King και Sonny Thompson, (που τυγχάνει να είναι ένα από τα αγαπημένα μου). Στο “Ramblin on my mind” κάνει και φωνητικά και νιώθεις ότι το χαίρεται που το τραγουδάει. Ο νεαρός Eric Clapton, σε όλα τα κομμάτια αφήνει το καλύτερο μέρος του εαυτού του αλλά προσέξτε το αφηνιασμένο σόλο στο "Parchman Farm", ενώ εκπληκτικός είναι ο τρόπος που ο Mayall γεμίζει τα κομμάτια με τη φυσαρμόνικα.
Από τα 12 κομμάτια του, τα 5 του είναι πρωτότυπες συνθέσεις του John Mayall κι ένα που έχει συνσυνθέσει με τον Eric Clapton. Όλα τα άλλα είναι διασκευές blues standards των Otis Rush, Ray Charles, Robert Johnson, Mose Allison, Little Walter κ.α. Επιστρέφω στη μεγάλη συνένευξη του Eric Clapton στο περιοδικό Classic Rock όπου αναφέρει το περιστατικό με τον βοηθό ηχολήπτη που έβαλε μικρόφωνο στον ενισχυτή της κιθάρας του και τον κιθαρίστα να του λέει να το απομακρύνει. Ήθελε ο ήχος του να ηχογραφείται μέσα από ολόκλήρο το studio κι όχι από το μεγάφωνο. "Ακόμα και σήμερα, έτσι ηχογραφώ" λέει.
Το άλμπουμ είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός του blues και δείγμα των τεράστιων δυνατοτήτων όχι μόνο του Eric Clapton που αναμφίβολα είναι ο star της παρέας, όσο του John Mayall που κατάφερε να ανακαλύψει σωρεία νεαρών αμούστακων παιδιών που ήθελα να σταδιοδρομήσουν στην Αμερική αλλά και των John McVie (αργότερα στους Fleetwood Mac) και Hughie Flint (αργότερα στους McGuinness Flint).
TRIVIA
- Αυτό ήταν το δεύτερο άλμπουμ του John Mayall. Το πρώτο ήταν το John Mayall Plays John Mayall(1965) και ήθελε κι αυτό να το ηχογραφήσει live για να πιάσει την ατμόσφαιρα των σόλο του Eric Clapton. Έξη μήνες νωρίτερα, είχαν παίξει στο Flamingo Club του Λονδίνου με σύνθεση Mayall, Clapton, Flint και στο μπάσο ο μετέπειτα Jack Bruce. Μέρος εκείνης της ηχογράφησης κυκλοφόρησε με τίτλο Primal Solos.
- Η κιθάρα με την οποία ηχογράφησε ο Eric Clapton ήταν μια Gibson Les Paul του 1960. Την έκλεψαν το 1966 κι έκτοτε δεν βρέθηκε. Η Gibson την επανακυκλοφόρησε το 2012.
- Μόνο στη Μ.Βρετανία, οι πωλήσεις του άλμπουμ έχουν ξεπεράσει τις 100.000 αντίτυπα.
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Το άλμπουμ στην Μ.Βρετανία είναι γνωστό με τον τίτλο Beano κι αυτό λόγω του ομότιτλου βρετανικού κόμικ που κρατάει στα χέρια του ο Eric Clapton. Όταν τον ρώτησαν γιατί βγήκε με το περιοδικό στη φωτογραφία η οποία τραβήχτηκε από τον Derek Wedgbury κοντά στην Old Kent Road, απάντησε ότι ένιωθε ότι δεν ήταν συνεργάσιμος για να βγει φωτογραφία και για να ξεπεράσει την αμηχανία του, κράταγε το περιοδικό.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Ο John Mayall και οι Bluesbreakers συνέχισαν με τον Peter Green στη θέση του Eric Clapton και με τους John McVie μπάσο και Aynsley Dunbar ντραμς να τους πλαισιώνουν με τη συμμετοχή του John Almond στο σαξόφωνο και ηχογράφησαν το άλμπουμ A Hard Road (1967, Νο 8 Μ.Βρετανία).
Ο Eric Clapton μαζί με τους Jack Bruce (μπάσο, τραγούδι) και Ginger Baker (ντραμς) σχημάτισε τους Cream. Ξανά συνεργάστηκε με τον John Mayall στο άλμπουμ του δεύτερου Back to the Roots(1971).
O John McVie σχημάτισε τους Fleetwood Mac, ενώ ο Hughie Flint, έφυγε για να παίξει με το συγκρότημα του Alexis Korner και τους Savoy Brown. Το 1970 σχημάτισε τους McGuinness Flint.
Ο John Mayall εξακολουθεί να κυκλοφορεί άλμπουμ, με πιο πρόσφατο το Nobody Told Me (2019).
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ
Το άλμπουμ επανεκδόθηκε αρκετές φορές, κυρίως σε cd. H πιο σημαντική είναι η επετειακή επανέκδοση του 2006 για τα 40 χρόνια από την κυκλοφορία του, που περιέχει bonus cd με τις ηχογραφήσεις σε mono και stereo ηχογράφηση καθώς και κομμάτια ηχογραφημένα σε studio του BBC, b sides σε singles κι ένα live από το άλμπουμ Looking Back. Συνοδεύεται από 18σέλιδο ένθετο.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΕΛΛΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟ JOHN MAYALL’S BLUESBREAKERS with ERIC CLAPTON
Αμέσως μετά το πρώτο του άλμπουμ John Mayall plays John Mayall ο μοναδικός αυτός κυνηγός ταλέντων, που έβλεπε πολύ μακριά, θέλησε στο δεύτερο να ηχογραφήσει (να υιοθετήσει καλύτερα) με τον Eric Clapton, η φήμη του οποίου ανέβαινε ραγδαία στη Βρετανική Rhythm’ and blues σκηνή. Το Blues Breakers with Eric Clapton αποτελείται κυρίως από blues standards και νέες συνθέσεις των Mayall/Clapton, επάνω στα οποία ο Clapton στήνει και απλώνει τη μοναδική του τεχνική. Τον τρόπο παιξίματος, ο οποίος μέλει να επηρεάσει συνολικά τον τρόπο που θα παίζεται η μπλουζ/ροκ κιθάρα από κει και πέρα, κάνοντας το άλμπουμ το ορόσημο του σύγχρονου Βρετανικού μπλουζ, αξεπέραστο στο χρόνο μέχρι και τις μέρες μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ/RED ROOSTER
16/10/20/
Δημοσίευση σχολίου