Θα πρέπει να ήταν το καλοκαίρι του 1990 όταν πέτυχα στο παλιό καλό MTV το βίντεο ενός τραγουδιού μιας πρωτοεμφανιζόμενης μπάντας το οποίο με κέρδισε αστραπιαία πριν καν ολοκληρωθεί το ρεφρέν του και με οδήγησε άμεσα, την επόμενη μόλις μέρα, στο πλησιέστερο δισκάδικο προς αγορά του άλμπουμ. Το τραγούδι ήταν το “(Can’t live without your) Love and Affection”, η μπάντα ονομαζόταν Nelson και το άλμπουμ τους “After the rain”, το οποίο έμελλε να αποτελέσει ένα από τα πιο επιτυχημένα ντεμπούτο στην ιστορία του μελωδικού hard rock/hair metal.
Οι Nelson ήταν (και είναι) το σχήμα των δίδυμων αδερφών Gunnar και Matthew Nelson, δυο ομορφόπαιδων, με χαρακτηριστικά μακριά ξανθά μαλλιά, ο τύπος των αγοριών που τρέλαινε εκείνη την εποχή τα κορίτσια στις ΗΠΑ. Αν και έδιναν την εντύπωση ότι ήταν ένα ακόμη καλό σχήμα από τα δεκάδες του είδους που ξεφύτρωναν την περίοδο 1989 – 1990, στην πραγματικότητα είχαν πίσω τους μια μακρά οικογενειακή ιστορία στον καλλιτεχνικό χώρο.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ NELSON
Πατέρας των Gunnar και Matthew ήταν ο Ricky ή Rick Nelson (Eric Hilliard Nelson), μουσικός, συνθέτης και πασίγνωστος rock n’ roll star και εφηβικό είδωλο της δεκαετίας του ’50 και του ’60, με πολλές επιτυχίες στο Billboard εκείνης της εποχής, συν κάποιους ρόλους σε ταινίες, μεταξύ των οποίων και το γνωστό – για τους πιο «παλιούς»- γουέστερν “Rio Bravo” (1959), με πρωταγωνιστές τους John Wayne και Dean Martin. Η ιστορία, όμως, της οικογένειας στον χώρο πάει ακόμα πιο πίσω, στα 1949, όπου οι γονείς του Rick Nelson, Ozzie και Harriet, είχαν τη ραδιοφωνική σειρά “The Adventures of Ozzie and Harriet”, η οποία το 1952 μεταφέρθηκε στην τηλεόραση και στην οποία για κάποιο διάστημα με τη συμμετοχή του.
Όπως είναι κατανοητό, τα αδέλφια Nelson, είχαν από πολύ μικρή ηλικία επαφή και τριβή με το χώρο της μουσικής και συμμετείχαν σε αρκετές εφηβικές μπάντες στην περιοχή του Los Angeles. Μετά το θάνατο του πατέρα τους το 1985 σε αεροπορικό ατύχημα, άρχισαν να συμμετέχουν και σε κάποια εβδομαδιαία τηλεοπτικά live shows μέχρι που σκέφτηκαν να προχωρήσουν με ένα δικό τους σχήμα, εκμεταλλευόμενοι βέβαια και τις γνωριμίες που είχαν στο χώρο λόγω της οικογένειάς τους.
Ο δρόμος όμως μέχρι την κυκλοφορία της πρώτης τους δουλειάς δεν ήταν εύκολος. Επί ένα χρόνο αφοσιώθηκαν στη σύνθεση κομματιών, σε αρκετά από τα οποία συνέδραμε και ο συνθέτης Marc Tanner και κάθε μήνα παρουσίαζαν κάποια από αυτά στον γνωστό John Kalodner, A&R (Artists & Repertoir) της Geffen, προκειμένου να τον πείσουν να τους προσφέρει δισκογραφικό συμβόλαιο. To πολυπόθητο συμβόλαιο ήρθε όταν παρουσίασαν στον Kalodner μια ακουστική εκδοχή του τραγουδιού (Can’t live without your) Love and Affection, το οποίο τον εντυπωσίασε τόσο πολύ που τους υπέγραψε την επόμενη μέρα! Σύμφωνα με τους ίδιους, μάλιστα, τη μέρα που του παρουσίασαν το τραγούδι δεν είχαν κανονισμένο ραντεβού και οι άνθρωποι της Geffen τους προειδοποίησαν πως αν διέκοπταν το πρόγραμμα του Kalodner για να του παρουσιάσουν ακόμη ένα κομμάτι που δεν θα τον ενδιέφερε, ήταν πολύ πιθανό να τους απέρριπτε οριστικά. Οι Nelson πήραν όμως το ρίσκο και βγήκαν κερδισμένοι.
Από ‘κει και μετά, τα πράγματα ήταν εύκολα. Τα αδέρφια έπρεπε απλά να βρουν και τα υπόλοιπα μέλη που θα τους πλαισίωναν και έτσι κατέληξαν για τα τύμπανα στον Bobby Rock (Vinnie Vincent Invasion, Nitro, Hardline κ.α.), για τις κιθάρες στον Αυστραλό Bret Garsed και για τα πλήκτρα στον Paul Mirkovich (Cher, Whitesnake, Peter Gabriel κ.α.). Τέλος, ο Matthew Nelson ήταν στο μπάσο, o Gunnar στις κιθάρες και μοιράζονταν τα φωνητικά.
Το “After the rain” κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1990 με παραγωγό τον Marc Tanner, αλλά ήδη από τον προηγούμενο μήνα που είχε κυκλοφορήσει το πρώτο single, (Can’t live without your) Love and Affection, οι Nelson είχαν σκαρφαλώσει στα charts, με το συγκεκριμένο κομμάτι να πιάνει το No 1 στο Billboard και να μένει στα charts για 60 εβδομάδες. Οι Nelson, βέβαια, δεν ήταν μόνο το “Love and Affection”, όπως πολλοί μπορεί να νομίζουν, δεν ήταν ένα “one hit wonder”, αλλά αντιθέτως ολόκληρο το άλμπουμ είναι μια από τις πιο ξεχωριστές κυκλοφορίες εκείνης της περιόδου.
Εκτός του “Love and Affection”, με την χαρακτηριστική ακουστική εισαγωγή και την ακόλουθη κορύφωση, το άλμπουμ έχει 4-5 ακόμα πολύ καλά τραγούδια στο ίδιο στυλ του εμπορικού, ανάλαφρου, ραδιοφωνικού hard rock, με την κατάλληλη όμως δόση σκληράδας για να μην γίνονται γλυκανάλατα.
Συγκεκριμένα, πολύ δυνατό κομμάτι είναι το ομώνυμο, “After the rain”, δεύτερο single και βίντεο, που πήγε εξίσου καλά στα charts, φτάνοντας στο No 6, ενώ από τα πιο ωραία και γνωστά είναι το “Tracy’s Song/Only time can tell”, μια πολύ όμορφη μπαλάντα, η οποία αποτέλεσε το τέταρτο single και βίντεο του άλμπουμ. Το “Tracy’s song” αποτελεί μια μικρή ακουστική εισαγωγή για το κυρίως κομμάτι και τα αδέλφια Nelson το έγραψαν για την αδελφή τους, Tracy, η οποία, την εποχή που ηχογραφούσαν το άλμπουμ, νοσηλευόταν με λέμφωμα hodgkins, μια μορφή καρκίνου (για την ιστορία, η Tracy ξεπέρασε το πρόβλημα). Η δε μπαλάντα “Only time can tell”, παραδόξως δεν έχει γραφτεί για κάποιο ζευγάρι που χώρισε αλλά για κάποιον κολλητό, παιδικό φίλο των Nelson, ο οποίος ξαφνικά και χωρίς λόγο σταμάτησε να θέλει επαφές μαζί τους, γεγονός που τους στοίχισε. Εξίσου επιτυχημένο κομμάτι, το επόμενο, “More than ever”, τρίτο single και βίντεο, που κάνει μπάσιμο a capella με το ρεφρέν, για να εξελιχθεί σε εξαιρετικό πιασάρικο hit, με ωραία μελωδία και διπλά φωνητικά.
Αν και τα τέσσερα αυτά τραγούδια προωθήθηκαν λίγο περισσότερο, αφού αποτελούσαν και τα singles του άλμπουμ, τα υπόλοιπα κομμάτια δεν υστερούν σε ποιότητα. Πολύ καλό το δεύτερο του δίσκου, “I can hardly wait”, το μπαλαντοειδές “Everywhere I go” με το ωραίο μελωδικό σόλο και την μελαγχολική εισαγωγή, “Interlude”, μια λυπητερή μελωδία με πιάνο και βιολί/βιόλα, ενώ σχετικά αγνοημένο είναι το προτελευταίο, “Bits and Pieces”, μια κομματάρα που θα μπορούσε άνετα να είναι single, με ωραίο ρυθμό, background πλήκτρα, μελωδικό σόλο και συναυλιακό ρεφραίν.
Το άλμπουμ έχει τρία ακόμα κομμάτια, το boogie, (It’s just) desire, το A.O.R.-like “Fill you up” και το πολύ καλό, με ωραία γέφυρα και ρεφρέν, “Will you love me?” που κλείνει το άλμπουμ.
Το “After the rain” πήγε πάρα πολύ καλά εμπορικά, έχοντας μάλιστα να ανταγωνιστεί σημαντικά άλμπουμ του μελωδικού hard rock που είχαν κυκλοφορήσει την ίδια ή την προηγούμενη χρονιά. Τα εύσημα για τα πολύ καλά τραγούδια, εκτός από τους Matthew και Gunnar Nelson, πρέπει να πάνε και στον συνθέτη και παραγωγό τους Marc Tenner, του οποίου η συμβολή ήταν καθοριστική για την αποδοχή που είχε το άλμπουμ τόσο από τα media όσο και από ένα ευρύ φάσμα οπαδών. Το ντεμπούτο τους, αποτέλεσε χαρακτηριστικό δείγμα “ακαριαίας επιτυχίας” (instant success), μπήκε άνετα στα charts του Billboard φτάνοντας μέχρι τη θέση 17, κατάφερε να παραμείνει εκεί για 64 εβδομάδες και πούλησε πάνω από 2.000.000 κομμάτια. Η όλη επιτυχία ήταν φυσικό να συνοδευτεί και από περιοδεία διάρκειας 13 εβδομάδων με περίπου 80 εμφανίσεις.
Σήμερα, 30 χρόνια μετά από την κυκλοφορία του, το “After the rain” δεν έχει χάσει καθόλου από την λάμψη και την ποιότητά του, ακούγεται ευχάριστα από το πρώτο μέχρι το τελευταίο τραγούδι και θυμίζει με νοσταλγία τα χρόνια που ήταν «ρουτίνα» η κυκλοφορία τέτοιων εξαιρετικών άλμπουμ σε σχέση με την τωρινή μιζέρια.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Μετά το τέλος της περιοδείας για το “After the rain”, οι Nelson ηχογράφησαν το νέο τους άλμπουμ, “Imaginator”, το οποίο όμως δεν άρεσε στον Kalodner και τα λοιπά “κεφάλια” της Geffen και αρνήθηκαν να το κυκλοφορήσουν καθώς το θεώρησαν πιο σκληρό και πιο σκοτεινό. Οι επιλογές που έδωσαν στους Nelson ήταν ή να γράψουν ένα άλλο άλμπουμ πιο κοντά στα γούστα της Geffen ή να λύσουν το συμβόλαιο. Οι Nelson επέλεξαν το πρώτο και έτσι, το 1995, κυκλοφόρησε το δεύτερο – τυπικά - άλμπουμ τους, “Because they can” (με το χαρακτηριστικό εξώφυλλο όπου εμφανίζονται δυο σκυλιά με μακριά μαλλιά σαν των αδελφών Nelson), το οποίο φυσικά πήγε άπατο, χωρίς να εμφανιστεί καν στα charts, καθώς είχε ελάχιστη υποστήριξη από την εταιρεία
Το άλμπουμ δεν είναι κακό, απλά έχει χαθεί η σκληράδα του ντεμπούτου και τα τραγούδια έχουν μια πιο ακουστική χροιά, γεγονός που κάνει το άλμπουμ να ακούγεται μονότονο και αδιάφορο στο σύνολό του. Tα κομμάτια “(You got me) All shook up, “Cross my broken heart” και “Won’t walk away”, για τα οποία έχουν βγει και βίντεο, δίνουν μια καλή εικόνα του πού κινείται η συγκεκριμένη δουλειά. Πάντως, είναι άξιο απορίας, τί περίμενε η Geffen να κερδίσει με την κυκλοφορία ενός τέτοιου άλμπουμ και μάλιστα το 1995, την περίοδο που το alternative/grunge κυριαρχούσε απόλυτα και μπάντες όπως οι Nirvana, Soundgarden ή Alice in chains μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον των πιτσιρικάδων.
Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά τη κυκλοφορία του “Because they can”, οι Nelson αποδεσμεύτηκαν από την Geffen και κυκλοφόρησαν μόνοι τους το “Imaginator”, το 1996 (στις ΗΠΑ κυκλοφόρησε το 1998), το οποίο είναι ένα καλό και λίγο πιο πειραματικό άλμπουμ, αλλά
ελάχιστοι από τους παλιούς τους οπαδούς ασχολήθηκαν καθώς το μουσικό τοπίο είχε πλέον αλλάξει οριστικά.
Από εκεί και έπειτα, έβγαλαν άλλα δυο άλμπουμ (“The silence is broken” – 1997, “Life – 1999), τα οποία δεν τα έχω ακούσει για να έχω άποψη, μπήκαν σε παύση για περίπου μια δεκαετία και το 2010 υπέγραψαν με την ιταλική δισκογραφική εταιρεία “Frontiers”, η οποία έχει μαζέψει σημαντικό ααριθμό από βετεράνους του μελωδικού hard rock – κάτι σαν σύλλογος παλαίμαχων!
Από αυτή κυκλοφόρησαν το 2010 το “Lightning strikes twice” και το 2015 την τελευταία μέχρι τώρα δουλειά τους, “Peace Out”.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
10/6/20
Οι Nelson ήταν (και είναι) το σχήμα των δίδυμων αδερφών Gunnar και Matthew Nelson, δυο ομορφόπαιδων, με χαρακτηριστικά μακριά ξανθά μαλλιά, ο τύπος των αγοριών που τρέλαινε εκείνη την εποχή τα κορίτσια στις ΗΠΑ. Αν και έδιναν την εντύπωση ότι ήταν ένα ακόμη καλό σχήμα από τα δεκάδες του είδους που ξεφύτρωναν την περίοδο 1989 – 1990, στην πραγματικότητα είχαν πίσω τους μια μακρά οικογενειακή ιστορία στον καλλιτεχνικό χώρο.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ NELSON
Πατέρας των Gunnar και Matthew ήταν ο Ricky ή Rick Nelson (Eric Hilliard Nelson), μουσικός, συνθέτης και πασίγνωστος rock n’ roll star και εφηβικό είδωλο της δεκαετίας του ’50 και του ’60, με πολλές επιτυχίες στο Billboard εκείνης της εποχής, συν κάποιους ρόλους σε ταινίες, μεταξύ των οποίων και το γνωστό – για τους πιο «παλιούς»- γουέστερν “Rio Bravo” (1959), με πρωταγωνιστές τους John Wayne και Dean Martin. Η ιστορία, όμως, της οικογένειας στον χώρο πάει ακόμα πιο πίσω, στα 1949, όπου οι γονείς του Rick Nelson, Ozzie και Harriet, είχαν τη ραδιοφωνική σειρά “The Adventures of Ozzie and Harriet”, η οποία το 1952 μεταφέρθηκε στην τηλεόραση και στην οποία για κάποιο διάστημα με τη συμμετοχή του.
Όπως είναι κατανοητό, τα αδέλφια Nelson, είχαν από πολύ μικρή ηλικία επαφή και τριβή με το χώρο της μουσικής και συμμετείχαν σε αρκετές εφηβικές μπάντες στην περιοχή του Los Angeles. Μετά το θάνατο του πατέρα τους το 1985 σε αεροπορικό ατύχημα, άρχισαν να συμμετέχουν και σε κάποια εβδομαδιαία τηλεοπτικά live shows μέχρι που σκέφτηκαν να προχωρήσουν με ένα δικό τους σχήμα, εκμεταλλευόμενοι βέβαια και τις γνωριμίες που είχαν στο χώρο λόγω της οικογένειάς τους.
Ο δρόμος όμως μέχρι την κυκλοφορία της πρώτης τους δουλειάς δεν ήταν εύκολος. Επί ένα χρόνο αφοσιώθηκαν στη σύνθεση κομματιών, σε αρκετά από τα οποία συνέδραμε και ο συνθέτης Marc Tanner και κάθε μήνα παρουσίαζαν κάποια από αυτά στον γνωστό John Kalodner, A&R (Artists & Repertoir) της Geffen, προκειμένου να τον πείσουν να τους προσφέρει δισκογραφικό συμβόλαιο. To πολυπόθητο συμβόλαιο ήρθε όταν παρουσίασαν στον Kalodner μια ακουστική εκδοχή του τραγουδιού (Can’t live without your) Love and Affection, το οποίο τον εντυπωσίασε τόσο πολύ που τους υπέγραψε την επόμενη μέρα! Σύμφωνα με τους ίδιους, μάλιστα, τη μέρα που του παρουσίασαν το τραγούδι δεν είχαν κανονισμένο ραντεβού και οι άνθρωποι της Geffen τους προειδοποίησαν πως αν διέκοπταν το πρόγραμμα του Kalodner για να του παρουσιάσουν ακόμη ένα κομμάτι που δεν θα τον ενδιέφερε, ήταν πολύ πιθανό να τους απέρριπτε οριστικά. Οι Nelson πήραν όμως το ρίσκο και βγήκαν κερδισμένοι.
Από ‘κει και μετά, τα πράγματα ήταν εύκολα. Τα αδέρφια έπρεπε απλά να βρουν και τα υπόλοιπα μέλη που θα τους πλαισίωναν και έτσι κατέληξαν για τα τύμπανα στον Bobby Rock (Vinnie Vincent Invasion, Nitro, Hardline κ.α.), για τις κιθάρες στον Αυστραλό Bret Garsed και για τα πλήκτρα στον Paul Mirkovich (Cher, Whitesnake, Peter Gabriel κ.α.). Τέλος, ο Matthew Nelson ήταν στο μπάσο, o Gunnar στις κιθάρες και μοιράζονταν τα φωνητικά.
Το “After the rain” κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1990 με παραγωγό τον Marc Tanner, αλλά ήδη από τον προηγούμενο μήνα που είχε κυκλοφορήσει το πρώτο single, (Can’t live without your) Love and Affection, οι Nelson είχαν σκαρφαλώσει στα charts, με το συγκεκριμένο κομμάτι να πιάνει το No 1 στο Billboard και να μένει στα charts για 60 εβδομάδες. Οι Nelson, βέβαια, δεν ήταν μόνο το “Love and Affection”, όπως πολλοί μπορεί να νομίζουν, δεν ήταν ένα “one hit wonder”, αλλά αντιθέτως ολόκληρο το άλμπουμ είναι μια από τις πιο ξεχωριστές κυκλοφορίες εκείνης της περιόδου.
Εκτός του “Love and Affection”, με την χαρακτηριστική ακουστική εισαγωγή και την ακόλουθη κορύφωση, το άλμπουμ έχει 4-5 ακόμα πολύ καλά τραγούδια στο ίδιο στυλ του εμπορικού, ανάλαφρου, ραδιοφωνικού hard rock, με την κατάλληλη όμως δόση σκληράδας για να μην γίνονται γλυκανάλατα.
Συγκεκριμένα, πολύ δυνατό κομμάτι είναι το ομώνυμο, “After the rain”, δεύτερο single και βίντεο, που πήγε εξίσου καλά στα charts, φτάνοντας στο No 6, ενώ από τα πιο ωραία και γνωστά είναι το “Tracy’s Song/Only time can tell”, μια πολύ όμορφη μπαλάντα, η οποία αποτέλεσε το τέταρτο single και βίντεο του άλμπουμ. Το “Tracy’s song” αποτελεί μια μικρή ακουστική εισαγωγή για το κυρίως κομμάτι και τα αδέλφια Nelson το έγραψαν για την αδελφή τους, Tracy, η οποία, την εποχή που ηχογραφούσαν το άλμπουμ, νοσηλευόταν με λέμφωμα hodgkins, μια μορφή καρκίνου (για την ιστορία, η Tracy ξεπέρασε το πρόβλημα). Η δε μπαλάντα “Only time can tell”, παραδόξως δεν έχει γραφτεί για κάποιο ζευγάρι που χώρισε αλλά για κάποιον κολλητό, παιδικό φίλο των Nelson, ο οποίος ξαφνικά και χωρίς λόγο σταμάτησε να θέλει επαφές μαζί τους, γεγονός που τους στοίχισε. Εξίσου επιτυχημένο κομμάτι, το επόμενο, “More than ever”, τρίτο single και βίντεο, που κάνει μπάσιμο a capella με το ρεφρέν, για να εξελιχθεί σε εξαιρετικό πιασάρικο hit, με ωραία μελωδία και διπλά φωνητικά.
Αν και τα τέσσερα αυτά τραγούδια προωθήθηκαν λίγο περισσότερο, αφού αποτελούσαν και τα singles του άλμπουμ, τα υπόλοιπα κομμάτια δεν υστερούν σε ποιότητα. Πολύ καλό το δεύτερο του δίσκου, “I can hardly wait”, το μπαλαντοειδές “Everywhere I go” με το ωραίο μελωδικό σόλο και την μελαγχολική εισαγωγή, “Interlude”, μια λυπητερή μελωδία με πιάνο και βιολί/βιόλα, ενώ σχετικά αγνοημένο είναι το προτελευταίο, “Bits and Pieces”, μια κομματάρα που θα μπορούσε άνετα να είναι single, με ωραίο ρυθμό, background πλήκτρα, μελωδικό σόλο και συναυλιακό ρεφραίν.
Το άλμπουμ έχει τρία ακόμα κομμάτια, το boogie, (It’s just) desire, το A.O.R.-like “Fill you up” και το πολύ καλό, με ωραία γέφυρα και ρεφρέν, “Will you love me?” που κλείνει το άλμπουμ.
Το “After the rain” πήγε πάρα πολύ καλά εμπορικά, έχοντας μάλιστα να ανταγωνιστεί σημαντικά άλμπουμ του μελωδικού hard rock που είχαν κυκλοφορήσει την ίδια ή την προηγούμενη χρονιά. Τα εύσημα για τα πολύ καλά τραγούδια, εκτός από τους Matthew και Gunnar Nelson, πρέπει να πάνε και στον συνθέτη και παραγωγό τους Marc Tenner, του οποίου η συμβολή ήταν καθοριστική για την αποδοχή που είχε το άλμπουμ τόσο από τα media όσο και από ένα ευρύ φάσμα οπαδών. Το ντεμπούτο τους, αποτέλεσε χαρακτηριστικό δείγμα “ακαριαίας επιτυχίας” (instant success), μπήκε άνετα στα charts του Billboard φτάνοντας μέχρι τη θέση 17, κατάφερε να παραμείνει εκεί για 64 εβδομάδες και πούλησε πάνω από 2.000.000 κομμάτια. Η όλη επιτυχία ήταν φυσικό να συνοδευτεί και από περιοδεία διάρκειας 13 εβδομάδων με περίπου 80 εμφανίσεις.
Σήμερα, 30 χρόνια μετά από την κυκλοφορία του, το “After the rain” δεν έχει χάσει καθόλου από την λάμψη και την ποιότητά του, ακούγεται ευχάριστα από το πρώτο μέχρι το τελευταίο τραγούδι και θυμίζει με νοσταλγία τα χρόνια που ήταν «ρουτίνα» η κυκλοφορία τέτοιων εξαιρετικών άλμπουμ σε σχέση με την τωρινή μιζέρια.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Μετά το τέλος της περιοδείας για το “After the rain”, οι Nelson ηχογράφησαν το νέο τους άλμπουμ, “Imaginator”, το οποίο όμως δεν άρεσε στον Kalodner και τα λοιπά “κεφάλια” της Geffen και αρνήθηκαν να το κυκλοφορήσουν καθώς το θεώρησαν πιο σκληρό και πιο σκοτεινό. Οι επιλογές που έδωσαν στους Nelson ήταν ή να γράψουν ένα άλλο άλμπουμ πιο κοντά στα γούστα της Geffen ή να λύσουν το συμβόλαιο. Οι Nelson επέλεξαν το πρώτο και έτσι, το 1995, κυκλοφόρησε το δεύτερο – τυπικά - άλμπουμ τους, “Because they can” (με το χαρακτηριστικό εξώφυλλο όπου εμφανίζονται δυο σκυλιά με μακριά μαλλιά σαν των αδελφών Nelson), το οποίο φυσικά πήγε άπατο, χωρίς να εμφανιστεί καν στα charts, καθώς είχε ελάχιστη υποστήριξη από την εταιρεία
Το άλμπουμ δεν είναι κακό, απλά έχει χαθεί η σκληράδα του ντεμπούτου και τα τραγούδια έχουν μια πιο ακουστική χροιά, γεγονός που κάνει το άλμπουμ να ακούγεται μονότονο και αδιάφορο στο σύνολό του. Tα κομμάτια “(You got me) All shook up, “Cross my broken heart” και “Won’t walk away”, για τα οποία έχουν βγει και βίντεο, δίνουν μια καλή εικόνα του πού κινείται η συγκεκριμένη δουλειά. Πάντως, είναι άξιο απορίας, τί περίμενε η Geffen να κερδίσει με την κυκλοφορία ενός τέτοιου άλμπουμ και μάλιστα το 1995, την περίοδο που το alternative/grunge κυριαρχούσε απόλυτα και μπάντες όπως οι Nirvana, Soundgarden ή Alice in chains μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον των πιτσιρικάδων.
Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά τη κυκλοφορία του “Because they can”, οι Nelson αποδεσμεύτηκαν από την Geffen και κυκλοφόρησαν μόνοι τους το “Imaginator”, το 1996 (στις ΗΠΑ κυκλοφόρησε το 1998), το οποίο είναι ένα καλό και λίγο πιο πειραματικό άλμπουμ, αλλά
ελάχιστοι από τους παλιούς τους οπαδούς ασχολήθηκαν καθώς το μουσικό τοπίο είχε πλέον αλλάξει οριστικά.
Από εκεί και έπειτα, έβγαλαν άλλα δυο άλμπουμ (“The silence is broken” – 1997, “Life – 1999), τα οποία δεν τα έχω ακούσει για να έχω άποψη, μπήκαν σε παύση για περίπου μια δεκαετία και το 2010 υπέγραψαν με την ιταλική δισκογραφική εταιρεία “Frontiers”, η οποία έχει μαζέψει σημαντικό ααριθμό από βετεράνους του μελωδικού hard rock – κάτι σαν σύλλογος παλαίμαχων!
Από αυτή κυκλοφόρησαν το 2010 το “Lightning strikes twice” και το 2015 την τελευταία μέχρι τώρα δουλειά τους, “Peace Out”.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
10/6/20
Απο τα παραδειγματα που πολυ ταλαντουχοι ανθρωποι 'ταλαιπωρηθηκαν' απο το τεραστιο 'ειδικο βαρος ΄του διασημου και σημαντικου γονιου τους .
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην Αμερικη ο πατερας τους ηταν απλα 'ειδωλο ΄ . Ενα μαλλον λαθος τους ειναι οτι 'πατησαν ' πολυ στην εικονα τους και οχι στο ταλεντο που ειχαν . Ευχαριστος δισκος , καλοφτιαγμενα κομματια , ηχαρα , φωναρες .Ως εκει ομως . Παντως κατι stars που εκαναν πολυ μεγαλυτεη καριερα τους ειχαν για πρωινο σε μουσικη αξια αλλα αυτο ποτε δεν βγηκε προς τα εξω . Δεν θα πω περισσοτερα , η κριτικη στο αλμπουμ after the rain ,των παντογνωστων της εποχης εκεινης , ηταν κωμικοτραγικη .