Ένα από τα άλμπουμ-μνημεία του μελωδικού hard rock, το “Pyromania”, τρίτη δουλειά των Βρετανών Def Leppard, αποτέλεσε το κρίσιμο βήμα για την εξέλιξη της μπάντας, χάραξε την πορεία πάνω στην οποία θα κινούνταν το συγκρότημα στο μέλλον και – ακόμα πιο σημαντικό – οδήγησε το συγκρότημα στην κατάκτηση της αμερικανικής αγοράς, κάτι που εκείνη την εποχή θεωρούνταν εκ των ων ουκ άνευ για όποια μπάντα ονειρευόταν να λογίζεται μεταξύ των μεγάλων της εμπορικής μουσικής.
Οι Def Leppard, αν και ξεκίνησαν την πορεία τους το 1979, ως μια ακόμα μπάντα του New Wave of British Heavy Metal, ήδη από το ντεμπούτο τους, “On through the night” (1980), είχαν βλέψεις για επιτυχία στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, δηλώνοντας μάλιστα την αγάπη τους για τις ΗΠΑ με το τραγούδι “Hello America”. Και πράγματι, στην περιοδεία τους για το συγκεκριμένο άλμπουμ, κατόρθωσαν να κάνουν 59 εμφανίσεις στις ΗΠΑ ως support σχήμα σε μεγάλα ονόματα όπως οι Ted Nugent, Pat Travers και AC/DC.
Κατά τη διάρκεια αυτών των εμφανίσεων, προκάλεσαν το ενδιαφέρον του Robert John “Mutt” Lange - παραγωγού των AC/DC στα μνημειώδη άλμπουμ τους “Highway to Hell”, “Back in Black” και “For Those about to rock we salute you” - o οποίος δέχτηκε να κάνει παραγωγή στο δεύτερο άλμπουμ τους “High n’ Dry” (1981). Το “High n’ Dry”, παρότι είναι ένα αρκετά καλό άλμπουμ και έβγαλε και την μεγάλη επιτυχία, “Bringin’ on the heartbreak” που είχε μεγάλο airplay στα ραδιόφωνα και σημαντική προβολή στο νεότευκτο τότε MTV (ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1981), σαν σύνολο δεν έκανε ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία. Αυτό όμως δεν τους πτόησε, ούτε και τον Lange, ο οποίος πίστευε στις δυνατότητες της μπάντας και κατάφερε να πείσει την εταιρεία τους, Verigo/Mercury, να διαθέσει προϋπολογισμό ενός εκατομμυρίου δολαρίων (!) και περιθώριο ενός έτους, για την προετοιμασία του επόμενου, τρίτου άλμπουμ τους. Το στοίχημα ήταν μεγάλο και η μπάντα, μόνο για να καλύψει το κόστος του άλμπουμ έπρεπε να πουλήσει αντίστοιχα πάνω από ένα εκατομμύριο κομμάτια.
Στις 20 Ιανουαρίου 1983, λοιπόν, κυκλοφορεί η τρίτη δουλειά τους με τίτλο “Pyromania” και το στοίχημα αρχίζει να “πληρώνει” χοντρά και άμεσα: Από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του και για όλο το 1983, το “Pyromania” πουλάει 100.000 κομμάτια την εβδομάδα, φτάνοντας στο τέλος του έτους στις 6 εκατομμύρια πωλήσεις μόνο στις ΗΠΑ και πιάνοντας το Νο 2 στα charts του Billboard και το Νο 18 στην πατρίδα του τη Μεγάλη Βρετανία.
Το “Pyromania”, πρόκειται για ένα μεταβατικό άλμπουμ, μια μίξη του κλασικού metal ήχου της εποχής, με πιο εμπορικές φόρμες, που καταφέρνει κρατήσει τους παραδοσιακούς fans των Def Leppard, αλλά και να προσελκύσει πολλούς νέους από το mainstream κοινό, προσφέροντας φανταστικά arena rock και radio friendly κομμάτια τα οποία βασίζονται σε riffs, σόλο και όμορφες μελωδίες και όχι στον ήχο των synthesizers που κυριαρχούσε τότε στην εμπορική, pop μουσική.
Στη σύνθεση των κομματιών συμμετέχουν όλα τα μέλη του συγκροτήματος, πλην του ντράμερ Rick Allen, με το βάρος να πέφτει κυρίως στον κιθαρίστα Steve Clark και τον τραγουδιστή Joe Elliott, ενώ σε όλα έχει συμμετοχή και ο Lange, γι’ αυτό και στο άλμπουμ υπάρχουν και σημεία όπου μπορεί να διακρίνει κανείς και ψήγματα από AC/DC. Να σημειωθεί επίσης, ότι το “Pyromania” είναι το πρώτο άλμπουμ τωνDef Leppard που εμφανίζεται ο κιθαρίστας Phil Collen, ο οποίος αντικατέστησε τον Pete Willis, καθώς ο τελευταίος αντιμετώπιζε προβλήματα με το αλκοόλ. Έτσι από αυτό το άλμπουμ έχουμε την κλασική σύνθεση της μπάντας (Joe Elliott-φωνή, Phil Collen και Steve Clark-κιθάρες, Rick Savage-μπάσο και Rick Allen-ντραμς) η οποία πιθανόν να παρέμενε απαράλλαχτη έως σήμερα αν δεν πέθαινε ο Clark το 1991. Ο Willis αν και δεν εμφανίζεται στην μπάντα είχε συμμετοχή σε τέσσερα κομμάτια ενώ ο Collen , πέρα από κάποια σόλο δεν πρόλαβε να έχει ουσιαστικότερη συμμετοχή.
Στον τομέα των τραγουδιών, αιχμή του άλμπουμ αποτελεί η τριάδα “Rock!Rock! (Till you drop)”, “Photograph” και “Rock of Ages”. Το πρώτο αποτελεί ιδανικό άνοιγμα για το δίσκο, με το βασικό, AC/DC riff του Clark να οδηγεί το κομμάτι, ενώ εντυπωσιάζει και το σόλο του νεοφερμένου Phil Collen, στην πρώτη επαφή που έχουμε μαζί του στο άλμπουμ. Στα συν και τα χαρακτηριστικά, βραχνά φωνητικά του Elliott, εμπλουτισμένα με backing vocals από τα άλλα μέλη. Το επόμενο κομμάτι, “Photograph”, αποτέλεσε το πρώτο single και video του άλμπουμ και είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια, όχι μόνο του “Pyromania” αλλά όλης της καριέρας τους. Άνοιγμα με riff που «μυρίζει» πάλι AC/DC (ελέω Mutt Lange), ωραίο χτίσιμο με πολύ καλό pre chorus και ρεφραίν με τα κλασικά backing vocals. Τεράστια επιτυχία, έφτασε στο No 1 των Mainstream rock charts και παρέμεινε εκεί για έξι εβδομάδες.
Την μεγάλη επιτυχία του “Photograph”, ακολούθησε το “Rock of Ages”, δεύτερο single του άλμπουμ και δεύτερο No 1 στα charts. Το κομμάτι ξεκινάει με την χαρακτηριστική ατάκα του Lange, “Gunter Glieben Glauchen Globen” (διαβάστε εδώ πως προήλθε αυτή η ατάκα) και εξελίσσεται σε έναν κλασικό arena rock ύμνο, με μπιτάτο ρυθμό, έντονο μπάσο, ωραίο σόλο και πολλά επίπεδα φωνητικών. Κατά κάποιο τρόπο, έτσι όπως είναι δομημένο, αποτελεί τον “πρόδρομο” του “Pour some sugar on me” από το επόμενο άλμπουμ, “Hysteria”. Στο συγκεκριμένο κομμάτι, μάλιστα, εμφανίζεται και ο τίτλος του άλμπουμ, στους στίχους “Drive me crazier, no serenade, no fire brigade, just pyromania”.
Στις τρεις παραπάνω μεγάλες επιτυχίες μπορούν να προστεθούν και τρία ακόμα κομμάτια που ακολούθησαν αντίστοιχη πορεία: H power – και όχι γλυκανάλατη – μπαλάντα “Too Late For Love” (τέταρτο single), που εντυπωσιάζει με τις ατμοσφαιρικές της κιθάρες και θυμίζει το “Bringing on the Heartbreak” από το προηγούμενο άλμπουμ, το τρίτο single του άλμπουμ, “Foolin”, ένα κομμάτι που ξεκινάει σε ακουστικό tempo για να εξελιχθεί στο στυλ του “Photograph” και τέλος το “Action! Not Words”, ένα γρήγορο, «συναυλιακό» τραγούδι, που δεν φτάνει βέβαια το επίπεδο των προηγούμενων συν του ότι αδικείται και από την θέση του ως προτελευταίου στο άλμπουμ.
Από τα υπόλοιπα τραγούδια, το “Stagefright”, μια σύνθεση κυρίως του μπασίστα Rick Savage, στέκεται μόνο του θυμίζοντας τις πιο καθαρόαιμες metal μέρες τις μπάντας, ενώ τα τρία υπόλοιπα, “Billy’s got a Gun”, “Die Hard the Hunter” και “Comin’ Under Fire” αποτελούν τις πιο «σοβαρές» συνθέσεις (μουσικά και στιχουργικά). Τραγούδια που απευθύνονται στους πιο παλιούς και πιο metal οπαδούς, με πιο σκοτεινές, μελαγχολικές και πολύπλοκες μελωδίες ενώ είναι και πιο μεγάλα σε διάρκεια. Πολύ καλά κομμάτια και τα τρία, με το “Comin’ under Fire” να εντυπωσιάζει στη μέση του, τόσο με το σόλο όσο και με τις εναλλαγές στα μελωδικά leads.
Με το “Pyromania”, το συγκρότημα καθιερώθηκε σαν ένα από τα μεγάλα ονόματα του εμπορικού μελωδικού hard rock και αυτό το οφείλουν σε μεγάλο βαθμό, πέρα από τις ποιοτικές τους συνθέσεις, και στον παραγωγό τους, “Mutt” Lange, o οποίος με αυτό το άλμπουμ διεύρυνε τα όρια του σκληρού ήχο κάνοντας το metal προσβάσιμο στο ευρύτερο κοινό και δημιουργώντας το υβρίδιο που ονομάστηκε pop-metal.
Επιπλέον, από εμπορική σκοπιά, το “Pyromania” είχε την τύχη να κυκλοφορήσει την εποχή που στην Αμερική όλο και περισσότερα σπίτια αποκτούσαν πρόσβαση στο νέο καλωδιακό μουσικό κανάλι MTV (όπως αναφέρθηκε και στην αρχή) και έτσι ο κόσμος που έβλεπε τα video τους στη συνέχεια ζητούσε να τα ακούσει και από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Μ’ αυτό τον τρόπο η φήμη τους στην μεγαλύτερη μουσική αγορά του κόσμου (ΗΠΑ) γιγαντώθηκε με γεωμετρική πρόοδο. To βίντεο, μάλιστα, του “Photograph”, ξεπέρασε σε ζήτηση ακόμα και το βίντεο του “Beat it” από το πολυπλατινένιο άλμπουμ του Michael Jackson, “Thriller”, που είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο νωρίτερα (1982). Όσον αφορά δε το “Thriller”, ήταν το μόνο άλμπουμ που στέρησε από το “Pyromania” την πρωτιά στα charts, καθώς έφτασε στο Νο 1, αφήνοντας τους Def Leppard στο Νο 2, οι οποίοι βέβαια θα κατακτούσαν την κορυφή τέσσερα χρόνια αργότερα με το “Hysteria”.
Σήμερα, 37 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το “Pyromania” δεν μνημονεύεται όσο του αξίζει, καθώς η τεράστια επιτυχία του “Hysteria” αλλά και του “Adrenalize” το επισκιάζουν. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως αποτέλεσε το σημείο καμπής για την μετέπειτα πορεία τους και τον θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο βασίστηκε το τεράστιο οικοδόμημά τους, αλλά και ότι αποτέλεσε προπομπό για το μελωδικό hard rock, glam ή hair metal που θα κυριαρχούσε εμπορικά στη σκληρή μουσική μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Στις αρχές του 1984, μετακόμισαν στο Δουβλίνο για φορολογικούς λόγους και ξεκίνησαν να συνθέτουν το επόμενο άλμπουμ τους, αλλά οι όλες διαδικασίες πάγωσαν, όταν στις 31 Δεκεμβρίου 1984, ο ντράμερ Rick Allen έχασε το αριστερό του χέρι στο γνωστό αυτοκινητιστικό ατύχημα.
Προς τιμήν τους, η υπόλοιπη μπάντα δεν αναζήτησε νέο ντράμερ, αλλά περίμενε να αναρρώσει ο Allen για να σχεδιάσουν την μελλοντική τους πορεία. Ως γνωστόν, ο Allen προέκυψε «πολύ σκληρός για να πεθάνει» και επανήλθε στην θέση του χρησιμοποιώντας πλέον ένα ειδικά κατασκευασμένο drum kit που του έδινε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί περισσότερο τα πόδια του.
Η συνέχεια είναι γνωστή, με τη μπάντα να κυκλοφορεί το 1987 το υπερεπιτυχημένο “Hysteria” και το 1992 το «αδερφάκι» του, εξίσου πολύ καλό, “Adrenalize”.
Από ΄κει και μετά αρχίζει η κατηφόρα και το δημιουργικό τέλμα, με άστοχους alternative πειραματισμούς (“Slang”), pop-rock στροφές (“X”) και αδιάφορες κυκλοφορίες (“Yeah!”, “Songs from the sparkle lounge”). Μόνες αναλαμπές το “Euphoria” του 1999 και το τελευταίο , ομώνυμο, άλμπουμ τους (2015).
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
20/5/20
Οι Def Leppard, αν και ξεκίνησαν την πορεία τους το 1979, ως μια ακόμα μπάντα του New Wave of British Heavy Metal, ήδη από το ντεμπούτο τους, “On through the night” (1980), είχαν βλέψεις για επιτυχία στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, δηλώνοντας μάλιστα την αγάπη τους για τις ΗΠΑ με το τραγούδι “Hello America”. Και πράγματι, στην περιοδεία τους για το συγκεκριμένο άλμπουμ, κατόρθωσαν να κάνουν 59 εμφανίσεις στις ΗΠΑ ως support σχήμα σε μεγάλα ονόματα όπως οι Ted Nugent, Pat Travers και AC/DC.
Κατά τη διάρκεια αυτών των εμφανίσεων, προκάλεσαν το ενδιαφέρον του Robert John “Mutt” Lange - παραγωγού των AC/DC στα μνημειώδη άλμπουμ τους “Highway to Hell”, “Back in Black” και “For Those about to rock we salute you” - o οποίος δέχτηκε να κάνει παραγωγή στο δεύτερο άλμπουμ τους “High n’ Dry” (1981). Το “High n’ Dry”, παρότι είναι ένα αρκετά καλό άλμπουμ και έβγαλε και την μεγάλη επιτυχία, “Bringin’ on the heartbreak” που είχε μεγάλο airplay στα ραδιόφωνα και σημαντική προβολή στο νεότευκτο τότε MTV (ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1981), σαν σύνολο δεν έκανε ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία. Αυτό όμως δεν τους πτόησε, ούτε και τον Lange, ο οποίος πίστευε στις δυνατότητες της μπάντας και κατάφερε να πείσει την εταιρεία τους, Verigo/Mercury, να διαθέσει προϋπολογισμό ενός εκατομμυρίου δολαρίων (!) και περιθώριο ενός έτους, για την προετοιμασία του επόμενου, τρίτου άλμπουμ τους. Το στοίχημα ήταν μεγάλο και η μπάντα, μόνο για να καλύψει το κόστος του άλμπουμ έπρεπε να πουλήσει αντίστοιχα πάνω από ένα εκατομμύριο κομμάτια.
Στις 20 Ιανουαρίου 1983, λοιπόν, κυκλοφορεί η τρίτη δουλειά τους με τίτλο “Pyromania” και το στοίχημα αρχίζει να “πληρώνει” χοντρά και άμεσα: Από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του και για όλο το 1983, το “Pyromania” πουλάει 100.000 κομμάτια την εβδομάδα, φτάνοντας στο τέλος του έτους στις 6 εκατομμύρια πωλήσεις μόνο στις ΗΠΑ και πιάνοντας το Νο 2 στα charts του Billboard και το Νο 18 στην πατρίδα του τη Μεγάλη Βρετανία.
Το “Pyromania”, πρόκειται για ένα μεταβατικό άλμπουμ, μια μίξη του κλασικού metal ήχου της εποχής, με πιο εμπορικές φόρμες, που καταφέρνει κρατήσει τους παραδοσιακούς fans των Def Leppard, αλλά και να προσελκύσει πολλούς νέους από το mainstream κοινό, προσφέροντας φανταστικά arena rock και radio friendly κομμάτια τα οποία βασίζονται σε riffs, σόλο και όμορφες μελωδίες και όχι στον ήχο των synthesizers που κυριαρχούσε τότε στην εμπορική, pop μουσική.
Στη σύνθεση των κομματιών συμμετέχουν όλα τα μέλη του συγκροτήματος, πλην του ντράμερ Rick Allen, με το βάρος να πέφτει κυρίως στον κιθαρίστα Steve Clark και τον τραγουδιστή Joe Elliott, ενώ σε όλα έχει συμμετοχή και ο Lange, γι’ αυτό και στο άλμπουμ υπάρχουν και σημεία όπου μπορεί να διακρίνει κανείς και ψήγματα από AC/DC. Να σημειωθεί επίσης, ότι το “Pyromania” είναι το πρώτο άλμπουμ τωνDef Leppard που εμφανίζεται ο κιθαρίστας Phil Collen, ο οποίος αντικατέστησε τον Pete Willis, καθώς ο τελευταίος αντιμετώπιζε προβλήματα με το αλκοόλ. Έτσι από αυτό το άλμπουμ έχουμε την κλασική σύνθεση της μπάντας (Joe Elliott-φωνή, Phil Collen και Steve Clark-κιθάρες, Rick Savage-μπάσο και Rick Allen-ντραμς) η οποία πιθανόν να παρέμενε απαράλλαχτη έως σήμερα αν δεν πέθαινε ο Clark το 1991. Ο Willis αν και δεν εμφανίζεται στην μπάντα είχε συμμετοχή σε τέσσερα κομμάτια ενώ ο Collen , πέρα από κάποια σόλο δεν πρόλαβε να έχει ουσιαστικότερη συμμετοχή.
Στον τομέα των τραγουδιών, αιχμή του άλμπουμ αποτελεί η τριάδα “Rock!Rock! (Till you drop)”, “Photograph” και “Rock of Ages”. Το πρώτο αποτελεί ιδανικό άνοιγμα για το δίσκο, με το βασικό, AC/DC riff του Clark να οδηγεί το κομμάτι, ενώ εντυπωσιάζει και το σόλο του νεοφερμένου Phil Collen, στην πρώτη επαφή που έχουμε μαζί του στο άλμπουμ. Στα συν και τα χαρακτηριστικά, βραχνά φωνητικά του Elliott, εμπλουτισμένα με backing vocals από τα άλλα μέλη. Το επόμενο κομμάτι, “Photograph”, αποτέλεσε το πρώτο single και video του άλμπουμ και είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια, όχι μόνο του “Pyromania” αλλά όλης της καριέρας τους. Άνοιγμα με riff που «μυρίζει» πάλι AC/DC (ελέω Mutt Lange), ωραίο χτίσιμο με πολύ καλό pre chorus και ρεφραίν με τα κλασικά backing vocals. Τεράστια επιτυχία, έφτασε στο No 1 των Mainstream rock charts και παρέμεινε εκεί για έξι εβδομάδες.
Την μεγάλη επιτυχία του “Photograph”, ακολούθησε το “Rock of Ages”, δεύτερο single του άλμπουμ και δεύτερο No 1 στα charts. Το κομμάτι ξεκινάει με την χαρακτηριστική ατάκα του Lange, “Gunter Glieben Glauchen Globen” (διαβάστε εδώ πως προήλθε αυτή η ατάκα) και εξελίσσεται σε έναν κλασικό arena rock ύμνο, με μπιτάτο ρυθμό, έντονο μπάσο, ωραίο σόλο και πολλά επίπεδα φωνητικών. Κατά κάποιο τρόπο, έτσι όπως είναι δομημένο, αποτελεί τον “πρόδρομο” του “Pour some sugar on me” από το επόμενο άλμπουμ, “Hysteria”. Στο συγκεκριμένο κομμάτι, μάλιστα, εμφανίζεται και ο τίτλος του άλμπουμ, στους στίχους “Drive me crazier, no serenade, no fire brigade, just pyromania”.
Στις τρεις παραπάνω μεγάλες επιτυχίες μπορούν να προστεθούν και τρία ακόμα κομμάτια που ακολούθησαν αντίστοιχη πορεία: H power – και όχι γλυκανάλατη – μπαλάντα “Too Late For Love” (τέταρτο single), που εντυπωσιάζει με τις ατμοσφαιρικές της κιθάρες και θυμίζει το “Bringing on the Heartbreak” από το προηγούμενο άλμπουμ, το τρίτο single του άλμπουμ, “Foolin”, ένα κομμάτι που ξεκινάει σε ακουστικό tempo για να εξελιχθεί στο στυλ του “Photograph” και τέλος το “Action! Not Words”, ένα γρήγορο, «συναυλιακό» τραγούδι, που δεν φτάνει βέβαια το επίπεδο των προηγούμενων συν του ότι αδικείται και από την θέση του ως προτελευταίου στο άλμπουμ.
Από τα υπόλοιπα τραγούδια, το “Stagefright”, μια σύνθεση κυρίως του μπασίστα Rick Savage, στέκεται μόνο του θυμίζοντας τις πιο καθαρόαιμες metal μέρες τις μπάντας, ενώ τα τρία υπόλοιπα, “Billy’s got a Gun”, “Die Hard the Hunter” και “Comin’ Under Fire” αποτελούν τις πιο «σοβαρές» συνθέσεις (μουσικά και στιχουργικά). Τραγούδια που απευθύνονται στους πιο παλιούς και πιο metal οπαδούς, με πιο σκοτεινές, μελαγχολικές και πολύπλοκες μελωδίες ενώ είναι και πιο μεγάλα σε διάρκεια. Πολύ καλά κομμάτια και τα τρία, με το “Comin’ under Fire” να εντυπωσιάζει στη μέση του, τόσο με το σόλο όσο και με τις εναλλαγές στα μελωδικά leads.
Με το “Pyromania”, το συγκρότημα καθιερώθηκε σαν ένα από τα μεγάλα ονόματα του εμπορικού μελωδικού hard rock και αυτό το οφείλουν σε μεγάλο βαθμό, πέρα από τις ποιοτικές τους συνθέσεις, και στον παραγωγό τους, “Mutt” Lange, o οποίος με αυτό το άλμπουμ διεύρυνε τα όρια του σκληρού ήχο κάνοντας το metal προσβάσιμο στο ευρύτερο κοινό και δημιουργώντας το υβρίδιο που ονομάστηκε pop-metal.
Επιπλέον, από εμπορική σκοπιά, το “Pyromania” είχε την τύχη να κυκλοφορήσει την εποχή που στην Αμερική όλο και περισσότερα σπίτια αποκτούσαν πρόσβαση στο νέο καλωδιακό μουσικό κανάλι MTV (όπως αναφέρθηκε και στην αρχή) και έτσι ο κόσμος που έβλεπε τα video τους στη συνέχεια ζητούσε να τα ακούσει και από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Μ’ αυτό τον τρόπο η φήμη τους στην μεγαλύτερη μουσική αγορά του κόσμου (ΗΠΑ) γιγαντώθηκε με γεωμετρική πρόοδο. To βίντεο, μάλιστα, του “Photograph”, ξεπέρασε σε ζήτηση ακόμα και το βίντεο του “Beat it” από το πολυπλατινένιο άλμπουμ του Michael Jackson, “Thriller”, που είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο νωρίτερα (1982). Όσον αφορά δε το “Thriller”, ήταν το μόνο άλμπουμ που στέρησε από το “Pyromania” την πρωτιά στα charts, καθώς έφτασε στο Νο 1, αφήνοντας τους Def Leppard στο Νο 2, οι οποίοι βέβαια θα κατακτούσαν την κορυφή τέσσερα χρόνια αργότερα με το “Hysteria”.
Σήμερα, 37 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το “Pyromania” δεν μνημονεύεται όσο του αξίζει, καθώς η τεράστια επιτυχία του “Hysteria” αλλά και του “Adrenalize” το επισκιάζουν. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως αποτέλεσε το σημείο καμπής για την μετέπειτα πορεία τους και τον θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο βασίστηκε το τεράστιο οικοδόμημά τους, αλλά και ότι αποτέλεσε προπομπό για το μελωδικό hard rock, glam ή hair metal που θα κυριαρχούσε εμπορικά στη σκληρή μουσική μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Στις αρχές του 1984, μετακόμισαν στο Δουβλίνο για φορολογικούς λόγους και ξεκίνησαν να συνθέτουν το επόμενο άλμπουμ τους, αλλά οι όλες διαδικασίες πάγωσαν, όταν στις 31 Δεκεμβρίου 1984, ο ντράμερ Rick Allen έχασε το αριστερό του χέρι στο γνωστό αυτοκινητιστικό ατύχημα.
Προς τιμήν τους, η υπόλοιπη μπάντα δεν αναζήτησε νέο ντράμερ, αλλά περίμενε να αναρρώσει ο Allen για να σχεδιάσουν την μελλοντική τους πορεία. Ως γνωστόν, ο Allen προέκυψε «πολύ σκληρός για να πεθάνει» και επανήλθε στην θέση του χρησιμοποιώντας πλέον ένα ειδικά κατασκευασμένο drum kit που του έδινε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί περισσότερο τα πόδια του.
Η συνέχεια είναι γνωστή, με τη μπάντα να κυκλοφορεί το 1987 το υπερεπιτυχημένο “Hysteria” και το 1992 το «αδερφάκι» του, εξίσου πολύ καλό, “Adrenalize”.
Από ΄κει και μετά αρχίζει η κατηφόρα και το δημιουργικό τέλμα, με άστοχους alternative πειραματισμούς (“Slang”), pop-rock στροφές (“X”) και αδιάφορες κυκλοφορίες (“Yeah!”, “Songs from the sparkle lounge”). Μόνες αναλαμπές το “Euphoria” του 1999 και το τελευταίο , ομώνυμο, άλμπουμ τους (2015).
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
20/5/20
Δημοσίευση σχολίου