Τα πρώτα μου μουσικά ακούσματα πίσω στις αρχές τον ‘90s ήταν Deep Purple, οι Led Zeppelin, οι Rainbow, οι Sabbath κ.α. Τους Mountain, άργησα να τους μάθω. Ήταν όμως έρωτας με το πρώτο άκουσμα. Θυμάμαι όταν άκουσα το Blood Of The Sun από το άλμπουμ Mountain (1969) με τo riff στην κιθάρα και τα γρέντζα στα φωνητικά να με έχουν εντυπωσιάσει! Έκτοτε, δεν έπαψα ποτέ να τους ακούω.
Η πορεία του χαρισματικού κιθαρίστα Leslie West ξεκίνησε με τους The Vagrants στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Οι Vagrants, οι οποίοι έπαιζαν garage rock δεν κατάφεραν κάτι ιδιαίτερο μουσικά. Θα σταθούν όμως η ευκαιρία για την γνωριμία του West με τον Felix Papalardi, ο οποίος τότε δούλευέ με τους Cream για την παραγωγή του άλμπουμ τους Disraeli Gears. Ο West απογοητευμένος από το πρώτο του μουσικό εγχείρημα, βρήκε στην μουσική των Cream τον blues rock ήχο, που έψαχνε και θα γινόταν αργότερα το σήμα κατατεθέν και του ιδίου.
Ο Papalardi προσφέρθηκε να παίξει μπάσο και να κάνει την παραγωγή στο προσωπικό album του West με τίτλο Mountain (1969), το όνομα του «υπό κατασκευή» συγκροτήματος. Από το album αυτό ξεχωρίζουν τα» Blood Of The Sun», «Long Red» και «This Wheel's on Fir», σύνθεση τού Bob Dylan.
Οι West & Papalardi αποφάσισαν να ενώσουν μουσικά τους δρόμους τους δημιουργώντας τους Mountain. Μαζί τους, οι N.D. Smart (ντραμς) και ο Steve Knight (πλήκτρα). Για την πρόσληψη του Knight, ο Papalardi επέμεινε ιδιαίτερα θεωρώντας ότι τα πλήκτρα θα γεμίσουν τη μουσική του γκρουπ, σε αντίθεση με τον West που προτιμούσε τον πιο τραχύ ήχο. Αν και ο West κατηγορούσε τον Knight για αδυναμία αυτοσχεδιασμού, δεν αρνήθηκε ποτέ την συνεισφορά της jazz παιδείας του κιμπορντίστα του.
Στην τρίτη μόλις ζωντανή τους εμφάνιση θα εμφανιστούν στο περίφημο Woodstock Festival μαζί με πραγματικούς θρύλους της μουσικής. Το ελικόπτερο, που μετέφερε το συγκρότημα στην σκήνη, έκανε δύο διαδρομές. Μία μόνο με τον West (λόγω όγκου & βάρους δεν χώραγαν μπουν οι άλλοι) και μία ακόμα για τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ! Οι Mountain έπαιξαν την δεύτερη ημέρα, στις 16 Αυγούστου 1969 με ένα setlist, του οποίου η διάρκεια δεν ξεπερνούσε την μία ώρα συμπεριλαμβάνοντας κομμάτια που δεν είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Οι κριτικές, που έλαβαν για την εμφάνισή τους αυτή, ήταν εξαιρετικές! Το κοινό έβλεπε για πρώτη φορά μαζί ζωντανά, το σκληρό κιθαριστικό παίξιμο να συναντάει τα blues, τα σκληρά γρέζια στα φωνητικά, δεμένα με υπέροχες μελωδίες, στοιχεία που κίνησαν το ενδιαφέρον πολλών στελεχών δισκογραφικών που τους έβλεπαν live.
Οπτικοακουστικό δείγμα από το live αυτό θα κυκλοφορήσει αργότερα! Σε αυτήν τους την εμφάνιση αναφέρεται και το τραγούδι «For Yasgur's Farm» από το άλμπουμ Climbing (1970). O Max Yasgur ήταν ο ιδιοκτήτης της φάρμας, στην οποία πραγματοποιήθηκε το περίφημο festival. Το συγκεκριμένο μάλιστα τραγούδι το είχαν παίξει στο Woodstock με φυσικά διαφορετικούς στίχους και άλλο τίτλο.
Λίγο μετά την εμφάνισή τους αυτή, στην θέση πίσω από τα ντραμς θα έρθει ο Καναδός Laurence "Corky" Laing, τον οποίο ο Papalardi είχε προσέξει, όταν έκανε την παραγωγή των Energy, του τότε σχήματος του Laing. Το στυλ του Laing ήταν πιο ελεύθερο σε σχέση με τον προκάτοχό του, ενώ σημαντική ήταν και η προσφορά του συνθετικά. Με την σύνθεση αυτή θα κυκλοφορήσει το κλασικό άλμπουμ τους Climbing (1970), που έγινε χρυσό στις ΗΠΑ ανεβαίνοντας στο No 17 των charts, περιέχει και την σύνθεση – σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος, το «Mississippi Queen».
Το Mississippi Queen ήταν και η αφορμή για τις πρώτες διενέξεις στις τάξεις του γκρουπ. Ο West σε μια συνέντευξη στα τέλη των ‘70s είχε δηλώσει ότι το συγκεκριμένο κομμάτι δεν άρεσε στον Papalardi, ωστόσο θέλησε να προσθέσει το όνομά του στους συνθέτες του κομματιού, χωρίς να έχει συνεισφέρει σχεδόν τίποτα. Δεν είχε διστάσει να πει ότι ο Papalardi «ήταν θρύλος μόνο τον ελεύθερό του χρόνο». Λόγια που αδικούν και τους δύο καλλιτέχνες δείχνοντας την ένταση ωστόσο των μεταξύ τους σχέσεων!
Από το ίδιο άλμπουμ ξεχωρίζουν επίσης και τα “Theme for an Imaginary Western” (σύνθεση του Jack Bruce σε στίχους Pete Brown) και «For Yasgur's Farm». Ειδικά το «Theme….», απεικονίζει την αντικρουόμενη προσπάθεια απομάκρυνσης από την σκιά των Cream με την ηχογράφηση από την άλλη ενός τραγουδιού που ο ένας εκ των δύο κύριων συνθετών ήταν μέλος των Cream. Τελικά ο χρόνος δικαίωσε την μπάντα για τις επιλογές της. Η ηχογράφηση του Climbing διήρκησε μόλις 10 μέρες με πολλά από τα κομμάτια του album να συμπεριλαμβάνονται σταθερά στο setlist των live εμφανίσεών τους. Ο West έχει δηλώσει ότι ο πρώτος, που άκουσε το album, όταν τελείωσε η μίξη, ήταν ο J. Hendrix, ο οποίος δούλευε και αυτός με τους Band Of Gypsies στο ίδιο studio και ενθουσιάστηκε με το «Never in My Life». Oι δύο τους μάλιστα τζάμαραν σε ένα μικρό club με τον West να παίζει κιθάρα και τον Hendrix να δανείζεται το μπάσο του Papalardi, το οποίο και κρατά ανάποδα (ήταν αριστερόχειρας)!!!
Με αυτή τη σύνθεσή το συγκρότημα θα περιοδεύσει πραγματοποιώντας 132 εμφανίσεις και θα μοιραστεί την σκηνή με συγκροτήματα όπως οι Sly And The Family Stone, Jethro Tull, Van Morrison και Bloodrock. Η σημαντικότερη εμφάνισή τους θα πραγματοποιηθεί στο περίφημο Pop Festival τον Ιούλιο του 1970 στην Ατλάντα – αξίζει να ακούσει κανείς την εκτέλεση του «Stormy Monday» από εκείνη την εμφάνιση. Το συγκρότημα μεσουρανεί! Οι μετακινήσεις του συγκροτήματος τότε γίνονταν με liar jet, του οποίου το κόστος ήταν $600 την ώρα!
Στα τέλη του 1970 το συγκρότημα θα μπει στο studio για να ηχογραφήσει το επίσης κλασικό (και αγαπημένο album του γράφοντος) Nantucket Sleighride, το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο του 1971. Στο album αυτό οι συνθέσεις βασίζονται στην κιθαριστική ευφυία του West, αφήνοντας λίγο πίσω τον περισσότερο μελωδικό συνθετικά Papalardi. Το κοινό θα αγαπήσει εξ αρχής τα «Don’t Look Around» και φυσικά το ομώνυμο. Το Nantucket Sleighride (To Owen Coffin) αναδεικνύει τις νεοκλασικές επιρροές και την ικανότητα του συγκροτήματος να συνθέτει μελωδίες, που σου μένουν στο μυαλό.Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει για το εξαιρετικό «Travelin’ in the Dark», το οποίο είναι σύνθεση του Papalardi και της συζύγου του Gail Collins, υπεύθυνης και για τα ψυχεδελικά εξώφυλλα των albums του γκρουπ. Το συγκεκριμένο κομμάτι είχε κυκλοφορήσει στον δίσκο Before The War (1968) του ψυχεδελικού συγκροτήματος Bo Grumpus, την παραγωγή του οποίου είχε κάνει ο Papalardi! Η ύπαρξη του κομματιού αυτού στο δίσκο επρόκειτο να δημιουργήσει νομικής φύσεως προβλήματα στην μπάντα. Το ταλέντο δεν τους εγκατέλειψε ποτέ, ωστόσο η έλλειψη πειθαρχίας και η αδυναμία συνεννόησης θα προκαλούσαν προβλήματα στο μέλλον.
Τον Νοέμβριο του 1971 το συγκρότημα θα κυκλοφορήσει το άλμπουμ Flowers of Evil, το τρίτο και τελευταίο του album με την κλασική σύνθεση (West/Pappalardi/Knight/Laing). Σε αυτό το album, αν και η μπάντα αποδίδει εξαιρετικά, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι το γκρουπ εισέρχεται σε συνθετικό τέλμα. Ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγάλων Cream στο Wheels of Fire και γενικότερα την μόδα της εποχής, η πρώτη πλευρά του δίσκου περιέχει studio συνθέσεις, ενώ η δεύτερη live. Η περίπτωση των Mountain κυρίως είναι αποτέλεσμα συνθετικής κόπωσης και λιγότερο μόδα. Το καλύτερο κομμάτι του album, το οποίο και έτυχε μεγάλης αποδοχής από τους φίλους του συγκροτήματος, είναι το «Crossroader», μια σύνθεση που ταιριάζει τέλεια στο blues ύφος του West, αν και τα φωνητικά είναι του Papalardi! Το υπόλοιπο υλικό ακολουθεί το πιο μελωδικό pop σε κάποια σημεία στυλ του Papalardi, αφήνοντας σε δεύτερο ρόλο τον κιθαριστικό ήχο του West. Στο ίδιο επιεικώς μέτριο ύφος είναι η ζωντανή πλευρά του δίσκου από την live τους εμφάνιση στο Fillmore East της Νέας Υόρκης. Ξεχωρίζει ίσως η εκτέλεση του ‘Dreams of Milk and Honey» από το medley, ενώ το album κλείνει με μια πολύ καλή live εκτέλεση του «Mississipi Queen»!
Στις αρχές του 1972 το συγκρότημα θα ανακοινώσει την διάλυσή του (την πρώτη από πολλές). Η κύρια αιτία ήταν η ζημιά στην ακοή, που ο Papalardi απέκτησε λόγω της τεράστιας έντασης του ήχου στις ζωντανές τους εμφανίσεις. Ωστόσο τόσο ο West όσο και ο Laing το έχουν διαψεύσει αποδίδοντας την διάλυση σε προσωπικά προβλήματα και στον εθισμό των μελών στα ναρκωτικά. Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο ο Papalardi. O Knight εγκατέλειψε την rock μουσική για να αφιερωθεί στην μεγάλη μουσική του αγάπη, την Jazz. Οι West & Laing θα μετακομίσουν στην Αγγλία και θα δημιουργήσουν το supergroup West, Bruce & Laing., το οποίο στην σύντομη ζωή του (ας όψονται τα ναρκωτικά) θα κυκλοφορήσει 2 studio και 1 live album.
Τον Απρίλιο του 1972 θα κυκλοφορήσει και το album Live: The Road Goes Ever On (ο τίτλος είναι δανεισμένος από την νουβέλα Hobbit του μεγάλου J. R. R. Tolkien). Το πολύ καλό αυτό live περιέχει κομμάτια από παλαιότερες live εμφανίσεις του γκρουπ από το 1969 (Woodstock) ως τον Ιανουάριο του 1972, οπότε και θα διαλυθούν. To album ανέβηκε στην 21 θέση των βρετανικών charts, την υψηλότερη θέση που έφτασε το γκρουπ. Το live περιέχει μόνο 4 συνθέσεις με την 17λεπτη εκτέλεση του «Nantucket Sleighride» να ξεχωρίζει.
Το reunion του συγκροτήματος ήταν θέμα χρόνου με τον Papalardi να έχει προτείνει στον West την επανένωση για μια σειρά εμφανίσεων στην Ιαπωνία το 1973 προκαλώντας το έντονο ενδιαφέρον του κοινού. Τελικά το reunion έγινε πραγματικότητα χωρίς όμως τον Laing εξαιτίας διενέξεων με τον Papalardi και την σύζυγό του, η οποία του ασκούσε μεγάλη επίδραση. Την θέση πίσω από τα ντραμς μετά από πρόταση του Papalardi κάλυψε ο Allan Schwartzberg, ενώ προσέλαβαν στα πλήκτρα και στην δεύτερη κιθάρα τον Bob Mann – με την πρόσληψη του τελευταίου ο Papalardi ήθελε να «γεμίσει» τον ήχο των Mountain. Αν και διστακτικός στην αρχή, ο West υπό το δέλεαρ των χρημάτων αποφάσισε να περιοδεύσουν στην Ιαπωνία. Αργότερα ο ίδιος θα σχολιάσει ότι η απόφαση για περιοδεία ήταν γελοία. Έπαιζαν μόνο παλιά κομμάτια, ενώ ο West ήθελε να γράψουν καινούργια μουσική. Ο Papalardi είχε προτρέψει για την περιοδεία στην Ιαπωνία προκειμένου να ηχογραφήσουν εκεί ένα live album. Το live αυτό δεν είναι άλλο από το Twin Peaks!
Παρά τα παραπάνω το live είναι πολύ καλό – το ταλέντο και ο επαγγελματισμός των μελών του συγκροτήματος δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης.Οι καλύτερες στιγμές του δίσκου είναι τα "Blood of the Sun" και "Theme for an Imaginary Western", ενώ η μάλλον αδύναμη εκτέλεση είναι η 30λεπτη εκδοχή του Nantucket Sleighride, όπου ναι μεν το «τράβηγμα» των συνθέσεων ήταν της μόδας, αλλά λείπει η έμπνευση από τον αυτοσχεδιασμό. Η χειρότερη live εκτέλεση της κατά γενική ομολογία καλύτερης σύνθεσης του γκρουπ!
Μετά την περιοδεία στην Ιαπωνία ο Papalardi πρότεινε να συνεχίσουν τις ζωντανές εμφανίσεις με τον West να θέτει την επιστροφή του Laing ως προϋπόθεση. Το σχήμα διατήρησε την δεύτερη κιθάρα αντικαθιστώντας τον Mann με τον David Perry. Με το πέρας της νέας περιοδείας το συγκρότημα θα κυκλοφορήσει το 1974 το άλμπουμ Avalance, το πρώτο full length άλμπουμ μετά το Nantucket Sleighride (1971). Εδώ έχουμε την τελευταία studio συμμετοχή του Papalardi στο γκρουπ. Το Avalanche ανοίγει με μια καλή διασκευή του “Whole Lotta Shakin’ Goin’ On”, ενώ ξεχωρίζουν τα “Sister Justice” και το “Alisan” με την κιθάρα του West να κλέβει την παράσταση στο δεύτερο. Η κορυφαία στιγμή του δίσκου είναι η εξαιρετική και απόλυτα ευρηματική διασκευή του Satisfaction των Rolling Stones. Με το πέρας της περιοδείας για την προώθηση του Avalance, ο Papalardi θα βρεθεί και πάλι εκτός μπάντας. Σύμφωνα με τον West ο εθισμός στα ναρκωτικά και η αφόρητη συμπεριφορά λόγω χρήσης ναρκωτικών ήταν οι κυριότεροι λόγοι αποχώρησης από την μπάντα. Το συγκρότημα θα μπει στον πάγο ως τις αρχές των ‘80s με τον Papalardi να κάνει παραγωγές για άλλους καλλιτέχνες. Ο Laing συμμετείχε σε κάποια projects, ενώ το 1977 θα κυκλοφορήσει το μοναδικό προσωπικό του album Making It on the Street. Ο West θα κυκλοφορήσει δύο καλά albums, τα The Great Fatsby (1975) και The Leslie West Band (1976). Η εμπορική αποτυχία των προσωπικών του προσπαθειών και ο εθισμός του στα ναρκωτικά, τον οδήγησαν σε σκέψεις σχετικά με την περεταίρω ενασχόλησή του με την μουσική. Προκειμένου να ανασυντάξει τις δυνάμεις του ο West αποφάσισε να απομονωθεί φεύγοντας από την Νέα Υόρκη.
Η μουσική και το παίξιμο του Eddie Van Halen εντυπωσίασαν τον West, στρέφοντας και πάλι το ενδιαφέρον του στην μουσική. Λέγεται ότι η δισκογραφική εταιρία Electra προσέφερε $2.000.000 για την επανένωση και κυκλοφορία 2 album. Η ευκαιρία χάθηκε καθώς η δημοφιλία του κλασικού ροκ ήχου άρχισε να φθίνει, καθώς στο προσκήνιο ερχόταν το heavy metal. Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, ο West θέλοντας να κατοχυρώσει τα δικαιώματα του συγκροτήματος θα προκαλέσει την αντίδραση των Papalardi & Laing. Τελικά ο Laing θα συνταχθεί με τον West, ενώ θα ξεσπάσει νομική αντιδικία μεταξύ των δύο μερών. Τον Απρίλιο του 1983 η σύζυγος του Papalardi θα δολοφονήσει τον σύζυγό της, πυροβολώντας τον με το όπλο που λίγο καιρό πριν της είχε κάνει δώρο. Ήταν η περίοδος που φήμες οργίαζαν για σχέση εκτός γάμου του Papalardi. Οι Mountain χωρίς τον Papalardi δεν θα ήταν ποτέ οι ίδιοι! Εξάλλου η απουσία του σήμανε μια παρατεταμένη περίοδο αμφισβήτησης για το συγκρότημα, γιατί για τους πολλούς ο Papalardi ήταν το μουσικό ταλέντο, ενώ οι άλλοι οι rock μουσικοί που απλά ακολουθούσαν το όραμά του, παρά τις περί του αντιθέτου αποδείξεις για το ταλέντο του West.
Το επόμενο βήμα θα γίνει με την πρόσληψη του, γνωστού από τη θητεία του στους Uriah Heep, μπασίστα Mark Clarke στο μπάσο και τα φωνητικά. Ο Clark παρότι δεν έλαβε ποτέ την αναγνώριση του προκατόχου του – και μάλλον έζησε στην σκιά της - υπήρξε ένας πραγματικά εξαιρετικός μουσικός, η συνεισφορά του οποίου υπήρξε ουσιαστική για την μετέπειτα πορεία του συγκροτήματος. Το 1985 με αυτή την σύνθεση θα κυκλοφορήσουν το πολύ καλό Go For Your Life, το οποίο αν και μένει πιστό στον hard rock ήχο δεν διστάζει να δανείζεται στοιχεία και από τα ‘80s κυρίως στον ήχο του μπάσου, στα keyboards και την παραγωγή. Το album περιέχει πολύ καλά κομμάτια όπως το εναρκτήριο ‘Hard Times», το οποίο ήταν και το πρώτο single και για το οποίο γυρίστηκε και video clip (ας μην ξεχνάμε ότι είναι η περίοδος που μεσουρανεί το MTV). Το μάλλον καλύτερο κομμάτι του album βρίσκεται στο τέλος και δεν είναι άλλο από το Little Bit of Insanity, ένα κομμάτι αφιερωμένο στην μνήμη του αδικοχαμένου Felix Papalardi, με την μελωδία της κιθάρας του West να κλέβει την παράσταση. Με το πέρας της περιοδείας το συγκρότημα θα τεθεί για μια ακόμα φορά σε ανενεργή κατάσταση.
Σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα το συγκρότημα θα επανασυνδεθεί με την σύνθεση του προηγούμενου album, με τους West (guitar / vocals), Mark Clarke (bass / vocals) & Corky Laing (drums) και θα κυκλοφορήσει το επίσης καλό Man's World (1996 με τη διασκευή στο «This Is a Man's World» του James Brown να ξεχωρίζει. Τα υπόλοιπα τραγούδια όπως το «In You Face» που ανοίγει το δίσκο και το» I m Sorry» ακούγονται ευχάριστα χωρίς ωστόσο να μπορούν να συγκριθούν με τις συνθέσεις του ένδοξου παρελθόντος! Μοιραία το συγκρότημα μετά την περιοδεία θα τεθεί για μια ακόμα φορά σε ανενεργή κατάσταση. Το 2002 ο αρχικός πυρήνας των West / Laing θα επανέλθει στο προσκήνιο επαναδημιουργώντας τους Mountain και κυκλοφορώντας το άλμπουμ Mystic Fire. Οι δυο εναπομείναντες Mountain δεν καταφέρνουν να ανασυστήσουν τον ήχο που τους έκανε γνωστούς. Στο Mystic Fire περισσότερο από ποτέ φαίνεται συνθετικά η απουσία του Papalardi. Σε αυτό το album ο Laing συμμετέχει πιο ενεργά στην σύνθεση. Από το δίσκο μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το ομώνυμο και το παραδοσιακό «Johnny Comes Marching Home». Η διασκευή στο κλασικό Nantucket Sleighride δεν προσθέτει τίποτε παραπάνω στην αρχική σύνθεση. Το Immortal, που ανοίγει τον δίσκο, είναι διασκευή του Baby I'm Down από το προσωπικό album του West, το οποίο είχαν διασκευάσει το 2001 και οι Clutch στο album Pure Rock Fury.
Το 2004 θα κυκλοφορήσει το διπλό live Eruption, που περιέχει στον πρώτο δίσκο την εμφάνιση του γκρουπ το 1985 στην Νέα Υόρκη, ενώ στον δεύτερο δίσκο υπάρχει υλικό από την περιοδεία του γκρουπ το 2003 στην Ευρώπη. Πρόκειται για ένα καλό live, αν και δεν μπορεί να συγκριθεί με τα live της κλασικής σύνθεσης των ‘70s κι απευθύνεται κυρίως στους φανατικούς οπαδούς του γκρουπ.
Το 2007 έχουμε την τελευταία κυκλοφορία των Mountain με την κυκλοφορία του άλμπουμ Masters Of War όπου το δίδυμο West / Laing έχει συμπεριλάβει διασκευές του τεράστιου Bob Dylan. Πρόκειται για ένα σύνολο 12 διασκευών του τεράστιου μουσικοσυνθέτη με αυτές του «Highway 61 Revisited», «Like a Rolling Stone», «Serve Somebody» (με τη συμμετοχή του Warren Haynes των Allman Brothers) και «Masters of War» (με τη συμμετοχή του Ozzy) να έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Τουλάχιστον καλύτερα από το να επιχειρήσουν να διασκευάσουν δικά τους κομμάτια. Το συγκρότημα θα κάνει κάποιες live εμφανίσεις ως τις αρχές του 201οπότε και θα σιγήσει…Έκτοτε ο West παραμένει μουσικά δραστήριος κυκλοφορώντας προσωπικά άλμπουμ και περιοδεύοντας κυρίως στην Αμερική, αν και από το 2011 έχει χάσει το δεξί του πόδι εξαιτίας επιπλοκών με τον διαβήτη. Μαζί με τον Laing το 2003 έγραψαν το βιβλίο Nantucket Sleighride and Other Mountain on-the-Road Stories, μια βιογραφική ανασκόπηση της πορείας τους, η οποία εν πολλοίς είναι και πορεία των Mountain.
Οι Mountain υπήρξαν πραγματικά μια τεράστια μπάντα που σημάδεψε τον blues / hard rock ήχο αφήνοντας παρακαταθήκη εξαιρετικά albums. Δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ των συγκροτημάτων, που δηλώνουν επηρεασμένοι από τον ήχο τους, είναι οι Bad Company, οι Lynyrd Skynyrd, και οι ZZ Top.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗΣ
5/4/20
Η πορεία του χαρισματικού κιθαρίστα Leslie West ξεκίνησε με τους The Vagrants στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Οι Vagrants, οι οποίοι έπαιζαν garage rock δεν κατάφεραν κάτι ιδιαίτερο μουσικά. Θα σταθούν όμως η ευκαιρία για την γνωριμία του West με τον Felix Papalardi, ο οποίος τότε δούλευέ με τους Cream για την παραγωγή του άλμπουμ τους Disraeli Gears. Ο West απογοητευμένος από το πρώτο του μουσικό εγχείρημα, βρήκε στην μουσική των Cream τον blues rock ήχο, που έψαχνε και θα γινόταν αργότερα το σήμα κατατεθέν και του ιδίου.
Ο Papalardi προσφέρθηκε να παίξει μπάσο και να κάνει την παραγωγή στο προσωπικό album του West με τίτλο Mountain (1969), το όνομα του «υπό κατασκευή» συγκροτήματος. Από το album αυτό ξεχωρίζουν τα» Blood Of The Sun», «Long Red» και «This Wheel's on Fir», σύνθεση τού Bob Dylan.
Οι West & Papalardi αποφάσισαν να ενώσουν μουσικά τους δρόμους τους δημιουργώντας τους Mountain. Μαζί τους, οι N.D. Smart (ντραμς) και ο Steve Knight (πλήκτρα). Για την πρόσληψη του Knight, ο Papalardi επέμεινε ιδιαίτερα θεωρώντας ότι τα πλήκτρα θα γεμίσουν τη μουσική του γκρουπ, σε αντίθεση με τον West που προτιμούσε τον πιο τραχύ ήχο. Αν και ο West κατηγορούσε τον Knight για αδυναμία αυτοσχεδιασμού, δεν αρνήθηκε ποτέ την συνεισφορά της jazz παιδείας του κιμπορντίστα του.
Στην τρίτη μόλις ζωντανή τους εμφάνιση θα εμφανιστούν στο περίφημο Woodstock Festival μαζί με πραγματικούς θρύλους της μουσικής. Το ελικόπτερο, που μετέφερε το συγκρότημα στην σκήνη, έκανε δύο διαδρομές. Μία μόνο με τον West (λόγω όγκου & βάρους δεν χώραγαν μπουν οι άλλοι) και μία ακόμα για τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ! Οι Mountain έπαιξαν την δεύτερη ημέρα, στις 16 Αυγούστου 1969 με ένα setlist, του οποίου η διάρκεια δεν ξεπερνούσε την μία ώρα συμπεριλαμβάνοντας κομμάτια που δεν είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Οι κριτικές, που έλαβαν για την εμφάνισή τους αυτή, ήταν εξαιρετικές! Το κοινό έβλεπε για πρώτη φορά μαζί ζωντανά, το σκληρό κιθαριστικό παίξιμο να συναντάει τα blues, τα σκληρά γρέζια στα φωνητικά, δεμένα με υπέροχες μελωδίες, στοιχεία που κίνησαν το ενδιαφέρον πολλών στελεχών δισκογραφικών που τους έβλεπαν live.
Οπτικοακουστικό δείγμα από το live αυτό θα κυκλοφορήσει αργότερα! Σε αυτήν τους την εμφάνιση αναφέρεται και το τραγούδι «For Yasgur's Farm» από το άλμπουμ Climbing (1970). O Max Yasgur ήταν ο ιδιοκτήτης της φάρμας, στην οποία πραγματοποιήθηκε το περίφημο festival. Το συγκεκριμένο μάλιστα τραγούδι το είχαν παίξει στο Woodstock με φυσικά διαφορετικούς στίχους και άλλο τίτλο.
Λίγο μετά την εμφάνισή τους αυτή, στην θέση πίσω από τα ντραμς θα έρθει ο Καναδός Laurence "Corky" Laing, τον οποίο ο Papalardi είχε προσέξει, όταν έκανε την παραγωγή των Energy, του τότε σχήματος του Laing. Το στυλ του Laing ήταν πιο ελεύθερο σε σχέση με τον προκάτοχό του, ενώ σημαντική ήταν και η προσφορά του συνθετικά. Με την σύνθεση αυτή θα κυκλοφορήσει το κλασικό άλμπουμ τους Climbing (1970), που έγινε χρυσό στις ΗΠΑ ανεβαίνοντας στο No 17 των charts, περιέχει και την σύνθεση – σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος, το «Mississippi Queen».
Το Mississippi Queen ήταν και η αφορμή για τις πρώτες διενέξεις στις τάξεις του γκρουπ. Ο West σε μια συνέντευξη στα τέλη των ‘70s είχε δηλώσει ότι το συγκεκριμένο κομμάτι δεν άρεσε στον Papalardi, ωστόσο θέλησε να προσθέσει το όνομά του στους συνθέτες του κομματιού, χωρίς να έχει συνεισφέρει σχεδόν τίποτα. Δεν είχε διστάσει να πει ότι ο Papalardi «ήταν θρύλος μόνο τον ελεύθερό του χρόνο». Λόγια που αδικούν και τους δύο καλλιτέχνες δείχνοντας την ένταση ωστόσο των μεταξύ τους σχέσεων!
Από το ίδιο άλμπουμ ξεχωρίζουν επίσης και τα “Theme for an Imaginary Western” (σύνθεση του Jack Bruce σε στίχους Pete Brown) και «For Yasgur's Farm». Ειδικά το «Theme….», απεικονίζει την αντικρουόμενη προσπάθεια απομάκρυνσης από την σκιά των Cream με την ηχογράφηση από την άλλη ενός τραγουδιού που ο ένας εκ των δύο κύριων συνθετών ήταν μέλος των Cream. Τελικά ο χρόνος δικαίωσε την μπάντα για τις επιλογές της. Η ηχογράφηση του Climbing διήρκησε μόλις 10 μέρες με πολλά από τα κομμάτια του album να συμπεριλαμβάνονται σταθερά στο setlist των live εμφανίσεών τους. Ο West έχει δηλώσει ότι ο πρώτος, που άκουσε το album, όταν τελείωσε η μίξη, ήταν ο J. Hendrix, ο οποίος δούλευε και αυτός με τους Band Of Gypsies στο ίδιο studio και ενθουσιάστηκε με το «Never in My Life». Oι δύο τους μάλιστα τζάμαραν σε ένα μικρό club με τον West να παίζει κιθάρα και τον Hendrix να δανείζεται το μπάσο του Papalardi, το οποίο και κρατά ανάποδα (ήταν αριστερόχειρας)!!!
Με αυτή τη σύνθεσή το συγκρότημα θα περιοδεύσει πραγματοποιώντας 132 εμφανίσεις και θα μοιραστεί την σκηνή με συγκροτήματα όπως οι Sly And The Family Stone, Jethro Tull, Van Morrison και Bloodrock. Η σημαντικότερη εμφάνισή τους θα πραγματοποιηθεί στο περίφημο Pop Festival τον Ιούλιο του 1970 στην Ατλάντα – αξίζει να ακούσει κανείς την εκτέλεση του «Stormy Monday» από εκείνη την εμφάνιση. Το συγκρότημα μεσουρανεί! Οι μετακινήσεις του συγκροτήματος τότε γίνονταν με liar jet, του οποίου το κόστος ήταν $600 την ώρα!
Στα τέλη του 1970 το συγκρότημα θα μπει στο studio για να ηχογραφήσει το επίσης κλασικό (και αγαπημένο album του γράφοντος) Nantucket Sleighride, το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο του 1971. Στο album αυτό οι συνθέσεις βασίζονται στην κιθαριστική ευφυία του West, αφήνοντας λίγο πίσω τον περισσότερο μελωδικό συνθετικά Papalardi. Το κοινό θα αγαπήσει εξ αρχής τα «Don’t Look Around» και φυσικά το ομώνυμο. Το Nantucket Sleighride (To Owen Coffin) αναδεικνύει τις νεοκλασικές επιρροές και την ικανότητα του συγκροτήματος να συνθέτει μελωδίες, που σου μένουν στο μυαλό.Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει για το εξαιρετικό «Travelin’ in the Dark», το οποίο είναι σύνθεση του Papalardi και της συζύγου του Gail Collins, υπεύθυνης και για τα ψυχεδελικά εξώφυλλα των albums του γκρουπ. Το συγκεκριμένο κομμάτι είχε κυκλοφορήσει στον δίσκο Before The War (1968) του ψυχεδελικού συγκροτήματος Bo Grumpus, την παραγωγή του οποίου είχε κάνει ο Papalardi! Η ύπαρξη του κομματιού αυτού στο δίσκο επρόκειτο να δημιουργήσει νομικής φύσεως προβλήματα στην μπάντα. Το ταλέντο δεν τους εγκατέλειψε ποτέ, ωστόσο η έλλειψη πειθαρχίας και η αδυναμία συνεννόησης θα προκαλούσαν προβλήματα στο μέλλον.
Τον Νοέμβριο του 1971 το συγκρότημα θα κυκλοφορήσει το άλμπουμ Flowers of Evil, το τρίτο και τελευταίο του album με την κλασική σύνθεση (West/Pappalardi/Knight/Laing). Σε αυτό το album, αν και η μπάντα αποδίδει εξαιρετικά, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι το γκρουπ εισέρχεται σε συνθετικό τέλμα. Ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγάλων Cream στο Wheels of Fire και γενικότερα την μόδα της εποχής, η πρώτη πλευρά του δίσκου περιέχει studio συνθέσεις, ενώ η δεύτερη live. Η περίπτωση των Mountain κυρίως είναι αποτέλεσμα συνθετικής κόπωσης και λιγότερο μόδα. Το καλύτερο κομμάτι του album, το οποίο και έτυχε μεγάλης αποδοχής από τους φίλους του συγκροτήματος, είναι το «Crossroader», μια σύνθεση που ταιριάζει τέλεια στο blues ύφος του West, αν και τα φωνητικά είναι του Papalardi! Το υπόλοιπο υλικό ακολουθεί το πιο μελωδικό pop σε κάποια σημεία στυλ του Papalardi, αφήνοντας σε δεύτερο ρόλο τον κιθαριστικό ήχο του West. Στο ίδιο επιεικώς μέτριο ύφος είναι η ζωντανή πλευρά του δίσκου από την live τους εμφάνιση στο Fillmore East της Νέας Υόρκης. Ξεχωρίζει ίσως η εκτέλεση του ‘Dreams of Milk and Honey» από το medley, ενώ το album κλείνει με μια πολύ καλή live εκτέλεση του «Mississipi Queen»!
Στις αρχές του 1972 το συγκρότημα θα ανακοινώσει την διάλυσή του (την πρώτη από πολλές). Η κύρια αιτία ήταν η ζημιά στην ακοή, που ο Papalardi απέκτησε λόγω της τεράστιας έντασης του ήχου στις ζωντανές τους εμφανίσεις. Ωστόσο τόσο ο West όσο και ο Laing το έχουν διαψεύσει αποδίδοντας την διάλυση σε προσωπικά προβλήματα και στον εθισμό των μελών στα ναρκωτικά. Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο ο Papalardi. O Knight εγκατέλειψε την rock μουσική για να αφιερωθεί στην μεγάλη μουσική του αγάπη, την Jazz. Οι West & Laing θα μετακομίσουν στην Αγγλία και θα δημιουργήσουν το supergroup West, Bruce & Laing., το οποίο στην σύντομη ζωή του (ας όψονται τα ναρκωτικά) θα κυκλοφορήσει 2 studio και 1 live album.
Τον Απρίλιο του 1972 θα κυκλοφορήσει και το album Live: The Road Goes Ever On (ο τίτλος είναι δανεισμένος από την νουβέλα Hobbit του μεγάλου J. R. R. Tolkien). Το πολύ καλό αυτό live περιέχει κομμάτια από παλαιότερες live εμφανίσεις του γκρουπ από το 1969 (Woodstock) ως τον Ιανουάριο του 1972, οπότε και θα διαλυθούν. To album ανέβηκε στην 21 θέση των βρετανικών charts, την υψηλότερη θέση που έφτασε το γκρουπ. Το live περιέχει μόνο 4 συνθέσεις με την 17λεπτη εκτέλεση του «Nantucket Sleighride» να ξεχωρίζει.
Jimi Hendrix - Leslie West |
Το reunion του συγκροτήματος ήταν θέμα χρόνου με τον Papalardi να έχει προτείνει στον West την επανένωση για μια σειρά εμφανίσεων στην Ιαπωνία το 1973 προκαλώντας το έντονο ενδιαφέρον του κοινού. Τελικά το reunion έγινε πραγματικότητα χωρίς όμως τον Laing εξαιτίας διενέξεων με τον Papalardi και την σύζυγό του, η οποία του ασκούσε μεγάλη επίδραση. Την θέση πίσω από τα ντραμς μετά από πρόταση του Papalardi κάλυψε ο Allan Schwartzberg, ενώ προσέλαβαν στα πλήκτρα και στην δεύτερη κιθάρα τον Bob Mann – με την πρόσληψη του τελευταίου ο Papalardi ήθελε να «γεμίσει» τον ήχο των Mountain. Αν και διστακτικός στην αρχή, ο West υπό το δέλεαρ των χρημάτων αποφάσισε να περιοδεύσουν στην Ιαπωνία. Αργότερα ο ίδιος θα σχολιάσει ότι η απόφαση για περιοδεία ήταν γελοία. Έπαιζαν μόνο παλιά κομμάτια, ενώ ο West ήθελε να γράψουν καινούργια μουσική. Ο Papalardi είχε προτρέψει για την περιοδεία στην Ιαπωνία προκειμένου να ηχογραφήσουν εκεί ένα live album. Το live αυτό δεν είναι άλλο από το Twin Peaks!
Παρά τα παραπάνω το live είναι πολύ καλό – το ταλέντο και ο επαγγελματισμός των μελών του συγκροτήματος δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης.Οι καλύτερες στιγμές του δίσκου είναι τα "Blood of the Sun" και "Theme for an Imaginary Western", ενώ η μάλλον αδύναμη εκτέλεση είναι η 30λεπτη εκδοχή του Nantucket Sleighride, όπου ναι μεν το «τράβηγμα» των συνθέσεων ήταν της μόδας, αλλά λείπει η έμπνευση από τον αυτοσχεδιασμό. Η χειρότερη live εκτέλεση της κατά γενική ομολογία καλύτερης σύνθεσης του γκρουπ!
Μετά την περιοδεία στην Ιαπωνία ο Papalardi πρότεινε να συνεχίσουν τις ζωντανές εμφανίσεις με τον West να θέτει την επιστροφή του Laing ως προϋπόθεση. Το σχήμα διατήρησε την δεύτερη κιθάρα αντικαθιστώντας τον Mann με τον David Perry. Με το πέρας της νέας περιοδείας το συγκρότημα θα κυκλοφορήσει το 1974 το άλμπουμ Avalance, το πρώτο full length άλμπουμ μετά το Nantucket Sleighride (1971). Εδώ έχουμε την τελευταία studio συμμετοχή του Papalardi στο γκρουπ. Το Avalanche ανοίγει με μια καλή διασκευή του “Whole Lotta Shakin’ Goin’ On”, ενώ ξεχωρίζουν τα “Sister Justice” και το “Alisan” με την κιθάρα του West να κλέβει την παράσταση στο δεύτερο. Η κορυφαία στιγμή του δίσκου είναι η εξαιρετική και απόλυτα ευρηματική διασκευή του Satisfaction των Rolling Stones. Με το πέρας της περιοδείας για την προώθηση του Avalance, ο Papalardi θα βρεθεί και πάλι εκτός μπάντας. Σύμφωνα με τον West ο εθισμός στα ναρκωτικά και η αφόρητη συμπεριφορά λόγω χρήσης ναρκωτικών ήταν οι κυριότεροι λόγοι αποχώρησης από την μπάντα. Το συγκρότημα θα μπει στον πάγο ως τις αρχές των ‘80s με τον Papalardi να κάνει παραγωγές για άλλους καλλιτέχνες. Ο Laing συμμετείχε σε κάποια projects, ενώ το 1977 θα κυκλοφορήσει το μοναδικό προσωπικό του album Making It on the Street. Ο West θα κυκλοφορήσει δύο καλά albums, τα The Great Fatsby (1975) και The Leslie West Band (1976). Η εμπορική αποτυχία των προσωπικών του προσπαθειών και ο εθισμός του στα ναρκωτικά, τον οδήγησαν σε σκέψεις σχετικά με την περεταίρω ενασχόλησή του με την μουσική. Προκειμένου να ανασυντάξει τις δυνάμεις του ο West αποφάσισε να απομονωθεί φεύγοντας από την Νέα Υόρκη.
Η μουσική και το παίξιμο του Eddie Van Halen εντυπωσίασαν τον West, στρέφοντας και πάλι το ενδιαφέρον του στην μουσική. Λέγεται ότι η δισκογραφική εταιρία Electra προσέφερε $2.000.000 για την επανένωση και κυκλοφορία 2 album. Η ευκαιρία χάθηκε καθώς η δημοφιλία του κλασικού ροκ ήχου άρχισε να φθίνει, καθώς στο προσκήνιο ερχόταν το heavy metal. Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, ο West θέλοντας να κατοχυρώσει τα δικαιώματα του συγκροτήματος θα προκαλέσει την αντίδραση των Papalardi & Laing. Τελικά ο Laing θα συνταχθεί με τον West, ενώ θα ξεσπάσει νομική αντιδικία μεταξύ των δύο μερών. Τον Απρίλιο του 1983 η σύζυγος του Papalardi θα δολοφονήσει τον σύζυγό της, πυροβολώντας τον με το όπλο που λίγο καιρό πριν της είχε κάνει δώρο. Ήταν η περίοδος που φήμες οργίαζαν για σχέση εκτός γάμου του Papalardi. Οι Mountain χωρίς τον Papalardi δεν θα ήταν ποτέ οι ίδιοι! Εξάλλου η απουσία του σήμανε μια παρατεταμένη περίοδο αμφισβήτησης για το συγκρότημα, γιατί για τους πολλούς ο Papalardi ήταν το μουσικό ταλέντο, ενώ οι άλλοι οι rock μουσικοί που απλά ακολουθούσαν το όραμά του, παρά τις περί του αντιθέτου αποδείξεις για το ταλέντο του West.
Το επόμενο βήμα θα γίνει με την πρόσληψη του, γνωστού από τη θητεία του στους Uriah Heep, μπασίστα Mark Clarke στο μπάσο και τα φωνητικά. Ο Clark παρότι δεν έλαβε ποτέ την αναγνώριση του προκατόχου του – και μάλλον έζησε στην σκιά της - υπήρξε ένας πραγματικά εξαιρετικός μουσικός, η συνεισφορά του οποίου υπήρξε ουσιαστική για την μετέπειτα πορεία του συγκροτήματος. Το 1985 με αυτή την σύνθεση θα κυκλοφορήσουν το πολύ καλό Go For Your Life, το οποίο αν και μένει πιστό στον hard rock ήχο δεν διστάζει να δανείζεται στοιχεία και από τα ‘80s κυρίως στον ήχο του μπάσου, στα keyboards και την παραγωγή. Το album περιέχει πολύ καλά κομμάτια όπως το εναρκτήριο ‘Hard Times», το οποίο ήταν και το πρώτο single και για το οποίο γυρίστηκε και video clip (ας μην ξεχνάμε ότι είναι η περίοδος που μεσουρανεί το MTV). Το μάλλον καλύτερο κομμάτι του album βρίσκεται στο τέλος και δεν είναι άλλο από το Little Bit of Insanity, ένα κομμάτι αφιερωμένο στην μνήμη του αδικοχαμένου Felix Papalardi, με την μελωδία της κιθάρας του West να κλέβει την παράσταση. Με το πέρας της περιοδείας το συγκρότημα θα τεθεί για μια ακόμα φορά σε ανενεργή κατάσταση.
Σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα το συγκρότημα θα επανασυνδεθεί με την σύνθεση του προηγούμενου album, με τους West (guitar / vocals), Mark Clarke (bass / vocals) & Corky Laing (drums) και θα κυκλοφορήσει το επίσης καλό Man's World (1996 με τη διασκευή στο «This Is a Man's World» του James Brown να ξεχωρίζει. Τα υπόλοιπα τραγούδια όπως το «In You Face» που ανοίγει το δίσκο και το» I m Sorry» ακούγονται ευχάριστα χωρίς ωστόσο να μπορούν να συγκριθούν με τις συνθέσεις του ένδοξου παρελθόντος! Μοιραία το συγκρότημα μετά την περιοδεία θα τεθεί για μια ακόμα φορά σε ανενεργή κατάσταση. Το 2002 ο αρχικός πυρήνας των West / Laing θα επανέλθει στο προσκήνιο επαναδημιουργώντας τους Mountain και κυκλοφορώντας το άλμπουμ Mystic Fire. Οι δυο εναπομείναντες Mountain δεν καταφέρνουν να ανασυστήσουν τον ήχο που τους έκανε γνωστούς. Στο Mystic Fire περισσότερο από ποτέ φαίνεται συνθετικά η απουσία του Papalardi. Σε αυτό το album ο Laing συμμετέχει πιο ενεργά στην σύνθεση. Από το δίσκο μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το ομώνυμο και το παραδοσιακό «Johnny Comes Marching Home». Η διασκευή στο κλασικό Nantucket Sleighride δεν προσθέτει τίποτε παραπάνω στην αρχική σύνθεση. Το Immortal, που ανοίγει τον δίσκο, είναι διασκευή του Baby I'm Down από το προσωπικό album του West, το οποίο είχαν διασκευάσει το 2001 και οι Clutch στο album Pure Rock Fury.
Το 2004 θα κυκλοφορήσει το διπλό live Eruption, που περιέχει στον πρώτο δίσκο την εμφάνιση του γκρουπ το 1985 στην Νέα Υόρκη, ενώ στον δεύτερο δίσκο υπάρχει υλικό από την περιοδεία του γκρουπ το 2003 στην Ευρώπη. Πρόκειται για ένα καλό live, αν και δεν μπορεί να συγκριθεί με τα live της κλασικής σύνθεσης των ‘70s κι απευθύνεται κυρίως στους φανατικούς οπαδούς του γκρουπ.
Το 2007 έχουμε την τελευταία κυκλοφορία των Mountain με την κυκλοφορία του άλμπουμ Masters Of War όπου το δίδυμο West / Laing έχει συμπεριλάβει διασκευές του τεράστιου Bob Dylan. Πρόκειται για ένα σύνολο 12 διασκευών του τεράστιου μουσικοσυνθέτη με αυτές του «Highway 61 Revisited», «Like a Rolling Stone», «Serve Somebody» (με τη συμμετοχή του Warren Haynes των Allman Brothers) και «Masters of War» (με τη συμμετοχή του Ozzy) να έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Τουλάχιστον καλύτερα από το να επιχειρήσουν να διασκευάσουν δικά τους κομμάτια. Το συγκρότημα θα κάνει κάποιες live εμφανίσεις ως τις αρχές του 201οπότε και θα σιγήσει…Έκτοτε ο West παραμένει μουσικά δραστήριος κυκλοφορώντας προσωπικά άλμπουμ και περιοδεύοντας κυρίως στην Αμερική, αν και από το 2011 έχει χάσει το δεξί του πόδι εξαιτίας επιπλοκών με τον διαβήτη. Μαζί με τον Laing το 2003 έγραψαν το βιβλίο Nantucket Sleighride and Other Mountain on-the-Road Stories, μια βιογραφική ανασκόπηση της πορείας τους, η οποία εν πολλοίς είναι και πορεία των Mountain.
Οι Mountain υπήρξαν πραγματικά μια τεράστια μπάντα που σημάδεψε τον blues / hard rock ήχο αφήνοντας παρακαταθήκη εξαιρετικά albums. Δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ των συγκροτημάτων, που δηλώνουν επηρεασμένοι από τον ήχο τους, είναι οι Bad Company, οι Lynyrd Skynyrd, και οι ZZ Top.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
- Climbing! (1970)
- Nantucket Sleighride (1971)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗΣ
5/4/20
Δημοσίευση σχολίου