Πρώτο μου άρθρο για το 2020 και αποφάσισα να εγκαινιάσω τη νέα χρονιά πιάνοντας μία από τις γνωστότερες μπάντες του αμερικάνικου μελωδικού hard rock/glam metal, τους μεγάλους Warrant.
Γράφει ο Χρήστος Ζερβός
Συγκρότημα πρώτης γραμμής του συγκεκριμένου ήχου, με ιστορία γεμάτη μεγάλες επιτυχίες, φήμη, εκατομμύρια πωλήσεις, αλλά και διαστήματα αφάνειας, ανυποληψίας, δυσάρεστων στιγμών και αγώνα για επαναφορά στη θέση που τους αξίζει. Χωρίς άλλα σχόλια λοιπόν, ας ρίξουμε παρέα μια – όσο πιο δυνατόν – σύντομη ματιά στην ιστορία τους μέσα από κάθε στούντιο άλμπουμ τους
ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Δημιουργήθηκαν το 1984, από τον κιθαρίστα Eric Turner, στο Hollywood του L.A., στην κοιτίδα δηλαδή του glam/sleaze metal. H πρώτη τους σύνθεση, πλην του Eric Turner και του μπασίστα Jerry Dixon, δεν είχε καμία σχέση με εκείνη που έγιναν γνωστή στα τέλη της δεκαετίας του 80 και αρχές της δεκαετίας του 90. Τα πρώτα της χρόνια, η μπάντα τα πέρασε κάνοντας εμφανίσεις σε μικρά club, πάντα μέσα στα όρια της California, ανοίγοντας για διάφορα συγκροτήματα με πιο γνωστά τους Stryper, Black ‘n Blue και Ted Nugent.
Αυτά μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1986, όπου ο Eric Turner έτυχε να δει σε ένα club το συγκρότημα Plain Jane, των οποίων ο frontman, Jani Lane, τον εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καλέσει ο Turner τον Lane και τον ντράμερ των Plain Jane, Steven Sweet, για ένα τζαμάρισμα, το οποίο με τη σειρά του, οδήγησε στην προσχώρησή τους στους Warrant. Τέλος, με την προσθήκη στη μπάντα του κιθαρίστα Joey Allen, έχουμε τον σχηματισμό της κλασικής σύνθεσης των Warrant: Jani Lane, φωνητικά, Eric Turner και Joey Allen, κιθάρες, Jerry Dixon, μπάσο και Steven Sweet , ντραμς. Ιδιαίτερα ο Jani Lane, αποδείχτηκε χρυσή μεταγραφή, καθώς αποτέλεσε τον εγκέφαλο της μπάντας και τον σχεδόν αποκλειστικό της συνθέτη.
DIRTY ROTTEN FILTHY STRINKING RICK (1989)
Toν Γενάρη του 1988, υπογράφουν συμβόλαιο με την Columbia Records και τον Απρίλιο του ίδιου έτους ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις του πρώτου τους άλμπουμ με παραγωγό τον γνωστό Beau Hill (Ratt, Winger, Europe). Το ντεμπούτο Dirty Rotten Filthy Stinking Rich κυκλοφόρησε τον Γενάρη του 1989 κάνοντας αμέσως τεράστια επιτυχία, βγάζοντας τέσσερα singles και φτάνοντας μέχρι το Νο 10 του Billboard.
Στο DRFSR, ο ιδιαίτερα ταλαντούχος Jani Lane καταφέρνει να παντρέψει ιδανικά τον party και hard rock ήχο της εποχής, με εμπνευσμένους στίχους και θεματολογία με την οποία μπορούσε άνετα να ταυτιστεί ο κάθε οπαδός, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο τους Warrant να ξεχωρίζουν από την πλειονότητα των παρόμοιων συγκροτημάτων.
Το άλμπουμ ξεκινάει σχετικά χαλαρά με το “32 Pennies”, ένα κομμάτι για τις οικονομικές δυσκολίες ενός ζευγαριού που τις αντιμετωπίζει όμως ενωμένο και αρχίζει να ανεβάζει στροφές με το “Down Boys”, πρώτο single του άλμπουμ το οποίο περιγράφει τη ζωή μιας μπάντας-παρέας πάνω και κάτω από τη σκηνή. Ακολουθεί το “Big Talk” με ωραία μελωδία στην εισαγωγή, πολυφωνικό ρεφραίν, χαρακτηριστικό ρυθμό και ωραίο σόλο.
Με το “Big Talk”, τρίτο single του άλμπουμ, έχουμε τρία σερί δυναμικά τραγούδια για να μας ανεβάσουν την διάθεση πριν μπει η πρώτη μπαλάντα του άλμπουμ, το φανταστικό “Sometimes she cries”! Τέταρτο single του άλμπουμ, από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα μπαλάντας της εποχής και ένα πολύ όμορφο video, στο στυλ των video – μικρών ταινιών που έβγαιναν τότε. Η υπόθεση, μάλιστα , θυμίζει και λίγο το video του Miles Away των Winger. Προσωπικά, το θεωρώ καλύτερο από την άλλη μπαλάντα του άλμπουμ , το “Heaven” (δεύτερο single), χωρίς βέβαια το τελευταίο να στερείται ποιότητας. Μακάρι να έβγαιναν ακόμα τέτοιες μπαλάντες.
Στο υπόλοιπο του άλμπουμ, έχουμε το “So Damn Pretty (Should be against the law)”, ένα γρήγορο κομμάτι με sexy στιχουργικό περιεχόμενο, το ομώνυμο “Dirty Rotten Filthy Stinking Rich” με ευνόητες στιχουργικές αναφορές, το οποίο όμως θεωρώ ότι είναι η πιο αδύναμη στιγμή του άλμπουμ και για το τέλος αφήνω τρία κομμάτια που, αν και κανένα δεν έγινε single και αγνοούνται -κακώς- από την πλειονότητα των οπαδών, είναι κομματάρες και μπορώ να πω από τα πιο αγαπημένα μου.
Συγκεκριμένα, το “In the Sticks’, ένα γκρουβάτο mid-tempo τραγούδι για ένα κορίτσι της επαρχίας και τα δυο τελευταία του άλμπουμ, “Ridin’ High” και “Cold Sweat”, με σκληρότερο, πιο hard rock ήχο, και καταιγιστικά σόλο.
To “DRFSR” είναι ένα άψογο ντεμπούτο, με πολύ καλά τραγούδια, ωραίες μελωδίες και σόλο και ιδανική διάρκεια (περίπου 37 λεπτά) που κάνει ιδιαίτερα ευχάριστη την ακρόασή του. Ακόμα και ήμερα, 30+ χρόνια από την κυκλοφορία του ακούγεται φρέσκο, σαν να βγήκε χθες και δεν έχει χάσει καθόλου από την αξία του στο πέρασμα του χρόνου. Δικαίως έγινε δυο φορές πλατινένιο.
CHERRY PIE (1990)
Εκμεταλλευόμενοι την μεγάλη επιτυχία του ντεμπούτου τους, τελειώνουν την περιοδεία για το “DRFSR”, μπαίνουν άμεσα στο studio και με τον Beau Hill ξανά στην θέση του παραγωγού ξεκινούν την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ τους, “Cherry Pie”, το οποίο κυκλοφορεί το Σεπτέμβριο του 1990.
Το “Cherry Pie”, κινείται πάνω-κάτω στο ίδιο στυλ με το “DRFSR”, με πιασάρικα, arena rock κομμάτια, τις απαραίτητες μπαλάντες και ορισμένα πιο ζόρικα και γρήγορα κομμάτια. Έχει ακόμα καλύτερη παραγωγή και ήχο και ιδιαίτερη καλή κιθαριστική δουλειά, αν και στον στιχουργικό τομέα υιοθετεί πιο ανάλαφρα θέματα (σεξ, έρωτα, χαβαλέ κλπ), τα γνωστά κλισέ που χρησιμοποιούσαν τα περισσότερα συγκροτήματα του είδους τότε.
Για την πλειοψηφία όμως των οπαδών τους και των ακροατών γενικότερα, το συγκεκριμένο άλμπουμ – ίσως και το ίδιο το συγκρότημα - είναι σχεδόν αποκλειστικά ταυτισμένο με το ομώνυμο τραγούδι, το οποίο έχει την δική του ιστορία. Ένα κομμάτι που τους ανέβασε στα ύψη αλλά ταυτόχρονα επισκίασε σχεδόν όλα τα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ και, όπως αποδείχτηκε, οτιδήποτε άλλο έκαναν στη συνέχεια.
Για την ιστορία λοιπόν, το άλμπουμ ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει με τίτλο “Uncle Tom’s Cabin”, όταν ο πρόεδρος της Columbia Records, Don Ienner, επικοινώνησε με τον Jani Lane λέγοντάς του ότι δεν βλέπει κάποιο hit single στο άλμπουμ και ότι θα ήθελε κάτι στο στυλ του “Love in an elevator” των Aerosmith προκειμένου να κυκλοφορήσει ως πρώτο single. Έτσι, το ίδιο βράδυ, ο Jani Lane, μέσα σε 15 λεπτά , έγραψε το Cherry Pie, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο single του άλμπουμ και εκτόξευσε την επιτυχία και την φήμη των Warrant, φτάνοντας το ίδιο στη θέση 10 του Billboard.
Όπως όμως ανέφερα και παραπάνω, η τεράστια επιτυχία του συγκεκριμένου τραγουδιού, «καταδίκασε» την υπόλοιπη καριέρα των WARRANT, γεγονός που στοίχισε και προσωπικά στον Jani Lane. Όπως μάλιστα ανέφερε και ο ίδιος, χρόνια μετά, σε μια συνέντευξή του στο μουσικό κανάλι VH1, οτιδήποτε σχετικό με τους Warrant, περιστρεφόταν γύρω από το “Cherry Pie”. Δείτε στο βίντεο εδώ τις συγκεκριμένες δηλώσεις του Jani και παρατηρείστε την πικρία του. Ιδιαίτερα όταν, κλείνοντας, αναφέρει : «(Αν το ήξερα) θα πυροβολούσα τον εαυτό μου στο κεφάλι που έγραψα αυτό το τραγούδι». Αργότερα, βέβαια, ανασκεύασε τις δηλώσεις του λέγοντας ότι στη συγκεκριμένη συνέντευξη βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση επειδή εκείνη την περίοδο συνέβησαν διάφορα δυσάρεστα στη προσωπική του ζωή (διαζύγιο, θάνατος της μητέρας του ) και ότι δεν μετανιώνει που έγραψε το συγκεκριμένο κομμάτι.
Τελειώνοντας με το συγκεκριμένο τραγούδι – το οποίο, παρεμπιπτόντως, είναι ένα πολύ καλό rock anthem – να σημειωθεί ότι στο βίντεο συμμετέχει το μοντέλο Bobby Brown την οποία στη συνέχεια παντρεύτηκε ο Jani Lane.
Για να αναφερθούμε τώρα στα υπόλοιπα κομμάτια του άλμπουμ, δεύτερο στη σειρά έχουμε το “Uncle Tom’s Cabin”, τρίτο single και το καλύτερο του άλμπουμ για μένα, το οποίο ξεκινάει με ακουστική, southern εισαγωγή την οποία παίζει ο αδερφός του Jani Lane, Eric Oswald (πραγματικό όνομα του Jani Lane, John Kennedy Oswald), για να εξελιχθεί σε ένα πωρωτικό, σχεδόν heavy metal κομμάτι. Πολύ καλή σύνθεση στην οποία ο Jani δείχνει ότι μπορεί να γράψει και περισσότερο περίτεχνα τραγούδια. Ταιριαστή, επίσης, με την όλη ατμόσφαιρα η χρήση του banjo , παιγμένο από τον Beau Hill. Για το “Uncle Tom’s Cabin”, υπάρχει και φοβερή βιντεάρα, η οποία αποδίδει τέλεια την ιστορία που πραγματεύεται το κομμάτι, σύμφωνα με την οποία ο πρωταγωνιστής και ο θείος του, Tom, γίνονται μάρτυρες ενός φόνου που διαπράττεται από τον σερίφη και τον βοηθό του και της προσπάθειάς τους να εξαφανίσουν το πτώμα.
Τρίτη τραγουδάρα του άλμπουμ και δεύτερο single, η power μπαλάντα, “I saw red”, το δεύτερο μετά το Cherry Pie πιο γνωστό κομμάτι του άλμπουμ. Το “I saw red” αναφέρεται σε προσωπική εμπειρία του Lane, όταν έπιασε την κοπέλα του στο κρεβάτι με τον καλύτερό του φίλο. Το περιστατικό αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του ντεμπούτου άλμπουμ τους, το οποίο μάλιστα καθυστέρησε να κυκλοφορήσει επειδή, λόγω του γεγονότος, ο Jani Lane έπαθε νευρικό κλονισμό και δεν μπορούσε να συμμετάσχει για κάποιο διάστημα στις ηχογραφήσεις!!!
Το υπόλοιπο άλμπουμ περιλαμβάνει άλλες δυο ωραίες μπαλάντες, το “Blind Faith” και την πιο power μπαλάντα “Bed of Roses” (καμία σχέση με αυτή των Bon Jovi!) και μια σειρά πιο δυναμικών και γρήγορων τραγουδιών, τα περισσότερα των οποίων είναι πολύ καλύτερα από το “Cherry Pie”. Συγκεκριμένα, έχουμε το “Sure feels good to me”, ένα γρήγορο rock n’ roll κομμάτι με υπερηχητικό σόλο, το “Love in Stereo”, με ομαδικά back vocals και bluesy γεμίσματα από πιάνο, το “Song and Dance Man”, με ακουστική εισαγωγή και δυναμικό σπάσιμο στο ρεφραίν, το “You’re the only hell your mama ever raised”, άλλο ένα ρυθμικό r n’ r κομμάτι με πολυφωνικό ρεφραίν, το “Mr Rainmaker”, με ριφάρα στο κουπλέ και εναλλαγή στα σόλο και το “Train train”, μια πολύ καλή διασκευή του τραγουδιού των Blackfoot (από το άλμπουμ τους Strikes του 1979), με ωραία γεμίσματα από blues φυσαρμόνικα, δυνατό σόλο κιθάρας και καπάκι σόλο φυσαρμόνικας.
Στο τέλος του άλμπουμ βρίσκουμε και το “Ode to Tipper Gore”, ουσιαστικά μια συρραφή από “fuck, fuckin’, shit, blowjob”, αφιερωμένο στην Tipper Gore (σύζυγο του γερουσιαστή – τότε – Al Gore και μετέπειτα αντιπροέδρου των ΗΠΑ επί προεδρίας Clinton – 1993-2001), η οποία ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της PMRC (Parents Music Resource Center), μιας επιτροπής που είχε ως σκοπό τον αυξημένο έλεγχο των γονιών στην πρόσβαση των παιδιών σε τραγούδια συγκροτημάτων τα οποία – κατά την άποψη της επιτροπής – είχαν προκλητικούς στίχους (σεξ, βία, ναρκωτικά κ.α.)
Κλείνοντας την αναφορά στις συνθέσεις του άλμπουμ, να αναφέρω πως στην ηχογράφησή του συμμετείχαν και αρκετοί γνωστοί μουσικοί, όπως ο κιθαρίστας των Poison, C.C. Deville (σόλο στο κομμάτι Cherry Pie) , οι Bruno Ravel και Steve West των Danger Danger στα backing vocals, η Fiona και άλλοι. Τέλος, υπάρχει και η φήμη ότι οι δυο κιθαρίστες των Warrant, Eric Turner και Joey Allen, δεν συμμετείχαν στις ηχογραφήσεις, αλλά οι κιθάρες και τα σόλο γράφτηκαν από τον κιθαρίστα Mike Slamer, ο οποίος, όντως, είχε συμμετοχή στο άλμπουμ.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το “Cherry Pie”;έγινε τεράστια επιτυχία, έκανε τρελές πωλήσεις, έγινε 2 φορές πλατινένιο στις ΗΠΑ, οδήγησε το συγκρότημα σε παγκόσμια περιοδεία 195 εμφανίσεων και γενικά εξασφάλισε οικονομικά τους Warrant για τα επόμενα δύσκολα χρόνια, καθώς μετά το Cherry Pie, το συγκρότημα δεν θα ξαναγνώριζε ανάλογη επιτυχία.
DOG EAT DOG (1992)
Όντας φανατικός οπαδός του συγκροτήματος, με το “Cherry Pie” να με αγγίζει ιδιαίτερα, καθώς μου χάρισε άφθονες στιγμές χαλάρωσης και αποσυμπίεσης την περίοδο 1990-1991 που διάβαζα για τις Πανελλήνιες, περίμενα με ανυπομονησία την επόμενη δουλειά τους. Ανοίγοντας, λοιπόν , τον Δεκέμβριο του 1992 το γνωστό metal περιοδικό στη στήλη της παρουσίασης των νέων δίσκων, διαβάζω τα ακόλουθα (εν συντομία): «Αυτό το άλμπουμ είναι ένα προκάτ ψέμα από την αρχή μέχρι το τέλος…Η πολιτική των Warrant…είναι ξεκάθαρη: Απλώνουν τα γλοιώδη πλοκάμια τους προς τους οπαδούς “ποιοτικών” συγκροτημάτων για να αποκτήσουν την αξιοπιστία που τους λείπει, ενώ παράλληλα, κρατούν το υπάρχον κοινό τους με δυο -τρεις κλασικές νερόβραστες μπαλάντες και bubblegum τραγουδάκια της σειράς…Όντως είχε δίκιο ο Andy Warhol καθάρματα, τα δεκαπέντε λεπτά σας περάσανε…» (τεύχος 12/1992, για όποιον ενδιαφέρεται).
Αυτή η άκρως «αντικειμενική και επαγγελματική» κριτική, σε συνδυασμό με την έλλειψη άλλων πηγών ενημέρωσης εκείνη την εποχή (internet, you tube, torrents κ.α.) με οδήγησε να διαγράψω τους Warrant και να μην ξαναασχοληθώ μαζί τους για τα επόμενα 15 χρόνια. Μεγάλο λάθος, καθώς έχασα την ευκαιρία να ακούσω την εποχή που κυκλοφόρησε, το καλύτερο ίσως - από καλλιτεχνικής πλευράς και όχι εμπορικής - άλμπουμ τους.
Την εποχή που κυκλοφόρησε το “Dog Eat Dog”, το grunge άρχισε να παίρνει τα μουσικά ηνία, καθώς είχαν ήδη κυκλοφορήσει σημαντικά άλμπουμ ηγετικά συγκροτήματα του είδους (Soundgarden, Nirvana, Pearl Jam). Οι Warrant έλαβαν αυτό το γεγονός υπόψη τους και κυκλοφόρησαν ένα άλμπουμ που παίζει σε τουλάχιστον τρία ταμπλό (melodic rock, alternative/grunge, progressive) και το κάνει περίφημα! Τα arena/pop rock κομμάτια με τα χαρακτηριστικά ρεφραίν ελαχιστοποιούνται και η αίσθηση του χαβαλέ και του party δίνει την θέση της σε πιο σοβαρό hard rock και πιο ψαγμένους στίχους. Τα περισσότερα τραγούδια αποκτούν λίγο πιο αργό tempo και οι κιθαριστικές υπερβολές στα σόλο δίνουν την θέση τους σε περισσότερη μουσική ισορροπία.
Πιο κοντά στο στιχουργικό περιεχόμενο (σεξ , έρωτας) και το μουσικό ύφος των προηγούμενων άλμπουμ βρίσκονται τo καταπληκτικό “Machine Gun”, πρώτο single του άλμπουμ και video και η τραγουδάρα, “Bonfire”, με το δυναμικό κουπλέ και το τέλειο γύρισμα στο ρεφραίν.
Πιο αργό, alternative και κλειστοφοβικό, το “Hole in the Wall” , η ιστορία ενός τύπου που κλεισμένος στον εαυτό του, παρατηρεί τις ζωές τον άλλων, ενώ ιδιαίτερα κομμάτια είναι το “April 2031”, μια σύνθεση με δυστοπική θεματολογία σχετικά με έναν κατεστραμμένο κόσμο και με χρήση παιδικών φωνητικών στο ρεφραίν και το “Andy Warhol was Right”, με την πανέμορφη εισαγωγή με πιάνο, την αφήγηση ενός παιδιού και τα δυναμικά γυρίσματα στο ρεφραίν. Τραγούδι για έναν ψυχικά άρρωστο που προκειμένου να του δώσει κάποιος σημασία, σκέφτεται να διαπράξει φόνο.
Δεύτερο single του άλμπουμ και video, η μπαλάντα “Bitter Pill”, πολύ καλό κομμάτι, διαφορετικό όμως από το στυλ των μπαλαντών του παρελθόντος. Το άλμπουμ συνεχίζει με τα επίσης άψογα “Hollywood (so far so good)” , τραγούδι σχετικά με το κυνήγι της φήμης και της αναγνωρισιμότητας και το “All my bridges are burning” για τον εθισμό στις ουσίες. Το “Quicksand” είναι το μόνο απλά καλό τραγούδι του άλμπουμ ενώ το “Inside Out” είναι μια κομματάρα γρήγορη, πωρωτική, με εναλλασσόμενα σόλο και πραγματικά heavy metal αίσθηση.
Για το τέλος θα αφήσω την πανέμορφη blues μπαλάντα, “Let it Rain”, με τα gospel φωνητικά στο ρεφραίν καθώς και μια ακόμα ωραία ακουστική μπαλάντα , το “Sad Theresa”. Αυτά τα δυο τελευταία κομμάτια είναι συνθέσεις των Plain Jane, το αρχικό συγκρότημα των Lane – Sweet, που αναφέρθηκε στην αρχή του άρθρου.
Παρά την δύσκολη εποχή που κυκλοφόρησε, το άλμπουμ έφτασε στο Νο 25 του Billboard και έγινε χρυσό στις ΗΠΑ. Είναι το τελευταίο μεγάλο τους άλμπουμ και το τελευταίο με την κλασική τους σύνθεση και είναι ιδιαίτερα αγαπητό στους οπαδούς τους – τους πραγματικούς, όχι τους Cherry Pie-κούς τουρίστες! Αν κάνετε, μάλιστα, μια βόλτα στα τραγούδια του άλμπουμ στο Youtube, θα διαπιστώσετε από τα σχόλια ότι, όντως, η πλειοψηφία του κόσμου, το θεωρεί ως το καλύτερό τους άλμπουμ. Όσοι την έχετε πάθει σαν κι εμένα, που το ανακάλυψα το 2006-2007, σπεύστε να το ακούσετε και μετά από τρεις ακροάσεις – για να μπείτε στο κλίμα – πιστεύω ότι δεν θα διαφωνήσετε ως προς την ποιότητά του.
ULTRAPHOBIC (1995), BELLY TO BELLY (1996)
Μετά την κυκλοφορία του “Dog Eat Dog” και την ολοκλήρωση της περιοδείας τους, αρχίζει για τους Warrant η περίοδος της παρακμής τους.
Αρχικά, ο Jani Lane αποχωρεί για λίγο για να ακολουθήσει σόλο καριέρα, αλλά σύντομα θα επιστρέψει. Αποχωρούν όμως οι Joey Allen (κιθάρα) και Steven Sweet (ντραμς), για να αντικατασταθούν από τους Rick Steier και James Kottak αντίστοιχα. Στο μεταξύ, η Columbia λύνει το συμβόλαιό τους και το συγκρότημα υπογράφει με την Ιαπωνική Pony Canyon.
Με αυτή τη σύνθεση και παραγωγό πάλι τον Beau Hill, κυκλοφορούν το 1995 το τέταρτο άλμπουμ τους, “Ultraphobic”, το οποίο είναι πλέον ένα αποκλειστικά grunge/alternative άλμπουμ. Το “Ultraphobic”, αν καταφέρεις να το απομονώσεις από το παρελθόν , δεν είναι άσχημο και έχει αρκετές καλές στιγμές, όπως τα “Undertow”, “Family Picnic”, “Sum of One”, “Chameleon” , “Crawl Space”, “High” και το ακουστικό “Stronger now”, όλα όμως στο grunge μοτίβο. Προσωπικά , το έχω ακούσει αρκετές φορές και δεν το έχω βαρεθεί ιδιαίτερα , αλλά το βρίσκω ανούσιο, καθώς, αν θέλω να ακούσω grunge, υπάρχουν οι αυθεντικοί εκπρόσωποι του είδους. Αν ήταν ένα πρωτοεμφανιζόμενο alternative συγκρότημα , το “Ultraphobic” θα ήταν ένα πολύ καλό ντεμπούτο. Για τους WarrantT όμως ως μελωδικό hard rock συγκρότημα είναι ένα περιττό άλμπουμ.
Σαν να μην έφτανε το “Ultraphobic”, την επόμενη χρονιά (1996) κυκλοφορούν το πέμπτο άλμπουμ τους, “Belly to Belly – Volume I” (ευτυχώς, δεν βγήκε ποτέ Volume II), ένα ακόμα grunge /alternative άλμπουμ , το οποίο όμως είναι μια βαρεμάρα και με το ζόρι βρίσκεις 2-3 συμπαθητικά κομμάτια. Άντε να πούμε τα “Letter to a friend”, “All for you” και “Vertigo” και αυτά με μεγάλη επιείκεια. Αργό και ανούσιο άλμπουμ, χρησιμεύει μόνο για όποιον θέλει ναι έχει όλη τη δισκογραφία. Εγώ, με το ζόρι κατάφερα να το ακούσω 2 φορές. Πιο βαρετό και από το “Subhuman Race” των Skid Row! Στο συγκεκριμένο άλμπουμ, μάλιστα το συγκρότημα αναγραφόταν ως Warrant 96, πιθανόν θέλοντας να σηματοδοτήσουν μια νέα, alternative περίοδο. Ό, τι να ‘ναι , δηλαδή! Για την ιστορία , να αναφέρω ότι ο Kottak αντικαταστάθηκε στα τύμπανα από τον Bobby Borg. Αυτά για το συγκεκριμένο άλμπουμ και πολλά που έγραψα.
UNDER THE INFLUENCE (2001)
Το 2000 έχουμε πάλι αλλαγές σε κιθάρα-τύμπανα. Steier και Borg φεύγουν, Keri Kelli και Μike Frasano έρχονται και το 2001 κυκλοφορούν το άλμπουμ “Under the influence” στο οποίο διασκευάζουν κάποια κλασικά rock τραγούδια ενώ παρουσιάζουν και δυο καινούργια δικά τους, τα “Sub human” και “Face”.
To 2002 o Jani Lane κυκλοφορεί προσωπικό άλμπουμ και καπάκι μπαίνει σε ίδρυμα για απεξάρτηση από τον εθισμό του στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά. Βγαίνοντας από την κλινική αποτοξίνωσης, το 2004, ο Lane αποχωρεί από το συγκρότημα, επιδιώκει να φτιάξει τη δική του μορφή των Warrant, αλλά τα πρώην μέλη τον σταματάνε με αγωγή.
Στο μεταξύ τα αρχικά μέλη Joey Allen (κιθάρα) και Steven Sweet (ντραμς) επιστρέφουν στο συγκρότημα και έτσι τα 4/5 της αυθεντικής σύνθεσης προσλαμβάνουν για τραγουδιστή τον James St James (ex-Black n’ Blue) και το Φεβρουάριο του 2006 κυκλοφορούν το….
BORN AGAIN (2006)
Αυτό είναι το 7ο στούντιο άλμπουμ τους και το πρώτο με άλλο τραγουδιστή και επιστροφή στις hard rock φόρμες. Το “Born Again” είναι το πρώτο αξιόλογο άλμπουμ τους μετά το “Dog Eat Dog” του 1992 αν και ο ήχος πλέον έχει μετακινηθεί στο κλασικό hard rock και δεν έχει καμία σχέση με τον ήχο των δυο πρώτων άλμπουμ αλλά ούτε και με του “Dog Eat Dog”.
Παρόλα αυτά είναι ένα καλό άλμπουμ που χρειάζεται όμως 3-4 ακροάσεις για να μπει ο ακροατής στο νέο κλίμα και να το κρίνει σωστά. Τα δυναμικά τραγούδια έχουν επιστρέψει, τα σόλο, η πιο ανάλαφρη θεματολογία επίσης, ενώ ο James St James αποδεικνύεται καλός αντικαταστάτης.
Όσον αφορά τα τραγούδια, ξεχωρίζουν τα “Dirty Jack”, “Bourbon County Line”, “Hell, CA”, “Love Strikes like Lightning”, “Down in Diamonds”.
To 2008, o Jani Lane βρίσκεται ξανά στα πρόθυρα της επιστροφής του και σχεδιάζεται μάλιστα μια περιοδεία με τους Cinderella, η οποία όμως ματαιώνεται λόγω των γνωστών προβλημάτων του Tom Keifer (Cinderella) με τις φωνητικές του χορδές.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Jani Lane αποχωρεί πάλι από τη μπάντα και αντικαθίσταται από τον Robert Mason (ex-Lynch Mob)
ROCKAHOLIC (2011)
Τον Μάιο του 2011, κυκλοφορεί από την γνωστή Frontiers, το όγδοο στούντιο άλμπουμ τους και το πρώτο με τραγουδιστή τον Robert Mason.
Πάρα πολύ καλό άλμπουμ και ο Mason ελαφρώς καλύτερος του St James, με ωραίο bluesy γρέζι στη φωνή του. Το άλμπουμ συνεχίζει στο hard rock στυλ, με ακόμα καλύτερες συνθέσεις από το “Born Again” και ωραίες μελωδίες και σόλο στις κιθάρες.
Το συγκεκριμένο άλμπουμ, το έχω ακούσει πάνω από 15-20 φορές και θεωρώ ότι αξίζει να το έχει κάποιος στη δισκοθήκη του. Αν και μεγαλούτσικο στη διάρκεια (περίπου 55 λεπτά) ακούγεται ευχάριστα και δεν το βαριέσαι καθόλου.
Στα τραγούδια τώρα, δυναμική εισαγωγή με το “Sex ain’t love” , τέλειο το “Innocence Gone”, πολύ καλό το southern rock, “Dusty’s Revenge”, συναισθηματικότατη και με ωραίους στίχους η μπαλάντα “Home” και πώρωση με τα “Show must go on” και το καταιγιστικό “Cocaine Freight Train” με ευρηματικό σόλο φυσαρμόνικας να θυμίζει σφύριγμα τρένου.
11 AΥΓΟΥΣΤΟΥ 2011:O JANI LANE ΦΕΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ
Ενώ όλα βαίνουν καλώς με το νέο τραγουδιστή που παίρνει και επίσημα τη θέση του σταθερού μέλους, κάθε πιθανότητα επιστροφής του αυθεντικού τραγουδιστή, Jani Lane, σβήνει οριστικά και αμετάκλητα, όταν στις 11 Αυγούστου 2011 βρίσκεται νεκρός σε δωμάτιο ξενοδοχείου του L.A. Επίσημη αιτία του θανάτου του ήταν η δηλητηρίαση με αλκοόλ σε συνδυασμό με χρήση χαπιών. Άδικο τέλος για τον χαρισματικό τραγουδιστή των WARRANT, στα 47 του χρόνια, που, όπως φαίνεται, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει, τόσο τη μειωμένη δημοτικότητα των WARRANT, όσο και διάφορα προσωπικά προβλήματα και τους εθισμούς του.
LOUDER HARDER FASTER (2017)
Το ένατο και τελευταίο, μέχρι στιγμής, άλμπουμ των Warrant κυκλοφόρησε το Μάιο του 2017 με παραγωγό τον Jeff Pilson (Dokken, μπάσο ) και είναι ό,τι ακριβώς δηλώνει ο τίτλος του: Louder, harder, faster!
O Mason έχει δέσει πλέον με τα υπόλοιπα αυθεντικά μέλη και το άλμπουμ είναι το καλύτερο από τα τρία που έχουν βγάλει με άλλους τραγουδιστές. Το μουσικό στυλ είναι, όπως και τα δυο προηγούμενα, hard rock, με ωραίες μελωδίες, κολλητικά ρεφραίν, πολύ καλή δουλειά στις κιθάρες και στιβαρό παίξιμο από μπάσο και τύμπανα. Τα φωνητικά είναι άψογα και γενικά το “Louder…” ;έχει εξαιρετικά τραγούδια και βγάζει πολύ ευχάριστη ενέργεια και διάθεση. Τσεκάρετέ το, αξίζει. Θα πρότεινα κιόλας να το αγοράσετε γιατί σίγουρα δεν θα πετάξετε τα χρήματά σας.
Από τραγούδια θα ξεχωρίσω (με δυσκολία) το ομώνυμο, για το οποίο υπάρχει και video, το “Devil dancer”, το δυνατό “Only Broken Heart”, το αγαπημένο μου του άλμπουμ, southern blues/rock, “Music Man”, τη μπαλάντα “Faded”, το “New Rebellion” και τέλος το “I think I’ll just stay here and drink” το οποίο είναι μια πολύ καλή διασκευή κομματιού του country μουσικού, Merle Haggard. Έχει και ωραίο video, γυρισμένο σε Rodeo arena με ταύρους.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Μετά την κυκλοφορία του τελευταίου τους άλμπουμ, βγήκαν σε περιοδεία το 2017 -2018 για την προώθησή του, ενώ το προηγούμενο έτος (2019) περιόδευσαν για να γιορτάσουν τα 30 χρόνια από την κυκλοφορία του “Cherry Pie”.
Αυτό είναι, έτσι κι αλλιώς , το μοτίβο στο οποίο κινούνται τα τελευταία χρόνια: Κυκλοφορία στούντιο άλμπουμ ανά πενταετία περίπου, και περιοδείες στηριγμένες κυρίως στα τραγούδια των δυο πρώτων δίσκων για να βγαίνουν τα προς το ζην. Αν και πιστεύω ότι το μισό τους playlist θα έπρεπε να το αφιερώνουν σε τραγούδια από τα τελευταία τρία τους άλμπουμ, γιατί είναι αξιόλογα και δεν θα πρέπει να αδικούνται.
Όσο για τους οπαδούς τους, όσοι θεωρούν ότι είναι πραγματικοί οπαδοί του σχήματος, δεν θα πρέπει να είναι κολλημένοι στις δυο πρώτες δουλειές του , αλλά να ασχοληθούν και με τις τελευταίες τους κυκλοφορίες αλλά και με το υποτιμημένο άλμπουμ “Dog Eat Dog”.
Καλό θα ήταν, τέλος, να το ψάξει κάποιος εγχώριος διοργανωτής, σε κάποια στιγμή που θα βρίσκονται για εμφανίσεις στην Ευρώπη, μήπως τους φέρει και από τα μέρη μας, είτε μόνους (δύσκολο) είτε στο πλαίσιο κάποιου καλοκαιρινού φεστιβάλ. Μπορεί ο Jani Lane να μην υπάρχει πια, αλλά το υπόλοιπο συγκρότημα αποτελείται από τα αυθεντικά μέλη και θα ήταν ιδανική ευκαιρία να τους απολαύσουμε έστω και χωρίς τον μεγάλο απόντα. Έτσι κι αλλιώς , σε κάποια πλευρά της σκηνής, θα βρίσκεται και εκείνος να απολαμβάνει το show.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
22/1/20
Γράφει ο Χρήστος Ζερβός
Συγκρότημα πρώτης γραμμής του συγκεκριμένου ήχου, με ιστορία γεμάτη μεγάλες επιτυχίες, φήμη, εκατομμύρια πωλήσεις, αλλά και διαστήματα αφάνειας, ανυποληψίας, δυσάρεστων στιγμών και αγώνα για επαναφορά στη θέση που τους αξίζει. Χωρίς άλλα σχόλια λοιπόν, ας ρίξουμε παρέα μια – όσο πιο δυνατόν – σύντομη ματιά στην ιστορία τους μέσα από κάθε στούντιο άλμπουμ τους
ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Δημιουργήθηκαν το 1984, από τον κιθαρίστα Eric Turner, στο Hollywood του L.A., στην κοιτίδα δηλαδή του glam/sleaze metal. H πρώτη τους σύνθεση, πλην του Eric Turner και του μπασίστα Jerry Dixon, δεν είχε καμία σχέση με εκείνη που έγιναν γνωστή στα τέλη της δεκαετίας του 80 και αρχές της δεκαετίας του 90. Τα πρώτα της χρόνια, η μπάντα τα πέρασε κάνοντας εμφανίσεις σε μικρά club, πάντα μέσα στα όρια της California, ανοίγοντας για διάφορα συγκροτήματα με πιο γνωστά τους Stryper, Black ‘n Blue και Ted Nugent.
Αυτά μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1986, όπου ο Eric Turner έτυχε να δει σε ένα club το συγκρότημα Plain Jane, των οποίων ο frontman, Jani Lane, τον εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καλέσει ο Turner τον Lane και τον ντράμερ των Plain Jane, Steven Sweet, για ένα τζαμάρισμα, το οποίο με τη σειρά του, οδήγησε στην προσχώρησή τους στους Warrant. Τέλος, με την προσθήκη στη μπάντα του κιθαρίστα Joey Allen, έχουμε τον σχηματισμό της κλασικής σύνθεσης των Warrant: Jani Lane, φωνητικά, Eric Turner και Joey Allen, κιθάρες, Jerry Dixon, μπάσο και Steven Sweet , ντραμς. Ιδιαίτερα ο Jani Lane, αποδείχτηκε χρυσή μεταγραφή, καθώς αποτέλεσε τον εγκέφαλο της μπάντας και τον σχεδόν αποκλειστικό της συνθέτη.
DIRTY ROTTEN FILTHY STRINKING RICK (1989)
Toν Γενάρη του 1988, υπογράφουν συμβόλαιο με την Columbia Records και τον Απρίλιο του ίδιου έτους ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις του πρώτου τους άλμπουμ με παραγωγό τον γνωστό Beau Hill (Ratt, Winger, Europe). Το ντεμπούτο Dirty Rotten Filthy Stinking Rich κυκλοφόρησε τον Γενάρη του 1989 κάνοντας αμέσως τεράστια επιτυχία, βγάζοντας τέσσερα singles και φτάνοντας μέχρι το Νο 10 του Billboard.
Στο DRFSR, ο ιδιαίτερα ταλαντούχος Jani Lane καταφέρνει να παντρέψει ιδανικά τον party και hard rock ήχο της εποχής, με εμπνευσμένους στίχους και θεματολογία με την οποία μπορούσε άνετα να ταυτιστεί ο κάθε οπαδός, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο τους Warrant να ξεχωρίζουν από την πλειονότητα των παρόμοιων συγκροτημάτων.
Το άλμπουμ ξεκινάει σχετικά χαλαρά με το “32 Pennies”, ένα κομμάτι για τις οικονομικές δυσκολίες ενός ζευγαριού που τις αντιμετωπίζει όμως ενωμένο και αρχίζει να ανεβάζει στροφές με το “Down Boys”, πρώτο single του άλμπουμ το οποίο περιγράφει τη ζωή μιας μπάντας-παρέας πάνω και κάτω από τη σκηνή. Ακολουθεί το “Big Talk” με ωραία μελωδία στην εισαγωγή, πολυφωνικό ρεφραίν, χαρακτηριστικό ρυθμό και ωραίο σόλο.
Με το “Big Talk”, τρίτο single του άλμπουμ, έχουμε τρία σερί δυναμικά τραγούδια για να μας ανεβάσουν την διάθεση πριν μπει η πρώτη μπαλάντα του άλμπουμ, το φανταστικό “Sometimes she cries”! Τέταρτο single του άλμπουμ, από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα μπαλάντας της εποχής και ένα πολύ όμορφο video, στο στυλ των video – μικρών ταινιών που έβγαιναν τότε. Η υπόθεση, μάλιστα , θυμίζει και λίγο το video του Miles Away των Winger. Προσωπικά, το θεωρώ καλύτερο από την άλλη μπαλάντα του άλμπουμ , το “Heaven” (δεύτερο single), χωρίς βέβαια το τελευταίο να στερείται ποιότητας. Μακάρι να έβγαιναν ακόμα τέτοιες μπαλάντες.
Στο υπόλοιπο του άλμπουμ, έχουμε το “So Damn Pretty (Should be against the law)”, ένα γρήγορο κομμάτι με sexy στιχουργικό περιεχόμενο, το ομώνυμο “Dirty Rotten Filthy Stinking Rich” με ευνόητες στιχουργικές αναφορές, το οποίο όμως θεωρώ ότι είναι η πιο αδύναμη στιγμή του άλμπουμ και για το τέλος αφήνω τρία κομμάτια που, αν και κανένα δεν έγινε single και αγνοούνται -κακώς- από την πλειονότητα των οπαδών, είναι κομματάρες και μπορώ να πω από τα πιο αγαπημένα μου.
Συγκεκριμένα, το “In the Sticks’, ένα γκρουβάτο mid-tempo τραγούδι για ένα κορίτσι της επαρχίας και τα δυο τελευταία του άλμπουμ, “Ridin’ High” και “Cold Sweat”, με σκληρότερο, πιο hard rock ήχο, και καταιγιστικά σόλο.
To “DRFSR” είναι ένα άψογο ντεμπούτο, με πολύ καλά τραγούδια, ωραίες μελωδίες και σόλο και ιδανική διάρκεια (περίπου 37 λεπτά) που κάνει ιδιαίτερα ευχάριστη την ακρόασή του. Ακόμα και ήμερα, 30+ χρόνια από την κυκλοφορία του ακούγεται φρέσκο, σαν να βγήκε χθες και δεν έχει χάσει καθόλου από την αξία του στο πέρασμα του χρόνου. Δικαίως έγινε δυο φορές πλατινένιο.
CHERRY PIE (1990)
Εκμεταλλευόμενοι την μεγάλη επιτυχία του ντεμπούτου τους, τελειώνουν την περιοδεία για το “DRFSR”, μπαίνουν άμεσα στο studio και με τον Beau Hill ξανά στην θέση του παραγωγού ξεκινούν την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ τους, “Cherry Pie”, το οποίο κυκλοφορεί το Σεπτέμβριο του 1990.
Το “Cherry Pie”, κινείται πάνω-κάτω στο ίδιο στυλ με το “DRFSR”, με πιασάρικα, arena rock κομμάτια, τις απαραίτητες μπαλάντες και ορισμένα πιο ζόρικα και γρήγορα κομμάτια. Έχει ακόμα καλύτερη παραγωγή και ήχο και ιδιαίτερη καλή κιθαριστική δουλειά, αν και στον στιχουργικό τομέα υιοθετεί πιο ανάλαφρα θέματα (σεξ, έρωτα, χαβαλέ κλπ), τα γνωστά κλισέ που χρησιμοποιούσαν τα περισσότερα συγκροτήματα του είδους τότε.
Για την πλειοψηφία όμως των οπαδών τους και των ακροατών γενικότερα, το συγκεκριμένο άλμπουμ – ίσως και το ίδιο το συγκρότημα - είναι σχεδόν αποκλειστικά ταυτισμένο με το ομώνυμο τραγούδι, το οποίο έχει την δική του ιστορία. Ένα κομμάτι που τους ανέβασε στα ύψη αλλά ταυτόχρονα επισκίασε σχεδόν όλα τα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ και, όπως αποδείχτηκε, οτιδήποτε άλλο έκαναν στη συνέχεια.
Για την ιστορία λοιπόν, το άλμπουμ ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει με τίτλο “Uncle Tom’s Cabin”, όταν ο πρόεδρος της Columbia Records, Don Ienner, επικοινώνησε με τον Jani Lane λέγοντάς του ότι δεν βλέπει κάποιο hit single στο άλμπουμ και ότι θα ήθελε κάτι στο στυλ του “Love in an elevator” των Aerosmith προκειμένου να κυκλοφορήσει ως πρώτο single. Έτσι, το ίδιο βράδυ, ο Jani Lane, μέσα σε 15 λεπτά , έγραψε το Cherry Pie, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο single του άλμπουμ και εκτόξευσε την επιτυχία και την φήμη των Warrant, φτάνοντας το ίδιο στη θέση 10 του Billboard.
Όπως όμως ανέφερα και παραπάνω, η τεράστια επιτυχία του συγκεκριμένου τραγουδιού, «καταδίκασε» την υπόλοιπη καριέρα των WARRANT, γεγονός που στοίχισε και προσωπικά στον Jani Lane. Όπως μάλιστα ανέφερε και ο ίδιος, χρόνια μετά, σε μια συνέντευξή του στο μουσικό κανάλι VH1, οτιδήποτε σχετικό με τους Warrant, περιστρεφόταν γύρω από το “Cherry Pie”. Δείτε στο βίντεο εδώ τις συγκεκριμένες δηλώσεις του Jani και παρατηρείστε την πικρία του. Ιδιαίτερα όταν, κλείνοντας, αναφέρει : «(Αν το ήξερα) θα πυροβολούσα τον εαυτό μου στο κεφάλι που έγραψα αυτό το τραγούδι». Αργότερα, βέβαια, ανασκεύασε τις δηλώσεις του λέγοντας ότι στη συγκεκριμένη συνέντευξη βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση επειδή εκείνη την περίοδο συνέβησαν διάφορα δυσάρεστα στη προσωπική του ζωή (διαζύγιο, θάνατος της μητέρας του ) και ότι δεν μετανιώνει που έγραψε το συγκεκριμένο κομμάτι.
Τελειώνοντας με το συγκεκριμένο τραγούδι – το οποίο, παρεμπιπτόντως, είναι ένα πολύ καλό rock anthem – να σημειωθεί ότι στο βίντεο συμμετέχει το μοντέλο Bobby Brown την οποία στη συνέχεια παντρεύτηκε ο Jani Lane.
Για να αναφερθούμε τώρα στα υπόλοιπα κομμάτια του άλμπουμ, δεύτερο στη σειρά έχουμε το “Uncle Tom’s Cabin”, τρίτο single και το καλύτερο του άλμπουμ για μένα, το οποίο ξεκινάει με ακουστική, southern εισαγωγή την οποία παίζει ο αδερφός του Jani Lane, Eric Oswald (πραγματικό όνομα του Jani Lane, John Kennedy Oswald), για να εξελιχθεί σε ένα πωρωτικό, σχεδόν heavy metal κομμάτι. Πολύ καλή σύνθεση στην οποία ο Jani δείχνει ότι μπορεί να γράψει και περισσότερο περίτεχνα τραγούδια. Ταιριαστή, επίσης, με την όλη ατμόσφαιρα η χρήση του banjo , παιγμένο από τον Beau Hill. Για το “Uncle Tom’s Cabin”, υπάρχει και φοβερή βιντεάρα, η οποία αποδίδει τέλεια την ιστορία που πραγματεύεται το κομμάτι, σύμφωνα με την οποία ο πρωταγωνιστής και ο θείος του, Tom, γίνονται μάρτυρες ενός φόνου που διαπράττεται από τον σερίφη και τον βοηθό του και της προσπάθειάς τους να εξαφανίσουν το πτώμα.
Τρίτη τραγουδάρα του άλμπουμ και δεύτερο single, η power μπαλάντα, “I saw red”, το δεύτερο μετά το Cherry Pie πιο γνωστό κομμάτι του άλμπουμ. Το “I saw red” αναφέρεται σε προσωπική εμπειρία του Lane, όταν έπιασε την κοπέλα του στο κρεβάτι με τον καλύτερό του φίλο. Το περιστατικό αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του ντεμπούτου άλμπουμ τους, το οποίο μάλιστα καθυστέρησε να κυκλοφορήσει επειδή, λόγω του γεγονότος, ο Jani Lane έπαθε νευρικό κλονισμό και δεν μπορούσε να συμμετάσχει για κάποιο διάστημα στις ηχογραφήσεις!!!
Το υπόλοιπο άλμπουμ περιλαμβάνει άλλες δυο ωραίες μπαλάντες, το “Blind Faith” και την πιο power μπαλάντα “Bed of Roses” (καμία σχέση με αυτή των Bon Jovi!) και μια σειρά πιο δυναμικών και γρήγορων τραγουδιών, τα περισσότερα των οποίων είναι πολύ καλύτερα από το “Cherry Pie”. Συγκεκριμένα, έχουμε το “Sure feels good to me”, ένα γρήγορο rock n’ roll κομμάτι με υπερηχητικό σόλο, το “Love in Stereo”, με ομαδικά back vocals και bluesy γεμίσματα από πιάνο, το “Song and Dance Man”, με ακουστική εισαγωγή και δυναμικό σπάσιμο στο ρεφραίν, το “You’re the only hell your mama ever raised”, άλλο ένα ρυθμικό r n’ r κομμάτι με πολυφωνικό ρεφραίν, το “Mr Rainmaker”, με ριφάρα στο κουπλέ και εναλλαγή στα σόλο και το “Train train”, μια πολύ καλή διασκευή του τραγουδιού των Blackfoot (από το άλμπουμ τους Strikes του 1979), με ωραία γεμίσματα από blues φυσαρμόνικα, δυνατό σόλο κιθάρας και καπάκι σόλο φυσαρμόνικας.
Στο τέλος του άλμπουμ βρίσκουμε και το “Ode to Tipper Gore”, ουσιαστικά μια συρραφή από “fuck, fuckin’, shit, blowjob”, αφιερωμένο στην Tipper Gore (σύζυγο του γερουσιαστή – τότε – Al Gore και μετέπειτα αντιπροέδρου των ΗΠΑ επί προεδρίας Clinton – 1993-2001), η οποία ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της PMRC (Parents Music Resource Center), μιας επιτροπής που είχε ως σκοπό τον αυξημένο έλεγχο των γονιών στην πρόσβαση των παιδιών σε τραγούδια συγκροτημάτων τα οποία – κατά την άποψη της επιτροπής – είχαν προκλητικούς στίχους (σεξ, βία, ναρκωτικά κ.α.)
Κλείνοντας την αναφορά στις συνθέσεις του άλμπουμ, να αναφέρω πως στην ηχογράφησή του συμμετείχαν και αρκετοί γνωστοί μουσικοί, όπως ο κιθαρίστας των Poison, C.C. Deville (σόλο στο κομμάτι Cherry Pie) , οι Bruno Ravel και Steve West των Danger Danger στα backing vocals, η Fiona και άλλοι. Τέλος, υπάρχει και η φήμη ότι οι δυο κιθαρίστες των Warrant, Eric Turner και Joey Allen, δεν συμμετείχαν στις ηχογραφήσεις, αλλά οι κιθάρες και τα σόλο γράφτηκαν από τον κιθαρίστα Mike Slamer, ο οποίος, όντως, είχε συμμετοχή στο άλμπουμ.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το “Cherry Pie”;έγινε τεράστια επιτυχία, έκανε τρελές πωλήσεις, έγινε 2 φορές πλατινένιο στις ΗΠΑ, οδήγησε το συγκρότημα σε παγκόσμια περιοδεία 195 εμφανίσεων και γενικά εξασφάλισε οικονομικά τους Warrant για τα επόμενα δύσκολα χρόνια, καθώς μετά το Cherry Pie, το συγκρότημα δεν θα ξαναγνώριζε ανάλογη επιτυχία.
DOG EAT DOG (1992)
Όντας φανατικός οπαδός του συγκροτήματος, με το “Cherry Pie” να με αγγίζει ιδιαίτερα, καθώς μου χάρισε άφθονες στιγμές χαλάρωσης και αποσυμπίεσης την περίοδο 1990-1991 που διάβαζα για τις Πανελλήνιες, περίμενα με ανυπομονησία την επόμενη δουλειά τους. Ανοίγοντας, λοιπόν , τον Δεκέμβριο του 1992 το γνωστό metal περιοδικό στη στήλη της παρουσίασης των νέων δίσκων, διαβάζω τα ακόλουθα (εν συντομία): «Αυτό το άλμπουμ είναι ένα προκάτ ψέμα από την αρχή μέχρι το τέλος…Η πολιτική των Warrant…είναι ξεκάθαρη: Απλώνουν τα γλοιώδη πλοκάμια τους προς τους οπαδούς “ποιοτικών” συγκροτημάτων για να αποκτήσουν την αξιοπιστία που τους λείπει, ενώ παράλληλα, κρατούν το υπάρχον κοινό τους με δυο -τρεις κλασικές νερόβραστες μπαλάντες και bubblegum τραγουδάκια της σειράς…Όντως είχε δίκιο ο Andy Warhol καθάρματα, τα δεκαπέντε λεπτά σας περάσανε…» (τεύχος 12/1992, για όποιον ενδιαφέρεται).
Αυτή η άκρως «αντικειμενική και επαγγελματική» κριτική, σε συνδυασμό με την έλλειψη άλλων πηγών ενημέρωσης εκείνη την εποχή (internet, you tube, torrents κ.α.) με οδήγησε να διαγράψω τους Warrant και να μην ξαναασχοληθώ μαζί τους για τα επόμενα 15 χρόνια. Μεγάλο λάθος, καθώς έχασα την ευκαιρία να ακούσω την εποχή που κυκλοφόρησε, το καλύτερο ίσως - από καλλιτεχνικής πλευράς και όχι εμπορικής - άλμπουμ τους.
Την εποχή που κυκλοφόρησε το “Dog Eat Dog”, το grunge άρχισε να παίρνει τα μουσικά ηνία, καθώς είχαν ήδη κυκλοφορήσει σημαντικά άλμπουμ ηγετικά συγκροτήματα του είδους (Soundgarden, Nirvana, Pearl Jam). Οι Warrant έλαβαν αυτό το γεγονός υπόψη τους και κυκλοφόρησαν ένα άλμπουμ που παίζει σε τουλάχιστον τρία ταμπλό (melodic rock, alternative/grunge, progressive) και το κάνει περίφημα! Τα arena/pop rock κομμάτια με τα χαρακτηριστικά ρεφραίν ελαχιστοποιούνται και η αίσθηση του χαβαλέ και του party δίνει την θέση της σε πιο σοβαρό hard rock και πιο ψαγμένους στίχους. Τα περισσότερα τραγούδια αποκτούν λίγο πιο αργό tempo και οι κιθαριστικές υπερβολές στα σόλο δίνουν την θέση τους σε περισσότερη μουσική ισορροπία.
Πιο κοντά στο στιχουργικό περιεχόμενο (σεξ , έρωτας) και το μουσικό ύφος των προηγούμενων άλμπουμ βρίσκονται τo καταπληκτικό “Machine Gun”, πρώτο single του άλμπουμ και video και η τραγουδάρα, “Bonfire”, με το δυναμικό κουπλέ και το τέλειο γύρισμα στο ρεφραίν.
Πιο αργό, alternative και κλειστοφοβικό, το “Hole in the Wall” , η ιστορία ενός τύπου που κλεισμένος στον εαυτό του, παρατηρεί τις ζωές τον άλλων, ενώ ιδιαίτερα κομμάτια είναι το “April 2031”, μια σύνθεση με δυστοπική θεματολογία σχετικά με έναν κατεστραμμένο κόσμο και με χρήση παιδικών φωνητικών στο ρεφραίν και το “Andy Warhol was Right”, με την πανέμορφη εισαγωγή με πιάνο, την αφήγηση ενός παιδιού και τα δυναμικά γυρίσματα στο ρεφραίν. Τραγούδι για έναν ψυχικά άρρωστο που προκειμένου να του δώσει κάποιος σημασία, σκέφτεται να διαπράξει φόνο.
Δεύτερο single του άλμπουμ και video, η μπαλάντα “Bitter Pill”, πολύ καλό κομμάτι, διαφορετικό όμως από το στυλ των μπαλαντών του παρελθόντος. Το άλμπουμ συνεχίζει με τα επίσης άψογα “Hollywood (so far so good)” , τραγούδι σχετικά με το κυνήγι της φήμης και της αναγνωρισιμότητας και το “All my bridges are burning” για τον εθισμό στις ουσίες. Το “Quicksand” είναι το μόνο απλά καλό τραγούδι του άλμπουμ ενώ το “Inside Out” είναι μια κομματάρα γρήγορη, πωρωτική, με εναλλασσόμενα σόλο και πραγματικά heavy metal αίσθηση.
Για το τέλος θα αφήσω την πανέμορφη blues μπαλάντα, “Let it Rain”, με τα gospel φωνητικά στο ρεφραίν καθώς και μια ακόμα ωραία ακουστική μπαλάντα , το “Sad Theresa”. Αυτά τα δυο τελευταία κομμάτια είναι συνθέσεις των Plain Jane, το αρχικό συγκρότημα των Lane – Sweet, που αναφέρθηκε στην αρχή του άρθρου.
Παρά την δύσκολη εποχή που κυκλοφόρησε, το άλμπουμ έφτασε στο Νο 25 του Billboard και έγινε χρυσό στις ΗΠΑ. Είναι το τελευταίο μεγάλο τους άλμπουμ και το τελευταίο με την κλασική τους σύνθεση και είναι ιδιαίτερα αγαπητό στους οπαδούς τους – τους πραγματικούς, όχι τους Cherry Pie-κούς τουρίστες! Αν κάνετε, μάλιστα, μια βόλτα στα τραγούδια του άλμπουμ στο Youtube, θα διαπιστώσετε από τα σχόλια ότι, όντως, η πλειοψηφία του κόσμου, το θεωρεί ως το καλύτερό τους άλμπουμ. Όσοι την έχετε πάθει σαν κι εμένα, που το ανακάλυψα το 2006-2007, σπεύστε να το ακούσετε και μετά από τρεις ακροάσεις – για να μπείτε στο κλίμα – πιστεύω ότι δεν θα διαφωνήσετε ως προς την ποιότητά του.
ULTRAPHOBIC (1995), BELLY TO BELLY (1996)
Μετά την κυκλοφορία του “Dog Eat Dog” και την ολοκλήρωση της περιοδείας τους, αρχίζει για τους Warrant η περίοδος της παρακμής τους.
Αρχικά, ο Jani Lane αποχωρεί για λίγο για να ακολουθήσει σόλο καριέρα, αλλά σύντομα θα επιστρέψει. Αποχωρούν όμως οι Joey Allen (κιθάρα) και Steven Sweet (ντραμς), για να αντικατασταθούν από τους Rick Steier και James Kottak αντίστοιχα. Στο μεταξύ, η Columbia λύνει το συμβόλαιό τους και το συγκρότημα υπογράφει με την Ιαπωνική Pony Canyon.
Με αυτή τη σύνθεση και παραγωγό πάλι τον Beau Hill, κυκλοφορούν το 1995 το τέταρτο άλμπουμ τους, “Ultraphobic”, το οποίο είναι πλέον ένα αποκλειστικά grunge/alternative άλμπουμ. Το “Ultraphobic”, αν καταφέρεις να το απομονώσεις από το παρελθόν , δεν είναι άσχημο και έχει αρκετές καλές στιγμές, όπως τα “Undertow”, “Family Picnic”, “Sum of One”, “Chameleon” , “Crawl Space”, “High” και το ακουστικό “Stronger now”, όλα όμως στο grunge μοτίβο. Προσωπικά , το έχω ακούσει αρκετές φορές και δεν το έχω βαρεθεί ιδιαίτερα , αλλά το βρίσκω ανούσιο, καθώς, αν θέλω να ακούσω grunge, υπάρχουν οι αυθεντικοί εκπρόσωποι του είδους. Αν ήταν ένα πρωτοεμφανιζόμενο alternative συγκρότημα , το “Ultraphobic” θα ήταν ένα πολύ καλό ντεμπούτο. Για τους WarrantT όμως ως μελωδικό hard rock συγκρότημα είναι ένα περιττό άλμπουμ.
Σαν να μην έφτανε το “Ultraphobic”, την επόμενη χρονιά (1996) κυκλοφορούν το πέμπτο άλμπουμ τους, “Belly to Belly – Volume I” (ευτυχώς, δεν βγήκε ποτέ Volume II), ένα ακόμα grunge /alternative άλμπουμ , το οποίο όμως είναι μια βαρεμάρα και με το ζόρι βρίσκεις 2-3 συμπαθητικά κομμάτια. Άντε να πούμε τα “Letter to a friend”, “All for you” και “Vertigo” και αυτά με μεγάλη επιείκεια. Αργό και ανούσιο άλμπουμ, χρησιμεύει μόνο για όποιον θέλει ναι έχει όλη τη δισκογραφία. Εγώ, με το ζόρι κατάφερα να το ακούσω 2 φορές. Πιο βαρετό και από το “Subhuman Race” των Skid Row! Στο συγκεκριμένο άλμπουμ, μάλιστα το συγκρότημα αναγραφόταν ως Warrant 96, πιθανόν θέλοντας να σηματοδοτήσουν μια νέα, alternative περίοδο. Ό, τι να ‘ναι , δηλαδή! Για την ιστορία , να αναφέρω ότι ο Kottak αντικαταστάθηκε στα τύμπανα από τον Bobby Borg. Αυτά για το συγκεκριμένο άλμπουμ και πολλά που έγραψα.
UNDER THE INFLUENCE (2001)
Το 2000 έχουμε πάλι αλλαγές σε κιθάρα-τύμπανα. Steier και Borg φεύγουν, Keri Kelli και Μike Frasano έρχονται και το 2001 κυκλοφορούν το άλμπουμ “Under the influence” στο οποίο διασκευάζουν κάποια κλασικά rock τραγούδια ενώ παρουσιάζουν και δυο καινούργια δικά τους, τα “Sub human” και “Face”.
To 2002 o Jani Lane κυκλοφορεί προσωπικό άλμπουμ και καπάκι μπαίνει σε ίδρυμα για απεξάρτηση από τον εθισμό του στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά. Βγαίνοντας από την κλινική αποτοξίνωσης, το 2004, ο Lane αποχωρεί από το συγκρότημα, επιδιώκει να φτιάξει τη δική του μορφή των Warrant, αλλά τα πρώην μέλη τον σταματάνε με αγωγή.
Στο μεταξύ τα αρχικά μέλη Joey Allen (κιθάρα) και Steven Sweet (ντραμς) επιστρέφουν στο συγκρότημα και έτσι τα 4/5 της αυθεντικής σύνθεσης προσλαμβάνουν για τραγουδιστή τον James St James (ex-Black n’ Blue) και το Φεβρουάριο του 2006 κυκλοφορούν το….
BORN AGAIN (2006)
Αυτό είναι το 7ο στούντιο άλμπουμ τους και το πρώτο με άλλο τραγουδιστή και επιστροφή στις hard rock φόρμες. Το “Born Again” είναι το πρώτο αξιόλογο άλμπουμ τους μετά το “Dog Eat Dog” του 1992 αν και ο ήχος πλέον έχει μετακινηθεί στο κλασικό hard rock και δεν έχει καμία σχέση με τον ήχο των δυο πρώτων άλμπουμ αλλά ούτε και με του “Dog Eat Dog”.
Παρόλα αυτά είναι ένα καλό άλμπουμ που χρειάζεται όμως 3-4 ακροάσεις για να μπει ο ακροατής στο νέο κλίμα και να το κρίνει σωστά. Τα δυναμικά τραγούδια έχουν επιστρέψει, τα σόλο, η πιο ανάλαφρη θεματολογία επίσης, ενώ ο James St James αποδεικνύεται καλός αντικαταστάτης.
Όσον αφορά τα τραγούδια, ξεχωρίζουν τα “Dirty Jack”, “Bourbon County Line”, “Hell, CA”, “Love Strikes like Lightning”, “Down in Diamonds”.
To 2008, o Jani Lane βρίσκεται ξανά στα πρόθυρα της επιστροφής του και σχεδιάζεται μάλιστα μια περιοδεία με τους Cinderella, η οποία όμως ματαιώνεται λόγω των γνωστών προβλημάτων του Tom Keifer (Cinderella) με τις φωνητικές του χορδές.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Jani Lane αποχωρεί πάλι από τη μπάντα και αντικαθίσταται από τον Robert Mason (ex-Lynch Mob)
ROCKAHOLIC (2011)
Τον Μάιο του 2011, κυκλοφορεί από την γνωστή Frontiers, το όγδοο στούντιο άλμπουμ τους και το πρώτο με τραγουδιστή τον Robert Mason.
Πάρα πολύ καλό άλμπουμ και ο Mason ελαφρώς καλύτερος του St James, με ωραίο bluesy γρέζι στη φωνή του. Το άλμπουμ συνεχίζει στο hard rock στυλ, με ακόμα καλύτερες συνθέσεις από το “Born Again” και ωραίες μελωδίες και σόλο στις κιθάρες.
Το συγκεκριμένο άλμπουμ, το έχω ακούσει πάνω από 15-20 φορές και θεωρώ ότι αξίζει να το έχει κάποιος στη δισκοθήκη του. Αν και μεγαλούτσικο στη διάρκεια (περίπου 55 λεπτά) ακούγεται ευχάριστα και δεν το βαριέσαι καθόλου.
Στα τραγούδια τώρα, δυναμική εισαγωγή με το “Sex ain’t love” , τέλειο το “Innocence Gone”, πολύ καλό το southern rock, “Dusty’s Revenge”, συναισθηματικότατη και με ωραίους στίχους η μπαλάντα “Home” και πώρωση με τα “Show must go on” και το καταιγιστικό “Cocaine Freight Train” με ευρηματικό σόλο φυσαρμόνικας να θυμίζει σφύριγμα τρένου.
11 AΥΓΟΥΣΤΟΥ 2011:O JANI LANE ΦΕΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ
Ενώ όλα βαίνουν καλώς με το νέο τραγουδιστή που παίρνει και επίσημα τη θέση του σταθερού μέλους, κάθε πιθανότητα επιστροφής του αυθεντικού τραγουδιστή, Jani Lane, σβήνει οριστικά και αμετάκλητα, όταν στις 11 Αυγούστου 2011 βρίσκεται νεκρός σε δωμάτιο ξενοδοχείου του L.A. Επίσημη αιτία του θανάτου του ήταν η δηλητηρίαση με αλκοόλ σε συνδυασμό με χρήση χαπιών. Άδικο τέλος για τον χαρισματικό τραγουδιστή των WARRANT, στα 47 του χρόνια, που, όπως φαίνεται, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει, τόσο τη μειωμένη δημοτικότητα των WARRANT, όσο και διάφορα προσωπικά προβλήματα και τους εθισμούς του.
LOUDER HARDER FASTER (2017)
Το ένατο και τελευταίο, μέχρι στιγμής, άλμπουμ των Warrant κυκλοφόρησε το Μάιο του 2017 με παραγωγό τον Jeff Pilson (Dokken, μπάσο ) και είναι ό,τι ακριβώς δηλώνει ο τίτλος του: Louder, harder, faster!
O Mason έχει δέσει πλέον με τα υπόλοιπα αυθεντικά μέλη και το άλμπουμ είναι το καλύτερο από τα τρία που έχουν βγάλει με άλλους τραγουδιστές. Το μουσικό στυλ είναι, όπως και τα δυο προηγούμενα, hard rock, με ωραίες μελωδίες, κολλητικά ρεφραίν, πολύ καλή δουλειά στις κιθάρες και στιβαρό παίξιμο από μπάσο και τύμπανα. Τα φωνητικά είναι άψογα και γενικά το “Louder…” ;έχει εξαιρετικά τραγούδια και βγάζει πολύ ευχάριστη ενέργεια και διάθεση. Τσεκάρετέ το, αξίζει. Θα πρότεινα κιόλας να το αγοράσετε γιατί σίγουρα δεν θα πετάξετε τα χρήματά σας.
Από τραγούδια θα ξεχωρίσω (με δυσκολία) το ομώνυμο, για το οποίο υπάρχει και video, το “Devil dancer”, το δυνατό “Only Broken Heart”, το αγαπημένο μου του άλμπουμ, southern blues/rock, “Music Man”, τη μπαλάντα “Faded”, το “New Rebellion” και τέλος το “I think I’ll just stay here and drink” το οποίο είναι μια πολύ καλή διασκευή κομματιού του country μουσικού, Merle Haggard. Έχει και ωραίο video, γυρισμένο σε Rodeo arena με ταύρους.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Μετά την κυκλοφορία του τελευταίου τους άλμπουμ, βγήκαν σε περιοδεία το 2017 -2018 για την προώθησή του, ενώ το προηγούμενο έτος (2019) περιόδευσαν για να γιορτάσουν τα 30 χρόνια από την κυκλοφορία του “Cherry Pie”.
Αυτό είναι, έτσι κι αλλιώς , το μοτίβο στο οποίο κινούνται τα τελευταία χρόνια: Κυκλοφορία στούντιο άλμπουμ ανά πενταετία περίπου, και περιοδείες στηριγμένες κυρίως στα τραγούδια των δυο πρώτων δίσκων για να βγαίνουν τα προς το ζην. Αν και πιστεύω ότι το μισό τους playlist θα έπρεπε να το αφιερώνουν σε τραγούδια από τα τελευταία τρία τους άλμπουμ, γιατί είναι αξιόλογα και δεν θα πρέπει να αδικούνται.
Όσο για τους οπαδούς τους, όσοι θεωρούν ότι είναι πραγματικοί οπαδοί του σχήματος, δεν θα πρέπει να είναι κολλημένοι στις δυο πρώτες δουλειές του , αλλά να ασχοληθούν και με τις τελευταίες τους κυκλοφορίες αλλά και με το υποτιμημένο άλμπουμ “Dog Eat Dog”.
Καλό θα ήταν, τέλος, να το ψάξει κάποιος εγχώριος διοργανωτής, σε κάποια στιγμή που θα βρίσκονται για εμφανίσεις στην Ευρώπη, μήπως τους φέρει και από τα μέρη μας, είτε μόνους (δύσκολο) είτε στο πλαίσιο κάποιου καλοκαιρινού φεστιβάλ. Μπορεί ο Jani Lane να μην υπάρχει πια, αλλά το υπόλοιπο συγκρότημα αποτελείται από τα αυθεντικά μέλη και θα ήταν ιδανική ευκαιρία να τους απολαύσουμε έστω και χωρίς τον μεγάλο απόντα. Έτσι κι αλλιώς , σε κάποια πλευρά της σκηνής, θα βρίσκεται και εκείνος να απολαμβάνει το show.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
22/1/20
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν θυμαμαι καλα στο cherry pie ηταν που ειχε 'ανακατευτει ' ο Mike Slamer ? Η σε αλλο 'παρομοιο ' αλμπουμ ηταν ?
Κριμα που ειχε τετοια καταληξη ο Lane , ειναι αυτη η 'μυθολογια ' του τροπου ζωης που υπαρχει + την δυσκολια διαχειρησης δοξας ανοδου και καθοδου , που κανει καποιους να χανουν την μπαλα και ειναι κριμα γιατι η μουσικη ειναι πηγη ζωης και απο την φυση της αντιφατικη με τετοιες 'δραστηριοτητες ' .
Να και το link που εξηγει ο ιδιος , τα πιο πανω γραφομενα .
https://www.youtube.com/watch?v=OR1xpknCHCQ
Φανταστειτε πως σημερα πληροφοριες μαθαινουμε απο τους ιδιους τους πρωταγωνιστες ,τα 'παλια ' τα χρονια καπου επρεπε να παραπεσει καποιο κειμενο και να μαθουμε κατι υπο το πρισμα της 'υποκειμενικοτητας ΄του καθε γραφοντα .
Φίλε AOR
ΔιαγραφήΓια τον Mike Slamer , το αναφέρω στο κομμάτι για το Cherry Pie, προς το τέλος. Συμμετείχε και στο Cherry Pie και στο DRFSR. Άλλοι λένε πως έγραψε όλες τις κιθάρες , άλλοι ότι συνεισέφερε κάποια σόλο.
Επίσης το link που γράφεις , το έχω ως παραπομπή στο σημείο που γράφω για την ιστορία του τραγουδιού (Cherry Pie).
καλως , οπως ειπα και στον φιλο Strouso , επειδη δεν ειμαι fan της μπαντας , το κειμενο το ειδα λιγο 'πεταχτα ΄ οχι επειδη δεν εκανες καλη δουλεια ,γιαυτο και μου ξεφυγαν πραγματα , οπως αυτο που ρωτησα ,αλλιως αν το ειχα προσεξει δεν θα το ρωτουσα .
ΔιαγραφήΦιλε Χρηστο αξιζει να σου δωσουμε αλλη μια φορα συγχαρητηρια για το εξαιρετικο σου αρθρο για ενα απο τα αγαπημενα μου σχηματα. Υπερπληρης αναλυση για καθε αλμπουμ. Εξαιρετικος... Ρε φιλε AOR, επειδη σε βλεπω σχολιαζεις συχνα, πες κι ενα καλο λογο για τα εξαιρετικα αρθρα που μπαινουν. οταν μπαινουν.Μερικες φορες οτι κι αν εχεις να πεις, ειναι καλυτερα να σιωπας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσκυνω...
Ευχαριστώ πολύ STROUSOS.
ΔιαγραφήΚάνω ό,τι καλύτερο μπορώ στον περιορισμένο χρόνο που έχω. Μοναδικό μου κίνητρο, η αγάπη για τον σκληρό ήχο εδώ και πάνω απο 30 χρόνια. Να είσαι καλά!
φιλε Strousos , σε αρκετα εχω πει καλα λογια ,δεν τα εχεις διαβασει προσεκτικα (οχι οτι ειναι και αναγκαιο ) . Ομως θεωρω οτι δεν περιμενουν οι ανθρωποι εμενα η εμας να τους δωσουμε συγχαρηκια . Ουτως η αλλως για να ειμαστε 'θαμωνες ' σημαινει οτι κατι μας αρεσει ,νομιζω ?
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβαζουμε αυτα που γραφουν οποτε σημαινει οτι τους παρακολουθουμε , αυτο αποτελει απο μονο του μια ικανοποιηση (θεωρω) .
Στο συγκεκριμενο , επειδη δεν ειμαι τοσο fan της συγκεκριμενης μπαντας, δεν αναφερθηκα στο αρθρο .Ενα σχολιο μονο για το γενικο θεμα της διαχειρησης της δοξας και του λεγομενου rock τροπου ζωης , επειδη εχει τυχει να εχω πεσει σε καποιες μαρτυριες /αφιερωματα για τον τραγουδιστη απο το πως ξεκινησε μεχρι πως κατεληξε .Καποιο ντοκυμαντερ κατι τετοιο . Πιο πολυ η ανθρωπινη πλευρα και οχι η μουσικη .
Ξερω τι εννοεις φυσικα, no hurt feelings, το ιδιο νοιωθω κι εγω πολλες φορες διαβαζοντας αρθρα εδω, θελω να προσθεσω κατι δικο μου. Και το εχω κανει πολλες φορες. Απλα το αρθρο του Χρηστου μου φανηκε τοσο ολοκληρωμενο οπου δεν πηγαινε κατι αλλο προσθετο. Ακομα κι αν σκεφτηκα οτι πουθενα δεν αναφερθηκε η θρυλικη αφισα του Cherry Pie σαν ενθετο στο βινυλιο του ομωνυμου αλμπουμ με την κυρια Brown να κοσμει για πολλα χρονια το τοιχο πανω απο το φοιτητικο μου κρεβατι. χαχαχα
Διαγραφή