Από την πρώτη στιγμή που άκουσα τους Moody Blues (φυσικά με το Nights in white satin), αλλά και στη συνέχεια που ήρθα σε επαφή με τα αριστουργηματικά albums που έβγαλαν στα 60’s, είχα την αίσθηση ότι ήταν περφεξιονιστές. Η παραγωγή των δίσκων τους ήταν πρωτοποριακή, ενώ και οι ίδιοι προσπαθούσαν να πλησιάσουν την τελειότητα μέσα από τις λυρικές μελωδίες τους. Με αυτή την πεποίθηση, όταν ξεκίνησα να ακούω το “Caught live + 5”, περίμενα ότι η τελειομανία τους θα χαρακτηρίζει και αυτό (το πρώτο τους) live album. Η έκπληξή μου ήταν τεράστια, καθώς διαπίστωσα ότι το “Caught live + 5” χαρακτηρίζουν ο ακατέργαστος και σκληρός (για τα δεδομένα των Moody Blues) ήχος. Θα περίμενε κάποιος ότι αυτό το στοιχείο επιδρά αρνητικά στον ακροατή (ίσως να συμβαίνει με τους περισσότερους), αλλά θεωρώ ότι αυτή η άλλη διάσταση που παίρνει η μουσική των Moody Blues κάνει εξαιρετικά ενδιαφέρον το “Caught live + 5”. Άλλωστε ποιος θέλει το live να είναι μια κόπια των studio albums;
ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ - Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ
Όταν σχηματίστηκαν, το 1964, οι Moody Blues δεν ήταν κάτι περισσότερο από ένα ακόμη group της «Βρετανικής εισβολής». Ξεκίνησαν να παίζουν rhythm ‘n blues, έχοντας σαν ηγέτη τον κιθαρίστα Denny Laine. Η αποχώρηση του Laine (μετά το πρώτο τους album “ The magnificent moodies”) σηματοδοτεί και την αλλαγή στην στον ήχο του συγκροτήματος. Με μέλη τους: Justin Hayward (κιθάρα, πιάνο,φωνητικά), John Lodge (μπάσο, κιθάρα, φωνητικά), Mike Pinder (keyboards, Mellotron, piano, φωνητικά, αφήγηση), Ray Thomas (φλάουτο, keyboards, φωνητικά), Graeme Edge (drums, percussion, φωνητικά) οι Moody Blues (από το 1967 μέχρι και το 1969) ηχογραφούν μερικά από τα σημαντικότερα albums της δεκαετίας του ’60. Ξεκινούν με το “Days of future passed” (1967) όπου για πρώτη φορά μια συμφωνική ορχήστρα συμπράττει με ένα rock συγκρότημα και το οποίο θεωρείται το πρώτο concept album. Συνεχίζουν με το “In search of the lost chord” (1968) όπου στο συμφωνικό στοιχείο εντάσσουν τις pop συνθέσεις τους, καθώς και στοιχεία ψυχεδέλειας ή και ανατολίτικης φιλοσοφίας.
Ακολουθεί το “On the threshold of a dream” (4/1969) με τους τόνους να πέφτουν και να κυριαρχεί η μελωδία, ενώ λίγους μήνες αργότερα (11/1969) κυκλοφορεί το “To our children’s children’s children” με το οποίο επιβεβαιώνουν την τεράστια αξία τους και ολοκληρώνουν με τον καλύτερο τρόπο την πορεία τους στα 60’s. Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του “To our children’s children’s children” (12/12/1969) δίνουν μια μεγάλη συναυλία στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, έχοντας support τους Trapeze και τους Timon. Η εμφάνισή τους ικανοποίησε τόσο το κοινό, όσο και τους κριτικούς. Για παράδειγμα ο μουσικοκριτικός Jack Scott χαρακτήρισε την εμφάνισή τους «θρίαμβο της progressive pop». Αντίθετη ήταν η άποψη των ίδιων των Moody Blues, καθώς η τελειομανία τους τούς ώθησε να απορρίψουν τις ηχογραφήσεις και το υλικό «έμεινε στο συρτάρι» για εφτά χρόνια. Σε αυτό το διάστημα ηχογραφούν τρία ακόμα εξαιρετικά albums: “A question of balance” (1970), “Every good boy deserves favor” (1971) και “Seventh sojourn” (1972). Μετά την ηχογράφηση του “Seventh sojourn” οι προσωπικές τους σχέσεις είχαν φτάσει σε οριακό σημείο. Δηλώνουν ότι ο τίτλος του album συμβολίζει τη βιβλική ανάπαυση μετά την Έβδομη Ημέρα της Δημιουργίας. Με άλλα λόγια υπονοούν ότι το συγκρότημα παύει να υφίσταται. Οι Justin Hayward και John Lodge κυκλοφορούν το “Blue Jays” (που θα μπορούσε να είναι το επόμενο album των Moody Blues), o Ray Thomas κυκλοφορεί δυο αδιάφορα albums , ο Mike Pinder το μέτριο “The promise”και ο Graeme Edge σχηματίζει τους The Graeme Edge Band. Το 1977 ανακοινώνουν ότι επανασυνδέονται με την αυθεντική σύνθεση, με σκοπό να μπουν στο studio τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου για να ηχογραφήσουν νέο album. Σαν προπομπό του νέου album παίρνουν την απόφαση να κυκλοφορήσουν (τον Ιούνιο του 1977) το υλικό από τη συναυλία του Albert Hall με την προσθήκη πέντε ακυκλοφόρητων τραγουδιών. Έτσι το διπλό album ονομάζεται “Caught live + 5”. Για πρώτη φορά από την εποχή του “Days of Future Passed” δεν επιμελείται το εξώφυλλο ο Philip Travers, καθώς η εταιρεία τους (Decca Records) αποφάσισε να αναθέσει τον σχεδιασμό στην εταιρεία Hipgnosis.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Gypsy: Υπέροχο! Μου αρέσει το ίδιο με τη studio εκτέλεση (από το “To our children’s children’s children”). O ήχος από το mellotron του Pinder σε αιχμαλωτίζει. Ο ρυθμός είναι πιο γρήγορος , η φωνή του Hayward είναι άγρια και δεν μας θυμίζει τον «άγγελο που έπεσε στη Γη» όπως έχουμε συνηθίσει. Θα έλεγα ότι παίζουν ελεύθερα σαν να βρίσκονται σε ένα garage και απλά δοκιμάζουν το τραγούδι.
Sunset: Ένα από τα καλύτερα κομμάτια του “Days of Future Passed”, σε μια εκτέλεση που φαίνεται περισσότερο ψυχεδελική. Ο Pinder ακούγεται σαν να ψιθυρίζει και γενικά οι Moody Blues εμφανίζονται περισσότερο hippies από ποτέ.
Dr. Livingstone, I Presume: Ένα από τα καλύτερα κομμάτια του “In Search of the Lost Chord”, που ακούγεται πιο rock σε σχέση με το studio album, με ενισχυμένο τον ήχο των mellotrons και με τα drums του Edge να κλέβουν τις εντυπώσεις.
Never Comes the Day: Μια folk μπαλάντα, που αποκτά πιο rock ρυθμό στην εξέλιξή της, οπότε και γίνεται περισσότερο ενδιαφέρουσα. Δεν ακούγεται τόσο μελαγχολική, όσο στο “On the threshold of a dream”, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται η ευχάριστη διάθεση του κοινού.
Peak Hour: Πολύ διαφορετικό σε σύγκριση με την εκτέλεση στο “Days of Future Passed”. Ο rock ρυθμός σε ταξιδεύει και ο Graeme Edge βρίσκει την ευκαιρία για ένα σύντομο solo, λίγο πριν το ακουστικό μέρος του κομματιού. Συνεχείς εναλλαγές σε μια εντυπωσιακή εκδοχή του κομματιού.
Tuesday Afternoon: Ένα από τα καλύτερα κομμάτια του “Days of Future Passed” (και της καριέρας τους), μια μελωδία τόσο επιβλητική που, ακόμα κι αν δεν παρουσιάζεται με τον καλύτερο τρόπο, σε μαγεύει. Οι Pinder και Edge δίνουν μια νέα άγρια αίσθηση στο κομμάτι.
Are You Sitting Comfortably?: Μια μελωδική μπαλάντα με θαυμάσια φωνητικά και το ήχο από το φλάουτο του Ray Thomas να πλημμυρίζει την αίθουσα. Είναι από τα λίγα κομμάτια που προσπαθούν, χωρίς απόλυτη επιτυχία, να αναπαράγουν την ποιότητα της studio εκτέλεσης.
The Dream / Have You Heard (Part 1)/ The Voyage /Have You Heard (Part 2): Πραγματικά παράτολμο το εγχείρημα να παίξουν live αυτό το αριστούργημα από το “On the Threshold of a Dream”, καθώς ήταν σχεδόν αδύνατο να μεταφερθεί ατόφια η μαγεία του σε μια live εκτέλεση. Για παράδειγμα τα δεύτερα φωνητικά προς το τέλος του Have You Heard (Part 2) ακούγονται αταίριαστα έως γελοία. Άλλωστε ο Pinder (που τραγουδά) μπορεί να ήταν σπουδαίος μουσικός, αλλά σαν τραγουδιστής δεν ήταν το ίδιο καλός.
Nights in White Satin: Η στιγμή που φαίνεται να περίμενε ανυπόμονα το κοινό, καθώς είναι το μόνο τραγούδι στο οποίο χειροκροτούν αμέσως μόλις ξεκινά να τραγουδά ο Hayward. Σίγουρα η live εκτέλεση δεν αποδίδει τομεγαλείο του πρωτότυπου, αλλά τα φωνητικά του Hayward είναι υπέροχα. Αντίθετα ενοχλητικά ακούγονται τα δεύτερα φωνητικά, που οι ψηλές τους νότες είναι αταίριαστες.
Legend of a Mind: Διαφορετικό και πιο διασκεδαστικό από το πρωτότυπο, αλλά σίγουρα δεν πλησιάζει τη γοητεία της αυθεντικής εκτέλεσης.
Ride My See-Saw: Αν κάποιος κλέβει την παράσταση στο “Caught live + 5”, αυτός είναι ο Graeme Edge. Το Ride My See-Saw είναι καταιγιστικό από την αρχή μέχρι το τέλος. Τα drums ακούγονται τόσο γρήγορα και δυνατά, που έχεις την αίσθηση ότι ακούς πρώιμο garage punk. Σίγουρα εντελώς διαφορετικό από ό, τι έχουμε ακούσει από τους Moody Blues.
Η τέταρτη πλευρά περιλαμβάνει τα πέντε κομμάτια που αποτελούν studio outtakes και ηχογραφήθηκαν γύρω στο 1968. Το Gimme A Little Something, είναι ένα τραγούδι του John Lodge με τον Justin Hayward στα φωνητικά. Το Please Think About It είναι μια μπαλάντα, με jazz ύφος, του Mike Pinder. Πρόκειται για τραγούδι που έχει τις ρίζες του στην αρχική R&B φάση του γκρουπ. Το Long Summer Days είναι μια συμπαθητική μπαλάντα, μια τυπική σύνθεση του Justin Hayward. Το King And Queen είναι το πιο ενδιαφέρον από τα πέντε κομμάτια, καθώς ταιριάζει με τον ήχο του In Search Of The Lost Chord. Αξιόλογο και το What Am I Doing Here?, που είναι ατμοσφαιρικό, με υπέροχες φωνητικές αρμονίες.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Το Caught Live + 5 έφτασε στο Νο 26 του American chart, ενώ δεν κατάφερε να μπει στο βρετανικό (κάτι που συνέβη για πρώτη φορά μετά το ντεμπούτο τους). Την άνοιξη του 1978 κυκλοφορεί το ένατο album τους “Octave”, αλλά η αποχώρηση του Pinder (που είχε παντρευτεί στις ΗΠΑ) έδωσε την χαριστική βολή στη «χρυσή περίοδο» των Moody Blues.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ
19/1/29
ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ - Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ
Όταν σχηματίστηκαν, το 1964, οι Moody Blues δεν ήταν κάτι περισσότερο από ένα ακόμη group της «Βρετανικής εισβολής». Ξεκίνησαν να παίζουν rhythm ‘n blues, έχοντας σαν ηγέτη τον κιθαρίστα Denny Laine. Η αποχώρηση του Laine (μετά το πρώτο τους album “ The magnificent moodies”) σηματοδοτεί και την αλλαγή στην στον ήχο του συγκροτήματος. Με μέλη τους: Justin Hayward (κιθάρα, πιάνο,φωνητικά), John Lodge (μπάσο, κιθάρα, φωνητικά), Mike Pinder (keyboards, Mellotron, piano, φωνητικά, αφήγηση), Ray Thomas (φλάουτο, keyboards, φωνητικά), Graeme Edge (drums, percussion, φωνητικά) οι Moody Blues (από το 1967 μέχρι και το 1969) ηχογραφούν μερικά από τα σημαντικότερα albums της δεκαετίας του ’60. Ξεκινούν με το “Days of future passed” (1967) όπου για πρώτη φορά μια συμφωνική ορχήστρα συμπράττει με ένα rock συγκρότημα και το οποίο θεωρείται το πρώτο concept album. Συνεχίζουν με το “In search of the lost chord” (1968) όπου στο συμφωνικό στοιχείο εντάσσουν τις pop συνθέσεις τους, καθώς και στοιχεία ψυχεδέλειας ή και ανατολίτικης φιλοσοφίας.
Ακολουθεί το “On the threshold of a dream” (4/1969) με τους τόνους να πέφτουν και να κυριαρχεί η μελωδία, ενώ λίγους μήνες αργότερα (11/1969) κυκλοφορεί το “To our children’s children’s children” με το οποίο επιβεβαιώνουν την τεράστια αξία τους και ολοκληρώνουν με τον καλύτερο τρόπο την πορεία τους στα 60’s. Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του “To our children’s children’s children” (12/12/1969) δίνουν μια μεγάλη συναυλία στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, έχοντας support τους Trapeze και τους Timon. Η εμφάνισή τους ικανοποίησε τόσο το κοινό, όσο και τους κριτικούς. Για παράδειγμα ο μουσικοκριτικός Jack Scott χαρακτήρισε την εμφάνισή τους «θρίαμβο της progressive pop». Αντίθετη ήταν η άποψη των ίδιων των Moody Blues, καθώς η τελειομανία τους τούς ώθησε να απορρίψουν τις ηχογραφήσεις και το υλικό «έμεινε στο συρτάρι» για εφτά χρόνια. Σε αυτό το διάστημα ηχογραφούν τρία ακόμα εξαιρετικά albums: “A question of balance” (1970), “Every good boy deserves favor” (1971) και “Seventh sojourn” (1972). Μετά την ηχογράφηση του “Seventh sojourn” οι προσωπικές τους σχέσεις είχαν φτάσει σε οριακό σημείο. Δηλώνουν ότι ο τίτλος του album συμβολίζει τη βιβλική ανάπαυση μετά την Έβδομη Ημέρα της Δημιουργίας. Με άλλα λόγια υπονοούν ότι το συγκρότημα παύει να υφίσταται. Οι Justin Hayward και John Lodge κυκλοφορούν το “Blue Jays” (που θα μπορούσε να είναι το επόμενο album των Moody Blues), o Ray Thomas κυκλοφορεί δυο αδιάφορα albums , ο Mike Pinder το μέτριο “The promise”και ο Graeme Edge σχηματίζει τους The Graeme Edge Band. Το 1977 ανακοινώνουν ότι επανασυνδέονται με την αυθεντική σύνθεση, με σκοπό να μπουν στο studio τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου για να ηχογραφήσουν νέο album. Σαν προπομπό του νέου album παίρνουν την απόφαση να κυκλοφορήσουν (τον Ιούνιο του 1977) το υλικό από τη συναυλία του Albert Hall με την προσθήκη πέντε ακυκλοφόρητων τραγουδιών. Έτσι το διπλό album ονομάζεται “Caught live + 5”. Για πρώτη φορά από την εποχή του “Days of Future Passed” δεν επιμελείται το εξώφυλλο ο Philip Travers, καθώς η εταιρεία τους (Decca Records) αποφάσισε να αναθέσει τον σχεδιασμό στην εταιρεία Hipgnosis.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Gypsy: Υπέροχο! Μου αρέσει το ίδιο με τη studio εκτέλεση (από το “To our children’s children’s children”). O ήχος από το mellotron του Pinder σε αιχμαλωτίζει. Ο ρυθμός είναι πιο γρήγορος , η φωνή του Hayward είναι άγρια και δεν μας θυμίζει τον «άγγελο που έπεσε στη Γη» όπως έχουμε συνηθίσει. Θα έλεγα ότι παίζουν ελεύθερα σαν να βρίσκονται σε ένα garage και απλά δοκιμάζουν το τραγούδι.
Sunset: Ένα από τα καλύτερα κομμάτια του “Days of Future Passed”, σε μια εκτέλεση που φαίνεται περισσότερο ψυχεδελική. Ο Pinder ακούγεται σαν να ψιθυρίζει και γενικά οι Moody Blues εμφανίζονται περισσότερο hippies από ποτέ.
Dr. Livingstone, I Presume: Ένα από τα καλύτερα κομμάτια του “In Search of the Lost Chord”, που ακούγεται πιο rock σε σχέση με το studio album, με ενισχυμένο τον ήχο των mellotrons και με τα drums του Edge να κλέβουν τις εντυπώσεις.
Never Comes the Day: Μια folk μπαλάντα, που αποκτά πιο rock ρυθμό στην εξέλιξή της, οπότε και γίνεται περισσότερο ενδιαφέρουσα. Δεν ακούγεται τόσο μελαγχολική, όσο στο “On the threshold of a dream”, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται η ευχάριστη διάθεση του κοινού.
Peak Hour: Πολύ διαφορετικό σε σύγκριση με την εκτέλεση στο “Days of Future Passed”. Ο rock ρυθμός σε ταξιδεύει και ο Graeme Edge βρίσκει την ευκαιρία για ένα σύντομο solo, λίγο πριν το ακουστικό μέρος του κομματιού. Συνεχείς εναλλαγές σε μια εντυπωσιακή εκδοχή του κομματιού.
Tuesday Afternoon: Ένα από τα καλύτερα κομμάτια του “Days of Future Passed” (και της καριέρας τους), μια μελωδία τόσο επιβλητική που, ακόμα κι αν δεν παρουσιάζεται με τον καλύτερο τρόπο, σε μαγεύει. Οι Pinder και Edge δίνουν μια νέα άγρια αίσθηση στο κομμάτι.
Are You Sitting Comfortably?: Μια μελωδική μπαλάντα με θαυμάσια φωνητικά και το ήχο από το φλάουτο του Ray Thomas να πλημμυρίζει την αίθουσα. Είναι από τα λίγα κομμάτια που προσπαθούν, χωρίς απόλυτη επιτυχία, να αναπαράγουν την ποιότητα της studio εκτέλεσης.
The Dream / Have You Heard (Part 1)/ The Voyage /Have You Heard (Part 2): Πραγματικά παράτολμο το εγχείρημα να παίξουν live αυτό το αριστούργημα από το “On the Threshold of a Dream”, καθώς ήταν σχεδόν αδύνατο να μεταφερθεί ατόφια η μαγεία του σε μια live εκτέλεση. Για παράδειγμα τα δεύτερα φωνητικά προς το τέλος του Have You Heard (Part 2) ακούγονται αταίριαστα έως γελοία. Άλλωστε ο Pinder (που τραγουδά) μπορεί να ήταν σπουδαίος μουσικός, αλλά σαν τραγουδιστής δεν ήταν το ίδιο καλός.
Nights in White Satin: Η στιγμή που φαίνεται να περίμενε ανυπόμονα το κοινό, καθώς είναι το μόνο τραγούδι στο οποίο χειροκροτούν αμέσως μόλις ξεκινά να τραγουδά ο Hayward. Σίγουρα η live εκτέλεση δεν αποδίδει τομεγαλείο του πρωτότυπου, αλλά τα φωνητικά του Hayward είναι υπέροχα. Αντίθετα ενοχλητικά ακούγονται τα δεύτερα φωνητικά, που οι ψηλές τους νότες είναι αταίριαστες.
Legend of a Mind: Διαφορετικό και πιο διασκεδαστικό από το πρωτότυπο, αλλά σίγουρα δεν πλησιάζει τη γοητεία της αυθεντικής εκτέλεσης.
Ride My See-Saw: Αν κάποιος κλέβει την παράσταση στο “Caught live + 5”, αυτός είναι ο Graeme Edge. Το Ride My See-Saw είναι καταιγιστικό από την αρχή μέχρι το τέλος. Τα drums ακούγονται τόσο γρήγορα και δυνατά, που έχεις την αίσθηση ότι ακούς πρώιμο garage punk. Σίγουρα εντελώς διαφορετικό από ό, τι έχουμε ακούσει από τους Moody Blues.
Η τέταρτη πλευρά περιλαμβάνει τα πέντε κομμάτια που αποτελούν studio outtakes και ηχογραφήθηκαν γύρω στο 1968. Το Gimme A Little Something, είναι ένα τραγούδι του John Lodge με τον Justin Hayward στα φωνητικά. Το Please Think About It είναι μια μπαλάντα, με jazz ύφος, του Mike Pinder. Πρόκειται για τραγούδι που έχει τις ρίζες του στην αρχική R&B φάση του γκρουπ. Το Long Summer Days είναι μια συμπαθητική μπαλάντα, μια τυπική σύνθεση του Justin Hayward. Το King And Queen είναι το πιο ενδιαφέρον από τα πέντε κομμάτια, καθώς ταιριάζει με τον ήχο του In Search Of The Lost Chord. Αξιόλογο και το What Am I Doing Here?, που είναι ατμοσφαιρικό, με υπέροχες φωνητικές αρμονίες.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Το Caught Live + 5 έφτασε στο Νο 26 του American chart, ενώ δεν κατάφερε να μπει στο βρετανικό (κάτι που συνέβη για πρώτη φορά μετά το ντεμπούτο τους). Την άνοιξη του 1978 κυκλοφορεί το ένατο album τους “Octave”, αλλά η αποχώρηση του Pinder (που είχε παντρευτεί στις ΗΠΑ) έδωσε την χαριστική βολή στη «χρυσή περίοδο» των Moody Blues.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ
19/1/29
Δημοσίευση σχολίου