Μπορεί να σάς κάνει εντύπωση που ένα site σαν το Rockmachine.gr που ασχολείται αποκλειστικά με το κλασικό rock κι ότι απορρέει από αυτό, παρουσιάζει ένα αφιέρωμα σε μια τόσο ξεχωριστή δισκογραφική εταιρεία, όπως τη γερμανική ECM (Edition of Contemporary Music).
Το άρθρο που ακολουθεί, γράφτηκε επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την ίδρυση στο Μόναχο το 1969 από τους Manfred Eicher και Karl Egger, μιας μοναδικής δισκογραφικής εταιρείας που συνδύασε το όνομά της με υψηλή αισθητική τόσο της μουσικής όσο και των εξωφύλλων της. Δημιούργησε ένα μουσικό μύθο γύρω από το όνομα της που μόνο με τον αντίστοιχο μύθο της Motown Records μπορεί να συγκριθεί. Δεν είναι τυχαίο που ο ήχος της χαρακτηρίστηκε ως “ο καλύτερος μετά τη σιωπή”! Ο αρχικός προσανατολισμός ήταν η jazz και κάθε έκφρασή της αλλά με την πάροδο των χρόνων επεκτάθηκε στην κλασική μουσική, new age, ηλεκτρονική και world music.
Η επιτυχία της βασίστηκε στην ιδιαιτερότητα της μουσικής προσέγγισης, στην εξαιρετική ποιότητα των ηχογραφήσεων, στην προσωπική επίβλεψη από τον ίδιο τους ίδιους τους ιδιοκτήτες και στη ξεχωριστή αισθητική των εξωφύλλων.
Ο πρώτος δίσκος που κυκλοφόρησε ήταν το άλμπουμ του Αμερικάνου τζαζίστα Mal Waldron με τίτλο Free at Last το 1969 κι έκτοτε ακολούθησε μια σειρά δίσκων με διαφορετική μουσική jazz αντίληψη που αμέσως κινητοποίησε το αντίστοιχο κοινό. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη ECM υπέγραψαν καλλιτέχνες που οι δουλειές τους είχαν απορριφθεί από άλλες δισκογραφικές εταιρείες. Χρόνο με χρόνο, με προσεκτικές επιλογές κυκλοφοριών αλλά και προσωπική εμπλοκή των managers της εταιρείας σε όλα τα στάδια παραγωγής, κάτι που άλλες εταιρείες αποφεύγουν, έκτισε ένα από τα πλέον ισχυρά brand names στην παγκόσμια δισκογραφία με πλέον των 1600 κυκλοφοριών.
Η εμφάνισή της συνέπεσε χρονικά με την σταδιακή τεχνολογική άνοδο των HI FI μηχανημάτων, όπως turntables (πικ απ) και των συνοδευτικών μηχανημάτων (ενισχυτών, ηχεία, προενισχυτών, ποιοτικότερα καλώδια). Έτσι η εξαιρετική ποιότητα ηχογράφησης, υπήρξαν σημείο αναφοράς για πολλά χρόνια, μια τακτική που συνεχίστηκε και στην ψηφιακή τεχνολογία του cd. Η ECM όπως όλες οι δισκογραφικές εταιρείες, δέχτηκε σοβαρό πλήγμα από τα streaming αφού είχε επενδύσει τη φήμη της στην ποιότητα των ηχογραφήσεων. Και δεν είναι απλά η παρουσία του streaming αλλά η εξαφάνιση (σχεδόν) των καταστημάτων δίσκων!
Εκτός της εξαιρετικής ποιότητας των ηχογραφήσεων για τις οποίες η ECM έγινε ονομαστή, εξ ίσου σημαντικό ήταν το artwork των εξωφύλλων της που χαρακτηρίστηκαν από την απλότητα και τον αφαιρετισμό τους. Γι αυτό έχουν κυκλοφορήσει 2 βιβλία (Sleeves of Desire και Windfall Light) με τα καλύτερα εξώφυλλα στην ιστορία της εταιρείας. Αυτή η απλότητα φαίνεται και στο λογότυπο της εταιρείας!
Η ECM επεκτάθηκε και σε soundtracks αφού ο συνιδρυτής της Manfred Eicher είναι σινεφίλ κι ο ίδιος έχει σκηνοθετήσει ταινίες, όπως τη μεταφορά του έργου Holozan του Max Frisch (19900. Η ECM κυκλοφόρησε soundtracks όπως The Return (2003) του Andrey Zvyagintsev, Nouvelle Vague (ECM NewSeries 1600-01) και Histoire(s) du cinéma (ECM NewSeries 1706) του Jean-Luc Godard. Από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες που ηχογράφησαν για την ECM, είναι οι Keith Jarrett, Paul Bley, Jan Garbarek, Chick Corea, Gary Burton, the Art Ensemble of Chicago, Pat Metheny, Arvo Part, Carla Bley κ.α. ενώ υπάρχουν και πολλοί Έλληνες που είδαν κι άκουσαν τις δουλείες τους να κυκλοφορούν με την ετικέτα της. Γνωστά ονόματα όπως οι Μαρία Φαραντούρη, Σαβίνα Γιαννάτου & Primavera en Salonico, Λεωνίδας Καβάκος, Κώστας Θεοδώρου. Βασίλης Τσαμπρόπουλος, Σωκράτης Σινόπουλος, Κωνσταντίνα Γουρζή και φυσικά Ελένη Καραίνδρου, που υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα μουσικός που συνεργάστηκε με την ECM. Η πιο πρόσφατη ελληνική κυκλοφορία την ECM είναι το άλμπουμ της Μαρίας Φαραντούρη Beyond the Borders αλλά και τα Τous des Oiseaux της Ελένης Καραίνδρου και Metamodal του Σωκράτη Σινόπουλου και του Κουαρτέτου του.
Η επέτειος των 50 χρόνων αποτελεί και την αφορμή για την κυκλοφορία 50 χαρακτηριστικών εκδόσεων σε μειωμένη τιμή για όλους τους μήνες του φθινοπώρου από τον πλούσιο κατάλογο της ECM με πρώτο το ιστορικό πλέον άλμπουμ του Mal Waldron, Free at Last.
ΑΛΈΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ
5/11/19
Το άρθρο που ακολουθεί, γράφτηκε επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την ίδρυση στο Μόναχο το 1969 από τους Manfred Eicher και Karl Egger, μιας μοναδικής δισκογραφικής εταιρείας που συνδύασε το όνομά της με υψηλή αισθητική τόσο της μουσικής όσο και των εξωφύλλων της. Δημιούργησε ένα μουσικό μύθο γύρω από το όνομα της που μόνο με τον αντίστοιχο μύθο της Motown Records μπορεί να συγκριθεί. Δεν είναι τυχαίο που ο ήχος της χαρακτηρίστηκε ως “ο καλύτερος μετά τη σιωπή”! Ο αρχικός προσανατολισμός ήταν η jazz και κάθε έκφρασή της αλλά με την πάροδο των χρόνων επεκτάθηκε στην κλασική μουσική, new age, ηλεκτρονική και world music.
Η επιτυχία της βασίστηκε στην ιδιαιτερότητα της μουσικής προσέγγισης, στην εξαιρετική ποιότητα των ηχογραφήσεων, στην προσωπική επίβλεψη από τον ίδιο τους ίδιους τους ιδιοκτήτες και στη ξεχωριστή αισθητική των εξωφύλλων.
Ο πρώτος δίσκος που κυκλοφόρησε ήταν το άλμπουμ του Αμερικάνου τζαζίστα Mal Waldron με τίτλο Free at Last το 1969 κι έκτοτε ακολούθησε μια σειρά δίσκων με διαφορετική μουσική jazz αντίληψη που αμέσως κινητοποίησε το αντίστοιχο κοινό. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη ECM υπέγραψαν καλλιτέχνες που οι δουλειές τους είχαν απορριφθεί από άλλες δισκογραφικές εταιρείες. Χρόνο με χρόνο, με προσεκτικές επιλογές κυκλοφοριών αλλά και προσωπική εμπλοκή των managers της εταιρείας σε όλα τα στάδια παραγωγής, κάτι που άλλες εταιρείες αποφεύγουν, έκτισε ένα από τα πλέον ισχυρά brand names στην παγκόσμια δισκογραφία με πλέον των 1600 κυκλοφοριών.
Η εμφάνισή της συνέπεσε χρονικά με την σταδιακή τεχνολογική άνοδο των HI FI μηχανημάτων, όπως turntables (πικ απ) και των συνοδευτικών μηχανημάτων (ενισχυτών, ηχεία, προενισχυτών, ποιοτικότερα καλώδια). Έτσι η εξαιρετική ποιότητα ηχογράφησης, υπήρξαν σημείο αναφοράς για πολλά χρόνια, μια τακτική που συνεχίστηκε και στην ψηφιακή τεχνολογία του cd. Η ECM όπως όλες οι δισκογραφικές εταιρείες, δέχτηκε σοβαρό πλήγμα από τα streaming αφού είχε επενδύσει τη φήμη της στην ποιότητα των ηχογραφήσεων. Και δεν είναι απλά η παρουσία του streaming αλλά η εξαφάνιση (σχεδόν) των καταστημάτων δίσκων!
Εκτός της εξαιρετικής ποιότητας των ηχογραφήσεων για τις οποίες η ECM έγινε ονομαστή, εξ ίσου σημαντικό ήταν το artwork των εξωφύλλων της που χαρακτηρίστηκαν από την απλότητα και τον αφαιρετισμό τους. Γι αυτό έχουν κυκλοφορήσει 2 βιβλία (Sleeves of Desire και Windfall Light) με τα καλύτερα εξώφυλλα στην ιστορία της εταιρείας. Αυτή η απλότητα φαίνεται και στο λογότυπο της εταιρείας!
Η ECM επεκτάθηκε και σε soundtracks αφού ο συνιδρυτής της Manfred Eicher είναι σινεφίλ κι ο ίδιος έχει σκηνοθετήσει ταινίες, όπως τη μεταφορά του έργου Holozan του Max Frisch (19900. Η ECM κυκλοφόρησε soundtracks όπως The Return (2003) του Andrey Zvyagintsev, Nouvelle Vague (ECM NewSeries 1600-01) και Histoire(s) du cinéma (ECM NewSeries 1706) του Jean-Luc Godard. Από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες που ηχογράφησαν για την ECM, είναι οι Keith Jarrett, Paul Bley, Jan Garbarek, Chick Corea, Gary Burton, the Art Ensemble of Chicago, Pat Metheny, Arvo Part, Carla Bley κ.α. ενώ υπάρχουν και πολλοί Έλληνες που είδαν κι άκουσαν τις δουλείες τους να κυκλοφορούν με την ετικέτα της. Γνωστά ονόματα όπως οι Μαρία Φαραντούρη, Σαβίνα Γιαννάτου & Primavera en Salonico, Λεωνίδας Καβάκος, Κώστας Θεοδώρου. Βασίλης Τσαμπρόπουλος, Σωκράτης Σινόπουλος, Κωνσταντίνα Γουρζή και φυσικά Ελένη Καραίνδρου, που υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα μουσικός που συνεργάστηκε με την ECM. Η πιο πρόσφατη ελληνική κυκλοφορία την ECM είναι το άλμπουμ της Μαρίας Φαραντούρη Beyond the Borders αλλά και τα Τous des Oiseaux της Ελένης Καραίνδρου και Metamodal του Σωκράτη Σινόπουλου και του Κουαρτέτου του.
Η επέτειος των 50 χρόνων αποτελεί και την αφορμή για την κυκλοφορία 50 χαρακτηριστικών εκδόσεων σε μειωμένη τιμή για όλους τους μήνες του φθινοπώρου από τον πλούσιο κατάλογο της ECM με πρώτο το ιστορικό πλέον άλμπουμ του Mal Waldron, Free at Last.
ΑΛΈΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ
5/11/19
Δημοσίευση σχολίου