Σχηματίστηκαν στη Νέα Υόρκη το 1987, όχι από πρωτάρηδες πιτσιρικάδες, αλλά από μουσικούς που είχαν ήδη πείρα στο χώρο. Η ψυχή της μπάντας, Kip Winger, είχε συμμετοχή ως μπασίστας (και backing vocals), στα άλμπουμ του Alice Cooper, “Constrictor” (1986) και “Raise your fist and yell” (1987)”, τα οποία προηγήθηκαν του υπερεπιτυχημένου “Trash” (1989). Στο “Raise…” μάλιστα, ο Kip Winger είχε συμμετάσχει και στην σύνθεση τεσσάρων κομματιών. Επιπλέον, είχε συνεργαστεί και με τον γνωστό παραγωγό Beau Hill , παίζοντας μπάσο και κάνοντας φωνητικά σε κάποιες από τις δουλειές του. Να σημειωθεί ότι ο Winger ,σπούδαζε από τα 16 του κλασική μουσική και σύνθεση, τόσο στην πατρίδα του, το Denver του Colorado, όσο και στη Νέα Υόρκη, όπου μετακόμισε αργότερα γι’ αυτόν το σκοπό.
Ο κιθαρίστας Reb Beach (κιθαρίστας και των Whitesnake από το 2008) συμμετείχε στη μπάντα της Fiona Flanagan (γνωστή τραγουδίστρια, συνθέτης, ηθοποιός, και φαντασίωση αρκετών μεταλλάδων των ‘80s), όπου σε κάποια περιοδεία τους με τον Alice Cooper, γνωρίστηκε με τον Kip Winger και έτσι άρχισε η συνεργασία τους. Τέλος, ο ντράμερ Rod Morgenstein συμμετείχε πριν τους Winger στους Dixie Dreggs και στην μπάντα του Steve Morse (νυν κιθαρίστα των Deep Purple), ενώ ο πληκτράς και ενίοτε δεύτερος κιθαρίστας Paul Taylor είχε παίξει και αυτός στο “Raise your fist and yell” του Alice Cooper.
Winger, Beach, Taylor και Morgenstein, σχημάτισαν το 1987 το συγκρότημα Sahara, το οποίο μετά από πρόταση/προτροπή του Alice Cooper μετονομάστηκε σε Winger.
Winger (1988)
Τον επόμενο χρόνο (1988) και με παραγωγό τον Beau Hill, κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, το – τυπικά – ομώνυμο, “Winger”. Και γράφω “τυπικά”, γιατί κάτω δεξιά στο εξώφυλλό του, φαίνεται, αχνά μεν αλλά καθαρά, η λέξη “Sahara”, το αρχικό, όπως προαναφέρθηκε, όνομα του συγκροτήματος.
To άλμπουμ έγινε άμεση επιτυχία, εντυπωσιάζοντας το κοινό με την μουσική του ποιότητα και ποικιλία , που κυμαινόταν από ευκολομνημόνευτα, ραδιοφωνικά hits, μέχρι πιο βαριά και περισσότερο πολύπλοκα τραγούδια, με φοβερά riffs και solos από τον Reb Beach και με πολύ ωραία φωνητικά από τον Kip Winger, τα οποία τον κατατάσσουν σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές του είδους. Τα κομμάτια είναι συνθέσεις των Winger/Beach, με συμμετοχή σε 2-3 των Hill και Taylor.
Το “Winger”, στα πρώτα ακούσματα και αν επικεντρωθεί κάποιος μόνο στα hit-singles που έβγαλε, δίνει την εντύπωση ενός τυπικού glam metal/melodic hard rock άλμπουμ της εποχής, με τα πιασάρικα, εμπορικά του κομμάτια, τα χαρακτηριστικά ρεφραίν, τις μπαλάντες του και τους ανάλαφρους, ερωτικούς αλλά και με πονηρά υπονοούμενα στίχους του. Όταν περάσει όμως κανείς την επιφάνεια των 4-5 κομματιών-επιτυχιών και δεν είναι φυσικά τουρίστας ακροατής του είδους, μπορεί να διακρίνει εδώ και εκεί τις progressive πινελιές του άλμπουμ, καρπούς της κλασικής μουσικής παιδείας του Kip Winger. Τα progressive αυτά στοιχεία είναι περιορισμένα στο ντεμπούτο – κάτι το απόλυτα φυσιολογικό για την εποχή που βγήκε το άλμπουμ και το τί επικρατούσε στη σκηνή – αλλά γίνονται πολύ πιο ευδιάκριτα, όπως θα δούμε, στο δεύτερο άλμπουμ.
Στα τραγούδια τώρα, άμεσα ξεχωρίζουν οι κλασικές επιτυχίες “Madalaine”, “Hungry” (με την λίγων δευτερολέπτων εισαγωγή με κλασική ενορχήστρωση – δείγμα των στοιχείων που προανέφερα), το “Seventeen” με τους cheesy στίχους και οι δυο μπαλάντες, “Headed for a Heartbreak” και “Without the Night”, οι οποίες διαφέρουν από το στυλ της μπαλάντας που έγραφαν άλλα συγκροτήματα του είδους, δείγμα και αυτό της ιδιαίτερης μουσικής κατάρτισης του Kip Winger.
Από εκεί και μετά υπάρχει η δεύτερη – αλλά σε καμία περίπτωση κατώτερη – ομάδα τραγουδιών, όπου ξεχωρίζει το πολύ καλό “Time to Surrender”, ένα καθαρά metal και πιο «σοβαρό» κομμάτι σε σχέση με τα προαναφερόμενα, με στιβαρό riffing και ωραία κιθαριστικά γεμίσματα σε όλη τη διάρκειά του, ένα φωνητικό γύρισμα α-λα Robert Plant μετά το δεύτερο κουπλέ και μελωδικότατο σόλο από τον μάστορα Reb Beach. Ακολουθούν το “State of Emergency”, ένα μελωδικό κομμάτι, με τα πλήκτρα να το πλαισιώνουν σε όλη του τη διάρκεια, και το “Hanging on”, όπου ξεχωρίζει πάλι η κιθάρα του Reb Beach, ιδίως όταν αλλάζει τόνο το τραγούδι και μπαίνει το σόλο. Και στα δυο αυτά τραγούδια άξιζε μεγαλύτερη αναγνώριση, αλλά, δυστυχώς, οι περισσότεροι ακροατές έμεναν – και μένουν – σε αυτά που πρόβαλε το MTV ή έπαιζαν οι σταθμοί.
Τέλος, στο άλμπουμ υπάρχουν ακόμα το “Poison Angel”,ένα καλό, τυπικό, γρήγορο κομμάτι, που στα κουπλέ θυμίζει και λίγο KISS των 70s και το “Purple Haze” ,διασκευή από Hendrix, το οποίο είναι μάλλον αδιάφορό και θα μπορoύσε στη θέση του να υπάρχει το “Higher and higher”, b side του single “Madalaine”, το οποίο υπάρχει σαν bonus track στο CD format του άλμπουμ.
Το πολύ καλό “Winger” χάρισε στο συγκρότημα την θέση 21 στο Billboard, περίπου 1.500.000 εκατομμύριο πωλήσεις μόνο στις ΗΠΑ (πλατινένιο) και μια σχεδόν 13μηνη περιοδεία το διάστημα 1988-1989 σε ΗΠΑ και λίγο Ιαπωνία.
IN THE HEART OF THE NIGHT (1990)
Το 1990, οι WINGER επέστρεψαν δριμύτεροι με το δεύτερο άλμπουμ τους “In the heart of the young” με coach/παραγωγό πάλι τον Beau Hill.
To άλμπουμ είναι ακόμα καλύτερο από το πρώτο και με μεγαλύτερη ποικιλία, καθώς υπάρχουν σ’ αυτό τα αναμενόμενα εμπορικά, ραδιοφωνικά, pop-metal κομμάτια με τους γνωστούς - και ως ένα βαθμό – τετριμμένους ερωτικούς/σεξουαλικούς/προκλητικούς στίχους αλλά και κομμάτια με progressive rock στοιχεία και ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στην ενορχήστρωση. Αυτά όμως, όπως ανέφερα και στην περίπτωση του ντεμπούτου, θα τα ανακαλύψει ο πιο συνειδητοποιημένος και έμπειρός στον σκληρό ήχο ακροατής και όχι ο επιφανειακός που θα σταθεί απλά στα hit-singles.
Πέρα από τον Kip Winger, ξεχωρίζει για ακόμα μια φορά ο Reb Beach με τις ιδιαίτερες μελωδίες του και το tapping στυλ που χρησιμοποιεί, αλλά και ο ντράμερ Morgenstein με την τεχνική του, που συνδυάζει heavy drumming με progressive περάσματα. Η ικανότητα των δυο μουσικών φαίνεται ιδιαίτερα σε κάποια σημεία ορισμένων κομματιών – κυρίως στο τελείωμα – όπου δίνεται κάποιος χρόνος για τζαμάρισμα.
Όσον αφορά το περιεχόμενο του δίσκου, είναι κοινά αποδεκτό ότι το πρώτο τραγούδι που έρχεται στο μυαλό όταν μιλάμε για το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι η φοβερή power μπαλάντα “Miles Away”(N 12 Αμερική), μια σύνθεση αποκλειστικά του πληκτρά Paul Taylor και κομμάτι που έμπαινε οπωσδήποτε εκείνη την εποχή σε κάθε σωστή κασετοεπιλογή με hard rock μπαλάντες. Στίχοι για χωρισμό, ωραίο βίντεο και φυσικά, ένα από τα singles του άλμπουμ.
Εκτός του “Miles away”, πασίγνωστες επιτυχίες του δίσκου είναι τα “Can’t get enuff” και “Easy come easy go”, τα άλλα δυο singles του άλμπουμ, αλλά και το “Loosen up”. Και τα τρία είναι μέσης ταχύτητας, ρυθμικά κομμάτια, ιδανικά για να ανεβάζουν τη διάθεση στις συναυλίες και στα club. Τα “Can’t get..” και “Easy come…” , μάλιστα, γράφτηκαν μετά την παρουσίαση, για έγκριση, του άλμπουμ στην Atlantic records, καθώς η τελευταία έκρινε ότι υπήρχε έλλειψη σε τραγούδια που θα μπορούσαν να πλασαριστούν για hit singles και ζήτησε να γραφτούν ένα-δυο επιπλέον (για όσους θυμούνται, είναι παρόμοια περίπτωση με την ιστορία του τραγουδιού Cherry Pie των Warrant).
Εκεί όμως που φαίνονται τα progressive στοιχεία και τί πραγματικά ήθελε να γράψει ο Kip Winger, είναι, κυρίως, σε τέσσερα τραγούδια. Πρώτο από αυτά το “Rainbow in the rose”, ένα κομμάτι που ξεφεύγει από τα κλισέ του είδους, με αρκετές αλλαγές τονικότητας, ωραίες μελωδίες στην κιθάρα και στα πλήκτρα που γεμίζουν όλο το κομμάτι και με ένα progressive τζαμάρισμα που το κλείνει. Στα χνάρια του “Rainbow…” και το “In the day we’ll never see” , με ατμοσφαιρική εισαγωγή και δυναμικό μπάσιμο, με την κιθάρα του Beach να σολάρει τη μελωδία του ρεφραίν. Την progressive ενότητα συμπληρώνουν τα “You are the saint, I am the sinner” και το title song, “In the heart of the young”.
Στο άλμπουμ υπάρχει, τέλος, μια ακόμα μπαλάντα, το “Under one condition”, αρκετά διαφορετικού στυλ από το “Miles Away”, η οποία, μελλοντικά, θα εμφανιστεί και σε κάποιο προσωπικό άλμπουμ του Kip Winger, το up tempo και αρκετά ναζιάρικο “Dirty little blonde” και τέλος το “Baptized by fire”, σε κάποια στιγμή του οποίου ο Kip Winger rapάρει. Λέγεται, μάλιστα, ότι ήθελε τον raper, Tone Loc να τραγουδήσει αυτό το σημείο, αλλά δεν ευοδώθηκε η συνεργασία.
Το “In the heart of the young” πήγε κι αυτό πολύ καλά, έπιασε τη θέση 15 στο Billboard, έγινε πλατινένιο και οδήγησε σε περιοδεία 13 -14 μηνών σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία.
Τα δύο πρώτα, άκρως επιτυχημένα άλμπουμ των Winger, έφτασαν για να τους κατατάξουν – δικαίως - στο Champion’s League του αμερικάνικου μελωδικού hard rock και να πλασάρουν και τον Kip Winger ως sex symbol για να λιώνουν τα κοριτσάκια εκείνη την εποχή (στις ΗΠΑ πάντα).
Από την άλλη βέβαια, οι Winger – και κυρίως ο Kip Winger - αποτέλεσαν και το συγκρότημα το οποίο σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της αρνητικής κριτικής και ειρωνείας των οπαδών του καθαρόαιμου heavy metal (και thrash metal τότε) για την σκηνή του glam/sleaze και ό, τι εκείνη εκπροσωπούσε.
Η ειρωνεία, μάλιστα, και το κράξιμο εναντίον τους, ενισχύθηκε ιδιαίτερα και από την γνωστή σειρά κινουμένων σχεδίων “Beavis and Butthead”, όπου οι αλητήριοι πρωταγωνιστές - οι οποίοι φορούσαν, ο ένας μπλουζάκι Metallica (Beavis) και ο άλλος AC/DC (Butthead) - , ανάμεσα στις διάφορες καφρίλες που έκαναν, έκραζαν και τον βλάκα/φλώρο/ποζέρι της γειτονιάς τους, Stewart, ο οποίος παρουσιαζόταν με μπλουζάκι Winger.
Επιπλέον, το χεράκι τους έβαλαν και οι Metallica ,όπου στο video του “Nothing else matters”, εμφανίζεται σε μια σκηνή ο Lard Ulrich να πετάει βελάκια σε ένα poster του Kip Winger (διαβάστε εδώ το Rock incident 48 κι όλη την ιστορία του περιστατικου). Στη συνέχεια , βέβαια, οι Metallica έλαβαν την πληρωμένη απάντηση από τον Kip Winger ο οποίος δήλωσε ότι «αυτά που παίζουν οι Metallica εμείς μπορούμε να τα παίξουμε με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη», ατάκα που, αν παραβλέψεις την υπερβολή που περιέχει, στην ουσία εκφράζει απόλυτα τη διαφορά συνθετικού και εκτελεστικού επιπέδου (και όχι την εμπορική διάσταση) μεταξύ των δυο συγκροτημάτων.
PULL (1993) ΚΑΙ ΜΕΤΑ
Θα χρειαζόταν άλλο τόσο κείμενο για να αναφέρω τι έκαναν μετά τα δυο πρώτα άλμπουμ τους οι Winger. Το γεγονός πάντως είναι ότι η έλευση και κυριαρχία του grunge και η συνακόλουθη κατάρρευση του μελωδικού hard rock ήχου, αποτέλεσαν για τον Kip Winger την ευκαιρία να δείξει τις πραγματικές του μουσικές δυνατότητες αλλά και την μουσική του ιδιοφυία.
Η αρχή έγινε με την κυκλοφορία του τρίτου άλμπουμ τους, “Pull”, το 1993. Εδώ πλέον έχουμε έναν τελείως διαφορετικό ήχο από τα δύο πρώτα άλμπουμ, πιο βαρύ, πιο progressive, πιο επιθετικό, με αρκετούς κοινωνικοπολιτικούς στίχους και φυσικά λιγότερο εμπορικό και “ραδιοφωνικό”. Για μεγάλη μερίδα μάλιστα των πιστών οπαδών, θεωρείται ως το καλύτερο άλμπουμ τους και δεν θα διαφωνήσω ιδιαίτερα, κρίνοντας πάντα βάσει της ποιότητας των συνθέσεων και όχι της εμπορικής απήχησης. Πάντως το άλμπουμ κατάφερε να γίνει χρυσό και δίκαια, καθώς περιέχει πολύ καλά τραγούδια. Πιο γνωστά, το κλασικό “Down Incognito” με τη χαρακτηριστική φυσαρμόνικα, το “Blind Revolution Mad” και το “Spell I’m under”. Επίσης, πολύ καλά τραγούδια είναι και τα “In for the Kill”, “No Man’s Land” και το ιδιαίτερα progressive , “Junkyard dog (Tears on Stone)”. Γενικά είναι ένα άλμπουμ που, όσο το ακούς, τόσο περισσότερο σε κερδίζει. Να σημειωθεί, τέλος, ότι πριν την ηχογράφησή του αποχώρησε και ο κημπορντίστας Paul Taylor αφήνοντας το συγκρότημα ως τρίο.
Μετά την περιοδεία για το “Pull”, η οποία περιλάμβανε μόνο 32 εμφανίσεις, ο Kip Winger, βλέποντας τη “νέα τάξη πραγμάτων”, έβαλε το συγκρότημα στον πάγο, μετακόμισε στο Νέο Μεξικό – και αργότερα στο Nashville - και αφοσιώθηκε στην προσωπική του καριέρα.
Από το 1996 έως το 2010 έβγαλε μια σειρά από άλμπουμ ως Kip Winger , τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με glam ή μελωδικό hard rock. O ήχος τείνει περισσότερο στο soft/progressive rock, με αρκετά ambient αλλά και συμφωνικά στοιχεία και ένα χαρακτήρα ιδιαίτερα εσωστρεφή. Αποτελούν ιδιαίτερα ακούσματα που πιθανόν θα ξενίσουν όσους νομίζουν ότι ο ήχος τους φέρνει προς τα δυο κλασικά πρώτα άλμπουμ των Winger.
To “Ghosts – Suite No 1” του 2010 ιδίως, είναι, ουσιαστικά, κλασική μουσική γραμμένη για μπαλέτο, όπως και η τελευταία του προσωπική δουλειά, “Conversations with Nijinsky”, που ηχογραφήθηκε από την San Francisco Ballet Orchestra και για την οποία προτάθηκε για Grammy – στην αντίστοιχη κατηγορία.
Μεταξύ των προσωπικών του άλμπουμ, ο Kip, το 2006 έβαλε μπροστά πάλι τους Winger, με την ίδια σύνθεση (Winger, Beach, Morgenstein) συν τον John Roth ως δεύτερο κιθαρίστα, κυκλοφορώντας το άλμπουμ “IV”, ένα ουσιαστικά progressive άλμπουμ που θέλει αρκετά ακούσματα για να το χωνέψεις και που στο τέλος σε εντυπωσιάζει.
Μετά το “IV” οι κυκλοφόρησαν άλλα δυο άλμπουμ, το “Karma” το 2009 και το “Better days comin’” το 2014, σε καθαρό hard rock /metal ύφος με αρκετές blues επιρροές. Δύο επίσης πάρα πολύ καλά άλμπουμ που αξίζουν και να τα ακούσετε αλλά και να τα αποκτήσετε.
Επιπλέον, το 2009, ο Kip Winger (μπάσο, φωνή) μαζί με τον αδερφό του Nate (Τύμπανα, φωνητικά) και τον παιδικό του φίλο Peter Fletcher (κιθάρες) ξαναζωντάνεψαν το γκρουπ που είχαν ως έφηβοι στην πατρίδα τους, το Denver του Colorado, τους Blackwood Creek και κυκλοφόρησαν το ομώνυμο άλμπουμ, μια πολύ καλή δουλειά με rock/hard rock και seventies retro αισθητική που επίσης αξίζει να ακούσετε.
Οι Winger υφίστανται ακόμα ως συγκρότημα, απλά βγάζουν πλέον άλμπουμ πιο χαλαρά, σε πιο κλασικές rock/hard rock φόρμες πλέον, όπως έγραψα και προηγουμένως και όποτε βρουν χρόνο μεταξύ των διάφορων προσωπικών τους μουσικών ασχολιών και δεσμεύσεων.
Όσον αφορά τον Kip Winger σαν μονάδα, είναι από τους ελάχιστους εκπροσώπους του πάλαι ποτέ κραταιού αμερικάνικου μελωδικού hard rock που δεν κατέληξε στις μέρες μας καρικατούρα του τότε εαυτού του αλλά αντίθετα παρέμεινε αξιοπρεπής, ακολούθησε τον δικό του διαφορετικό και μοναχικό δρόμο, απελευθερωμένος πλέον από τις δεσμεύσεις δισκογραφικών εταιριών και της εκάστοτε μόδας. Συνειδητοποίησε νωρίς πως η λάμψη της δεκαετίας του ’80 πέρασε ανεπιστρεπτί και κινήθηκε σε άλλους μουσικούς δρόμους προσπαθώντας να εκπληρώσει τις προσωπικές του μουσικές αναζητήσεις. Μπορεί κάποιες δουλειές του να είναι μακριά από το hard rocκ ύφος αλλά είναι απόλυτα σεβαστός για αυτό που κάνει και - αντικειμενικά – το κάνει καλά. Ένας πραγματικός καλλιτέχνης που άργησε αλλά τελικά έλαβε, έστω και αργά την αναγνώριση που του άξιζει.
TRIVIA
- Στα πλαίσια της περιοδείας τους για το “In the heart of the young”, την 29/11/1990 εμφανίστηκαν και στον Πειραιά, στο ΣΕΦ, ως support σχήμα στην πρώτη εμφάνιση των SCORPIONS επί ελληνικού εδάφους (περιοδεία για το άλμπουμ τους Crazy World). Στη συγκεκριμένη συναυλία είχα παραβρεθεί, αλλά δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία στους Winger, αφενός επειδή όλοι περιμέναμε διακαώς να δούμε τους Scorpions, αφετέρου επειδή έκραζα και εγώ τέτοια σχήματα τότε (ναι, το παραδέχομαι!), θύμα της γνωστής αρνητικής προπαγάνδας του εγχώριου metal «καθεστώτος».
- Εκτός της παραπάνω πρώτης εμφάνισης, έχουν έρθει άλλες δυο φορές στην Ελλάδα. Πρώτη στις 19 και 20/10 του 2006 για δυο εμφανίσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και δεύτερη φορά στις 30/11, 1/12 και 23/12 για τρεις εμφανίσεις σε Ιωάννινα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ενώ ο Kip Winger ως σόλο καλλιτέχνης έχει εμφανιστεί 10(!) φορές ενώπιον του ελληνικού κοινού, τις περισσότερες φορές προσκεκλημένος του καλού του φίλου Γιώργου Γάκη, γνωστού από τους George Gakis & the Troublemakers στους οποίους έχει κάνει και παραγωγή.
- Το 1996 η πρώτη σύζυγος του Kip Winger σκοτώθηκε σε τροχαίο. Το τραγικό αυτό γεγονός είχε την επιρροή του στην εσωστρέφεια κυρίως του πρώτου προσωπικού του άλμπουμ.
- Το 2009, o Kip Winger έλαβε τιμητική πλακέτα από τον στρατό των ΗΠΑ για το κομμάτι “Blue Suede Shoes” από το άλμπουμ IV. To τραγούδι αυτό, όπως και 3-4 άλλα από το συγκεκριμένο άλμπουμ, αναφέρονται σε εμπειρίες και βιώματα στρατιωτών των ΗΠΑ, που υπηρέτησαν σε επιχειρήσεις, κυρίως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Ολόκληρο το άλμπουμ IV είναι αφιερωμένο σ ’αυτούς.
Χρήστος Ζερβός
24/7/19/
Η αναφορα στο κραξιμο του τοτε και η παραδοχη του, ειναι προς τιμη σου γιατι οι περισσοτεροι που τοτε εκραζαν σημερα εχουν αμνησια και οχι μονο αυτο σημερα το παιζουν και ειδημονες της πιο 'μελωδικης ' rock πλευρας και φυσικα αφηνουν τους εχοντες καποια μνημη με το στομα ανοιχτο .
ΑπάντησηΔιαγραφήΠου να ηξερα οταν τους ελεγα τοτε 'θελετε δεν θελετε καποια στιγμη θα το γυρισετε στο AOR ' πιο πολυ για να τους πειραξω ,οτι θα εκανα τοσο ευστοχη προβλεψη .
Το μονο που δεν ειδαμε ακομα ειναι κανα banner να διαφημιζει AOR αφιερωμα ο Χαρης Warlord Πρασουλας και να μας κανει και μαθηματα .
*Προσοχη η αναφορα του ονοματος δεν αφορα την 'ποιοτητα ' του ανθρωπου που δεν τον ξερω , ουτως η αλλως οτι λεμε δεν εχει ηθικη βαρυτητα τουλαχιστον τις περισσοτερες φορες .Απλα αναφερουμε καποιο ατομο γνωστης μουσικης αποψης σαν παραδειγμα τιποτε παραπανω .Θα μπορουσε να ειναι καποιος δηλωμενος fan των cure π.χ
Τωρα για τον Kip Winger ,τι να πει κανεις ,Τεραστια μουσικη αξια και εχω την εντυπωση οτι δεν πηρε ακριβως οτι του αξιζε απο την μουσικη εννοω απο πλευρας αναγνωρισης . Υπαρχει ενα βιντεακι στο youtube , τελειως προχειρο , το οποιο τον δειχνει να δουλευει καποιο κομματι με τον κιθαριστα που εχει πολυ ενδιαφερον που δειχνει ποσο ολοκληρωμενος μουσικος ειναι εχοντας αποψη και γνωση για τα παντα .
Δυστυχώς, οι περισσότεροι τότε έκραζαν αυτό το είδος του σκληρού ήχου. Και αυτό επειδή έτσι ήταν η γραμμή από το "καθεστώς" όπως ανέφερα, δηλαδή το Metal Hammer και το υπόλοιπο "καρτέλ" (κάποια δισκάδικα, metal μαγαζιά, συντάκτες που ήταν και dj σε μαγαζιά κλπ). Tότε μάλιστα ως πιτσιρικάδες μεταλάδες, βλέπαμε τους συντάκτες ως παντογνώστες του hard rock/metal και ό,τι έγραφαν ήταν "Μωσαϊκός νόμος" (βλ. και Πρασούλας στον χώρο του epic ). Δεν υπήρχε και YouTube τότε να μπορείς να κρίνεις μόνος σου.
ΔιαγραφήΠάλι καλά που πρόλαβα και κάποιους "πειρατές" στο ραδιόφωνο και έμαθα κάποια συγκροτήματα από παιδιά που έπαιζαν για την φάση τους και δεν έπαιρναν γραμμή από κάπου.
Τέλος πάντων, το γεγονός είναι ότι λόγω της ύπαρξης μιας συγκεκριμένης γραμμής όσον αφορά το hard rock/metal και λόγω έλλειψης εναλλακτικής πηγής ενημέρωσης, ένα ολόκληρο παρακλάδι του σκληρού ήχου καταδικάστηκε σε αφάνεια και ανυποληψία στην Ελλάδα, τη χρονική στιγμή μάλιστα που βρισκόταν στο ανώτερο σημείο δημοτικότητάς του.
Όσο για τον Kip Winger, ναι, θα μπορούσε - και του αξίζει- περισσότερη αναγνώριση. Είναι πραγματικός καλλιτέχνης με την ουσιαστική έννοια του όρου.
Και τα άλμπουμ των WINGER, IV, Karma, και Better Days Comin' (όπως και αυτό των BLACKWOOD CREEK) είναι καταπληκτικά άλμπουμ, απλά για να τα σχολιάσω περισσότερο θα έπρεπε το άρθρο να είναι τριπλάσιο! Μέσω YouTube πάντως , μπορεί ο καθένας να τα τσεκάρει και μετά να πράξει κατά βούληση. Πάντως, τα χρήματα για να τα αποκτήσει κάποιος αξίζουν και με το παραπάνω.
Εγω παντως το 1991 στο ΣΕΦ, ειχα παει με την παρεα μου άλλα 7 ατομα (με μια μονο προσκληση και οι αλλες φωτοτυπημενες) περνωντας ανετα απο τους αδαεις security της εποχης για να δουμε μονο τους Winger, οπως κι εγινε, φευγοντας απο τον χωρο της συναυλιας πριν αρχισουν οι Scorpions αφου ηδη ειχαμε παει μια γερη δοση Αμερικανικου hard rock με μια μπαντα στα ντουζενια της εχοντας βγαλει μονο 2 αλμπουμ μεχρι τοτε.Θυμαμαι τις fake προσκλησεις τις χαρισαμε σε κατι γκομενακια εξω απο το ΣΕΦ που περιμεναν με αγωνια να βρουν τροπο να τρυπωσουν μεσα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρηστο , συμφωνουμε απολυτα , τις ιδιες αποψεις εχουμε τις οποιες επι χρονια υποστηριζω .Το προβλημα αυτο ηταν , οτι επηρεασαν κοσμο, καθως εκεινη την εποχη δεν υπηρχε πληροφορηση ,οποτε περνουσαν οτι αποψη ηθελαν .Φαντασου ατομα απο την επαρχια τοτε που η αποσταση απο την Αθηνα ηταν τεραστια ( δεν μιλαω χιλιομετρικα ) που πιστευαν οτι τους λεγανε . Πεταει ο γαιδαρος-πεταει . Γερμανοι οι 'AFANOKATSAPLIALICA ' ?- Γερμανοι θα ειναι .( επρεπε να βρω ενα ονομα στην τυχη) . Απο εκει και περα ο καθενας βαζει την φαντασια του να δουλεψει .Απο συνεντευξεις που παροτι δεν εγιναν παρουσιαστηκαν κανονικα ,μεχρι κριτικη cd με το ματι (πως λεμε παει με το κιλο )
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην τοτε εποχη οσμιζομασταν τι συνεβαινε απο 2-3 πηγες , η μια ηταν τα μεταχειρισμενα , οπου πετυχαιναμε καποια 'τεφαρικια ' και αρχιζαμε να καταλαβαινουμε οτι υπαρχει ολοκληρη σκηνη και αρχισε το ψαξιμο .Εξωφυλα (αισθητικη) , εταιρειες , παραγωγοι ,καλεσμενοι στο δισκο , μελη , μας οδηγουσαν στο συμπερασμα τι ειδους ηταν ο δισκος .Πολλες φορες οι ιδιοκτητες των καταστηματων (των μεταχειρισμενων) ρωτουσαν ¨'Ειναι καλο αυτο ?' καθως ηθελαν να το τιμολογησουν . Απο την εποχη που ανοιξε το ιντερνετ ανοιξαν τα ματια και τα αυτια μας .
Τωρα ανατρεχεις στο ιντερνετ και γραφεις και ποσες φορες εβηξε ο Dickinson στην πρωτη του προβα με τους Iron Maiden .
Το αρθρο σου ειναι μια χαρα και αναλυτικοτατο , πολλες φορες διαβαζω καποια κειμενα π.χ ανταποκριση απο μια συναυλια ,στις οποιες αν βγαλεις τις σαλτσες η ανταποκριση ξερεις ποση ειναι ? 3 γραμμες ,τα υπολοιπα γενικοτητες . Πολλες φορες αμφιβαλω αν μπηκαν και στο χωρο της συναυλιας η αν εκαναν την ανταποκριση απο απεναντι καφενειο .
Σχετικα με το φιλο Strouso ,μας περιγραφει μια ιστορια 'τσαμπατζιδικη ' 'εξωτερικου' τυπου . Την εποχη εκεινη φανταζομαι οι εξωτερικοι τσαμπατζηδες βασιζονταν στην Ελληνικη εφευρετικοτητα και νοοτροπια(βλεπε γηπεδα) ,υπηρχαν ομως και οι 'εσωτερικοι ' τζαμπατζηδες οι 'νομιμοι' .
Θυμαμαι σε μια συναυλια σε κλειστο χωρο (πιθανολογω στο Ροδον ) βρεθηκα σε μια παρεα 5-6 ατομων που ημουν ο μοναδικος με εισιτηριο ,οι αλλοι μπηκαν νομιμως και αξιοπρεπως αλλα απο το 'παραθυρο' .Το προβλημα δεν ηταν αυτο ,ηταν οτι ολοι ηθελαν να μου αποσπασουν το αποκομμα για την 'συλλογη' τους και αναγκαστηκα να κανω ατυπη κληρωση. Γιαυτο και διαθετω ελαχιστα αποκομματα αφου παντα ολο και καποιος τα ζηταγε .
Μετα περασαμε σε καποια φαση στην εποχη των δειγματων και τους λεγομενους δειγματακηδες , οι οποιοι μαλιστα εκαναν και κηρυγματα στην 'μαζα' του τυπου οτι 'πρεπει να αγοραζουμε για να στηριζουμε ' .
Ισως καποτε δοθει η ευκαιρια να πουμε ιστοριες για το παρελθον ,οχι τιποτε αλλο πιο πολυ για να γελασουν οι νεοτεροι .