Η Maggie Bell γεννήθηκε στην Σκοτία το 1945. Οι γονείς της λάτρευαν την μουσική, ο πατέρας της υπήρξε πολύ καλός πιανίστας. Μεγάλωσε ακούγοντας διαφορετικά μουσικά ακούσματα στο σπίτι, συνεπεία του επαγγέλματος ενός θείου της (εμπορικό ναυτικό), ο οποίος “προμήθευε” την οικογένεια με δίσκους από Brenda Lee και Bessie Smith έως Duke Ellington.
Στην εφηβεία της ξεκίνησε να τραγουδά τα βράδια με πολυμελή ορχήστρα σε αίθουσες χορού για να συμπληρώσει το πενιχρό εισόδημά της από την ημερήσια ενασχόλησή της, δηλώνοντας ψεύτικη ηλικία (ήταν κοντά στα δεκαεπτά και όχι ενήλικη). Την ανακάλυψε ο μεγάλος μπλουζίστας Alex Harvey, όταν εκείνη ανέβηκε στην σκηνή να τραγουδήσει μαζί του, και την σύστησε στον νεαρότερο αδελφό του Leslie (Les), κιθαρίστα στους Kinning Park Ramblers.
Μετά την διάλυση των τελευταίων, η Maggie συμμετείχε σε άλλα δύο σχήματα, πριν βρεθεί εκ νέου με τον Les Harvey στους Power of Music, οι οποίοι συντόμευσαν τ’ όνομα τους σε Power.
Σε κάποια από τις εμφανίσεις τους στην Γερμανία, όπου παρέμειναν για αρκετούς μήνες, παίζοντας σε στρατιωτικές βάσεις Αμερικανών, ο Peter Grant – τότε μάνατζερ των Yardbirds και μετέπειτα των Led Zeppelin- εντυπωσιασμένος από τις φωνητικές ικανότητες της Bell και τις κιθαριστικές του Harvey, αποφάσισε να αναλάβει την μπάντα, την οποία μετονόμασε σε Stone the Crows, έκφραση που δηλώνει θαυμασμό από έκπληξη ή σοκ.
Οι Stone the Crows κυκλοφόρησαν τέσσερις δίσκους με την Maggie Bell στην σύνθεσή τους στο διάστημα 1968-1972. Η μοίρα χτύπησε την μπάντα τον Μάιο του 1972, όταν ο Les Harvey, με τον οποίο ήταν αρραβωνιασμένη, υπέστη ηλεκτροπληξία επί σκηνής, όταν άγγιξε μικρόφωνο που δεν ήταν γειωμένο.Μπασίστας-τραγουδιστής τους ήταν ο James Dewar μετέπετια μέλος του συγκροτήματος του Robin Trower.
Μετά την διάλυσή τους, ο Grant παρέμεινε μάνατζερ της Bell. Σε παραγωγή του Jerry Wrexler και με την αφρόκρεμα των session μουσικών της Νέας Υόρκης, ηχογραφήθηκε ο δίσκος Queen of the Night (1974). Η διασκευή της στο "After Midnight" του J.J. Cale κυκλοφόρησε σε μικρό δίσκο (Νο. 97 Ηνωμένες Πολιτείες).
Στην συνέχεια υπέγραψε στην νεοσυσταθείσα Swan Song - από τα πρώτα ονόματα, μαζί με Bad Company και Pretty Things- με τον Jimmy Page να συμμετέχει στις ηχογραφήσεις του δίσκου “Suicide Sal” (1975).
Το μουσικό θέμα της τηλεοπτικής αστυνομικής σειράς “Hazell” (1978-1979), σύνθεση του Andy Mackay (Roxy Music) με την ερμηνεία της Bell κυκλοφόρησε σε μικρό δίσκο, με σχετική επιτυχία (Νο. 37 στο Ηνωμένο Βασίλειο). Μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσε το ντουέτο με τον συμπατριώτη της μουσικό και ηθοποιό B.A. Robertson• η διασκευή τους στο “Hold Me” ανέβηκε στο Νο. 11 (1981).
Την ίδια χρονιά επανήλθε σε blues rock μονοπάτια με τον σχηματισμό των Midnight Flyer. Παρά το ιστορικό των μελών του (Dave Dowle/Whitesnale, Tony Stevens/ Foghat, μεταξύ των άλλων) και του παραγωγού τους (Mick Ralphs/Bad Company), ο δίσκος απέτυχε εμπορικά. Σε μία από τις περιοδείες τους στην Αμερική έπαιζαν με τους AC/DC.
H Maggie Bell έζησε για διάστημα είκοσι ετών στην Ολλανδία, πριν επιστρέψει στην Αγγλία το 2006. Συμμετείχε στους The British Blues Quintet, μαζί με τους βετεράνους μουσικούς Miller Anderson, Zoot Money, Colin Hodgkinson και Colin Allen, οι οποίοι κυκλοφόρησαν ένα live άλμπουμ. Την ίδια δεκαετία(00’s)περιόδευσε με τον Chris Farlowe και επί διετία με τους Manfreds, δηλ, τους μουσικούς των Manfred Mann της δεκαετίας του ‘60, χωρίς τον Manfred Mann. Τέλος υπήρξε μέλος των Blues Project του Jon Lord με συμμετοχή στο “Live” άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 2011.
TRIVIA:
• Πριν την κυκλοφορία του “Queen of the Night” είχε ηχογραφήσει 2 δίσκους για την Atlantic. Ο πρώτος σε παραγωγή του Felix Cavaliere (The Young Rascals) και συμμετοχή του Luther Vandross και ο δεύτερος σε παραγωγή Felix Pappalardi (Mountain). Αμφότεροι δεν κυκλοφόρησαν ποτέ και σύμφωνα με δήλωσή της: “Δεν μπορώ να τους βρω πουθενά, έχουν εξαφανιστεί.”
• Η ερμηνεία της στο τραγούδι “No Mean City” αποτέλεσε το μουσικό θέμα της μακρόχρονης (1983-2010) τηλεοπτικής σειράς αστυνομικού περιεχομένου “Taggart”, στην οποία είχε εμφανιστεί ως ηθοποιός σε επεισόδιο το 1990.
• Εκτός από την προαναφερθείσα, έχει κι άλλες συμμετοχές σε τηλεοπτικές παραγωγές την δεκαετία του 1990. Αν και η ίδια δεν δήλωνε ηθοποιός, εν τούτοις την ζητούσαν από το BBC για συμμετοχή σε τηλεοπτικές σειρές.
• Οι Roger Daltrey& Rod Stewart εκτιμούσαν την Maggie Bell, ιδιαίτερα ο πρώτος, υπήρξε πολύ υποστηρικτικός και με δηλώσεις του σε περιοδικά της εποχής. Η Bell πήρε μέρος στην ηχογράφηση του “Tommy”με την Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου και την χορωδία Chambre. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1972. Με τον Stewart ηχογράφησε στο “Every Picture Tells a Story” (1971).
• Η δισκογραφία της έχει επανεκδοθεί από την Angel Air Records.
• Είχε χαρακτηρισθεί ως “η απάντηση της Βρετανίας στην Janis Joplin”.
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ:
•Suicide Sal (1975)
ΓΙΑΝΝΗΣ 602
1/7/19
Στην εφηβεία της ξεκίνησε να τραγουδά τα βράδια με πολυμελή ορχήστρα σε αίθουσες χορού για να συμπληρώσει το πενιχρό εισόδημά της από την ημερήσια ενασχόλησή της, δηλώνοντας ψεύτικη ηλικία (ήταν κοντά στα δεκαεπτά και όχι ενήλικη). Την ανακάλυψε ο μεγάλος μπλουζίστας Alex Harvey, όταν εκείνη ανέβηκε στην σκηνή να τραγουδήσει μαζί του, και την σύστησε στον νεαρότερο αδελφό του Leslie (Les), κιθαρίστα στους Kinning Park Ramblers.
Σε κάποια από τις εμφανίσεις τους στην Γερμανία, όπου παρέμειναν για αρκετούς μήνες, παίζοντας σε στρατιωτικές βάσεις Αμερικανών, ο Peter Grant – τότε μάνατζερ των Yardbirds και μετέπειτα των Led Zeppelin- εντυπωσιασμένος από τις φωνητικές ικανότητες της Bell και τις κιθαριστικές του Harvey, αποφάσισε να αναλάβει την μπάντα, την οποία μετονόμασε σε Stone the Crows, έκφραση που δηλώνει θαυμασμό από έκπληξη ή σοκ.
Οι Stone the Crows κυκλοφόρησαν τέσσερις δίσκους με την Maggie Bell στην σύνθεσή τους στο διάστημα 1968-1972. Η μοίρα χτύπησε την μπάντα τον Μάιο του 1972, όταν ο Les Harvey, με τον οποίο ήταν αρραβωνιασμένη, υπέστη ηλεκτροπληξία επί σκηνής, όταν άγγιξε μικρόφωνο που δεν ήταν γειωμένο.Μπασίστας-τραγουδιστής τους ήταν ο James Dewar μετέπετια μέλος του συγκροτήματος του Robin Trower.
Στην συνέχεια υπέγραψε στην νεοσυσταθείσα Swan Song - από τα πρώτα ονόματα, μαζί με Bad Company και Pretty Things- με τον Jimmy Page να συμμετέχει στις ηχογραφήσεις του δίσκου “Suicide Sal” (1975).
Το μουσικό θέμα της τηλεοπτικής αστυνομικής σειράς “Hazell” (1978-1979), σύνθεση του Andy Mackay (Roxy Music) με την ερμηνεία της Bell κυκλοφόρησε σε μικρό δίσκο, με σχετική επιτυχία (Νο. 37 στο Ηνωμένο Βασίλειο). Μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσε το ντουέτο με τον συμπατριώτη της μουσικό και ηθοποιό B.A. Robertson• η διασκευή τους στο “Hold Me” ανέβηκε στο Νο. 11 (1981).
Την ίδια χρονιά επανήλθε σε blues rock μονοπάτια με τον σχηματισμό των Midnight Flyer. Παρά το ιστορικό των μελών του (Dave Dowle/Whitesnale, Tony Stevens/ Foghat, μεταξύ των άλλων) και του παραγωγού τους (Mick Ralphs/Bad Company), ο δίσκος απέτυχε εμπορικά. Σε μία από τις περιοδείες τους στην Αμερική έπαιζαν με τους AC/DC.
TRIVIA:
• Πριν την κυκλοφορία του “Queen of the Night” είχε ηχογραφήσει 2 δίσκους για την Atlantic. Ο πρώτος σε παραγωγή του Felix Cavaliere (The Young Rascals) και συμμετοχή του Luther Vandross και ο δεύτερος σε παραγωγή Felix Pappalardi (Mountain). Αμφότεροι δεν κυκλοφόρησαν ποτέ και σύμφωνα με δήλωσή της: “Δεν μπορώ να τους βρω πουθενά, έχουν εξαφανιστεί.”
• Η ερμηνεία της στο τραγούδι “No Mean City” αποτέλεσε το μουσικό θέμα της μακρόχρονης (1983-2010) τηλεοπτικής σειράς αστυνομικού περιεχομένου “Taggart”, στην οποία είχε εμφανιστεί ως ηθοποιός σε επεισόδιο το 1990.
• Εκτός από την προαναφερθείσα, έχει κι άλλες συμμετοχές σε τηλεοπτικές παραγωγές την δεκαετία του 1990. Αν και η ίδια δεν δήλωνε ηθοποιός, εν τούτοις την ζητούσαν από το BBC για συμμετοχή σε τηλεοπτικές σειρές.
• Οι Roger Daltrey& Rod Stewart εκτιμούσαν την Maggie Bell, ιδιαίτερα ο πρώτος, υπήρξε πολύ υποστηρικτικός και με δηλώσεις του σε περιοδικά της εποχής. Η Bell πήρε μέρος στην ηχογράφηση του “Tommy”με την Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου και την χορωδία Chambre. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1972. Με τον Stewart ηχογράφησε στο “Every Picture Tells a Story” (1971).
• Η δισκογραφία της έχει επανεκδοθεί από την Angel Air Records.
• Είχε χαρακτηρισθεί ως “η απάντηση της Βρετανίας στην Janis Joplin”.
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ:
•Suicide Sal (1975)
ΓΙΑΝΝΗΣ 602
1/7/19
Δημοσίευση σχολίου