Οι Buffalo Springfield στην διετή διαδρομή τους (1966-1968) κυκλοφόρησαν τρεις δίσκους. Με προεξέχοντα μέλη τούς συνθέτες/κιθαρίστες/τραγουδιστές Neil Young, Stephen Stills και Richie Furay, “ανάμειξαν” στις συνθέσεις τους στοιχεία από φολκ, κάντρι, ψυχεδέλεια και ροκ.
Ευτύχησαν να γνωρίσουν μεγάλη επιτυχία με το τραγούδι “For What It's Worth (Stop, Hey What's That Sound)” (Νο.7 στις Ηνωμένες Πολιτείες/1967), το οποίο συμπεριλαμβάνεται έκτοτε στα καλύτερα της μουσικής βιομηχανίας. Αν και έχει χρησιμοποιηθεί συχνά ως αντιπολεμικό τραγούδι, εν τούτοις, η έμπνευση για την δημιουργία του προήλθε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω.
Στις 12 Νοεμβρίου 1966, περίπου 1.000 άτομα νεαρής ηλικίας είχαν συγκεντρωθεί στην Sunset Strip του Hollywood διαμαρτυρόμενοι για την απαγόρευση της κυκλοφορίας, μετά την δεκάτη βραδινή, για τους κάτω των 18 ετών, και το κλείσιμο του κλαμπ Pandora’s Box. Είχαν προηγηθεί πιέσεις των κατοίκων και των καταστηματαρχών της περιοχής, οι οποίοι αντιδρούσαν στο μποτιλιάρισμα και το κομφούζιο που δημιουργείτο από την προσέλευση των θαμώνων στα κλαμπ αλλά και της παραμονής τους στην συγκεκριμένη περιοχή τις βραδινές ώρες. Αψιμαχίες και συγκρούσεις είχαν ξεκινήσει από τα μέσα του έτους 1966 ανάμεσα σε αστυνομικούς και νεαρούς. Για την συγκέντρωση της 12ης Νοεμβρίου είχαν υπάρξει ανακοινώσεις από ραδιοφωνικούς σταθμούς καθώς και μοίρασμα φυλλαδίων που καλούσαν τον κόσμο να παρευρεθεί.
Ενώ η διαμαρτυρία κυλούσε ομαλά, κάποια στιγμή ξέσπασε καυγάς όταν κάποιο όχημα με πεζοναύτες χτυπήθηκε από άλλο όχημα. Μερικοί διαδηλωτές άδραξαν την ευκαιρία και εκσφενδόνισαν μπουκάλια και πέτρες σε βιτρίνες καταστημάτων, προξενώντας ζημιές και σε αστικό λεωφορείο ενώ έκαναν την εμφάνισή τους και τρία λεωφορεία με αρματωμένους αστυνομικούς που παρατάχθηκαν απέναντι στους διαδηλωτές. Αυτές τις σκηνές αντίκρισε ο Stephen Stills που οδηγούσε στην περιοχή για να ακούσει μουσική σε κάποιο από τα club και αναφώνησε: “Χριστέ μου, η Αμερική βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο.”
Επέστρεψε στο σημείο διαμονής του, όπου σε διάστημα δεκαπέντε λεπτών είχε γράψει το τραγούδι.
Σύμφωνα με την Annie Wilson, τραγουδίστρια των Heart: “Ο τρόπος που γράφτηκε το καθιστά τόσο ανοιχτό στην ερμηνεία, ώστε να παραμένει διαχρονικό. Η βασική του φράση ‘Everybody look what’s going down’ και όλο το τραγούδι δύναται να ταιριάξει σε οποιαδήποτε κατάσταση τις τελευταίες δεκαετίες.” Στους στίχους του τραγουδιού δεν αναφέρεται η φράση “for what it’s worth”. Όταν οι Stills και Young παρουσίασαν καινούργιο υλικό στους εκπροσώπους της Atlantic, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου Ahmet Ertegun, ο Stills το προλόγισε ως εξής: "I have this song here, for what it's worth, if you want it."
Αν και ο παραγωγός του συγκροτήματος Charlie Green έχει δηλώσει ότι η παραπάνω ατάκα ειπώθηκε από τον Stills σε εκείνον αρχικά, παραδέχεται ότι ήταν ο Ertegun που πρότεινε την προσθήκη στον τίτλο, ώστε να είναι ευκολότερα αναγνωρίσιμο.
Όσοι το άκουσαν συμφώνησαν ότι έχει δυναμική και αποφάσισαν να το κυκλοφορήσουν σε μικρό δίσκο με τον τροποποιημένο τίτλο. Ηχογραφήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1966, την ημέρα που κυκλοφόρησε ο πρώτος φερώνυμος δίσκος των Buffalo Springfield. Η επιτυχία του single οδήγησε σε δεύτερη εκτύπωση του LP, τρεις μήνες αργότερα, με την προσθήκη του “For What It's Worth (Stop, Hey What's That Sound)” στην θέση του "Baby Don't Scold Me" (επίσης σύνθεσης του Stills).
Ευτύχησαν να γνωρίσουν μεγάλη επιτυχία με το τραγούδι “For What It's Worth (Stop, Hey What's That Sound)” (Νο.7 στις Ηνωμένες Πολιτείες/1967), το οποίο συμπεριλαμβάνεται έκτοτε στα καλύτερα της μουσικής βιομηχανίας. Αν και έχει χρησιμοποιηθεί συχνά ως αντιπολεμικό τραγούδι, εν τούτοις, η έμπνευση για την δημιουργία του προήλθε από τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω.
Στις 12 Νοεμβρίου 1966, περίπου 1.000 άτομα νεαρής ηλικίας είχαν συγκεντρωθεί στην Sunset Strip του Hollywood διαμαρτυρόμενοι για την απαγόρευση της κυκλοφορίας, μετά την δεκάτη βραδινή, για τους κάτω των 18 ετών, και το κλείσιμο του κλαμπ Pandora’s Box. Είχαν προηγηθεί πιέσεις των κατοίκων και των καταστηματαρχών της περιοχής, οι οποίοι αντιδρούσαν στο μποτιλιάρισμα και το κομφούζιο που δημιουργείτο από την προσέλευση των θαμώνων στα κλαμπ αλλά και της παραμονής τους στην συγκεκριμένη περιοχή τις βραδινές ώρες. Αψιμαχίες και συγκρούσεις είχαν ξεκινήσει από τα μέσα του έτους 1966 ανάμεσα σε αστυνομικούς και νεαρούς. Για την συγκέντρωση της 12ης Νοεμβρίου είχαν υπάρξει ανακοινώσεις από ραδιοφωνικούς σταθμούς καθώς και μοίρασμα φυλλαδίων που καλούσαν τον κόσμο να παρευρεθεί.
Επέστρεψε στο σημείο διαμονής του, όπου σε διάστημα δεκαπέντε λεπτών είχε γράψει το τραγούδι.
Σύμφωνα με την Annie Wilson, τραγουδίστρια των Heart: “Ο τρόπος που γράφτηκε το καθιστά τόσο ανοιχτό στην ερμηνεία, ώστε να παραμένει διαχρονικό. Η βασική του φράση ‘Everybody look what’s going down’ και όλο το τραγούδι δύναται να ταιριάξει σε οποιαδήποτε κατάσταση τις τελευταίες δεκαετίες.” Στους στίχους του τραγουδιού δεν αναφέρεται η φράση “for what it’s worth”. Όταν οι Stills και Young παρουσίασαν καινούργιο υλικό στους εκπροσώπους της Atlantic, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου Ahmet Ertegun, ο Stills το προλόγισε ως εξής: "I have this song here, for what it's worth, if you want it."
Αν και ο παραγωγός του συγκροτήματος Charlie Green έχει δηλώσει ότι η παραπάνω ατάκα ειπώθηκε από τον Stills σε εκείνον αρχικά, παραδέχεται ότι ήταν ο Ertegun που πρότεινε την προσθήκη στον τίτλο, ώστε να είναι ευκολότερα αναγνωρίσιμο.
Όσοι το άκουσαν συμφώνησαν ότι έχει δυναμική και αποφάσισαν να το κυκλοφορήσουν σε μικρό δίσκο με τον τροποποιημένο τίτλο. Ηχογραφήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1966, την ημέρα που κυκλοφόρησε ο πρώτος φερώνυμος δίσκος των Buffalo Springfield. Η επιτυχία του single οδήγησε σε δεύτερη εκτύπωση του LP, τρεις μήνες αργότερα, με την προσθήκη του “For What It's Worth (Stop, Hey What's That Sound)” στην θέση του "Baby Don't Scold Me" (επίσης σύνθεσης του Stills).
TRIVIA
• Ο χαρακτηριστικός ήχος της κιθάρας ήταν το αποτέλεσμα της τεχνικής “guitar harmonics” που χρησιμοποίησε ο Neil Young.
• Έχει διασκευασθεί, μεταξύ άλλων, και από τους Staple Singers (No. 66/1967), Cher (1969), Rush (2004), Queensryche (2007), Ozzy Osbourne (2005), David Cassidy (1974, εξαιρετική διασκευή και σόλο κιθάρας), Annie Wilson (Heart), Band of Joy (1968) και Led Zeppelin (σε live). Επίσης οι Public Enemy χρησιμοποίησαν sample στο τραγούδι τους “He Got Game”, στο οποίο συμμετέχει και ο Stephen Stills.
• Σύμφωνα με την BMI (Broadcast Music Incorporated) έχει μεταδοθεί οχτώ εκατομμύρια φορές σε ραδιόφωνο και τηλεόραση από τότε που κυκλοφόρησε.
• Το 2014 έλαβε την τρίτη θέση σε ψηφοφορία αναγνωστών του Rolling Stone για τα καλύτερα τραγούδια διαμαρτυρίας.
• Έχει χρησιμοποιηθεί σε διαφήμιση μπύρας (Miller) καθώς και σε κινηματογραφικές ταινίες (Lord of War, Forrest Gump, He Got Game).
• Ο χαρακτηριστικός ήχος της κιθάρας ήταν το αποτέλεσμα της τεχνικής “guitar harmonics” που χρησιμοποίησε ο Neil Young.
• Έχει διασκευασθεί, μεταξύ άλλων, και από τους Staple Singers (No. 66/1967), Cher (1969), Rush (2004), Queensryche (2007), Ozzy Osbourne (2005), David Cassidy (1974, εξαιρετική διασκευή και σόλο κιθάρας), Annie Wilson (Heart), Band of Joy (1968) και Led Zeppelin (σε live). Επίσης οι Public Enemy χρησιμοποίησαν sample στο τραγούδι τους “He Got Game”, στο οποίο συμμετέχει και ο Stephen Stills.
• Σύμφωνα με την BMI (Broadcast Music Incorporated) έχει μεταδοθεί οχτώ εκατομμύρια φορές σε ραδιόφωνο και τηλεόραση από τότε που κυκλοφόρησε.
• Το 2014 έλαβε την τρίτη θέση σε ψηφοφορία αναγνωστών του Rolling Stone για τα καλύτερα τραγούδια διαμαρτυρίας.
• Έχει χρησιμοποιηθεί σε διαφήμιση μπύρας (Miller) καθώς και σε κινηματογραφικές ταινίες (Lord of War, Forrest Gump, He Got Game).
ΓΙΑΝΝΗΣ 602
18/5/19
Δημοσίευση σχολίου