Οι Steelheart ανήκουν στα συγκροτήματα της τελευταίας φάσης του Αμερικάνικου μελωδικού hard rock, σε αυτά που εμφανίστηκαν δισκογραφικά από το 1990 και έπειτα και τα οποία ήταν καταδικασμένα, όπως αποδείχτηκε, να μην κάνουν καριέρα πάνω από δυο – στην καλύτερη περίπτωση – άλμπουμ λόγω της έλευσης του alternative/grunge και της στροφής του ενδιαφέροντος της μουσικής βιομηχανίας προς αυτό το είδος σκληρής μουσικής.
Στην περίπτωση των Steelheart, βέβαια, το τέλος, όπως θα δούμε, ήρθε με διαφορετικό τρόπο, παρόλα αυτά όμως, στην πρώτη φάση τους, πρόλαβαν και άφησαν κληρονομιά στο χώρο δυο άλμπουμ ατόφιου μελωδικού hard rock, τα οποία, υπό άλλες “μουσικές” συνθήκες, θα είχαν κερδίσει πολύ μεγαλύτερη καταξίωση από αυτή που τελικά έλαβαν, καθώς δεν υπολείπονται σε τίποτα έναντι άλμπουμ άλλων γνωστών συγκροτημάτων του είδους.
Δημιουργήθηκαν το 1981 στο Norwalk της πολιτείας Connecticut των ΗΠΑ με το αρχικό όνομα Red Alert. Αποτελούνταν από τον Κροατικής καταγωγής χαρισματικό τραγουδιστή Michael (Miljenko) Matijevic, τους Chris Risola και James Ward σε κιθάρα και μπάσο αντίστοιχα και τον ντράμερ Jack Wilkenson. Αργότερα, ο ντράμερ Wilkenson αντικαταστάθηκε από τον John Fowler και προστέθηκε και ο Frank DiCostanzo ως δεύτερος κιθαρίστας. Με αυτή τη σύνθεση (Matijevic, Risola, DiCostanzo, Ward, Fowler) και όνομα, πέρασαν όλη τη δεκαετία του ’80 παίζοντας σε τοπικά μικρά μαγαζάκια της πολιτείας τους και χτίζοντας εμπειρίες, μια ιστορία - γνωστό μοτίβο, που έχουμε συναντήσει σε πολλά συγκροτήματα.
STEELHEART (1990)
Το 1989 παίρνουν την μεγάλη απόφαση να μετακομίσουν στο Los Angeles, αλλάζουν το όνομά τους σε Steelheart, υπογράφουν στην MCA και σύντομα, τον Μάιο του 1990, κυκλοφορούν το πρώτο ομώνυμο (Steelheart) άλμπουμ τους.
Μιλάμε για ένα πραγματικό στολίδι του μελωδικού hard rock, ένα άλμπουμ που, αν είχε κυκλοφορήσει 3 χρόνια πριν, θα σάρωνε τα charts και τις πωλήσεις. Στο άλμπουμ δεν υπάρχουν glam ή sleaze metal στοιχεία παρά μόνο εμπορικό και πιασάρικο hard rock που σε ορισμένα σημεία αγγίζει και το καθαρόαιμο metal. Αυτό το καταλαβαίνει κάποιος και από την εμφάνιση του συγκροτήματος που δεν έχει καθόλου τις στυλιστικές υπερβολές του παρελθόντος, αλλά μια απλή street εμφάνιση.
Φυσικά, αυτό που ξεχωρίζει με τη μία στο άλμπουμ είναι η φωνάρα του Matijevic. O άνθρωπος πιάνει άνετα τέσσερις οκτάβες και θεωρώ ότι την περίοδο εκείνη πρέπει να ήταν από τους καλύτερους τραγουδιστές του είδους, αν όχι ο καλύτερος. Σε σύγκριση μάλιστα με τον Sebastian Bach των Skid Row, ο οποίος θεωρείται από τους καλύτερους υψίφωνους τραγουδιστές, ο Matijevic τον κερδίζει άνετα κατά κράτος! Επιπλέον, σε αρκετά σημεία, η φωνή του θυμίζει τον Robert Plant των Led Zeppelin, όπως άλλωστε Zeppelin επιρροές υπάρχουν διάσπαρτες σε όλο τον δίσκο.
Στο άλμπουμ υπάρχουν τα δυο πιο γνωστά τραγούδια τους, η power μπαλάντα “Never let you go” (Νο 14 στα singles του Billboard) και κυρίως η συναισθηματικότατη “She’s Gone”, στις οποίες ο Matijevic προκαλεί “σοκ και δέος” με τις φωνητικές του δυνατότητες. Η τελευταία μάλιστα έπιασε Νο 1 στα διεθνή charts και παρέμεινε εκεί για 17 εβδομάδες. Πρόκειται για την τελευταία μπαλάντα του μελωδικού hard rock που έφτασε σε τόσο υψηλή θέση πριν την έλευση του grunge.
Αν και το άλμπουμ είναι πιο γνωστό για τις δυο αυτές μπαλάντες, τα υπόλοιπα τραγούδια δεν υπολείπονται σε ποιότητα και, κατά τη γνώμη μου, είναι από τα άλμπουμ που δεν περιέχουν κανένα filler. Τραγουδάρες το ανθεμικό “Everybody loves Eileen” με το μελωδικό σόλο, το αργό και αισθησιακό, bluesy, “Sheila”, o metal δυναμίτης “Like never before”, και τα καταιγιστικά “Rock ‘n Roll (I just wanna)” και “Down n’ Dirty” (ρεσιτάλ σόλου από τον Risola - άδικα έχει τοποθετηθεί τελευταίο στο άλμπουμ).
Τα υπόλοιπα τρία κομμάτια, “Love ain’t easy”, “Can’t stop me lovin’ you” και “Gimme gimme” είναι εξίσου δυνατά και μάλιστα λέγεται ότι το “Love ain’t easy” είναι αυτό στο οποίο ο Matijevic πιάνει την ψηλότερη νότα στα φωνητικά.
Το άλμπουμ έφτασε το Νο 40 στο Billboard και μέσα στο 1991,ένα χρόνο σχεδόν μετά την κυκλοφορία του, έγινε χρυσό στις ΗΠΑ (500.000+ πωλήσεις). Καθόλου άσχημα για πρωτοεμφανιζόμενο συγκρότημα και μάλιστα το 1990, όταν ήδη στην αγορά βρίσκονταν κορυφαία άλμπουμ από ήδη μεγάλα συγκροτήματα του είδους. Με κεκτημένη ταχύτητα από την επιτυχία του πρώτου τους άλμπουμ και αφού ολοκλήρωσαν έναν κύκλο εμφανίσεων σε Ιαπωνία , ΗΠΑ και Ευρώπη, οι Steelheart μπήκαν στο στούντιο για να ετοιμάσουν τον διάδοχο του ομώνυμου άλμπουμ τους.
TANGLED IN REINS (1992)
Τo Tangled in Reins κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1992 και, παραδόξως, δεν πήγε καλά από πλευράς πωλήσεων. Πούλησε μόνο 100.000 κομμάτια στις ΗΠΑ και έφτασε μόνο μέχρι τη θέση 144 του Billboard. Αυτά ως προς τα τυπικά/στατιστικά του θέματος γιατί πιάνοντας την ουσία, δηλαδή τη μουσική, πρόκειται για ένα άλμπουμ δυναμίτη, ισάξιο με το πρώτο.
Για να πιάσω πρώτα τα κορυφαία, τη θέση αυτή καταλαμβάνουν, κατά τη γνώμη μου τέσσερα κομμάτια. Πακέτο πάνε τα “Sticky side up” (το μοναδικό video του άλμπουμ) και “Late for the Party”, δυο φοβερά τραγούδια που τα βάζεις άνετα το καθένα στο repeat από 4-5 φορές. Ξεσηκωτικά, πιασάρικα, εμπορικά χωρίς να είναι ανάλαφρα αλλά, αντιθέτως, hard rock, άκρως συναυλιακά, με σπουδαία φωνητικά, τέλεια σόλο, πολυφωνικά ρεφραίν και στιβαρό rhythm section. Δυο τραγούδια ιδανικά για club, όταν το κέφι αρχίζει να ανεβαίνει κατακόρυφα.
Πάμε στο τρίτο κορυφαίο, την μπαλάντα “Mama don’t you cry”, η οποία σε Ιαπωνία και Νότια Κορέα έφτασε Νο 1. Πρόκειται για ένα πολύ συναισθηματικό κομμάτι, που αναφέρεται στην απώλεια της μητέρας του Matijevic. Ακούστε το διαβάζοντας παράλληλα τους πολύ όμορφους στίχους. Θα αγγίξει ιδιαίτερα όσους έχουν χάσει τη μητέρα τους.
Τέταρτο κορυφαίο κομμάτι το ομώνυμο, “Steelheart”. Εδώ γίνεται ο κακός χαμός! Πρόκειται για μια σχεδόν power metal “σφαγή” που ξεκινάει με κιθάρα και φωνητικά και κλιμακώνεται σε απίστευτα πωρωτικό τραγούδι, ιδανικό για “ξύλο” σε συναυλία ή για τρελό headbanging, από αυτά που καταλήγεις με κολλάρο! Το μόνο τραγούδι που διαφέρει απ’ όλα τα άλλα και σίγουρα το πιο επιθετικό σε ολόκληρο το άλμπουμ. Προσέξτε στην αρχή αλλά ιδιαίτερα προς το τέλος, όταν ο Matijevic τραγουδάει “Steeeeeeeeelheaaaaart”, πόσο ψηλά φτάνει τη φωνή του. Απίστευτο φωνητικό εύρος, θα πάθετε την πλάκα σας!
Για να πάμε στα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ, έχουμε το αργόσυρτο “Electric Love Child, ένα κομμάτι με φωνητικά-tribute στον Robert Plant, την επίσης “Zeppelin-ική” μπαλάντα, “All your Love”, το δυναμικό εισαγωγικό “Loaded Mutha”, το εξίσου καλό “Take me back home” και το mid-tempo “Love ‘em and I’m gone”, το οποίο κλιμακώνεται σταδιακά σε ένα ιδιαίτερο ρυθμικό κομμάτι.
Τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ, το “Dancin’ in the fire” το οποίο θεωρώ ότι είναι και το filler του δίσκου και συνεχίζω να έχω την ίδια άποψη ακόμα και μετά από δεκάδες ακροάσεις του άλμπουμ. Βέβαια, το συγκεκριμένο κομμάτι συνδέεται άμεσα, όπως θα δούμε, και με το μοιραίο τέλος των Steelheart, τουλάχιστον των Steelheart όπως τους μάθαμε στα δυο πρώτα τους άλμπουμ.
Κλείνοντας με το Tangled in Reins θα αναφέρω πάλι ότι είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ το οποίο δεν μπορώ να το ξεχωρίσω σε ποιότητα από το ντεμπούτο. Η απόδοση όλων των μελών είναι άψογη - η σύνθεση της μπάντας εξάλλου παραμένει η ίδια – τα τραγούδια καλογραμμένα, με τόση δόση εμπορικότητας που να μην χαλάει το hard rock feeling τους και φυσικά με τα φωνητικά του Mike Matijevic που είναι από άλλο πλανήτη.
Το γεγονός ότι δεν πήγε καλά εμπορικά – εκτός της Άπω Ανατολής – θεωρώ ότι οφείλεται αποκλειστικά στην – τι άλλο; - στροφή των δισκογραφικών εταιρειών, MTV, και όλης γενικά της μουσικής βιομηχανίας προς το ανερχόμενο Grunge.
Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΥΝΑΥΛΙΑ
Tη χαριστική βολή όμως στους Steelheart δεν την έδωσε το Grunge, αλλά ένα χτύπημα της μοίρας. Στις 31 Οκτωβρίου 1992, στην Mc Nichols Sports Arena, στο Denver του Colorado, τελευταίο live της περιοδείας τους, οι Steelheart έπαιζαν, ανοίγοντας για τους Slaughter. Κατά τη διάρκεια του τραγουδιού “Dancin’ in the Fire” (όπως προαναφέρθηκε) ο Matijevic επιχείρησε να σκαρφαλώσει σε έναν στύλο φωτιστικών, ο οποίος όμως δεν ήταν σωστά ασφαλισμένος, με αποτέλεσμα να πέσει και να τον καταπλακώσει χτυπώντας τον στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Ο Matijevic έσπασε τη μύτη του, τα ζυγωματικά και το σαγόνι του και τραυματίστηκε στην σπονδυλική στήλη καθώς μετακινήθηκαν κάποιοι σπόνδυλοι. Θαύμα είναι το πώς μπόρεσε να σηκωθεί και να αποχωρήσει περπατώντας από την σκηνή. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στο νοσοκομείο – όπου μεταξύ άλλων, διαπιστώθηκε ότι, λόγω του χτυπήματος είχε υποστεί και μερική απώλεια μνήμης - ενώ το υπόλοιπο συγκρότημα έφυγε για τη Νέα Υόρκη. Ήταν η τελευταία φορά που το αυθεντικό line-up των Steelheart έπαιξε μαζί.
Στο παρακάτω video μπορείτε να δείτε τη σκηνή του ατυχήματος (Από το 1:10 και μετά). Στο τέλος του video, αυτός που τα σπάει από τα νεύρα είναι ο James Ward, ο μπασίστας.
Με το τραγικό αυτό και παραλίγο μοιραίο συμβάν, έκλεισε ουσιαστικά και η καριέρα των Steelheart ως κανονικό συγκρότημα. Ο Matijevic πέρασε μια μακριά και δύσκολη περίοδο αποκατάστασης της υγείας, του καθώς το ατύχημα τού δημιούργησε πολύ περισσότερα προβλήματα από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί. Έδωσε αυτή τη μάχη μόνος του για τέσσερα χρόνια και δεν την εγκατέλειψε παρότι έχασε τα πάντα. Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος: «…έχασα την οικογένειά μου, το σπίτι μου και τα χρήματά μου αλλά βρήκα τον εαυτό μου».
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
To 1996, οι Steelheart επανεμφανίστηκαν με το άλμπουμ “Wait”, του οποίου ο ήχος όμως δεν έχει καμία σχέση με τα δυο πρώτα άλμπουμ. Ουσιαστικά πρόκειται για προσωπικό σχήμα του Matijevic ο οποίος λογικά, για λόγους αναγνωρισιμότητας, χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο όνομα. Εξάλλου, κανένα άλλο μέλος της αυθεντικής σύνθεσης δεν συμμετέχει στο άλμπουμ.
Τo “Wait” είναι ένα σχεδόν ηλεκτρακουστικό άλμπουμ, ατμοσφαιρικό και αρκετά πειραματικό, με μια έντονη Led Zeppelin αίσθηση. Είναι αρκετά ωραίο και κρατά το ενδιαφέρον, αρκεί να το ακούσετε ως ανεξάρτητο, χωρίς να το συγκρίνετε με τα δυο κλασικά τους.
Ενδεικτικά, ακούστε τα “We all die young”, “Wait”, “Garden of Delight”, “Electric Chair” και ειδικά το «Ahh Song” στο οποίο νομίζεις ότι ακούς τον Robert Plant να τραγουδάει.
Στη συνέχεια, το 2006 κυκλοφόρησαν το EP “Just a taste”, το 2008 το άλμπουμ “Good 2 be Alive” και το 2017, από την Frontier Records, το “Through Worlds of Stardust”
Και οι τρεις αυτές δουλειές ακολουθούν τον πιο μοντέρνο rock ήχο και δεν έχουν καμία σχέση με τον ήχο του 1990-1992. Έχουν κάποιες καλές στιγμές αλλά δεν θα σχολιάσω περαιτέρω καθώς θεωρώ ότι ο ήχος τους δεν αφορά την συγκεκριμένη στήλη. Όποιος θέλει να πάρει κάποια γεύση ας τσεκάρει στο Youtube.
Άποψή μου πάντως είναι πως ο Matijevic θα έπρεπε να κυκλοφορεί αυτές τις δουλειές με το δικό του όνομα και όχι των Steelheart. Διαφορετικά ας επιχειρήσει κάποια επανασύνδεση με τα αυθεντικά μέλη.
TRIVIA
• Ο Mike Matijevic δάνεισε την φωνή του στην ταινία “Rock Star” του 2001 με πρωταγωνιστές τους Mark Wahlberg και την Jennifer Anniston. Είναι η ιστορία του τραγουδιστή μιας tribute μπάντας ενός μεγάλου συγκροτήματος (Steel Dragon) ο οποίος τα φέρνει έτσι η τύχη ώστε να γίνει στο τέλος ο τραγουδιστής των τελευταίων. Η ταινία βασίστηκε στην ιστορία του Tim Owens ο οποίος για δυο άλμπουμ πήρε την θέση του Rob Halford ως τραγουδιστής των Judas Priest. Στο film ακούγεται και το τραγούδι “We all die young”.
• To 2010, οι γνωστοί “The Doors” (τυπικά ως Manzarek–Krieger λόγω απαγόρευσης χρήσης του ονόματος από τον ντράμερ Densmore), στρατολόγησαν τον Matijevic ως τραγουδιστή τους για μια σειρά εμφανίσεων στις ΗΠΑ.
• Στις 28/5/2015, ο Miljenko Matijevic έδωσε ένα ακουστικό show στο πάλαι ποτέ club Bat City της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στην Αθήνα. Δεν είχα πάει, αλλά από 4-5 άτομα που γνωρίζω και πήγαν, έχω ακούσει αρνητικές εντυπώσεις. Κάτι σαν αρπαχτή, με καθαρό show ούτε μια ώρα και μάλιστα με ακριβό σχετικά εισιτήριο.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
6/3/19
Στην περίπτωση των Steelheart, βέβαια, το τέλος, όπως θα δούμε, ήρθε με διαφορετικό τρόπο, παρόλα αυτά όμως, στην πρώτη φάση τους, πρόλαβαν και άφησαν κληρονομιά στο χώρο δυο άλμπουμ ατόφιου μελωδικού hard rock, τα οποία, υπό άλλες “μουσικές” συνθήκες, θα είχαν κερδίσει πολύ μεγαλύτερη καταξίωση από αυτή που τελικά έλαβαν, καθώς δεν υπολείπονται σε τίποτα έναντι άλμπουμ άλλων γνωστών συγκροτημάτων του είδους.
Δημιουργήθηκαν το 1981 στο Norwalk της πολιτείας Connecticut των ΗΠΑ με το αρχικό όνομα Red Alert. Αποτελούνταν από τον Κροατικής καταγωγής χαρισματικό τραγουδιστή Michael (Miljenko) Matijevic, τους Chris Risola και James Ward σε κιθάρα και μπάσο αντίστοιχα και τον ντράμερ Jack Wilkenson. Αργότερα, ο ντράμερ Wilkenson αντικαταστάθηκε από τον John Fowler και προστέθηκε και ο Frank DiCostanzo ως δεύτερος κιθαρίστας. Με αυτή τη σύνθεση (Matijevic, Risola, DiCostanzo, Ward, Fowler) και όνομα, πέρασαν όλη τη δεκαετία του ’80 παίζοντας σε τοπικά μικρά μαγαζάκια της πολιτείας τους και χτίζοντας εμπειρίες, μια ιστορία - γνωστό μοτίβο, που έχουμε συναντήσει σε πολλά συγκροτήματα.
STEELHEART (1990)
Το 1989 παίρνουν την μεγάλη απόφαση να μετακομίσουν στο Los Angeles, αλλάζουν το όνομά τους σε Steelheart, υπογράφουν στην MCA και σύντομα, τον Μάιο του 1990, κυκλοφορούν το πρώτο ομώνυμο (Steelheart) άλμπουμ τους.
Μιλάμε για ένα πραγματικό στολίδι του μελωδικού hard rock, ένα άλμπουμ που, αν είχε κυκλοφορήσει 3 χρόνια πριν, θα σάρωνε τα charts και τις πωλήσεις. Στο άλμπουμ δεν υπάρχουν glam ή sleaze metal στοιχεία παρά μόνο εμπορικό και πιασάρικο hard rock που σε ορισμένα σημεία αγγίζει και το καθαρόαιμο metal. Αυτό το καταλαβαίνει κάποιος και από την εμφάνιση του συγκροτήματος που δεν έχει καθόλου τις στυλιστικές υπερβολές του παρελθόντος, αλλά μια απλή street εμφάνιση.
Φυσικά, αυτό που ξεχωρίζει με τη μία στο άλμπουμ είναι η φωνάρα του Matijevic. O άνθρωπος πιάνει άνετα τέσσερις οκτάβες και θεωρώ ότι την περίοδο εκείνη πρέπει να ήταν από τους καλύτερους τραγουδιστές του είδους, αν όχι ο καλύτερος. Σε σύγκριση μάλιστα με τον Sebastian Bach των Skid Row, ο οποίος θεωρείται από τους καλύτερους υψίφωνους τραγουδιστές, ο Matijevic τον κερδίζει άνετα κατά κράτος! Επιπλέον, σε αρκετά σημεία, η φωνή του θυμίζει τον Robert Plant των Led Zeppelin, όπως άλλωστε Zeppelin επιρροές υπάρχουν διάσπαρτες σε όλο τον δίσκο.
Στο άλμπουμ υπάρχουν τα δυο πιο γνωστά τραγούδια τους, η power μπαλάντα “Never let you go” (Νο 14 στα singles του Billboard) και κυρίως η συναισθηματικότατη “She’s Gone”, στις οποίες ο Matijevic προκαλεί “σοκ και δέος” με τις φωνητικές του δυνατότητες. Η τελευταία μάλιστα έπιασε Νο 1 στα διεθνή charts και παρέμεινε εκεί για 17 εβδομάδες. Πρόκειται για την τελευταία μπαλάντα του μελωδικού hard rock που έφτασε σε τόσο υψηλή θέση πριν την έλευση του grunge.
Αν και το άλμπουμ είναι πιο γνωστό για τις δυο αυτές μπαλάντες, τα υπόλοιπα τραγούδια δεν υπολείπονται σε ποιότητα και, κατά τη γνώμη μου, είναι από τα άλμπουμ που δεν περιέχουν κανένα filler. Τραγουδάρες το ανθεμικό “Everybody loves Eileen” με το μελωδικό σόλο, το αργό και αισθησιακό, bluesy, “Sheila”, o metal δυναμίτης “Like never before”, και τα καταιγιστικά “Rock ‘n Roll (I just wanna)” και “Down n’ Dirty” (ρεσιτάλ σόλου από τον Risola - άδικα έχει τοποθετηθεί τελευταίο στο άλμπουμ).
Τα υπόλοιπα τρία κομμάτια, “Love ain’t easy”, “Can’t stop me lovin’ you” και “Gimme gimme” είναι εξίσου δυνατά και μάλιστα λέγεται ότι το “Love ain’t easy” είναι αυτό στο οποίο ο Matijevic πιάνει την ψηλότερη νότα στα φωνητικά.
Το άλμπουμ έφτασε το Νο 40 στο Billboard και μέσα στο 1991,ένα χρόνο σχεδόν μετά την κυκλοφορία του, έγινε χρυσό στις ΗΠΑ (500.000+ πωλήσεις). Καθόλου άσχημα για πρωτοεμφανιζόμενο συγκρότημα και μάλιστα το 1990, όταν ήδη στην αγορά βρίσκονταν κορυφαία άλμπουμ από ήδη μεγάλα συγκροτήματα του είδους. Με κεκτημένη ταχύτητα από την επιτυχία του πρώτου τους άλμπουμ και αφού ολοκλήρωσαν έναν κύκλο εμφανίσεων σε Ιαπωνία , ΗΠΑ και Ευρώπη, οι Steelheart μπήκαν στο στούντιο για να ετοιμάσουν τον διάδοχο του ομώνυμου άλμπουμ τους.
TANGLED IN REINS (1992)
Τo Tangled in Reins κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1992 και, παραδόξως, δεν πήγε καλά από πλευράς πωλήσεων. Πούλησε μόνο 100.000 κομμάτια στις ΗΠΑ και έφτασε μόνο μέχρι τη θέση 144 του Billboard. Αυτά ως προς τα τυπικά/στατιστικά του θέματος γιατί πιάνοντας την ουσία, δηλαδή τη μουσική, πρόκειται για ένα άλμπουμ δυναμίτη, ισάξιο με το πρώτο.
Για να πιάσω πρώτα τα κορυφαία, τη θέση αυτή καταλαμβάνουν, κατά τη γνώμη μου τέσσερα κομμάτια. Πακέτο πάνε τα “Sticky side up” (το μοναδικό video του άλμπουμ) και “Late for the Party”, δυο φοβερά τραγούδια που τα βάζεις άνετα το καθένα στο repeat από 4-5 φορές. Ξεσηκωτικά, πιασάρικα, εμπορικά χωρίς να είναι ανάλαφρα αλλά, αντιθέτως, hard rock, άκρως συναυλιακά, με σπουδαία φωνητικά, τέλεια σόλο, πολυφωνικά ρεφραίν και στιβαρό rhythm section. Δυο τραγούδια ιδανικά για club, όταν το κέφι αρχίζει να ανεβαίνει κατακόρυφα.
Πάμε στο τρίτο κορυφαίο, την μπαλάντα “Mama don’t you cry”, η οποία σε Ιαπωνία και Νότια Κορέα έφτασε Νο 1. Πρόκειται για ένα πολύ συναισθηματικό κομμάτι, που αναφέρεται στην απώλεια της μητέρας του Matijevic. Ακούστε το διαβάζοντας παράλληλα τους πολύ όμορφους στίχους. Θα αγγίξει ιδιαίτερα όσους έχουν χάσει τη μητέρα τους.
Τέταρτο κορυφαίο κομμάτι το ομώνυμο, “Steelheart”. Εδώ γίνεται ο κακός χαμός! Πρόκειται για μια σχεδόν power metal “σφαγή” που ξεκινάει με κιθάρα και φωνητικά και κλιμακώνεται σε απίστευτα πωρωτικό τραγούδι, ιδανικό για “ξύλο” σε συναυλία ή για τρελό headbanging, από αυτά που καταλήγεις με κολλάρο! Το μόνο τραγούδι που διαφέρει απ’ όλα τα άλλα και σίγουρα το πιο επιθετικό σε ολόκληρο το άλμπουμ. Προσέξτε στην αρχή αλλά ιδιαίτερα προς το τέλος, όταν ο Matijevic τραγουδάει “Steeeeeeeeelheaaaaart”, πόσο ψηλά φτάνει τη φωνή του. Απίστευτο φωνητικό εύρος, θα πάθετε την πλάκα σας!
Για να πάμε στα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ, έχουμε το αργόσυρτο “Electric Love Child, ένα κομμάτι με φωνητικά-tribute στον Robert Plant, την επίσης “Zeppelin-ική” μπαλάντα, “All your Love”, το δυναμικό εισαγωγικό “Loaded Mutha”, το εξίσου καλό “Take me back home” και το mid-tempo “Love ‘em and I’m gone”, το οποίο κλιμακώνεται σταδιακά σε ένα ιδιαίτερο ρυθμικό κομμάτι.
Τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ, το “Dancin’ in the fire” το οποίο θεωρώ ότι είναι και το filler του δίσκου και συνεχίζω να έχω την ίδια άποψη ακόμα και μετά από δεκάδες ακροάσεις του άλμπουμ. Βέβαια, το συγκεκριμένο κομμάτι συνδέεται άμεσα, όπως θα δούμε, και με το μοιραίο τέλος των Steelheart, τουλάχιστον των Steelheart όπως τους μάθαμε στα δυο πρώτα τους άλμπουμ.
Κλείνοντας με το Tangled in Reins θα αναφέρω πάλι ότι είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ το οποίο δεν μπορώ να το ξεχωρίσω σε ποιότητα από το ντεμπούτο. Η απόδοση όλων των μελών είναι άψογη - η σύνθεση της μπάντας εξάλλου παραμένει η ίδια – τα τραγούδια καλογραμμένα, με τόση δόση εμπορικότητας που να μην χαλάει το hard rock feeling τους και φυσικά με τα φωνητικά του Mike Matijevic που είναι από άλλο πλανήτη.
Το γεγονός ότι δεν πήγε καλά εμπορικά – εκτός της Άπω Ανατολής – θεωρώ ότι οφείλεται αποκλειστικά στην – τι άλλο; - στροφή των δισκογραφικών εταιρειών, MTV, και όλης γενικά της μουσικής βιομηχανίας προς το ανερχόμενο Grunge.
Tη χαριστική βολή όμως στους Steelheart δεν την έδωσε το Grunge, αλλά ένα χτύπημα της μοίρας. Στις 31 Οκτωβρίου 1992, στην Mc Nichols Sports Arena, στο Denver του Colorado, τελευταίο live της περιοδείας τους, οι Steelheart έπαιζαν, ανοίγοντας για τους Slaughter. Κατά τη διάρκεια του τραγουδιού “Dancin’ in the Fire” (όπως προαναφέρθηκε) ο Matijevic επιχείρησε να σκαρφαλώσει σε έναν στύλο φωτιστικών, ο οποίος όμως δεν ήταν σωστά ασφαλισμένος, με αποτέλεσμα να πέσει και να τον καταπλακώσει χτυπώντας τον στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Ο Matijevic έσπασε τη μύτη του, τα ζυγωματικά και το σαγόνι του και τραυματίστηκε στην σπονδυλική στήλη καθώς μετακινήθηκαν κάποιοι σπόνδυλοι. Θαύμα είναι το πώς μπόρεσε να σηκωθεί και να αποχωρήσει περπατώντας από την σκηνή. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στο νοσοκομείο – όπου μεταξύ άλλων, διαπιστώθηκε ότι, λόγω του χτυπήματος είχε υποστεί και μερική απώλεια μνήμης - ενώ το υπόλοιπο συγκρότημα έφυγε για τη Νέα Υόρκη. Ήταν η τελευταία φορά που το αυθεντικό line-up των Steelheart έπαιξε μαζί.
Στο παρακάτω video μπορείτε να δείτε τη σκηνή του ατυχήματος (Από το 1:10 και μετά). Στο τέλος του video, αυτός που τα σπάει από τα νεύρα είναι ο James Ward, ο μπασίστας.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
To 1996, οι Steelheart επανεμφανίστηκαν με το άλμπουμ “Wait”, του οποίου ο ήχος όμως δεν έχει καμία σχέση με τα δυο πρώτα άλμπουμ. Ουσιαστικά πρόκειται για προσωπικό σχήμα του Matijevic ο οποίος λογικά, για λόγους αναγνωρισιμότητας, χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο όνομα. Εξάλλου, κανένα άλλο μέλος της αυθεντικής σύνθεσης δεν συμμετέχει στο άλμπουμ.
Τo “Wait” είναι ένα σχεδόν ηλεκτρακουστικό άλμπουμ, ατμοσφαιρικό και αρκετά πειραματικό, με μια έντονη Led Zeppelin αίσθηση. Είναι αρκετά ωραίο και κρατά το ενδιαφέρον, αρκεί να το ακούσετε ως ανεξάρτητο, χωρίς να το συγκρίνετε με τα δυο κλασικά τους.
Ενδεικτικά, ακούστε τα “We all die young”, “Wait”, “Garden of Delight”, “Electric Chair” και ειδικά το «Ahh Song” στο οποίο νομίζεις ότι ακούς τον Robert Plant να τραγουδάει.
Στη συνέχεια, το 2006 κυκλοφόρησαν το EP “Just a taste”, το 2008 το άλμπουμ “Good 2 be Alive” και το 2017, από την Frontier Records, το “Through Worlds of Stardust”
Και οι τρεις αυτές δουλειές ακολουθούν τον πιο μοντέρνο rock ήχο και δεν έχουν καμία σχέση με τον ήχο του 1990-1992. Έχουν κάποιες καλές στιγμές αλλά δεν θα σχολιάσω περαιτέρω καθώς θεωρώ ότι ο ήχος τους δεν αφορά την συγκεκριμένη στήλη. Όποιος θέλει να πάρει κάποια γεύση ας τσεκάρει στο Youtube.
Άποψή μου πάντως είναι πως ο Matijevic θα έπρεπε να κυκλοφορεί αυτές τις δουλειές με το δικό του όνομα και όχι των Steelheart. Διαφορετικά ας επιχειρήσει κάποια επανασύνδεση με τα αυθεντικά μέλη.
TRIVIA
• Ο Mike Matijevic δάνεισε την φωνή του στην ταινία “Rock Star” του 2001 με πρωταγωνιστές τους Mark Wahlberg και την Jennifer Anniston. Είναι η ιστορία του τραγουδιστή μιας tribute μπάντας ενός μεγάλου συγκροτήματος (Steel Dragon) ο οποίος τα φέρνει έτσι η τύχη ώστε να γίνει στο τέλος ο τραγουδιστής των τελευταίων. Η ταινία βασίστηκε στην ιστορία του Tim Owens ο οποίος για δυο άλμπουμ πήρε την θέση του Rob Halford ως τραγουδιστής των Judas Priest. Στο film ακούγεται και το τραγούδι “We all die young”.
• To 2010, οι γνωστοί “The Doors” (τυπικά ως Manzarek–Krieger λόγω απαγόρευσης χρήσης του ονόματος από τον ντράμερ Densmore), στρατολόγησαν τον Matijevic ως τραγουδιστή τους για μια σειρά εμφανίσεων στις ΗΠΑ.
• Στις 28/5/2015, ο Miljenko Matijevic έδωσε ένα ακουστικό show στο πάλαι ποτέ club Bat City της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στην Αθήνα. Δεν είχα πάει, αλλά από 4-5 άτομα που γνωρίζω και πήγαν, έχω ακούσει αρνητικές εντυπώσεις. Κάτι σαν αρπαχτή, με καθαρό show ούτε μια ώρα και μάλιστα με ακριβό σχετικά εισιτήριο.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
6/3/19
Μπανταρα!!!.....παντα "λιγουρευομουν" το δερματινο τζακετ με το λογοτυπο τους στην πλατη!!!..(χεχεχε)
ΑπάντησηΔιαγραφή