Υπάρχουν συγκροτήματα που δεν απασχολούν το κοινό με εκκεντρικότητες ή σκάνδαλα, δεν επενδύουν στην εξωτερική τους εμφάνιση, δεν επιβάλλονται από τη μουσική βιομηχανία, αλλά προσπαθούν απλά να περάσουν το μήνυμά τους μέσα από τα τραγούδια τους. Οι Manfred Mann’s Earth Band αναμφίβολα ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία.
Πριν τους MMEB
Ο Βρετανός κημπορντίστας Manfred Mann (πραγματικό όνομα Manfred Sepse Lubowitz) γεννήθηκε στο Johannesburg της Νότιας Αφρικής. Έκανε μουσικές σπουδές στο University of Mitwatersrand, και δούλεψε ως jazz πιανίστας σε πολλά clubs της γενέτειράς του. Μεταξύ 1959 και 1961, με τον παιδικό του φίλο Saul Ozynski, ηχογράφησε δυο albums ως The Vikings. Οι The Vikings θεωρούνται η πρώτη rock’n’roll μπάντα της Ν. Αφρικής. Όντας κάθετα αντίθετος με το καθεστώς του apartheid, ο Lubowitz εγκαταστάθηκε στη Μεγ. Βρετανία το 1961 και ξεκίνησε να γράφει για τη "Jazz News" με το ψευδώνυμο Manfred Manne το οποίο, λίγο αργότερα, συντόμευσε σε Manfred Mann. Την επόμενη χρονιά γνώρισε τον drummer και keyboard player Mike Hug. Οι δυο τους δημιούργησαν τους Mann-Hugg Blues Brothers, μια blues-jazz μπάντα. Οι Mann-Hugg Blues Brothers υπέγραψαν συμβόλαιο με την EMI in 1963. Μετά από υπόδειξη της εταιρείας το όνομα της μπάντας γίνεται Manfred Mann. Οι Manfred Mann θα γνωρίσουν αξιοσημείωτη επιτυχία από το 1964 έως το 1969 με κομμάτια όπως: " Do Wah Wah Diddy Diddy" (των Exciters), " Sha la la", "Pretty Flamingo", "Mighty Quinn" (του Bob Dylan). Το group θα διαλυθεί το 1969 και αμέσως ο Mann θα δημιουργήσει (με τον Mike Hugg) τουςManfred Mann Chapter Three μια jazz rock μπάντα με πειραματικό ήχο που ηχογράφησαν μόλις δυο albums, πριν αποτελέσουν παρελθόν.
70’s (Α΄Μέρος): Οικολογία και Διάστημα
Το επόμενο project του Manfred Mann ήταν οι Manfred Mann’s Earth Band. Στην αυτοβιογραφία του, ο Klaus Voormann (πρώην μέλος του group) ισχυρίζεται ότι εκείνος είχε προτείνει αρκετές φορές στον Manfred Mann το συγκεκριμένο όνομα. Ο Voormann θεωρούσε ότι αυτό το όνομα σηματοδοτούσε τη στροφή από τον soft-pop ήχο του Mann στα 60s σε πιο «γήινα» και περισσότερο rock μουσικά μονοπάτια. Πάντως η άποψη που επικρατεί είναι ότι το όνομα ήταν υπόδειξη του drummer Chris Slade τον Σεπτέμβριο του 1971 και σχετίζεται με το οικολογικό κίνημα που είχε μεγάλη απήχηση στον κόσμο εκείνη την εποχή. Την αρχική σύνθεση αποτελούσαν οι: ο Mick Rogers (guitar και vocals), Manfred Mann (organ, synthesizer και vocals), Colin Pattenden (bass guitar) και Chris Slade (drums and vocals). Στην αρχή το group χρησιμοποίησε το "Manfred Mann" για να τονίσουν ότι αποτελούσαν συνέχεια του group των 60s. Κυκλοφόρησαν το πρώτο τους single, "Please Mrs. Henry", το 1971. Το δεύτερό τους single ήταν το "Living Without You" (διασκευή τραγουδιού του Randy Newman). Το συγκεκριμένο κομμάτι κυκλοφόρησαν ως "Manfred Mann" στην Ευρώπη, αλλά ως "Manfred Mann's Earth Band" στις ΗΠΑ (όπου γνώρισε μικρή επιτυχία). Από το 1972 και έπειτα καθιέρωσαν το όνομα "Manfred Mann's Earth Band", γεγονός που υπογραμμίστηκε από την κυκλοφορία του ομότιτλου πρώτου LP τους. Το "Manfred Mann's Earth Band” κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 1972 και παρέμεινε έξι εβδομάδες στο US Billboard 200 charts, φτάνοντας στο Νo 138. Το album πήρε καλές κριτικές στις ΗΠΑ και χαιρετίστηκε ως «εξαιρετικό μείγμα ψυχεδέλειας - hard rock και ορόσημο για την αφομοίωση νέας τεχνολογίας στη rock μουσική».
Στην Μεγ. Βρετανία κυκλοφόρησε έναν μήνα αργότερα, αλλά η ανταπόκριση από κοινό και κριτικούς ήταν περιορισμένη. Από το "Manfred Mann's Earth Band” ξεχωρίζουν οι τρεις διασκευές που περιέχει: "Living Without You" (Randy Newman), "Jump Sturdy" (Dr. John ), και "Please Mrs. Henry" (Bob Dylan ). Τον Σεπτέμβριο του 1972 κυκλοφορεί το δεύτερο LP τους με τίτλο “Glorified Magnified”. Το συγκρότημα βιάστηκε να επιστρέψει στο Maximum Studios, ευελπιστώντας ότι θα εξαργυρώσει την μικρή επιτυχία του πρώτου LP. Το αποτέλεσμα δεν τους δικαίωσε καθώς το “Glorified Magnified” είναι το μόνο τους album που δεν κατάφερε να μπει , έστω και στις χαμηλές θέσεις των charts. Ο ήχος του είναι περισσότερο blues και λιγότερο progressive, ενώ συναντάμε για πρώτη φορά στοιχεία του μουσικού ύφους που θα διαμορφώσουν στα επόμενα albums. Στο “Glorified Magnified” πρωτοεμφανίζεται το χαρακτηριστικό τους logo.
Τα δυο singles είναι το "Meat" ( που έγινε ύμνος των vegetarians) και μια ακόμη διασκευή τραγουδιού του Bob Dylan ("It's All Over Now, Baby Blue"). Ένα άλλο κομμάτι του Dylan (“Get Your Rocks Off”) θα είναι τo single από το επόμενο album τους “Messin”. To ”Messin’ , όπως και τα προηγούμενα LP τους, ηχογραφήθηκε στα Maximum Studios του Λονδίνου, η παραγωγή του έγινε από το συγκρότημα και κυκλοφόρησε στις 15 Ιουνίου 1973. Στις ΗΠΑ κυκλοφόρησε με τον τίτλο “Get Your Rocks Off” και με το "Pretty Good" να αντικαθιστά το "Black And Blue" της βρετανικής έκδοσης (λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι το "Black And Blue" αφορούσε τη δουλεία, που ήταν ένα θέμα καθόλου εμπορικό στην αγορά των ΗΠΑ). Πέρα από το εντυπωσιακό (και προφητικό;) εξώφυλλο, το ”Messin” περιέχει και το ενδιαφέρον κομμάτι “Buddah”. Πλέον αρχίζει να γίνεται ξεκάθαρη η στροφή των Manfred Mann's Earth Band" στο progressive rock. Ο Manfred Mann ενδιαφερόταν έντονα για την αγγλική κλασική μουσική του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα για το έργο “'Planets' ( 'Jupiter)” του συνθέτη Gustav Holst.
O Mann εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι το έργο του Holst δεν ήταν ευρέως γνωστό και έπεισε την κόρη του (Imogen Holst) να του επιτρέψει να προσαρμόσει το μουσικό θέμα στην σύγχρονη rock μουσική. Έτσι προέκυψε το single “Joybringer” , που είναι η πρώτη επιτυχία των MMEB, καθώς έφτασε στο Νο9 των charts. Ο Mann, μετά την επιτυχία του “Joybringer”, σκέφτηκε να διασκευάσει ολόκληρο το “Planets” του Holst, αλλά αυτή τη φορά η Imogen αρνήθηκε να του δώσει τη σχετική άδεια. Ο Mann δεν εγκατέλειψε την ιδέα να δημιουργήσει ένα LP βασισμένο στο “ Planets” και έτσι μας χάρισε το εξαιρετικό 'Solar Fire'. Μέχρι τότε είχε προσπαθήσει να συνδυάσει Pop, Rock, Blues, Soul, Jazz με στοιχεία κλασικής μουσική, χωρίς οι προσπάθειές του να είναι απόλυτα πειστικές. Εκείνη την εποχή ο Mann και ο Rogers άκουγαν αρκετά Pink Floyd και η απόφασή τους να εντάξουν στοιχεία του σπουδαίου συγκροτήματος στον ήχο τους, λειτούργησε καταλυτικά. Η συνύπαρξη όλων αυτών των στοιχείων, παράλληλα με τις υπέροχες μελωδίες του Mann, αλλά και τις Jazz-Rock εμπνεύσεις του Mick Rogers καθιέρωσαν το 'Solar Fire' σαν ένα από τα σημαντικά albums του progressive pop-rock. Το album ξεκινά με την επική διασκευή του 'Father of day, father of night', (για μια ακόμη φορά τραγούδι του Bob Dylan). To 'In the beginning, darkness' είναι ένα heavy blues rock κομμάτι με έντονη funky χροιά, που του προσδίδουν τα backing vocals των Chanter Sisters. Το 'Pluto the dog' είναι ένα funk instrumental με ένα ενδιαφέρον moog solo, ενώ το 'Solar fire' «χτίζεται» γύρω από ένα εξαιρετικό solo που θυμίζει Dave Gilmour , αλλά και γύρω από το φωνητικό ντουέτο των Mann & Chanter. Στο 'Saturn, lord of the ring - Mercury, the winged messenger' επιστρέφουμε στο heavy blues με jazz ατμόσφαιρα. Ένα album που σημάδεψε την καριέρα τους και ήταν το πρώτο που κατάφερε να μπει στο top-100 (Νο96 σε ΗΠΑ και Καναδά). Το πέμπτο τους album “The good Earth” κυκλοφορεί στις 11/10/1974 και ταυτίστηκε με ένα μοναδικό γεγονός.
Οι πρώτοι που θα το αγόραζαν μπορούσαν να γίνουν κάτοχοι έκτασης ενός τετραγωνικού ποδιού στην περιοχή Llanerchyrfa στο County of Brecon, της Ουαλίας. Στο εσώφυλλο του δίσκου υπήρχε ένα κουπόνι που έπρεπε να συμπληρώσει ο ενδιαφερόμενος. Η εκδήλωση ενδιαφέροντος μπορούσε να γίνει μέχρι τις 31/12/1975. Η συγκεκριμένη κίνηση ήταν μέρος μιας σειράς δραστηριοτήτων που ήταν συνδεδεμένες με το promotion του “The Good Earth” και είχαν οικολογικό προσανατολισμό. Η έκταση που μοιράστηκε είχε αγοραστεί από την εταιρεία και βρισκόταν στην πλαγιά ενός λόφου, αλλά ήταν αρκετά δύσκολο να την εντοπίσεις. Ήταν άγονη, αλλά είχε καταπληκτική θέα. Ο μόνος από το group ο οποίος ήξερε που βρισκόταν η συγκεκριμένη περιοχή ήταν ο Chris Slade (o οποίος καταγόταν από την Ουαλία). Τελικά χιλιάδες ήταν εκείνοι που υπέγραψαν και απέκτησαν το κομμάτι γης. Δεν ξέρω αν οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Νορβηγοί, πάντως στη Νορβηγία το “The Good Earth” έφτασε στο Νο20 (Νο157 στις ΗΠΑ). Από το album ξεχωρίζει το κομμάτι "Give Me the Good Earth" που είναι σύνθεση του Gary Wright. Μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία κρύβεται πίσω από τον τίτλο του επόμενου album των ΜΜΕΒ "Nightingales and Bombers", που κυκλοφορεί στις 22/8/1975. Κατά τη διάρκεια το Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, στο Surrey της Αγγλίας ένας ορνιθολόγος (σύμφωνα με άλλη εκδοχή ήταν ένας μηχανικός ήχου που εργαζόταν στο BBC) προσπαθούσε να ηχογραφήσει τους ήχους των αηδονιών. Την ίδια στιγμή πέρασαν κάποια βομβαρδιστικά της RAF που κατευθύνονταν στο Mannheim της Γερμανίας με στόχο να το βομβαρδίσουν. Κατά λάθος ηχογραφήθηκαν παράλληλα και οι δυο ήχοι. Η συγκεκριμένη ηχογράφηση ενσωματώθηκε στο κομμάτι 'As Above, So Below'". Το "Nightingales and Bombers" έχει ταυτιστεί με το κομμάτι "Spirits in the Night". Αυτή τη φορά επιλέγουν να διασκευάσουν Bruce Springsteen και η επιλογή τους δικαιώνει, καθώς το κομμάτι θα φτάσει στο Νο97 του Billboard Hot 100 το1976. Το κομμάτι θα επανακυκλοφορήσει ένα χρόνο αργότερα (με τον Chris Thompson στα φωνητικά) και θα γνωρίσει μεγαλύτερη επιτυχία, αφού έφτασε στο Νο40 Billboard Top 40. Μια ακόμη ενδιαφέρουσα διασκευή συναντάμε στη β΄πλευρά του δίσκου, το "Visionary Mountains" της Joan Armatrading. Με το "Nightingales and Bombers" έκαναν ένα σημαντικό βήμα μια και το album γνώρισε αξιόλογη επιτυχία σε Νορβηγία, Νέα Ζηλανδία και Γερμανία. Έτσι ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της πορείας των MMEB, καθώς ο Mick Rogers θα αποχωρήσει από το συγκρότημα.
70’s (Β΄Μέρος): Η ηχηρή σιωπή της επιτυχίας.
Τον Rodgers αντικαθιστά ο Chris Hamlet Thompson, τραγουδιστής και κιθαρίστας, ο οποίος είχε κάνει τα πρώτα βήματα της καριέρας του στη Νέα Ζηλανδία. Εκτός του Rodgers γίνεται μέλος των MMEB ο κιθαρίστας David Flett. Ο ερχομός τους συνδυάζεται με την μεγαλύτερη επιτυχία του group. Την τρίτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου του 1977, φτάνουν στο No. 1 του Billboard Hot 100 με τη διασκευή ενός άλλου κομματιού του Bruce Springsteen. Είναι το "Blinded by the Light" από το album “The Roaring Silence ” (είχε κυκλοφορήσει στις 27/8/1976), που θα απογειώσει την καριέρα τους. Μάλιστα ο Manfred Mann είχε την ιδέα να προτείνει στον Bruce να λάβει μέρος στην ηχογράφηση του "Blinded by the Light", κάνοντας φωνητικά στο τέλος του κομματιού. Αφού οπλίστηκε με θάρρος του τηλεφώνησε και από την άλλη άκρη άκουσε τη φωνή ενός ανθρώπου που μόλις είχε ξυπνήσει. Ο Mann κατάλαβε ότι τηλεφώνησε σε ακατάλληλη στιγμή και τον ρώτησε:“Is that Bruce’?”, ελπίζοντας ότι θα είχε κάνει λάθος και θα είχε αποφύγει την γκάφα. Δυστυχώς όμως πήρε την απάντηση:. “Yeh man, what do you want?”, οπότε έκλεισε το τηλέφωνο και δεν τον ξανακάλεσε. Έκανε ο ίδιος τα δεύτερα φωνητικά στο τέλος του κομματιού. Το “The Roaring Silence ” φτάνει στη 10η θέση των καταλόγων επιτυχιών τόσο στη Μεγ. Βρετανία όσο και στις ΗΠΑ και γίνεται χρυσό σε πολλές χώρες. Ένα άλλο κομμάτι που ξεχωρίζει από αυτό το album είναι το “Road To Babylon”.
Στις αρχές του 1978 κυκλοφορεί το 8ο LP τους με τίτλο “Watch”. Πλέον το συγκρότημα έχει νέο μπασίστα (Pat King) και ο ήχος του κινείται μεταξύ prog και hard rock, με κάποια στοιχεία pop. Από τα επτά τραγούδια του album τα δύο (Davy's On The Road Again και The Mighty Quinn), τα οποία είναι και τα καλύτερα, είναι live . Αρκετά τραγούδια περιέχουν μέρη με ρυθμική ακουστική κιθάρα, αλλά δεν λείπουν και τα εντυπωσιακά solo με ηλεκτρική κιθάρα. Το "Drowning on Dry Land/Fish Soup" είναι ένα ακόμη αξιόλογο κομμάτι που περιέχεται στο “Watch ” και ουσιαστικά είναι ένα medley δυο κομματιών: του "Drowning on Dry Land" που είναι ένα pop rock με έξοχη εισαγωγή και του "Fish soup" που είναι instrumental . Το “Watch” γνώρισε μεγάλη επιτυχία στη Γερμανία, όπου έφτασε στο Νο3, έμεινε 69 εβδομάδες στα charts και έγινε πλατινένιο το 1981. Ο Chris Slade είναι το επόμενο, από τα αρχικά μέλη, που θα αποχωρήσει παρέα με τον David Flett. Στη θέση τους έρχονται ο drummer Geoff Britton (πρώην Wings) και ο Steve Waller που θα αντικαταστήσει τον Dave Flett. Ο Britton εγκαταλείπει το λίγο αργότερα για να αντικατασταθεί από τον John Lingwood. Με αυτή τη σύνθεση ηχογραφούν το “Angel Station” (9/3/1979). Η στροφή τους προς τον πιο pop εμπορικό ήχο είναι ξεκάθαρη, αυτό όμως δε σημαίνει ότι λείπει η ποιότητα. Το album έχει τον αέρα ενός συναισθηματικού και μουσικού σταυρόλεξου και ταιριάζει απόλυτα με το έργο του σπουδαίου Ολλανδού graphic artist Μ. C. Escher, στου οποίου την τέχνη αναφέρεται το εξώφυλλο. Το “Don’t Kill it Carol”,μια σύνθεση του Mike Heron των The Incredible String Band, είναι η μεγάλη επιτυχία του album. Προϊόν της συνεργασίας του Mann με τον Jimmy O'Neill των Fingerprintz είναι τα: "Platform End" και "Angels at My Gate", ενώ δε λείπει και διασκευή-Dylan (αυτή τη φορά είναι το "You Angel You"). Το “Angel Station” φτάνει Νο4 στη Γερμανία, Νο30 στη Μεγ. Βρετανία, αλλά στις ΗΠΑ μόνο στο Νο144. Με μια σύντομη ανακοίνωση ο Manfred Mann θα αποχαιρετήσει τον Chris Thompson, που αποφάσισε να ακολουθήσει προσωπική καριέρα. Έναν χρόνο αργότερα θα επιστρέψει καθώς οι προσπάθειες που έκανε (με δυο albums) απέτυχαν παταγωδώς. Μαζί του θα επιστρέψει και ο Mick Rodgers.
80’S: Apartheid και Διάστημα
Η αυγή των 80s θα βρει τους ΜΜΕΒ να κυκλοφορούν το δέκατο album τους “Chance”. Το εξώφυλλο είναι μια προσαρμογή της αφίσας του Δανού καλλιτέχνη Ole Kortzau με τίτλο "Strandstole", ενώ μουσικά επιχειρούν, με αρκετή επιτυχία, να συνταιριάξουν prog, 70's artrock και pop. Ο Chris Thompson τραγουδά μόνο σε 3 κομμάτια, ενώ συμμετέχει και ο Trevor Rabin (τόσο στην κιθάρα όσο και στην παραγωγή). Τα "Lies (Through the 80s)" και "For You" (από το πρώτο LP του Bruce Springsteen) είναι τα singles, αλλά και τα κορυφαία κομμάτια του album. To “Chance” απέτυχε εμπορικά στη Μεγ. Βρετανία, έφτασε Νο6 στη Γερμανία (όπου οι MMEB είχαν φανατικό κοινό) και Νο87 στις ΗΠΑ. Εκείνη την εποχή ο Mann ήταν ενεργό μέλος της anti-apartheid κίνησης και του είχε απαγορευθεί η είσοδος στην πατρίδα του τη Νότια Αφρική. Χωρίς να πτοηθούν από απαγορεύσεις, τα μέλη της μπάντας ταξίδεψαν στην Ν. Αφρική για να κάνουν ηχογραφήσεις με Αφρικανούς μουσικούς. Οι ηχογραφήσεις αυτές αποτελούν βασικό υλικό για το album Somewhere in Afrika (το οποίο μπορεί να θεωρηθεί προπομπός του Graceland που κυκλοφόρησε λίγα χρόνια αργότερα ο Paul Simon). Στο album συναντάμε τη διασκευή του "Demolition Man" των The Police (τραγουδά ο Steve Waller) και μια ενδιαφέρουσα εκτέλεση του "Redemption Song" ( που είχε τραγουδήσει ο Bob Marley). Το 1984, θα κυκλοφορήσουν το live album “Budapest Live” του οποίου η ηχογράφηση έγινε στις 6-7/4/1983 στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το single "Runner", μια διασκευή ενός τραγουδιού του Ian Thomas, το οποίο σχετίζεται με τη στήριξη του αγώνα κατά του καρκίνου, που έδινε ο Terry Fox. Ο Fox προσπάθησε να διασχίσει τον Καναδά τρέχοντας, για να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο στο θέμα του καρκίνου. Στη διασκευή του Manfred Man ο Thompson κάνει τα lead vocals και ο Mick Rogers τα backing vocals. Το συγκεκριμένο single δεν περιλαμβάνεται σε κάποιο από τα LP που κυκλοφόρησαν στην Ευρώπη, αλλά το συναντάμε στην αμερικάνικη έκδοση του Somewhere in Afrika. Έγινε top 40 hit τόσο στον Καναδά όσο και στις ΗΠΑ. Το 1986, ο Thompson θα αποχωρήσει από το group και ο Mick Rogers (που δεν συμμετείχε στο Somewhere in Afrika) επιστρέφει για το album Criminal Tango. Είναι το πρώτο album στη νέα τους εταιρεία (Virgin), μετά από 11 χρόνια στην Bronze. Για το album Masque (1987), τα μέλη της μπάντας ήταν οι: Mann, Rogers, και drummer John Lingwood. Το Masque αποτελεί τη συνέχεια του “Solar Fire” καθώς βασίζεται στο Planets Suit του Gustav Holst. Αμέσως μετά το όνομα « the Earth Band» θα αποσυρθεί για λίγα χρόνια.
Από τα 90’s μέχρι τις μέρες μας.
Η επιστροφή των MMEB θα γίνει το 1996 με το album “Soft Vengeance”. Στα φωνητικά συναντάμε τον Noel McCalla, που θα παραμείνει μέχρι το 2009. Αρκετές διασκευές, κάποιες περιττές, διαφορετικός ήχος (που φλερτάρει με το aor) χαρακτηρίζουν το τελευταίο studio album των ΜΜΕΒ. Οι MMEB ξεκίνησαν μια εκτεταμένη ευρωπαϊκή περιοδεία που τους κράτησε στο δρόμο από το τέλος του 1996 μέχρι και το μεγαλύτερο μέρος του 1997. Από αυτή την περιοδεία θα προκύψει το live album "Mann Alive", το οποίο κυκλοφόρησε το 1998. Η μπάντα συνέχισε να περιηγείται εκτενώς σε όλη την Ευρώπη. Έτσι, το 2003, ήρθαν και στην Ελλάδα. Η συναυλία έγινε στις 23/4/2003 και οι λίγοι, δυστυχώς, που βρεθήκαμε στο Ark No6 απολαύσαμε μια μεστή εμφάνιση, με τους Mike Rogers-Manfred Mann να κλέβουν την παράσταση. Τα περισσότερα από τα albums της μπάντας έχουν επανεκδοθεί τα τελευταία χρόνια και τον Αύγουστο του 2005 κυκλοφόρησε το 4-CD set "Odds & Sods - Mis-takes-Out-takes" που περιλαμβάνει πλούσιο ακυκλοφόρητο υλικό. Το 2006 κυκλοφορεί το "Unearthed 1973-2005 The Best of Manfred Mann's Earth Band". Το 2007, το συγκρότημα γνωρίζει επιτυχία στα charts της Αυστρίας με δύο χορευτικά κομμάτια. Το πρώτο ήταν ένα remix του "Blinded by the Light"και το δεύτερο ήταν ένα remix του "For You". Το 2008 κυκλοφόρησε ένα DVD με τίτλο "Watch", το οποίο περιελάμβανε βίντεο από μια συναυλία που είχαν πραγματοποιήσει στην Αυστρία το 1979. Το 2009 τη θέση του Noel McCalla θα πάρει ο Peter Cox (γνωστός από το συγκρότημα Go West). Ο Cox άφησε την μπάντα το 2011 και επέστρεψε στους Go West. Αντικαταστάθηκε από τον Robert Hart και με τη νέα σύνθεση έκαναν μια μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία.. Το προσωπικό album του Manfred Mann "Lone Arranger", στο οποίο συμμετέχουν οι Kris Kristofferson, Till Bronner and Mick Rogers κυκλοφόρησε στα τέλη του 2014. Τα τελευταία χρόνια περιοδεύουν κυρίως σε Γερμανία, Νορβηγία, Αυστρία, Ελβετία και Μεγ. Βρετανία. Σε πρόσφατη συνέντευξη ο Manfred Mann, όταν ρωτήθηκε αν έχει κάποια ανεκπλήρωτη επιθυμία, είπε ότι: «Απλά θέλω να λύσω τα προβλήματα που έχω με τα δάχτυλά μου και να βελτιώσω τον τρόπο που παίζω».
Επίλογος
Οι Manfred Mann’s Earth Band είναι από τα συγκροτήματα που χρησιμοποιούν synthesizers, χωρίς να αισθάνονται ενοχές. Η δουλειά του Manfred είναι πάντα συγκρατημένη, αναμειγνύεται στον συνολικό ήχο της μπάντας και ποτέ δεν κυριαρχεί αδικαιολόγητα. Παρά τις στυλιστικές αλλαγές, ο Manfred Mann παραμένει σταθερή αξία και αποδείχτηκε ιδιαίτερα σημαντικός στην ανάπτυξη της σύγχρονης μουσικής μέσα από τον ήχο του mellotron ή του mini moog, με τα οποία έχει συνδέσει άρρηκτα το όνομά του. Η συμβολή του στη μουσική του εικοστού αιώνα είναι ελάχιστα αναγνωρισμένη από το κοινό και (ιδιαίτερα) από τους κριτικούς. Σε αντίθεση με πολλούς από τους σύγχρονούς τους, οι Manfred Mann’s Earth Band μπορούσαν να εμφανιστούν ενώπιον ενός ακροατηρίου αφοσιωμένων οπαδών των King Crimson τη μια νύχτα και σε ένα κοινό οπαδών των Nazareth την επόμενη. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πόσο ευρύ είναι το φάσμα των ανθρώπων που αγαπούν τη μουσική τους. Για τον Manfred Mann η μουσική ήταν και είναι πολύ πιο σημαντική από την ανάγκη να μεταφέρεις στο κοινό ένα θεμελιώδες, υποσυνείδητο μήνυμα.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
1. Watch (1978)
2. Solar fire (1973)
3. Nightingales & Bombers (1975)
4. The good Earth (1974)
5. The roaring silence (1976)
6. Angel station (1979)
TRIVIA
• Τα Workhouse studios δημιουργήθηκαν από τον Vic Keary στο West End του Λονδίνου με την ονομασία Maximum Sound. Λόγω προβλημάτων μίσθωσης ο Keary αναγκάστηκε να μετακομίσει σε νέες εγκαταστάσεις στο Νότιο Λονδίνο στην οδό Old Kent, και πάλι με τον τίτλο Maximum Sound. Μετά από λίγο καιρό αγοράστηκαν από τους Manfred Mann and Mike Hugg. Στα Maximum Sound Studios, από τα τέλη των 60's μέχρι το 1973 ηχογραφήθηκαν όλα τα albums στα οποία συμμετείχε ο Manfred Mann. To 1973 o Mike Hugg πούλησε το μερίδιό του στον Manfred και εκείνος άλλαξε την ονομασία σε The Workhouse. Εκεί ηχογραφήθηκαν όλα τα albums των ΜΜΕΒ από το “Solar Fire” μέχρι το “Soft Vengeance”. Τελικά το κτίριο αγοράστηκε από την εταιρεία supermarket Asda, κατεδαφίστηκε και έγινε parking αυτοκινήτων. Το νέο studio του Manfred λέγεται The Waterworks και βρίσκεται σε μια από τις όχθες του Τάμεση στο Greenwich. Εξωτερικά φαίνεται να αποτελεί τμήμα ενός συγκροτήματος γραφείων. Εσωτερικά δείχνει μικρό, αλλά είναι άριστα οργανωμένο κα έχει τις προδιαγραφές ενός studio ηχογράφησης. Έτσι δεν παραπονούνται οι γείτονες για τον θόρυβο (όπως γινόταν στο The Workhouse)
• Ο Manfred είναι από τους πρωτοπόρους του Mellotron, καθώς το χρησιμοποιούσε από το 1970 στα Maximum Sound Studios, ενώ το είχε χρησιμοποιήσει και νωρίτερα στα κομμάτια 'Ha Ha Said The Clown' και 'Semi Detached Suburban Mr James'.
• Manfred Mann’s Earth Band και Uriah Heep είναι δυο συγκροτήματα των οποίων οι πορείες διασταυρώθηκαν αρκετές φορές κατά την δεκαετία του 70. Κατ’ αρχήν και τα δυο groups περιλαμβάνονταν (για αρκετά χρόνια) στο δυναμικό της εταιρείας Bronze. Το 1971, ο Manfred Mann, εμφανίζεται ως guest μουσικός στο album “Look at yourself” των Uriah Heep. Με το αγαπημένο του mini Moog keyboard δίνει άλλη διάσταση στο κλασικό αριστούργημα July morning. Στο διάστημα 1973-1975 (την καλύτερη περίοδο για τους Heep) οι ΜΜΕΒ συνοδεύουν τους Uriah Heep σε περιοδείες τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, γεγονός που αποδεικνύει ότι το ένα συγκρότημα συμπλήρωνε το άλλο. Εκτός από αυτό, ο Mark Clarke (γνωστός μέσω της δουλειάς του με τους Colosseum) που είχε μια σύντομη συνεργασία με τους Heep (συμμετέχει στη σύνθεση του "The Wizard"), προσκλήθηκε να συμμετάσχει στους ΜΜΕΒ μετά την αποχώρηση του Colin Pattenden. Είχε ηχογραφήσει τα μέρη του μπάσου για το “Watch”, αλλά τελικά έφυγε για μόνιμη εγκατάσταση στις ΗΠΑ. Επίσης το 1976 ο Mick Rogers δέχτηκε πρόταση από τον Ken Hensley για να αντικαταστήσει τον αείμνηστο David Byron, μετά την απομάκρυνση του τελευταίου από τους Heep. Με τη συμμετοχή του Rogers (φωνητικά και κιθάρα) οι Uriah Heep θα άλλαζαν τον ήχο τους, αφού θα είχαν δυο κιθαρίστες, Μετά από πρόβες μιας εβδομάδας το σχήμα δεν φάνηκε να αποδίδει, έτσι ο Mick προτίμησε να φύγει και να παίξει σε ένα jazz/rock σχήμα τους Eclipse.
• Με τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την κυκλοφορία του “Good Earth”, αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον για την πρωτοποριακή πρωτοβουλία της απόκτησης ενός κομματιού γης, με την αγορά του δίσκου. Πρώτα είχαμε ένα άρθρο στην Daily Telegraph και έπειτα οργανώθηκε από τον Andy Taylor (υπεύθυνο του fan club των MMEB) μια επίσκεψη στην περιοχή. Μια ομάδα αποτελούμενη από fans και ένα συνεργείο του BBC, επισκέφτηκε την περιοχή και κατέγραψε την πορεία προς την κορυφή του λόφου ( που δεν ήταν εύκολη, λόγω της ολισθηρότητας του εδάφους).
• Το “Runner” είναι από τα κομμάτια που ακούστηκαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του1984. Επίσης το συναντάμε στην ταινία “The Philadelphia Experiment”.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ
21/2/19
Πριν τους MMEB
Ο Βρετανός κημπορντίστας Manfred Mann (πραγματικό όνομα Manfred Sepse Lubowitz) γεννήθηκε στο Johannesburg της Νότιας Αφρικής. Έκανε μουσικές σπουδές στο University of Mitwatersrand, και δούλεψε ως jazz πιανίστας σε πολλά clubs της γενέτειράς του. Μεταξύ 1959 και 1961, με τον παιδικό του φίλο Saul Ozynski, ηχογράφησε δυο albums ως The Vikings. Οι The Vikings θεωρούνται η πρώτη rock’n’roll μπάντα της Ν. Αφρικής. Όντας κάθετα αντίθετος με το καθεστώς του apartheid, ο Lubowitz εγκαταστάθηκε στη Μεγ. Βρετανία το 1961 και ξεκίνησε να γράφει για τη "Jazz News" με το ψευδώνυμο Manfred Manne το οποίο, λίγο αργότερα, συντόμευσε σε Manfred Mann. Την επόμενη χρονιά γνώρισε τον drummer και keyboard player Mike Hug. Οι δυο τους δημιούργησαν τους Mann-Hugg Blues Brothers, μια blues-jazz μπάντα. Οι Mann-Hugg Blues Brothers υπέγραψαν συμβόλαιο με την EMI in 1963. Μετά από υπόδειξη της εταιρείας το όνομα της μπάντας γίνεται Manfred Mann. Οι Manfred Mann θα γνωρίσουν αξιοσημείωτη επιτυχία από το 1964 έως το 1969 με κομμάτια όπως: " Do Wah Wah Diddy Diddy" (των Exciters), " Sha la la", "Pretty Flamingo", "Mighty Quinn" (του Bob Dylan). Το group θα διαλυθεί το 1969 και αμέσως ο Mann θα δημιουργήσει (με τον Mike Hugg) τουςManfred Mann Chapter Three μια jazz rock μπάντα με πειραματικό ήχο που ηχογράφησαν μόλις δυο albums, πριν αποτελέσουν παρελθόν.
Το επόμενο project του Manfred Mann ήταν οι Manfred Mann’s Earth Band. Στην αυτοβιογραφία του, ο Klaus Voormann (πρώην μέλος του group) ισχυρίζεται ότι εκείνος είχε προτείνει αρκετές φορές στον Manfred Mann το συγκεκριμένο όνομα. Ο Voormann θεωρούσε ότι αυτό το όνομα σηματοδοτούσε τη στροφή από τον soft-pop ήχο του Mann στα 60s σε πιο «γήινα» και περισσότερο rock μουσικά μονοπάτια. Πάντως η άποψη που επικρατεί είναι ότι το όνομα ήταν υπόδειξη του drummer Chris Slade τον Σεπτέμβριο του 1971 και σχετίζεται με το οικολογικό κίνημα που είχε μεγάλη απήχηση στον κόσμο εκείνη την εποχή. Την αρχική σύνθεση αποτελούσαν οι: ο Mick Rogers (guitar και vocals), Manfred Mann (organ, synthesizer και vocals), Colin Pattenden (bass guitar) και Chris Slade (drums and vocals). Στην αρχή το group χρησιμοποίησε το "Manfred Mann" για να τονίσουν ότι αποτελούσαν συνέχεια του group των 60s. Κυκλοφόρησαν το πρώτο τους single, "Please Mrs. Henry", το 1971. Το δεύτερό τους single ήταν το "Living Without You" (διασκευή τραγουδιού του Randy Newman). Το συγκεκριμένο κομμάτι κυκλοφόρησαν ως "Manfred Mann" στην Ευρώπη, αλλά ως "Manfred Mann's Earth Band" στις ΗΠΑ (όπου γνώρισε μικρή επιτυχία). Από το 1972 και έπειτα καθιέρωσαν το όνομα "Manfred Mann's Earth Band", γεγονός που υπογραμμίστηκε από την κυκλοφορία του ομότιτλου πρώτου LP τους. Το "Manfred Mann's Earth Band” κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 1972 και παρέμεινε έξι εβδομάδες στο US Billboard 200 charts, φτάνοντας στο Νo 138. Το album πήρε καλές κριτικές στις ΗΠΑ και χαιρετίστηκε ως «εξαιρετικό μείγμα ψυχεδέλειας - hard rock και ορόσημο για την αφομοίωση νέας τεχνολογίας στη rock μουσική».
Στην Μεγ. Βρετανία κυκλοφόρησε έναν μήνα αργότερα, αλλά η ανταπόκριση από κοινό και κριτικούς ήταν περιορισμένη. Από το "Manfred Mann's Earth Band” ξεχωρίζουν οι τρεις διασκευές που περιέχει: "Living Without You" (Randy Newman), "Jump Sturdy" (Dr. John ), και "Please Mrs. Henry" (Bob Dylan ). Τον Σεπτέμβριο του 1972 κυκλοφορεί το δεύτερο LP τους με τίτλο “Glorified Magnified”. Το συγκρότημα βιάστηκε να επιστρέψει στο Maximum Studios, ευελπιστώντας ότι θα εξαργυρώσει την μικρή επιτυχία του πρώτου LP. Το αποτέλεσμα δεν τους δικαίωσε καθώς το “Glorified Magnified” είναι το μόνο τους album που δεν κατάφερε να μπει , έστω και στις χαμηλές θέσεις των charts. Ο ήχος του είναι περισσότερο blues και λιγότερο progressive, ενώ συναντάμε για πρώτη φορά στοιχεία του μουσικού ύφους που θα διαμορφώσουν στα επόμενα albums. Στο “Glorified Magnified” πρωτοεμφανίζεται το χαρακτηριστικό τους logo.
O Mann εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι το έργο του Holst δεν ήταν ευρέως γνωστό και έπεισε την κόρη του (Imogen Holst) να του επιτρέψει να προσαρμόσει το μουσικό θέμα στην σύγχρονη rock μουσική. Έτσι προέκυψε το single “Joybringer” , που είναι η πρώτη επιτυχία των MMEB, καθώς έφτασε στο Νο9 των charts. Ο Mann, μετά την επιτυχία του “Joybringer”, σκέφτηκε να διασκευάσει ολόκληρο το “Planets” του Holst, αλλά αυτή τη φορά η Imogen αρνήθηκε να του δώσει τη σχετική άδεια. Ο Mann δεν εγκατέλειψε την ιδέα να δημιουργήσει ένα LP βασισμένο στο “ Planets” και έτσι μας χάρισε το εξαιρετικό 'Solar Fire'. Μέχρι τότε είχε προσπαθήσει να συνδυάσει Pop, Rock, Blues, Soul, Jazz με στοιχεία κλασικής μουσική, χωρίς οι προσπάθειές του να είναι απόλυτα πειστικές. Εκείνη την εποχή ο Mann και ο Rogers άκουγαν αρκετά Pink Floyd και η απόφασή τους να εντάξουν στοιχεία του σπουδαίου συγκροτήματος στον ήχο τους, λειτούργησε καταλυτικά. Η συνύπαρξη όλων αυτών των στοιχείων, παράλληλα με τις υπέροχες μελωδίες του Mann, αλλά και τις Jazz-Rock εμπνεύσεις του Mick Rogers καθιέρωσαν το 'Solar Fire' σαν ένα από τα σημαντικά albums του progressive pop-rock. Το album ξεκινά με την επική διασκευή του 'Father of day, father of night', (για μια ακόμη φορά τραγούδι του Bob Dylan). To 'In the beginning, darkness' είναι ένα heavy blues rock κομμάτι με έντονη funky χροιά, που του προσδίδουν τα backing vocals των Chanter Sisters. Το 'Pluto the dog' είναι ένα funk instrumental με ένα ενδιαφέρον moog solo, ενώ το 'Solar fire' «χτίζεται» γύρω από ένα εξαιρετικό solo που θυμίζει Dave Gilmour , αλλά και γύρω από το φωνητικό ντουέτο των Mann & Chanter. Στο 'Saturn, lord of the ring - Mercury, the winged messenger' επιστρέφουμε στο heavy blues με jazz ατμόσφαιρα. Ένα album που σημάδεψε την καριέρα τους και ήταν το πρώτο που κατάφερε να μπει στο top-100 (Νο96 σε ΗΠΑ και Καναδά). Το πέμπτο τους album “The good Earth” κυκλοφορεί στις 11/10/1974 και ταυτίστηκε με ένα μοναδικό γεγονός.
Οι πρώτοι που θα το αγόραζαν μπορούσαν να γίνουν κάτοχοι έκτασης ενός τετραγωνικού ποδιού στην περιοχή Llanerchyrfa στο County of Brecon, της Ουαλίας. Στο εσώφυλλο του δίσκου υπήρχε ένα κουπόνι που έπρεπε να συμπληρώσει ο ενδιαφερόμενος. Η εκδήλωση ενδιαφέροντος μπορούσε να γίνει μέχρι τις 31/12/1975. Η συγκεκριμένη κίνηση ήταν μέρος μιας σειράς δραστηριοτήτων που ήταν συνδεδεμένες με το promotion του “The Good Earth” και είχαν οικολογικό προσανατολισμό. Η έκταση που μοιράστηκε είχε αγοραστεί από την εταιρεία και βρισκόταν στην πλαγιά ενός λόφου, αλλά ήταν αρκετά δύσκολο να την εντοπίσεις. Ήταν άγονη, αλλά είχε καταπληκτική θέα. Ο μόνος από το group ο οποίος ήξερε που βρισκόταν η συγκεκριμένη περιοχή ήταν ο Chris Slade (o οποίος καταγόταν από την Ουαλία). Τελικά χιλιάδες ήταν εκείνοι που υπέγραψαν και απέκτησαν το κομμάτι γης. Δεν ξέρω αν οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Νορβηγοί, πάντως στη Νορβηγία το “The Good Earth” έφτασε στο Νο20 (Νο157 στις ΗΠΑ). Από το album ξεχωρίζει το κομμάτι "Give Me the Good Earth" που είναι σύνθεση του Gary Wright. Μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία κρύβεται πίσω από τον τίτλο του επόμενου album των ΜΜΕΒ "Nightingales and Bombers", που κυκλοφορεί στις 22/8/1975. Κατά τη διάρκεια το Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, στο Surrey της Αγγλίας ένας ορνιθολόγος (σύμφωνα με άλλη εκδοχή ήταν ένας μηχανικός ήχου που εργαζόταν στο BBC) προσπαθούσε να ηχογραφήσει τους ήχους των αηδονιών. Την ίδια στιγμή πέρασαν κάποια βομβαρδιστικά της RAF που κατευθύνονταν στο Mannheim της Γερμανίας με στόχο να το βομβαρδίσουν. Κατά λάθος ηχογραφήθηκαν παράλληλα και οι δυο ήχοι. Η συγκεκριμένη ηχογράφηση ενσωματώθηκε στο κομμάτι 'As Above, So Below'". Το "Nightingales and Bombers" έχει ταυτιστεί με το κομμάτι "Spirits in the Night". Αυτή τη φορά επιλέγουν να διασκευάσουν Bruce Springsteen και η επιλογή τους δικαιώνει, καθώς το κομμάτι θα φτάσει στο Νο97 του Billboard Hot 100 το1976. Το κομμάτι θα επανακυκλοφορήσει ένα χρόνο αργότερα (με τον Chris Thompson στα φωνητικά) και θα γνωρίσει μεγαλύτερη επιτυχία, αφού έφτασε στο Νο40 Billboard Top 40. Μια ακόμη ενδιαφέρουσα διασκευή συναντάμε στη β΄πλευρά του δίσκου, το "Visionary Mountains" της Joan Armatrading. Με το "Nightingales and Bombers" έκαναν ένα σημαντικό βήμα μια και το album γνώρισε αξιόλογη επιτυχία σε Νορβηγία, Νέα Ζηλανδία και Γερμανία. Έτσι ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της πορείας των MMEB, καθώς ο Mick Rogers θα αποχωρήσει από το συγκρότημα.
Τον Rodgers αντικαθιστά ο Chris Hamlet Thompson, τραγουδιστής και κιθαρίστας, ο οποίος είχε κάνει τα πρώτα βήματα της καριέρας του στη Νέα Ζηλανδία. Εκτός του Rodgers γίνεται μέλος των MMEB ο κιθαρίστας David Flett. Ο ερχομός τους συνδυάζεται με την μεγαλύτερη επιτυχία του group. Την τρίτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου του 1977, φτάνουν στο No. 1 του Billboard Hot 100 με τη διασκευή ενός άλλου κομματιού του Bruce Springsteen. Είναι το "Blinded by the Light" από το album “The Roaring Silence ” (είχε κυκλοφορήσει στις 27/8/1976), που θα απογειώσει την καριέρα τους. Μάλιστα ο Manfred Mann είχε την ιδέα να προτείνει στον Bruce να λάβει μέρος στην ηχογράφηση του "Blinded by the Light", κάνοντας φωνητικά στο τέλος του κομματιού. Αφού οπλίστηκε με θάρρος του τηλεφώνησε και από την άλλη άκρη άκουσε τη φωνή ενός ανθρώπου που μόλις είχε ξυπνήσει. Ο Mann κατάλαβε ότι τηλεφώνησε σε ακατάλληλη στιγμή και τον ρώτησε:“Is that Bruce’?”, ελπίζοντας ότι θα είχε κάνει λάθος και θα είχε αποφύγει την γκάφα. Δυστυχώς όμως πήρε την απάντηση:. “Yeh man, what do you want?”, οπότε έκλεισε το τηλέφωνο και δεν τον ξανακάλεσε. Έκανε ο ίδιος τα δεύτερα φωνητικά στο τέλος του κομματιού. Το “The Roaring Silence ” φτάνει στη 10η θέση των καταλόγων επιτυχιών τόσο στη Μεγ. Βρετανία όσο και στις ΗΠΑ και γίνεται χρυσό σε πολλές χώρες. Ένα άλλο κομμάτι που ξεχωρίζει από αυτό το album είναι το “Road To Babylon”.
Η αφίσα του άλμπουμ The Good Earth |
Η αυγή των 80s θα βρει τους ΜΜΕΒ να κυκλοφορούν το δέκατο album τους “Chance”. Το εξώφυλλο είναι μια προσαρμογή της αφίσας του Δανού καλλιτέχνη Ole Kortzau με τίτλο "Strandstole", ενώ μουσικά επιχειρούν, με αρκετή επιτυχία, να συνταιριάξουν prog, 70's artrock και pop. Ο Chris Thompson τραγουδά μόνο σε 3 κομμάτια, ενώ συμμετέχει και ο Trevor Rabin (τόσο στην κιθάρα όσο και στην παραγωγή). Τα "Lies (Through the 80s)" και "For You" (από το πρώτο LP του Bruce Springsteen) είναι τα singles, αλλά και τα κορυφαία κομμάτια του album. To “Chance” απέτυχε εμπορικά στη Μεγ. Βρετανία, έφτασε Νο6 στη Γερμανία (όπου οι MMEB είχαν φανατικό κοινό) και Νο87 στις ΗΠΑ. Εκείνη την εποχή ο Mann ήταν ενεργό μέλος της anti-apartheid κίνησης και του είχε απαγορευθεί η είσοδος στην πατρίδα του τη Νότια Αφρική. Χωρίς να πτοηθούν από απαγορεύσεις, τα μέλη της μπάντας ταξίδεψαν στην Ν. Αφρική για να κάνουν ηχογραφήσεις με Αφρικανούς μουσικούς. Οι ηχογραφήσεις αυτές αποτελούν βασικό υλικό για το album Somewhere in Afrika (το οποίο μπορεί να θεωρηθεί προπομπός του Graceland που κυκλοφόρησε λίγα χρόνια αργότερα ο Paul Simon). Στο album συναντάμε τη διασκευή του "Demolition Man" των The Police (τραγουδά ο Steve Waller) και μια ενδιαφέρουσα εκτέλεση του "Redemption Song" ( που είχε τραγουδήσει ο Bob Marley). Το 1984, θα κυκλοφορήσουν το live album “Budapest Live” του οποίου η ηχογράφηση έγινε στις 6-7/4/1983 στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το single "Runner", μια διασκευή ενός τραγουδιού του Ian Thomas, το οποίο σχετίζεται με τη στήριξη του αγώνα κατά του καρκίνου, που έδινε ο Terry Fox. Ο Fox προσπάθησε να διασχίσει τον Καναδά τρέχοντας, για να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο στο θέμα του καρκίνου. Στη διασκευή του Manfred Man ο Thompson κάνει τα lead vocals και ο Mick Rogers τα backing vocals. Το συγκεκριμένο single δεν περιλαμβάνεται σε κάποιο από τα LP που κυκλοφόρησαν στην Ευρώπη, αλλά το συναντάμε στην αμερικάνικη έκδοση του Somewhere in Afrika. Έγινε top 40 hit τόσο στον Καναδά όσο και στις ΗΠΑ. Το 1986, ο Thompson θα αποχωρήσει από το group και ο Mick Rogers (που δεν συμμετείχε στο Somewhere in Afrika) επιστρέφει για το album Criminal Tango. Είναι το πρώτο album στη νέα τους εταιρεία (Virgin), μετά από 11 χρόνια στην Bronze. Για το album Masque (1987), τα μέλη της μπάντας ήταν οι: Mann, Rogers, και drummer John Lingwood. Το Masque αποτελεί τη συνέχεια του “Solar Fire” καθώς βασίζεται στο Planets Suit του Gustav Holst. Αμέσως μετά το όνομα « the Earth Band» θα αποσυρθεί για λίγα χρόνια.
Η επιστροφή των MMEB θα γίνει το 1996 με το album “Soft Vengeance”. Στα φωνητικά συναντάμε τον Noel McCalla, που θα παραμείνει μέχρι το 2009. Αρκετές διασκευές, κάποιες περιττές, διαφορετικός ήχος (που φλερτάρει με το aor) χαρακτηρίζουν το τελευταίο studio album των ΜΜΕΒ. Οι MMEB ξεκίνησαν μια εκτεταμένη ευρωπαϊκή περιοδεία που τους κράτησε στο δρόμο από το τέλος του 1996 μέχρι και το μεγαλύτερο μέρος του 1997. Από αυτή την περιοδεία θα προκύψει το live album "Mann Alive", το οποίο κυκλοφόρησε το 1998. Η μπάντα συνέχισε να περιηγείται εκτενώς σε όλη την Ευρώπη. Έτσι, το 2003, ήρθαν και στην Ελλάδα. Η συναυλία έγινε στις 23/4/2003 και οι λίγοι, δυστυχώς, που βρεθήκαμε στο Ark No6 απολαύσαμε μια μεστή εμφάνιση, με τους Mike Rogers-Manfred Mann να κλέβουν την παράσταση. Τα περισσότερα από τα albums της μπάντας έχουν επανεκδοθεί τα τελευταία χρόνια και τον Αύγουστο του 2005 κυκλοφόρησε το 4-CD set "Odds & Sods - Mis-takes-Out-takes" που περιλαμβάνει πλούσιο ακυκλοφόρητο υλικό. Το 2006 κυκλοφορεί το "Unearthed 1973-2005 The Best of Manfred Mann's Earth Band". Το 2007, το συγκρότημα γνωρίζει επιτυχία στα charts της Αυστρίας με δύο χορευτικά κομμάτια. Το πρώτο ήταν ένα remix του "Blinded by the Light"και το δεύτερο ήταν ένα remix του "For You". Το 2008 κυκλοφόρησε ένα DVD με τίτλο "Watch", το οποίο περιελάμβανε βίντεο από μια συναυλία που είχαν πραγματοποιήσει στην Αυστρία το 1979. Το 2009 τη θέση του Noel McCalla θα πάρει ο Peter Cox (γνωστός από το συγκρότημα Go West). Ο Cox άφησε την μπάντα το 2011 και επέστρεψε στους Go West. Αντικαταστάθηκε από τον Robert Hart και με τη νέα σύνθεση έκαναν μια μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία.. Το προσωπικό album του Manfred Mann "Lone Arranger", στο οποίο συμμετέχουν οι Kris Kristofferson, Till Bronner and Mick Rogers κυκλοφόρησε στα τέλη του 2014. Τα τελευταία χρόνια περιοδεύουν κυρίως σε Γερμανία, Νορβηγία, Αυστρία, Ελβετία και Μεγ. Βρετανία. Σε πρόσφατη συνέντευξη ο Manfred Mann, όταν ρωτήθηκε αν έχει κάποια ανεκπλήρωτη επιθυμία, είπε ότι: «Απλά θέλω να λύσω τα προβλήματα που έχω με τα δάχτυλά μου και να βελτιώσω τον τρόπο που παίζω».
Επίλογος
Οι Manfred Mann’s Earth Band είναι από τα συγκροτήματα που χρησιμοποιούν synthesizers, χωρίς να αισθάνονται ενοχές. Η δουλειά του Manfred είναι πάντα συγκρατημένη, αναμειγνύεται στον συνολικό ήχο της μπάντας και ποτέ δεν κυριαρχεί αδικαιολόγητα. Παρά τις στυλιστικές αλλαγές, ο Manfred Mann παραμένει σταθερή αξία και αποδείχτηκε ιδιαίτερα σημαντικός στην ανάπτυξη της σύγχρονης μουσικής μέσα από τον ήχο του mellotron ή του mini moog, με τα οποία έχει συνδέσει άρρηκτα το όνομά του. Η συμβολή του στη μουσική του εικοστού αιώνα είναι ελάχιστα αναγνωρισμένη από το κοινό και (ιδιαίτερα) από τους κριτικούς. Σε αντίθεση με πολλούς από τους σύγχρονούς τους, οι Manfred Mann’s Earth Band μπορούσαν να εμφανιστούν ενώπιον ενός ακροατηρίου αφοσιωμένων οπαδών των King Crimson τη μια νύχτα και σε ένα κοινό οπαδών των Nazareth την επόμενη. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πόσο ευρύ είναι το φάσμα των ανθρώπων που αγαπούν τη μουσική τους. Για τον Manfred Mann η μουσική ήταν και είναι πολύ πιο σημαντική από την ανάγκη να μεταφέρεις στο κοινό ένα θεμελιώδες, υποσυνείδητο μήνυμα.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
1. Watch (1978)
2. Solar fire (1973)
3. Nightingales & Bombers (1975)
4. The good Earth (1974)
5. The roaring silence (1976)
6. Angel station (1979)
TRIVIA
• Τα Workhouse studios δημιουργήθηκαν από τον Vic Keary στο West End του Λονδίνου με την ονομασία Maximum Sound. Λόγω προβλημάτων μίσθωσης ο Keary αναγκάστηκε να μετακομίσει σε νέες εγκαταστάσεις στο Νότιο Λονδίνο στην οδό Old Kent, και πάλι με τον τίτλο Maximum Sound. Μετά από λίγο καιρό αγοράστηκαν από τους Manfred Mann and Mike Hugg. Στα Maximum Sound Studios, από τα τέλη των 60's μέχρι το 1973 ηχογραφήθηκαν όλα τα albums στα οποία συμμετείχε ο Manfred Mann. To 1973 o Mike Hugg πούλησε το μερίδιό του στον Manfred και εκείνος άλλαξε την ονομασία σε The Workhouse. Εκεί ηχογραφήθηκαν όλα τα albums των ΜΜΕΒ από το “Solar Fire” μέχρι το “Soft Vengeance”. Τελικά το κτίριο αγοράστηκε από την εταιρεία supermarket Asda, κατεδαφίστηκε και έγινε parking αυτοκινήτων. Το νέο studio του Manfred λέγεται The Waterworks και βρίσκεται σε μια από τις όχθες του Τάμεση στο Greenwich. Εξωτερικά φαίνεται να αποτελεί τμήμα ενός συγκροτήματος γραφείων. Εσωτερικά δείχνει μικρό, αλλά είναι άριστα οργανωμένο κα έχει τις προδιαγραφές ενός studio ηχογράφησης. Έτσι δεν παραπονούνται οι γείτονες για τον θόρυβο (όπως γινόταν στο The Workhouse)
• Ο Manfred είναι από τους πρωτοπόρους του Mellotron, καθώς το χρησιμοποιούσε από το 1970 στα Maximum Sound Studios, ενώ το είχε χρησιμοποιήσει και νωρίτερα στα κομμάτια 'Ha Ha Said The Clown' και 'Semi Detached Suburban Mr James'.
• Manfred Mann’s Earth Band και Uriah Heep είναι δυο συγκροτήματα των οποίων οι πορείες διασταυρώθηκαν αρκετές φορές κατά την δεκαετία του 70. Κατ’ αρχήν και τα δυο groups περιλαμβάνονταν (για αρκετά χρόνια) στο δυναμικό της εταιρείας Bronze. Το 1971, ο Manfred Mann, εμφανίζεται ως guest μουσικός στο album “Look at yourself” των Uriah Heep. Με το αγαπημένο του mini Moog keyboard δίνει άλλη διάσταση στο κλασικό αριστούργημα July morning. Στο διάστημα 1973-1975 (την καλύτερη περίοδο για τους Heep) οι ΜΜΕΒ συνοδεύουν τους Uriah Heep σε περιοδείες τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, γεγονός που αποδεικνύει ότι το ένα συγκρότημα συμπλήρωνε το άλλο. Εκτός από αυτό, ο Mark Clarke (γνωστός μέσω της δουλειάς του με τους Colosseum) που είχε μια σύντομη συνεργασία με τους Heep (συμμετέχει στη σύνθεση του "The Wizard"), προσκλήθηκε να συμμετάσχει στους ΜΜΕΒ μετά την αποχώρηση του Colin Pattenden. Είχε ηχογραφήσει τα μέρη του μπάσου για το “Watch”, αλλά τελικά έφυγε για μόνιμη εγκατάσταση στις ΗΠΑ. Επίσης το 1976 ο Mick Rogers δέχτηκε πρόταση από τον Ken Hensley για να αντικαταστήσει τον αείμνηστο David Byron, μετά την απομάκρυνση του τελευταίου από τους Heep. Με τη συμμετοχή του Rogers (φωνητικά και κιθάρα) οι Uriah Heep θα άλλαζαν τον ήχο τους, αφού θα είχαν δυο κιθαρίστες, Μετά από πρόβες μιας εβδομάδας το σχήμα δεν φάνηκε να αποδίδει, έτσι ο Mick προτίμησε να φύγει και να παίξει σε ένα jazz/rock σχήμα τους Eclipse.
• Με τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την κυκλοφορία του “Good Earth”, αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον για την πρωτοποριακή πρωτοβουλία της απόκτησης ενός κομματιού γης, με την αγορά του δίσκου. Πρώτα είχαμε ένα άρθρο στην Daily Telegraph και έπειτα οργανώθηκε από τον Andy Taylor (υπεύθυνο του fan club των MMEB) μια επίσκεψη στην περιοχή. Μια ομάδα αποτελούμενη από fans και ένα συνεργείο του BBC, επισκέφτηκε την περιοχή και κατέγραψε την πορεία προς την κορυφή του λόφου ( που δεν ήταν εύκολη, λόγω της ολισθηρότητας του εδάφους).
• Το “Runner” είναι από τα κομμάτια που ακούστηκαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του1984. Επίσης το συναντάμε στην ταινία “The Philadelphia Experiment”.
Οι Manfred Mann's Earth Band στη δεκαετία του '80. |
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ
21/2/19
Δημοσίευση σχολίου