Κάπου στις αρχές των 80’s είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι ζωηρά για το rock. Οι γνώσεις μου ήταν περιορισμένες, όσο και οι πηγές πληροφόρησης εκείνη την εποχή. Οι εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη και κάποια διάσπαρτα video clips που έπαιζε η κρατική τηλεόραση (σαν μουσικό διάλειμμα) ήταν ο μόνος τρόπος να ακούσω την μουσική που είχε αρχίσει να με συναρπάζει. Συχνά πήγαινα στο δισκάδικο της πόλης για να μου γράψει η ιδιοκτήτρια μια κασέτα με κάποια τραγούδια που είχα ακούσει και με ενδιέφεραν. Επειδή τα τραγούδια που ζητούσα είχαν συνολική διάρκεια μικρότερη από μία ώρα, συμπλήρωνε την κασέτα με κομμάτια δικής της επιλογής. Έτσι (σαν συμπλήρωμα στην κασέτα) άκουσα τα τραγούδια από το “Making Movies” των Dire Straits, που είναι το αγαπημένο μου άλμπουμ. Ένα χρόνο αργότερα (ενώ ήδη μια μεγάλη αφίσα του συγκροτήματος κάλυπτε έναν τοίχο του δωματίου μου), περίμενα με αγωνία να ακούσω κάτι από το νέο τους lp που είχα διαβάσει ότι λεγόταν “Love over gold”. Ένα φθινοπωρινό απόγευμα του ’82 ο Πετρίδης ξεκίνησε την εκπομπή του με το “Telegraph road” και η αναμονή έδωσε τη θέση της στον ενθουσιασμό. Το “Love over gold” μπορεί να μην αποδείχθηκε καλύτερο του “Making Movies”, αλλά είναι τόσο ατμοσφαιρικό και ξεχωριστό άλμπουμ, που καθιέρωσε τους Dire Straits στις υψηλές θέσεις της λίστας με τα αγαπημένα μου συγκροτήματα.
Το “Love over gold” είναι το τέταρτο άλμπουμ του συγκροτήματος και κυκλοφόρησε στις 20/9/1982. Τα δύο singles του άλμπουμ ήταν το "Private Investigations", που έφτασε στο Νο2 του UK Singles Chart, και το "Industrial Disease", που έφτασε στο Νο 9 του Billboard's Hot Mainstream Rock Tracks chart στις ΗΠΑ. Το album έφτασε στο Νο 1 των charts σε Αυστραλία, Αυστρία, Ιταλία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία και στο Ην. Βασίλειο. Στις ΗΠΑ έφτασε στο Νο19.
Μετά το τέλος της On Location Tour στις 6/7/1981 στο Λουξεμβούργο, ο Mark Knopfler άρχισε να γράφει τραγούδια για το επόμενο άλμπουμ των Dire Straits με τους Alan Clark (keyboards) και Hal Lindes (guitar), που ενσωματώθηκε στο γκρουπ για την On Location Tour, αναμείχθηκαν στη σύνθεση των τραγουδιών. Η ηχογράφηση έγινε στο Power Station στη Νέα Υόρκη από 8 Μαρτίου έως 11 Ιουνίου 1982. Ο Knopfler έκανε την παραγωγή του album, με τον Neil Dorfsman σαν μηχανικό (στην πρώτη από μια μεγάλη σειρά συνεργασιών που έχουν οι δυο τους). Δυο εντελώς διαφορετικές τάσεις κυριαρχούν στο “Love over gold”. Από τη μια είναι απότομο και δυναμικό (σαν τον κεραυνό στο εξώφυλλο) και από την άλλη είναι ήρεμο και σαγηνευτικό. Ας δούμε τα μικρά μυστικά που κρύβουν οι συναρπαστικές διηγήσεις και οι υποβλητικές συνθέσεις του “Love over gold”, με τη βοήθεια και αποσπασμάτων από συνεντεύξεις του Mark Knopfler.
Telegraph Road: «’Όταν οδηγούσαμε κατά μήκος του Telegraph Road στο Detroit άρχισα να σκέφτομαι πώς να ήταν αυτό το μέρος στο παρελθόν, αυτός ο δρόμος που έμοιαζε ατέλειωτος με τα φανάρια, τη μεγάλη κυκλοφορία και την ψυχρότητά του. Θυμάμαι, από τα μαθήματα Γεωγραφίας , να μιλάμε για το πώς μια πόλη αναπτύσσεται κατά μήκος ενός δρόμου. Άρχισα ν’ αναρωτιέμαι πώς να ήταν αυτός ο δρόμος πριν διακόσια χρόνια». Ο Mark Knopfler εμπνεύστηκε να γράψει αυτό το δεκαπεντάλεπτο έπος, καθώς διέσχιζε τον ομώνυμο δρόμο (επίσημη ονομασία US Highway 24), λίγο πιο έξω από το Detroit των ΗΠΑ. Εκείνη την εποχή, ο Knopfler διάβαζε το μυθιστόρημα The Growth Of the Soil του βραβευμένου με Νόμπελ Νορβηγού συγγραφέα Knut Hamsun. Ο συνδυασμός βιβλίου-διαδρομής τον οδήγησε στο να γράψει ένα τραγούδι για το πώς άρχισε να αναπτύσσεται η πόλη κατά μήκος του Telegraph Road και τις αλλαγές στις επόμενες δεκαετίες. Είναι μια μεταφορά για την ανάπτυξη της Αμερικής και την καταστροφή των ονείρων ενός ανθρώπου, με ιδιαίτερη έμφαση στην ανεργία, λόγω του κλεισίματος μεγάλων βιομηχανιών της πόλης του Detroit.
Μετά από δίλεπτη ήρεμη εισαγωγή, αρχίζει να αναπτύσσεται το θέμα του κομματιού. Μέσα από τους στίχους που τραγουδά με την ιδιόρρυθμη φωνή του ο Knopfler, η πόλη θεριεύει όσο συνεχίζεται το ταξίδι της στον χρόνο μέσα από τον ατμοσφαιρικό ήχο της κιθάρας. Η άφιξη στο παρόν και τη θλιβερή πραγματικότητα είναι η κορύφωση, που συνδυάζεται με ένα ασύλληπτο πεντάλεπτο solo.
Private investigations: Ο Philip Marlowe ήταν ο ιδιωτικός ντετέκτιβ που δημιούργησε ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος Raymond Chandler. Τα μυθιστορήματα με ήρωα τον Marlowe αποτέλεσαν υλικό για φιλμ noir, αλλά ήταν και η πηγή έμπνευσης για αυτό το εξαιρετικό κομμάτι. Το Private Investigations ξεφεύγει από τον συνηθισμένο ήχο των Dire Straits, με τον Knopfler περισσότερο να ψιθυρίζει, παρά να τραγουδά. Είναι ένα από αυτά τα πολύπλοκα τραγούδια που σε ταξιδεύουν κάθε φορά που το ακούς. Ξεκινά με μια σκοτεινή εισαγωγή, που συνδυάζει άψογα το πιάνο, την κλασική κιθάρα και τους υπέροχους στίχους. Κοντά στο τέλος του τραγουδιού η ένταση απογειώνεται με την κιθάρα του Knopfler να κυριαρχεί και το πιάνο να εντείνει την αίσθηση της αγωνίας, καθώς μέσα από τη μορφή του «ιδιωτικού ερευνητή» εκφράζεται μια ιστορία χαμένης αγάπης και πόνου.
Industrial Disease: « Η φράση Industrial Disease (βιομηχανική νόσος) είναι μια φράση που χρησιμοποιείται πολύ στην πόλη που μεγάλωσα (το Newcastle). Πολλοί ανθρακωρύχοι πέθαναν απ’ αυτή την αρρώστια.» Το τραγούδι επικεντρώνεται στην παρακμή της βρετανικής μεταποιητικής βιομηχανίας στη δεκαετία του 1980 και εστιάζει κυρίως στις απεργίες και την κατάθλιψη. Η αναφορά στους "brewers droop" έχει σχέση τόσο με την επίδραση του αλκοόλ στη λίμπιντο όσο και με την ομώνυμη μπάντα που έπαιξε ο Mark Knopfler πριν από τους Dire Straits. Είναι το πιο σύντομο τραγούδι του δίσκου και χαρακτηρίζεται από το κυνικό χιούμορ του Knopfler, τον pop ήχο των keyboards και τα κιθαριστικά εφέ.
Love over gold: «Είναι ένα τραγούδι που κυλά ομαλά και γρήγορα όσον αφορά τους στίχους του. Είναι κάτι που το συνδέω με ένα ορισμένο πρόσωπο που όλοι θαυμάζουν, πχ έναν ακροβάτη που κάνει μια άσκηση ισορροπίας». Ο Mark μιλά για κάποιον εραστή που καθώς «ξοδεύει» απρόσεκτα την αγάπη του στους ξένους, αδιαφορεί για τους κινδύνους και τις συνέπειες των πράξεών του. Καθώς το κομμάτι προχωρά ο Mark εξηγεί: “It takes love over gold and mind over matter/To do what you do that you must/When the things that you hold can fall and be shattered/Or run through your fingers like dust.” Ένα τραγούδι με jazz ατμόσφαιρα και τον ήχο του πιάνου σε πρώτο πλάνο. Άψογα δομημένο δίνει μια γλυκιά πνοή πριν από το πιο βαρύ τελευταίο κομμάτι.
It never rains: «Το τραγούδι αυτό είναι γύρω από την show-business σαν τροχοπέδη στη μουσική ή σαν τροχοπέδη σε οτιδήποτε σημαντικό. Το τραγούδι αφορά τις αξίες και τη συμπεριφορά των ανθρώπων που αποτελούν τον κόσμο του θεάματος, των ανθρώπων που κυνηγούν την επιτυχία ή που πιστεύουν ότι η επιτυχία είναι το παν.» Πρόκειται για το σκοτεινό αριστούργημα του δίσκου. Ξεκινώντας από το φως, συνεχίζει στον ίδιο πικρό ήχο πιάνου με το προηγούμενο κομμάτι, αλλά μια βαθύτερη πρόθεση σύντομα γίνεται σαφής. Ο αφηγητής διαλέγει έναν κεντρικό, μάλλον θηλυκό, πρωταγωνιστή που περνά μια δύσκολη περίοδο, με την αόριστη προοπτική να στραφεί στην πορνεία. Η γοητευτική αίσθηση της λύτρωσης και της αναγέννησης(“When you’ve got nothing, you’ve got nothing to lose”) μεταλλάσσεται σε έντονη αγαλλίαση μέσα από την ζοφερή σκοπιά του Knopfler (“He takes you out in Vaudeville Valley with his hand up smothering your screams, and he screws you down in Tin Pan Alley in the city of a billion dreams”). Η επιρροή του Bob Dylan είναι προφανής σ’ αυτό το κομμάτι.
Με το “Brothers in Arms”, που κυκλοφόρησε τρία χρόνια αργότερα, οι Dire Straits έφτασαν στο απόγειό τους και πραγματοποίησαν μια γιγαντιαία παγκόσμια περιοδεία, στα πλαίσια της οποίας επισκέφθηκαν την Ελλάδα. Οι δυο συναυλίες τους (6 και 7/5/1985) στην Αθήνα (Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας) έχουν μείνει αξέχαστες σε όσους τις παρακολουθήσαμε. Παρά την επιτυχία τού, επίσης εξαιρετικού, “Brothers in Arms”, θεωρώ ότι το “Love over gold” είναι πιο προοδευτικό και καινοτόμο, έχοντας αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στο σύγχρονο rock. Είναι δυσάρεστο που οι διαφωνίες και οι εντάσεις μεταξύ των μελών του γκρουπ, που οδήγησαν τελικά στη διάλυσή του, μας στέρησαν κι άλλους αξιόλογους δίσκους που θα μπορούσαν να μας χαρίσουν οι Dire Straits. Διαφωνίες που δεν ξεπεράστηκαν με το πέρασμα του χρόνου και ήρθαν στο προσκήνιο με τον πλέον άκομψο τρόπο κατά την τελετή ένταξης των Dire Straits στο Rock and Roll Hall of Fame.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ 30/8/18
Το εισιτήριο από την εμφάνιση στο Σ.Ε.Φ το 1985. |
Μετά από δίλεπτη ήρεμη εισαγωγή, αρχίζει να αναπτύσσεται το θέμα του κομματιού. Μέσα από τους στίχους που τραγουδά με την ιδιόρρυθμη φωνή του ο Knopfler, η πόλη θεριεύει όσο συνεχίζεται το ταξίδι της στον χρόνο μέσα από τον ατμοσφαιρικό ήχο της κιθάρας. Η άφιξη στο παρόν και τη θλιβερή πραγματικότητα είναι η κορύφωση, που συνδυάζεται με ένα ασύλληπτο πεντάλεπτο solo.
Η αναγγελία της συναυλίας από το Μουσικο Εξπρες |
Private investigations: Ο Philip Marlowe ήταν ο ιδιωτικός ντετέκτιβ που δημιούργησε ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος Raymond Chandler. Τα μυθιστορήματα με ήρωα τον Marlowe αποτέλεσαν υλικό για φιλμ noir, αλλά ήταν και η πηγή έμπνευσης για αυτό το εξαιρετικό κομμάτι. Το Private Investigations ξεφεύγει από τον συνηθισμένο ήχο των Dire Straits, με τον Knopfler περισσότερο να ψιθυρίζει, παρά να τραγουδά. Είναι ένα από αυτά τα πολύπλοκα τραγούδια που σε ταξιδεύουν κάθε φορά που το ακούς. Ξεκινά με μια σκοτεινή εισαγωγή, που συνδυάζει άψογα το πιάνο, την κλασική κιθάρα και τους υπέροχους στίχους. Κοντά στο τέλος του τραγουδιού η ένταση απογειώνεται με την κιθάρα του Knopfler να κυριαρχεί και το πιάνο να εντείνει την αίσθηση της αγωνίας, καθώς μέσα από τη μορφή του «ιδιωτικού ερευνητή» εκφράζεται μια ιστορία χαμένης αγάπης και πόνου.
Industrial Disease: « Η φράση Industrial Disease (βιομηχανική νόσος) είναι μια φράση που χρησιμοποιείται πολύ στην πόλη που μεγάλωσα (το Newcastle). Πολλοί ανθρακωρύχοι πέθαναν απ’ αυτή την αρρώστια.» Το τραγούδι επικεντρώνεται στην παρακμή της βρετανικής μεταποιητικής βιομηχανίας στη δεκαετία του 1980 και εστιάζει κυρίως στις απεργίες και την κατάθλιψη. Η αναφορά στους "brewers droop" έχει σχέση τόσο με την επίδραση του αλκοόλ στη λίμπιντο όσο και με την ομώνυμη μπάντα που έπαιξε ο Mark Knopfler πριν από τους Dire Straits. Είναι το πιο σύντομο τραγούδι του δίσκου και χαρακτηρίζεται από το κυνικό χιούμορ του Knopfler, τον pop ήχο των keyboards και τα κιθαριστικά εφέ.
It never rains: «Το τραγούδι αυτό είναι γύρω από την show-business σαν τροχοπέδη στη μουσική ή σαν τροχοπέδη σε οτιδήποτε σημαντικό. Το τραγούδι αφορά τις αξίες και τη συμπεριφορά των ανθρώπων που αποτελούν τον κόσμο του θεάματος, των ανθρώπων που κυνηγούν την επιτυχία ή που πιστεύουν ότι η επιτυχία είναι το παν.» Πρόκειται για το σκοτεινό αριστούργημα του δίσκου. Ξεκινώντας από το φως, συνεχίζει στον ίδιο πικρό ήχο πιάνου με το προηγούμενο κομμάτι, αλλά μια βαθύτερη πρόθεση σύντομα γίνεται σαφής. Ο αφηγητής διαλέγει έναν κεντρικό, μάλλον θηλυκό, πρωταγωνιστή που περνά μια δύσκολη περίοδο, με την αόριστη προοπτική να στραφεί στην πορνεία. Η γοητευτική αίσθηση της λύτρωσης και της αναγέννησης(“When you’ve got nothing, you’ve got nothing to lose”) μεταλλάσσεται σε έντονη αγαλλίαση μέσα από την ζοφερή σκοπιά του Knopfler (“He takes you out in Vaudeville Valley with his hand up smothering your screams, and he screws you down in Tin Pan Alley in the city of a billion dreams”). Η επιρροή του Bob Dylan είναι προφανής σ’ αυτό το κομμάτι.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ 30/8/18
Δημοσίευση σχολίου