Ένα από τα πρώτα συγκροτήματα που άκουσα όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη rock μουσική ήταν οι Bad Company. Από την πρώτη στιγμή που τους άκουσα με κατέκτησε η ζεστή, ιδιαίτερη φωνή του Paul Rodgers. Ψάχνοντας περισσότερο το παρελθόν τους έφτασα στους Free, την τελευταία μεγάλη μπάντα που μας χάρισε η δεκαετία του ’60. Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι της σύντομης, αλλά έντονα δραματικής και δημιουργικής πορείας των Free.
Την άνοιξη του 1967 ο Paul Rodgers, μαζί με το συγκρότημά του τους Roadrunners, φεύγει από το Middlesbrough για να εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Μέλη των Roadrunners ήταν οι Mick Moody (αργότερα μέλος των Whitesnake) και Bruce Thomas (αργότερα μέλος των Attractions του Elvis Costello). H μπάντα διαλύθηκε μετά από λίγο καιρό και ο Rodgers συνέχισε σχηματίζοντας ένα νέο συγκρότημα με το όνομα Brown Sugar. Οι Brown Sugar άρχισαν να εμφανίζονται σε διάφορα clubs παίζοντας κυρίως blues. Ένα βράδυ που τραγουδούσαν στο club Fickle Pickle, στο βόρειο Λονδίνο, έτυχε να τους δει ο ντράμερ Simon Kirke. O Kirke είχε παρατήσει το σχολείο και είχε σχηματίσει τους Black Cat Bones με τον Paul Kossoff. Ο Κossoff ήταν κιθαρίστας και το επάγγελμά του ήταν πωλητής μουσικών οργάνων. Οι Black Cat Bones έπαιζαν κι αυτοί blues, αλλά δεν είχαν τραγουδιστή. Ο Kirke ενθουσιάστηκε με τη φωνή του Rodgers. To επόμενο βράδυ συναντήθηκαν οι τρεις τους και ο Kossoff τζαμάρισε με τον Rodgers. Aμέσως πρότειναν στον Rodgers τη δημιουργία ενός νέου συγκροτήματος. Για τη θέση του μπασίστα διάλεξαν τον δεκαεξάχρονο Andy Fraser, που λίγο καιρό πριν είχε απολυθεί από τους Bluesbreakers του John Mayal. Ο Fraser είχε προταθεί από τον παραγωγό Mike Vernon, για λογαριασμό του οποίου οι Black Cat Bones είχαν κάνει κάποια sessions. Στην πορεία ο Fraser ανέλαβε και τον ρόλο του μάνατζερ. Ήταν Απρίλης του ’68 όταν το συγκρότημα είχε πάρει την οριστική του μορφή.
Τον Μάιο του ΄68 έδωσαν το πρώτο τους κονσέρτο στο Nag’s Head του Battersee. Εκεί τους άκουσε ο Alexis Korner, ο οποίος ενθουσιάστηκε μαζί τους, τους ενθάρρυνε να συνεχίσουν και τους «βάπτισε», δίνοντάς τους το όνομα “Free at Last”. Ο Korner είχε σχηματίσει παλιότερα μια μπάντα με το ίδιο όνομα, η οποία άντεξε από τον Σεπτέμβρη του ’66 μέχρι τον Ιούνιο του ’67. Επίσης τους σύστησε στον Chris Blackwell (το δαιμόνιο αφεντικό της Island, που λίγο καιρό πριν είχε ανεξαρτητοποιηθεί από την Fontana), ο οποίος πήγε να τους δει σε στο Marquee όπου έπαιζαν. Οι Free At Last παρουσίασαν τέσσερα δικά τους τραγούδια, τα οποία άρεσαν στον Blackwell και τους πρότεινε αμέσως να υπογράψουν συμβόλαιο. Στην αρχή επέμενε να τους αλλάξει το όνομα σε Heavy Metal Kids, αλλά τελικά συμβιβάστηκε με το Free At Last. Αμέσως μπήκαν στο studio και ξεκίνησαν ηχογραφήσεις για το πρώτο τους άλμπουμ με παραγωγό τον Guy Stevens. Ηχογραφούσαν ένα κομμάτι την ημέρα. Τελικά τον Νοέμβριο του ’68 κυκλοφορεί το πρώτο τους άλμπουμ Tons of sobs. Οι κριτικοί μιλούν με τα καλύτερα λόγια για την φωνή του Rodgers, ενώ συγκρίνουν τον Kossoff με τον Eric Clapton. Αμέσως φάνηκε ότι αυτό το νέο συγκρότημα είχε πλήρη επίγνωση τόσο του πεδίου δράσης όπου μπορούσε να λειτουργήσει, όσο και της δυνατότητας να συνδυάσει τις blues επιρροές του με τις εμπορικές ανάγκες της εποχής. Από τα κομμάτια αυτού του δίσκου ξεχωρίζει τo “The hunter” (ένα κομμάτι του Albert King σε μια επιβλητική rock διασκευή).To “Tons of sobs” έφτασε μέχρι το No197 στα charts των ΗΠΑ.
Ήδη οι Free At Last έχουν αποκτήσει το δικό τους φανατικό κοινό. Στην αρχή του ’69 παίζουν αδιάκοπα σε clubs και η φήμη τους μεγαλώνει. Τον Ιούλιο του ’69 κυκλοφορεί το πρώτο τους single (“Broad daylight/The worm) που αποτυγχάνει να μπει στα βρετανικά charts. Τότε συντομεύουν το όνομά τους σε Free και παίζουν support στην καλοκαιρινή περιοδεία των Blind Faith στις ΗΠΑ. Παράλληλα ξεκινούν ηχογραφήσεις για το δεύτερο lp τους με παραγωγό τον Blackwell (ένδειξη της ανόδου της δημοφιλίας τους) και τον Οκτώβριο συμμετέχουν σε μια μεγάλη περιοδεία με τους Who και τον Joe Cocker. Τον ίδιο μήνα κυκλοφορεί το Free που καταφέρνει να φτάσει στο Νο22 των βρετανικών charts, αν και (σύμφωνα με τον Rodgers ) είχε ελλειπή παραγωγή. Όμως για μια ακόμη φορά το single που κυκλοφόρησαν (“I’ ll be creepin’/Sugar for Mr. Morrison”) θα περάσει απαρατήρητο. Το πιο σημαντικό θέμα εδώ ήταν ο τρόπος με τον οποίο η αυξανόμενη συγγραφική σχέση μεταξύ Paul Rodgers και Andy Fraser άρχιζε να αποφέρει καρπούς. Μαζί, έγραψαν σχεδόν όλα τα τραγούδια του άλμπουμ και αυτά ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση του ήχου και του στυλ της μπάντας. Δημιουργήθηκε μια ενδιαφέρουσα αντίθεση μεταξύ της πειθαρχίας των Rodgers και Fraser και της πιο χαλαρής νοοτροπίας του Paul Kossoff. Αποτέλεσμα ήταν μια ισορροπία μεταξύ των αντιθέσεων που καθιέρωσαν τους Free. Τότε δημιουργήθηκαν και οι πρώτες τριβές μεταξύ των μελών του συγκροτήματος, που τους οδήγησαν σε ένα ξεχωριστό άλμπουμ, το οποίο πήγε την μπάντα σε νέο επίπεδο.
Το επόμενο βήμα τους ήταν εκείνο που τους οδήγησε στην καταξίωση. Τον Ιούνιο του ’70 κυκλοφορούν το single “All right now”/”Mouth full of grass” και το lp “Fire and Water”. To “All right now” (που έφτασε στο Νο2 του βρετανικού chart και στο Νο4 στις ΗΠΑ) είναι από τα πιο γνωστά rock κομμάτια και έχει διασκευαστεί αμέτρητες φορές. Κάθε τραγούδι του άλμπουμ ρέει άψογα και έχει το δικό του στυλ και χρώμα. Αν και το Fire and Water δεν είναι concept άλμπουμ ο τρόπος με τον οποίο τα κομμάτια ταιριάζουν είναι εμπνευσμένος και ορθολογικός. Αυτή τη φορά την παραγωγή αναλαμβάνουν ο Roy Thomas Baker (γνωστός από τη δουλειά του με τους Queen) και ο John Kelly, σε συνεργασία με το συγκρότημα. Το lp φτάνει στο Νο2 στη Βρετανία και στο No17 στις ΗΠΑ. Εκτός από το “All right now” περιέχει κι άλλα σπουδαία τραγούδια όπως τα: “Fire and Water”, “Mr Big”, “Don’t say you love me”. Στις 30 Αυγούστου 1970 οι Free συμμετέχουν στο ιστορικό Isle of Wight Festival, μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδων θεατές.
Παρά την επιτυχία του “Fire and Water”, το επόμενο single που κυκλοφόρησαν τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς (“The stealer”/”Lying in the sunshine”) κινήθηκε σε μέτρια επίπεδα εμπορικά. Τον Δεκέμβριο του ΄70 κυκλοφορούν το τέταρτο lp τους με τίτλο Highway όπου κυριαρχούν οι μπαλάντες, ενώ έχουν ενσωματώσει αρκετά pop στοιχεία στο ήχο τους. Αν και το συγκρότημα θεώρησε ότι έχει εξελίξει τον ήχο του, αυτές οι αλλαγές δεν βρήκαν ανταπόκριση στο κοινό. Το Highway έφτασε μέχρι το Νο41 στη Μ. Βρετανία και Νο190 στις ΗΠΑ, αν και περιέχει αξιόλογα κομμάτια όπως τα: “Highway song” και “Be my friend”. Οι διαφωνίες (κυρίως μεταξύ Rodgers-Fraser) έγιναν έντονες, ενώ ο Kossoff επηρεασμένος από αυτή την κατάσταση οδηγείται στον εθισμό ναρκωτικών ουσιών.
Οι Free, έχοντας κερδίσει κοινό και κριτικούς, είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα ης καριέρας τους. Ξεκίνησαν μια παγκόσμια περιοδεία με τους Deep Purple και τους Manfred Mann’s Earth Band. Έπαιξαν στην Ευρώπη και στη συνέχεια ήταν προγραμματισμένο να παίξουν στην Ιαπωνία και την Αυστραλία. Ενώ πετούσαν για Ιαπωνία, μέσω Μόσχας, ο Fraser ανακοίνωσε στον John Glover (τον διοργανωτή της τουρνέ) ότι οι Free θα διαλύονταν μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας. Οι συναυλίες στην Ιαπωνία είχαν μεγάλη επιτυχία, αλλά οι σχέσεις μεταξύ Rodgers-Fraser είχαν φτάσει σε οριακό σημείο. Έτσι, όταν έφτασαν στο Sidney της Αυστραλίας το συγκρότημα διαλύθηκε και οι εμφανίσεις τους ματαιώθηκαν. Ήταν 9 Μαïου του 1971.
Όμως το single που κυκλοφόρησαν τον Μάιο του ’71, το “My brother Jack”/”Only in my soul”, έφτασε στο No4 στη Μ. Βρετανία. Στην ίδια θέση έφτασε και το ζωντανά ηχογραφημένο lp “Free Live!”. Αυτό το live βασίστηκε στις ηχογραφήσεις των συναυλιών τους στο Sunderland και το Croydon, που έγιναν στο διάστημα από τον Ιανουάριο του ’70, μέχρι τον Σεπτέμβριο του ’70. Ο παραγωγός Andy Johns πρόσθεσε αρκετούς ήχους από το πλήθος μεταξύ των τραγουδιών για να δώσει έμφαση στην live ατμόσφαιρα. Το τελευταίο κομμάτι του δίσκου (“Get where I belong”) είναι ηχογραφημένο στο studio και είναι ένα από τα τέσσερα τελευταία που ηχογράφησαν, πριν διαλυθούν. Τα υπόλοιπα περιέχονται στο “Highway”. H υποδοχή που επεφύλαξε το κοινό του Sunderland στους Free ήταν τέτοια που το περιοδικό Melody Maker την συνέκρινε με την αντίστοιχη για τους Beatles.
Μετά τη διάλυση των Free o Rodgers δημιούργησε τους Peace, ένα βραχύβιο σχήμα που διαλύθηκε μετά από μια περιοδεία. Ο Fraser σχημάτισε τους Toby, ενώ οι Kossoff-Kirke ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον Ιάπωνα μπασίστα Tetsu Yamauchi και τον κημπορντίστα John “Rabbit” Bundrick σχηματίζοντας τους Kossoff, Kirke, Tetsu and Rabbit. Όλα τα σχήματα που δημιουργήθηκαν μετά την πρώτη διάλυση των Free απέτυχαν. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1972 έχουμε την επανένωση των Free, παρά το γεγονός ότι αρχικά δεν είχαν καμιά πρόθεση να συνεργαστούν ξανά. Μεγάλο ρόλο σε αυτή την απόφαση έπαιξε η δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Kossoff λόγω του εθισμού του στα ναρκωτικά και της κατάθλιψης. Ο Kossoff συγκέντρωνε την αγάπη και τη συμπάθεια των υπολοίπων, που πίστεψαν ότι θα τον βοηθήσουν να ξεπεράσει τα προβλήματά του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ηχογραφούν το “Free at Last” τον Ιούνιο του 1972, το οποίο φτάνει στο No9 στην Βρετανία και Νο69 στις ΗΠΑ. Η μελαγχολία (που φτάνει στα όρια της θλίψης) είναι διάχυτη σε αυτό το άλμπουμ και αντικατοπτρίζει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε ανάμεσα στα μέλη των Free. Επίσης φαίνεται η αδυναμία του Kossoff να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, γεγονός που αναγκάζει τον Rodgers ή τον Fraser (που παίζουν πιάνο) να τον καλύπτουν. Από το “Free at Last” ξεχωρίζει το “A little bit of love” με το οποίο ο Paul Rodgers συνηθίζει να ξεκινά τις συναυλίες του ακόμη και σήμερα.
Δυστυχώς η κατάσταση του Kossoff επιδεινώθηκε και το συγκρότημα αναγκάστηκε να ακυρώσει προγραμματισμένες συναυλίες στις ΗΠΑ. Έναν μήνα αργότερα ο Fraser παραιτείται και τη θέση του παίρνει ο Tetsu Yamauchi, ενώ μέλος του συγκροτήματος γίνεται και ο John “Rabbit” Bundrick (keyboards). Τα δύο νέα μέλη είχαν συνεργαστεί με τα άλλα μέλη του γκρουπ (Kossoff-Kirke), οπότε δεν είχαν πρόβλημα προσαρμογής. Άμεσα αρχίζουν ηχογραφήσεις για το επόμενο άλμπουμ. Για να βοηθηθεί ο Kossoff προσλαμβάνουν τον session κιθαρίστα “Snuffy” Walden. Ο Rodgers, αναλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά το βάρος της σύνθεσης (μέχρι τότε συνεργαζόταν με τον Fraser). Το όνομα του νέου άλμπουμ είναι “Heartbreaker” και κυκλοφορεί τον Ιανουάριο του 1973. Το τελικό αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό και οι Free δείχνουν αναγεννημένοι. Παρά τη δυσαρέσκειά του (από την πρόσληψη του Walden) o Kossoff θυμίζει τον καλό του εαυτό στο solo του “Wishing Well” και στο “Come together in the morning”, ενώ ο Bundrick με τον κομψό παίξιμό του δίνει άλλη διάσταση στον ήχο των Free. Παράλληλα η παραγωγή του Andy Johns αναδεικνύει το μεγαλείο της μουσικής τους και δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι το “Heartbreaker” έχει την καλύτερη παραγωγή από όλα τα άλμπουμς των Free.
Το “Heartbreaker” έφτασε Νο9 στην Βρετανία και No47 στις ΗΠΑ, ενώ το single “Wishing Well” μπήκε στο βρετανικό top10. Οι στίχοι του τραγουδιού είναι εμπνευσμένοι από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Kossoff:
“Thrown down your guns, you might shoot yourself /
Or is that what you`re trying to do /
Put up a fight you believe to be right /
And someday the sun will shine through /
You`ve always been a good friend of mine /
But you’re always saying farewell /
The only time when you`re satisfied /
Is with your feet in the wishing well.”
Η επιτυχία του “Heartbreaker” δεν στάθηκε ικανή να δώσει λύση στις προσωπικές διαφορές και εντάσεις μεταξύ των μελών του συγκροτήματος. Στις αρχές του 1973 οι Free θα διαλυθούν οριστικά. Οι Rodgers και Kirke σχημάτισαν τους θρυλικούς Bad Company, ένα συγκρότημα που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το rock των 70’s με δίσκους όπως Bad Co, Straight shooter και Run with the pack. O Fraser δημιούργησε τους Sharks και με τους οποίους κυκλοφόρησε το άλμπουμ First Water το 1973. Μετά τους Sharks συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες (Robert Palmer, Joe Cocker, Rod Stewart, κ.α.) και έμεινε ενεργός στη μουσική μέχρι τον θάνατό του στις 16/3/2015, ενώ για χρόνια πάλευε με το AIDS. Ο Bundrick συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες (Sandy Denny, Jim Capaldi, Donovan, Eric Burdon, κ.α.) και εντάχθηκε στους Who για την παγκόσμια περιοδεία τους το 1979. Συμμετείχε στα προσωπικά άλμπουμς τόσο του Peter Townsend, όσο και του Roger Daltrey, ενώ έχει κυκλοφορήσει αρκετούς προσωπικούς δίσκους. O Tetsu Yamauchi αντικατέστησε τον Ronnie Lane στους Faces, χωρίς ποτέ να μπορέσει να «κολλήσει» με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ (κυρίως λόγω της αδυναμίας του να μιλά καλά αγγλικά). Μετά τη διάλυση των Faces επέστρεψε στην πατρίδα του την Ιαπωνία όπου εργάστηκε σαν session μουσικός μέχρι τα μέσα των 90’s, οπότε και αποσύρθηκε. Ο Paul Kossoff συνόδευσε τον John Martyn σε μια περιοδεία το 1975 και έπειτα σχημάτισε τους Back Street Crawler, ένα συγκρότημα που πήρε το όνομά του από το προσωπικό του άλμπουμ που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1973. Με τους Back Street Crawler κυκλοφόρησε τα άλμπουμς Τhe band plays on (1975) και 2nd Street(1976). Δυστυχώς δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τον εθισμό του στα ναρκωτικά, με αποτέλεσμα να πεθάνει στον ύπνο του κατά τη διάρκεια μιας πτήσης από το Λος Άντζελες στη Νέα Υόρκη στις 19 Μαρτίου 1976. Ήταν μόλις 25 ετών…
Στις καλύτερες στιγμές τους, οι Free, έπαιξαν ποιοτικό rock. Τα δυναμικά τύμπανα του Simon Kirke, το βαρύ μπάσο του Andy Fraser, το απλό και δραματικό παίξιμο της κιθάρας του Paul Kossoff που οδηγεί σε λυρικές συγχορδίες ή αιχμηρά riffs, σε συνδυασμό με την γεμάτη πάθος ερμηνεία του Paul Rodgers, δημιούργησαν τον ήχο πάνω στον οποίο στηρίχτηκαν πολλά συγκροτήματα τα επόμενα χρόνια.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
• Heartbreaker (1973)
• Fire and Water (1970)
• Free at Last (1972)
• Highway (1971)
• Free Live! (1971)
Τα 10 αγαπημένα μου τραγούδια των Free:
1. Wishing Well (from Heartbreaker)
2. Soon I will be gone (from Highway)
3. All right now (from Fire and Water)
4. Come together in the morning (from Heartbreaker)
5. Love you so (from Highway)
6. Fire and Water (from Fire and Water)
7. Be my friend (from Highway)
8. Little bit of love (from Free at last)
9. Easy on my soul (from Heartbreaker)
10. Heavy load (from Fire and Water)
TRIVIA
• Ο Paul Kossoff είχε παρακολουθήσει ένα show των Bad Company στο Rainbow Theater του Λονδίνου, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα του 1974. Επίσης είχε τζαμάρει μαζί τους σε ένα show τους στο Los Angeles. Όταν του ζήτησαν την άποψή του για τον κιθαρίστα των Bad Company (Mick Ralphs), δήλωσε ότι έχει δανειστεί πολλά στοιχεία από το παίξιμό του με τους Free, αλλά πρόσθεσε ότι το παίξιμό του είναι αρκετά πλαδαρό.
• Πατέρας του Paul Kossoff ήταν ο βραβευμένος με BAFTA βρετανός ηθοποιός David Kossoff. O David Kossoff στάθηκε στο πλευρό του Paul και προσπάθησε να τον βοηθήσει να νικήσει τους δαίμονές του. Ίδρυσε το Paul Kossoff Foundation και την υπόλοιπη ζωή του (μέχρι τον θάνατό του το 2005) ασχολήθηκε με την ενημέρωση των παιδιών σχετικά με τις συνέπειες της χρήσης ναρκωτικών ουσιών.
• Στον οικογενειακό τάφο των Kossoff, δίπλα στο όνομα του Paul είναι γραμμένη η φράση: “All right now”
• Το 1976, εκτός του Paul Kossoff, έχασε τη ζωή του από ναρκωτικά και ένας ακόμη ελπιδοφόρος κιθαρίστας: ο Tommy Bolin.
• Ο Bundrick είχε το παρατσούκλι “Rabbit” εξαιτίας των δοντιών του. Για ένα διάστημα (το 1972) συγκατοικούσε με τον Bob Marley και τον John Nash στο Λονδίνο. Με τον Marley συνεργάστηκε στο άλμπουμ Catch a fire.
• O Andy Fraser είχε δηλώσει ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Το 1994, έπαιξε με τον Paul Rodgers στο φεστιβάλ Woodstock '94. Το 2008, έγραψε το τραγούδι "Obama (Yes We Can)" για να στηρίξει την υποψηφιότητα του Μπαράκ Ομπάμα για την αμερικάνικη προεδρία.
• Τον Απρίλιο του 2009 το βρετανικό περιοδικό Music Week χαρακτήρισε τον Chris Blackwell ως τον άνθρωπο που επηρέασε, περισσότερο από οποιονδήποτε, την βρετανική μουσική βιομηχανία τα τελευταία 50 χρόνια.
• Ο Tetsu Yamauchi έχει διακόψει τις σχέσεις του με την rock μουσική σκηνή. Αρνήθηκε προτάσεις για ενδεχόμενη συμμετοχή του σε reunion των Faces. Δήλωσε ότι θεωρεί ανώριμο και μάταιο να παίζει κάποιος rock σε μεγάλη ηλικία.
• Το 2017 ο Rodgers έκανε μια μεγάλη περιοδεία παίζοντας τραγούδια των Free.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ
Την άνοιξη του 1967 ο Paul Rodgers, μαζί με το συγκρότημά του τους Roadrunners, φεύγει από το Middlesbrough για να εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Μέλη των Roadrunners ήταν οι Mick Moody (αργότερα μέλος των Whitesnake) και Bruce Thomas (αργότερα μέλος των Attractions του Elvis Costello). H μπάντα διαλύθηκε μετά από λίγο καιρό και ο Rodgers συνέχισε σχηματίζοντας ένα νέο συγκρότημα με το όνομα Brown Sugar. Οι Brown Sugar άρχισαν να εμφανίζονται σε διάφορα clubs παίζοντας κυρίως blues. Ένα βράδυ που τραγουδούσαν στο club Fickle Pickle, στο βόρειο Λονδίνο, έτυχε να τους δει ο ντράμερ Simon Kirke. O Kirke είχε παρατήσει το σχολείο και είχε σχηματίσει τους Black Cat Bones με τον Paul Kossoff. Ο Κossoff ήταν κιθαρίστας και το επάγγελμά του ήταν πωλητής μουσικών οργάνων. Οι Black Cat Bones έπαιζαν κι αυτοί blues, αλλά δεν είχαν τραγουδιστή. Ο Kirke ενθουσιάστηκε με τη φωνή του Rodgers. To επόμενο βράδυ συναντήθηκαν οι τρεις τους και ο Kossoff τζαμάρισε με τον Rodgers. Aμέσως πρότειναν στον Rodgers τη δημιουργία ενός νέου συγκροτήματος. Για τη θέση του μπασίστα διάλεξαν τον δεκαεξάχρονο Andy Fraser, που λίγο καιρό πριν είχε απολυθεί από τους Bluesbreakers του John Mayal. Ο Fraser είχε προταθεί από τον παραγωγό Mike Vernon, για λογαριασμό του οποίου οι Black Cat Bones είχαν κάνει κάποια sessions. Στην πορεία ο Fraser ανέλαβε και τον ρόλο του μάνατζερ. Ήταν Απρίλης του ’68 όταν το συγκρότημα είχε πάρει την οριστική του μορφή.
Τον Μάιο του ΄68 έδωσαν το πρώτο τους κονσέρτο στο Nag’s Head του Battersee. Εκεί τους άκουσε ο Alexis Korner, ο οποίος ενθουσιάστηκε μαζί τους, τους ενθάρρυνε να συνεχίσουν και τους «βάπτισε», δίνοντάς τους το όνομα “Free at Last”. Ο Korner είχε σχηματίσει παλιότερα μια μπάντα με το ίδιο όνομα, η οποία άντεξε από τον Σεπτέμβρη του ’66 μέχρι τον Ιούνιο του ’67. Επίσης τους σύστησε στον Chris Blackwell (το δαιμόνιο αφεντικό της Island, που λίγο καιρό πριν είχε ανεξαρτητοποιηθεί από την Fontana), ο οποίος πήγε να τους δει σε στο Marquee όπου έπαιζαν. Οι Free At Last παρουσίασαν τέσσερα δικά τους τραγούδια, τα οποία άρεσαν στον Blackwell και τους πρότεινε αμέσως να υπογράψουν συμβόλαιο. Στην αρχή επέμενε να τους αλλάξει το όνομα σε Heavy Metal Kids, αλλά τελικά συμβιβάστηκε με το Free At Last. Αμέσως μπήκαν στο studio και ξεκίνησαν ηχογραφήσεις για το πρώτο τους άλμπουμ με παραγωγό τον Guy Stevens. Ηχογραφούσαν ένα κομμάτι την ημέρα. Τελικά τον Νοέμβριο του ’68 κυκλοφορεί το πρώτο τους άλμπουμ Tons of sobs. Οι κριτικοί μιλούν με τα καλύτερα λόγια για την φωνή του Rodgers, ενώ συγκρίνουν τον Kossoff με τον Eric Clapton. Αμέσως φάνηκε ότι αυτό το νέο συγκρότημα είχε πλήρη επίγνωση τόσο του πεδίου δράσης όπου μπορούσε να λειτουργήσει, όσο και της δυνατότητας να συνδυάσει τις blues επιρροές του με τις εμπορικές ανάγκες της εποχής. Από τα κομμάτια αυτού του δίσκου ξεχωρίζει τo “The hunter” (ένα κομμάτι του Albert King σε μια επιβλητική rock διασκευή).To “Tons of sobs” έφτασε μέχρι το No197 στα charts των ΗΠΑ.
Το επόμενο βήμα τους ήταν εκείνο που τους οδήγησε στην καταξίωση. Τον Ιούνιο του ’70 κυκλοφορούν το single “All right now”/”Mouth full of grass” και το lp “Fire and Water”. To “All right now” (που έφτασε στο Νο2 του βρετανικού chart και στο Νο4 στις ΗΠΑ) είναι από τα πιο γνωστά rock κομμάτια και έχει διασκευαστεί αμέτρητες φορές. Κάθε τραγούδι του άλμπουμ ρέει άψογα και έχει το δικό του στυλ και χρώμα. Αν και το Fire and Water δεν είναι concept άλμπουμ ο τρόπος με τον οποίο τα κομμάτια ταιριάζουν είναι εμπνευσμένος και ορθολογικός. Αυτή τη φορά την παραγωγή αναλαμβάνουν ο Roy Thomas Baker (γνωστός από τη δουλειά του με τους Queen) και ο John Kelly, σε συνεργασία με το συγκρότημα. Το lp φτάνει στο Νο2 στη Βρετανία και στο No17 στις ΗΠΑ. Εκτός από το “All right now” περιέχει κι άλλα σπουδαία τραγούδια όπως τα: “Fire and Water”, “Mr Big”, “Don’t say you love me”. Στις 30 Αυγούστου 1970 οι Free συμμετέχουν στο ιστορικό Isle of Wight Festival, μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδων θεατές.
Παρά την επιτυχία του “Fire and Water”, το επόμενο single που κυκλοφόρησαν τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς (“The stealer”/”Lying in the sunshine”) κινήθηκε σε μέτρια επίπεδα εμπορικά. Τον Δεκέμβριο του ΄70 κυκλοφορούν το τέταρτο lp τους με τίτλο Highway όπου κυριαρχούν οι μπαλάντες, ενώ έχουν ενσωματώσει αρκετά pop στοιχεία στο ήχο τους. Αν και το συγκρότημα θεώρησε ότι έχει εξελίξει τον ήχο του, αυτές οι αλλαγές δεν βρήκαν ανταπόκριση στο κοινό. Το Highway έφτασε μέχρι το Νο41 στη Μ. Βρετανία και Νο190 στις ΗΠΑ, αν και περιέχει αξιόλογα κομμάτια όπως τα: “Highway song” και “Be my friend”. Οι διαφωνίες (κυρίως μεταξύ Rodgers-Fraser) έγιναν έντονες, ενώ ο Kossoff επηρεασμένος από αυτή την κατάσταση οδηγείται στον εθισμό ναρκωτικών ουσιών.
Οι Free, έχοντας κερδίσει κοινό και κριτικούς, είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα ης καριέρας τους. Ξεκίνησαν μια παγκόσμια περιοδεία με τους Deep Purple και τους Manfred Mann’s Earth Band. Έπαιξαν στην Ευρώπη και στη συνέχεια ήταν προγραμματισμένο να παίξουν στην Ιαπωνία και την Αυστραλία. Ενώ πετούσαν για Ιαπωνία, μέσω Μόσχας, ο Fraser ανακοίνωσε στον John Glover (τον διοργανωτή της τουρνέ) ότι οι Free θα διαλύονταν μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας. Οι συναυλίες στην Ιαπωνία είχαν μεγάλη επιτυχία, αλλά οι σχέσεις μεταξύ Rodgers-Fraser είχαν φτάσει σε οριακό σημείο. Έτσι, όταν έφτασαν στο Sidney της Αυστραλίας το συγκρότημα διαλύθηκε και οι εμφανίσεις τους ματαιώθηκαν. Ήταν 9 Μαïου του 1971.
Μετά τη διάλυση των Free o Rodgers δημιούργησε τους Peace, ένα βραχύβιο σχήμα που διαλύθηκε μετά από μια περιοδεία. Ο Fraser σχημάτισε τους Toby, ενώ οι Kossoff-Kirke ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον Ιάπωνα μπασίστα Tetsu Yamauchi και τον κημπορντίστα John “Rabbit” Bundrick σχηματίζοντας τους Kossoff, Kirke, Tetsu and Rabbit. Όλα τα σχήματα που δημιουργήθηκαν μετά την πρώτη διάλυση των Free απέτυχαν. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1972 έχουμε την επανένωση των Free, παρά το γεγονός ότι αρχικά δεν είχαν καμιά πρόθεση να συνεργαστούν ξανά. Μεγάλο ρόλο σε αυτή την απόφαση έπαιξε η δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Kossoff λόγω του εθισμού του στα ναρκωτικά και της κατάθλιψης. Ο Kossoff συγκέντρωνε την αγάπη και τη συμπάθεια των υπολοίπων, που πίστεψαν ότι θα τον βοηθήσουν να ξεπεράσει τα προβλήματά του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ηχογραφούν το “Free at Last” τον Ιούνιο του 1972, το οποίο φτάνει στο No9 στην Βρετανία και Νο69 στις ΗΠΑ. Η μελαγχολία (που φτάνει στα όρια της θλίψης) είναι διάχυτη σε αυτό το άλμπουμ και αντικατοπτρίζει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε ανάμεσα στα μέλη των Free. Επίσης φαίνεται η αδυναμία του Kossoff να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, γεγονός που αναγκάζει τον Rodgers ή τον Fraser (που παίζουν πιάνο) να τον καλύπτουν. Από το “Free at Last” ξεχωρίζει το “A little bit of love” με το οποίο ο Paul Rodgers συνηθίζει να ξεκινά τις συναυλίες του ακόμη και σήμερα.
O Paul Kossoff αριστερά με τους Bad Company |
“Thrown down your guns, you might shoot yourself /
Or is that what you`re trying to do /
Put up a fight you believe to be right /
And someday the sun will shine through /
You`ve always been a good friend of mine /
But you’re always saying farewell /
The only time when you`re satisfied /
Is with your feet in the wishing well.”
Η επιτυχία του “Heartbreaker” δεν στάθηκε ικανή να δώσει λύση στις προσωπικές διαφορές και εντάσεις μεταξύ των μελών του συγκροτήματος. Στις αρχές του 1973 οι Free θα διαλυθούν οριστικά. Οι Rodgers και Kirke σχημάτισαν τους θρυλικούς Bad Company, ένα συγκρότημα που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το rock των 70’s με δίσκους όπως Bad Co, Straight shooter και Run with the pack. O Fraser δημιούργησε τους Sharks και με τους οποίους κυκλοφόρησε το άλμπουμ First Water το 1973. Μετά τους Sharks συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες (Robert Palmer, Joe Cocker, Rod Stewart, κ.α.) και έμεινε ενεργός στη μουσική μέχρι τον θάνατό του στις 16/3/2015, ενώ για χρόνια πάλευε με το AIDS. Ο Bundrick συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες (Sandy Denny, Jim Capaldi, Donovan, Eric Burdon, κ.α.) και εντάχθηκε στους Who για την παγκόσμια περιοδεία τους το 1979. Συμμετείχε στα προσωπικά άλμπουμς τόσο του Peter Townsend, όσο και του Roger Daltrey, ενώ έχει κυκλοφορήσει αρκετούς προσωπικούς δίσκους. O Tetsu Yamauchi αντικατέστησε τον Ronnie Lane στους Faces, χωρίς ποτέ να μπορέσει να «κολλήσει» με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ (κυρίως λόγω της αδυναμίας του να μιλά καλά αγγλικά). Μετά τη διάλυση των Faces επέστρεψε στην πατρίδα του την Ιαπωνία όπου εργάστηκε σαν session μουσικός μέχρι τα μέσα των 90’s, οπότε και αποσύρθηκε. Ο Paul Kossoff συνόδευσε τον John Martyn σε μια περιοδεία το 1975 και έπειτα σχημάτισε τους Back Street Crawler, ένα συγκρότημα που πήρε το όνομά του από το προσωπικό του άλμπουμ που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1973. Με τους Back Street Crawler κυκλοφόρησε τα άλμπουμς Τhe band plays on (1975) και 2nd Street(1976). Δυστυχώς δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τον εθισμό του στα ναρκωτικά, με αποτέλεσμα να πεθάνει στον ύπνο του κατά τη διάρκεια μιας πτήσης από το Λος Άντζελες στη Νέα Υόρκη στις 19 Μαρτίου 1976. Ήταν μόλις 25 ετών…
Στις καλύτερες στιγμές τους, οι Free, έπαιξαν ποιοτικό rock. Τα δυναμικά τύμπανα του Simon Kirke, το βαρύ μπάσο του Andy Fraser, το απλό και δραματικό παίξιμο της κιθάρας του Paul Kossoff που οδηγεί σε λυρικές συγχορδίες ή αιχμηρά riffs, σε συνδυασμό με την γεμάτη πάθος ερμηνεία του Paul Rodgers, δημιούργησαν τον ήχο πάνω στον οποίο στηρίχτηκαν πολλά συγκροτήματα τα επόμενα χρόνια.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
• Heartbreaker (1973)
• Fire and Water (1970)
• Free at Last (1972)
• Highway (1971)
• Free Live! (1971)
Τα 10 αγαπημένα μου τραγούδια των Free:
1. Wishing Well (from Heartbreaker)
2. Soon I will be gone (from Highway)
3. All right now (from Fire and Water)
4. Come together in the morning (from Heartbreaker)
5. Love you so (from Highway)
6. Fire and Water (from Fire and Water)
7. Be my friend (from Highway)
8. Little bit of love (from Free at last)
9. Easy on my soul (from Heartbreaker)
10. Heavy load (from Fire and Water)
• Ο Paul Kossoff είχε παρακολουθήσει ένα show των Bad Company στο Rainbow Theater του Λονδίνου, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα του 1974. Επίσης είχε τζαμάρει μαζί τους σε ένα show τους στο Los Angeles. Όταν του ζήτησαν την άποψή του για τον κιθαρίστα των Bad Company (Mick Ralphs), δήλωσε ότι έχει δανειστεί πολλά στοιχεία από το παίξιμό του με τους Free, αλλά πρόσθεσε ότι το παίξιμό του είναι αρκετά πλαδαρό.
• Πατέρας του Paul Kossoff ήταν ο βραβευμένος με BAFTA βρετανός ηθοποιός David Kossoff. O David Kossoff στάθηκε στο πλευρό του Paul και προσπάθησε να τον βοηθήσει να νικήσει τους δαίμονές του. Ίδρυσε το Paul Kossoff Foundation και την υπόλοιπη ζωή του (μέχρι τον θάνατό του το 2005) ασχολήθηκε με την ενημέρωση των παιδιών σχετικά με τις συνέπειες της χρήσης ναρκωτικών ουσιών.
• Στον οικογενειακό τάφο των Kossoff, δίπλα στο όνομα του Paul είναι γραμμένη η φράση: “All right now”
• Το 1976, εκτός του Paul Kossoff, έχασε τη ζωή του από ναρκωτικά και ένας ακόμη ελπιδοφόρος κιθαρίστας: ο Tommy Bolin.
• Ο Bundrick είχε το παρατσούκλι “Rabbit” εξαιτίας των δοντιών του. Για ένα διάστημα (το 1972) συγκατοικούσε με τον Bob Marley και τον John Nash στο Λονδίνο. Με τον Marley συνεργάστηκε στο άλμπουμ Catch a fire.
• O Andy Fraser είχε δηλώσει ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Το 1994, έπαιξε με τον Paul Rodgers στο φεστιβάλ Woodstock '94. Το 2008, έγραψε το τραγούδι "Obama (Yes We Can)" για να στηρίξει την υποψηφιότητα του Μπαράκ Ομπάμα για την αμερικάνικη προεδρία.
• Τον Απρίλιο του 2009 το βρετανικό περιοδικό Music Week χαρακτήρισε τον Chris Blackwell ως τον άνθρωπο που επηρέασε, περισσότερο από οποιονδήποτε, την βρετανική μουσική βιομηχανία τα τελευταία 50 χρόνια.
• Ο Tetsu Yamauchi έχει διακόψει τις σχέσεις του με την rock μουσική σκηνή. Αρνήθηκε προτάσεις για ενδεχόμενη συμμετοχή του σε reunion των Faces. Δήλωσε ότι θεωρεί ανώριμο και μάταιο να παίζει κάποιος rock σε μεγάλη ηλικία.
• Το 2017 ο Rodgers έκανε μια μεγάλη περιοδεία παίζοντας τραγούδια των Free.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ
24/7/2018/
Δημοσίευση σχολίου