Το 1981 οι Rush φθάνουν στο δημιουργικό τους ζενίθ στο δημιουργικό και εμπορικό τους ζενίθ το 1981 με το ζωντανό τους album Exit...Stage Left! Έχοντας ήδη στη δισκογραφία τους 8 studio άλμπουμ κι ένα live, το All the World's a Stage (1976), έρχεται ο χρόνος για να κυκλοφορήσουν το δεύτερο live τους, το Exit…Stage Left. Όμως ας γυρίσουμε το χρόνο, μόλις μερικούς πριν το Φλεβάρη του 1981, όταν κυκλοφορούσαν το τελευταίο για εκείνη την εποχή studio άλμπουμ τους που ήταν το
Moving Pictures, που για τους περισσότερους είναι και η καλύτερη δουλειά τους. Η απόλυτη ισορροπία μεταξύ του προοδευτικού, περίπλοκου χαρακτήρα τους και των έξυπνα εμπορικών συνθέσεων που πλέον επινοούσαν με χαρακτηριστική ευκολία. Εμπορικά, δε, παραμένει η πιο επιτυχημένη τους δουλειά, εκτοξεύοντας τους στο Νο.3 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, και πουλώντας πάνω από 4.000.000 εκατομμύρια στις ΗΠΑ μέχρι και σήμερα. Η περιοδεία που ακολούθησε ήταν μεγαλοπρεπής,και πλέον το συγκρότημα βρισκόταν εκεί που ήθελε να είναι, με την αμφιβολία για την δυναμική τους να έχει εξαφανιστεί στην συλλογική συνείδηση του παγκόσμιου rock κοινού. Με τα Tom Sawyer και Limelight να έχουν κατακλύσει τα ραδιόφωνα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1981, κατάφεραν να κλείσουν τα οικονομικά χρέη που τους δέσμευαν μέχρι τότε μέσα σε ένα τρίμηνο και να μπουν θριαμβευτικά στην παγκόσμια rock ελίτ.
Χρησιμοποιώντας ζωντανές ηχογραφήσεις από την εν λόγω περιοδεία καθώς και από αυτή του Permanent Waves (δηλ. από τον Ιούνιο του 1980 έως τον Μάρτιο του 1981, και περίπου πενήντα μπομπίνες ηχογραφημένου υλικού κατά τον Neil Peart), κυκλοφόρησαν το δεύτερο και κορυφαίο διπλό live άλμπουμ τους. Ο τίτλος προέκυψε από μία ατάκα του Snagglepuss, ενός αμερικανικού καρτούν χαρακτήρα (ένα ροζ πούμα), και κάθε φορά που την κοπανούσε όταν εμφανιζόταν κάποιο πρόβλημα έλεγε «Exit...stage left!»
Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Υπό την αγαστή εποπτεία του παραγωγού τους Terry Brown, και με κάποιες μικροδιορθώσεις σε συγκεκριμένα σημεία, οι Rush μας χάρισαν αυτό το επικό live την 29η Οκτωβρίου του 1981. Οι πρώτες τρεις πλευρές του βινύλιου αποτυπώνουν την εμφάνισή της 27ης Μαρτίου του 1981 στο Forum του Μόντρεαλ στον Καναδά, στο πλαίσιο της περιοδείας του Moving Pictures, ενώ η 4η πλευρά ηχογραφήθηκε στο θρυλικό Apollo της Γλασκώβης στην Σκωτία, από την περιοδεία του Permanent Waves, σε χώρο απ’όπου προέκυψαν τεράστια live albums όπως στις περιπτώσεις των Status Quo (1977) και των AC/DC (1978). Εξωτερικά, στο εξώφυλλο και στο οπισθόφυλλο του δίσκου, μπορεί να διακρίνει κανείς γνώριμα στοιχεία από τα εξώφυλλα των δίσκων που είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Όλοι είναι εκεί: η κοπέλα από το Permanent Waves, ο γυμνός διονυσιακός τύπος να αντικρίζει τον σοβαρό μετρημένο κύριο από το Hemispheres, η κουκουβάγια από το Fly By Night, οι μεταφορείς από το Moving Pictures, ο Νεκρομάντης από το Caress Of Steel στο χρυσό κάδρο του, ο βασιλιάς-παλιάτσος από το A Farewell To The Kings που κάθεται πάνω σε ένα κουτί που φέρει το logo «RUSH», ο Άντρας μπροστά από το Κόκκινο Αστέρι του 2112, και από πάνω του μία πινακίδα που γράφει «EXIT».
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Τα τραγούδια αποδίδονται σχετικά πιστά στις studio εκδοχές τους, κάτι που από κάποιους θεωρείται μείον για τα live albums,αλλά από την άλλη είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για τους ακροατές που δεν έχουν έρθει σε επαφή με το συγκρότημα. Η βελόνα πέφτει στις πρώτες αυλακιές του βινυλίου και ενώ η αναμονή κορυφώνεται, ξεκινάει το ελικοειδές riff του Spirit Of Radio, που σηκώνει το κοινό του Μόντρεαλ στο πόδι. Πιθανόν το καλύτερο τραγούδι, για το ίδιο το ραδιόφωνο, που γράφτηκε ποτέ. Ακολουθεί η έκρηξη νοσταλγίας του Red Barchetta, που εξελίσσεται σε μία απροσδόκητη ιστορία φαντασίας, με όλα τα εφέ και τους ήχους του να το κάνουν να ακούγεται περισσότερο κινηματογραφικό, χτίζοντας ατμόσφαιρα ταχύτητας και οδήγησης στα όρια. Το κοινό ανταποκρίνεται δυναμικά, άλλωστε είναι κολλητικό το αίσθημα. Η πρώτη πλευρά κλείνει με το ορχηστρικό ΥΥΖ, μία επίδειξη δύναμης από την μαγική τριάδα, με κύριο άξονα τις υπεράνθρωπες ικανότητες του Neil Peart, ο οποίος μας χαρίζει και ένα υπέροχο solo στα 8 παρά κάτι λεπτά που διαρκεί το κομμάτι.
Η δεύτερη πλευρά (ηχογραφημένη στο Glasgow Apollo) ξεκινάει με ασιατικό στυλ και το αγαπημένο των fans A Passage To Bangkok, κάτι το οποίο κάνει και στην αρχική του έκδοση, στο 2112. Ένα ταξίδι στους παγκόσμιους προορισμούς για ναρκωτικά (κυρίως κάνναβη) την δεκαετία του ‘70, μάλλον από την φιλολογική θέση των Rush, παρά από την προσωπική τους εμπειρία. Αρχικά, ο Lee χρησιμοποιούσε ένα διπλό μπάσο, με το οποίο κρατούσε κάποιου είδους ρυθμικό κιθαριστικό background στον Lifeson, ενώ ο τελευταίος σόλαρε, και παράλληλα έπαιζε την χαμηλή συχνότητα στο μπάσο με πετάλια στα πόδια του! Συνέχεια με την επιτυχία Closer To The Heart, που ξεσηκώνει το κοινό της Γλασκώβης, και κατά την προσφιλή του συνήθεια τραγουδάει με το συγκρότημα. Με το διαχρονικό του μήνυμα να τραγουδιέται από όλους, γίνεται αδιάκοπα η μετάβαση στο Beneath, Between And Behind, σε μουσική Alex Lifeson και στίχους (φυσικά) Neil Peart. Ένα τυπικό, επηρεασμένο από τους Zeppelin hard rock κομμάτι, το οποίο απογειώνεται από την στιχουργική δεινότητα του Peart. Σε εκείνο το σημείο, και με εισαγωγή από τον Geddy Lee (υπό τον ήχο του κλασικού Ebb Tide, που κάποιοι ίσως το αναγνωρίσετε σαν ένα κλασικό αργό χορευτικό κομμάτι), που το αφιερώνει στον T.C. Broonsie (πρόκειται βεβαίως για τον παραγωγό τους επί σειρά ετών Terry Brown) ξεκινάει το έπος Jacob’s Ladder. Η έξυπνα δομημένη, κλιμακωτή πορεία του κομματιού πραγματικά μας μεταφέρει σε άλλη διάσταση, χρησιμοποιώντας την γνωστή βιβλική ιστορία του ονείρου του Ιακώβ, με την ιλιγγιώδη σκάλα που ξεκινούσε από την Γη και κατέληγε στον Ουρανό και τους Αγγέλους να την ανεβοκατεβαίνουν, αλλά ουσιαστικά είναι ένας παραλληλισμός με τον ήλιο να ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννεφα, μετά από βροχή. Σύμφωνα με τον Mike Portnoy (πρώην Dream Theater), το κομμάτι αυτό είναι το δυσκολότερο των Rush στα ντραμς, ενώ ο Kirk Hammett των Metallica «δανείστηκε» ένα riff από το κομμάτι για το The Thing That Should Not Be από το τεράστιο Master Of Puppets.
Η δεύτερη πλευρά κλείνει, λοιπόν, με το Jacob’s Ladder, και έρχεται η 3η και πιο συναρπαστική, κατ’ εμέ, πλευρά να πείσει και τον τελευταίο άπιστο για το μεγαλείο των Rush. Ένα μικρό κομμάτι κλασικής κιθάρας, το Broon’s Bane ξεκινάει την πλευρά, μια μικρή σύνθεση του Lifeson προς τιμή του παραγωγού τους Terry Brown, που του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Broon, προφανώς λόγω της καναδικής προφορικής εκφοράς του τυπικού επωνύμου Brown. Έξυπνα, και πάνω σε παρεμφερώς ηχόντα ακόρντα, ξεκινάει η εισαγωγή του The Trees, με την περίφημη διαμάχη μεταξύ των σφενδάμων και των βελανιδιών, που πάει την εξιστόρηση σε άλλα επίπεδα, ενώ το μεσαίο κομμάτι με την χρήση του synthesizer ενθουσιάζει τους οπαδούς. Εμμέσως, βέβαια, ίσως εκφράζει και τον τρόπο με τον οποίο οι Καναδοί βλέπουν τους Αμερικάνους, με τους Καναδούς να είναι ουσιαστικά οι σφένδαμοι (έχετε υπόψη ότι είναι το εθνικό τους δέντρο) και οι βελανιδιές οι Αμερικάνοι! Το The Trees σβήνει γλυκά με το synthesizer, και εκεί ξεκινάει το προσωπικό μου highlight του live, το επικών, από κάθε άποψη, διαστάσεων Xanadu. Με την υποβλητική του εισαγωγή, την χρήση κάθε πιθανού κρουστού και ανάμεσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού από το κοινού, η ένταση ανεβαίνει σταδιακά για να εκραγεί, και με επακόλουθες αλλαγές στον ρυθμό και στην μελωδία να αντηχούν μέχρι και τις πιο μακρινές γωνίες του εγκεφάλου. Και αυτός ο γιγαντιαίος ήχος βγαίνει μόνο από τρεις μουσικούς, πράγμα σχεδόν αδιανόητο για τα περισσότερα σχήματα εκείνης της εποχής. Θεματολογικά, ο Peart προσεγγίζει με πικρή ειρωνεία την έννοια της αθανασίας μέσα από την ιστορία του ήρωα που ταξιδεύει, σαν άλλος Μάρκο Πόλο, στο βασίλειο του Kublai Khan, κάπου στην Μογγολική Αυτοκρατορία. Σημειώνεται ότι για το συγκεκριμένο τραγούδι ο Peart εμπνεύστηκε από το ποίημα του Samuel Taylor Coleridge «Kubla Khan; or, A Vision in a Dream: A Fragment», το οποίο ο τελευταίος έγραψε μετά από ένα βράδυ που έκανε χρήση οποίου, και διάβαζε για το καλοκαιρινό παλάτι Xanadu του Μογγόλου ηγεμόνα Kublai Khan που ήταν αυτοκράτορας της Κίνας, κάποια στιγμή στον 13ο μ.χ. αιώνα.
Σε αυτό το σημείο, φτάνουμε και στην τελευταία πλευρά του άλμπουμ, που ανοίγει με το δυναμικό Freewill, ένα κομμάτι για την ελευθερία επιλογής και την ελεύθερη θέληση του ατόμου. Παρόλο που κατηγορήθηκε σαν ωδή υπέρ της αθεΐας, περισσότερο αφορά την ατομικότητα, ένα θέμα ιδιαίτερα προσφιλές στον Peart, καθώς και τον τρόπο που το άτομο καθορίζει την μοίρα του, ή τουλάχιστον επιδιώκει τον έλεγχο της ζωής του. Κάτι σαν αυτό που πραγματεύεται, μεταξύ άλλων και η Οδύσσεια του Ομήρου, με σαφή αναφορά στην χώρα των Λωτοφάγων! Η συνέχεια έρχεται σε παρόμοιο τόνο, με το μεγάλο hit του συγκροτήματος, το εκπληκτικό Tom Sawyer, που είναι και το πλέον γνωστό τους κομμάτι και στο ελληνικό κοινό, αφού είναι το μόνο από την τεράστια παρακαταθήκη των Rush που ακούγεται σχετικά συχνά στα ελληνικά ραδιόφωνα. Η έναρξη σκάει από τα ηχεία με σημείο αναφοράς τα ντραμς του Neil Peart και το αγαπημένο αναλογικό synthesizer του Lee, το Oberheim, και το «εμπορικότερο» τραγούδι των Rush στέλνει τους πάντες αδιάβαστους. Για το τέλος, ακούμε το 2ο ορχηστρικό κομμάτι του live, το περίφημο La Villa Strangiato, μία ολοκληρωμένη μουσική άσκηση με την τριάδα να προσφέρει ιδέες και μελωδίες που άλλα σύγχρονα τους συγκροτήματα θα έπρεπε να βγάλουν 3 και 4 δίσκους έστω για να προσεγγίσουν το εν λόγω ορχηστρικό. Εμπνευσμένο από ένα όνειρο του Alex Lifeson, ο οποίος προσπάθησε να το μεταφέρει σε ένα ενιαίο μουσικό θέμα (και το έκανε, σε 3 μέρη), καθώς και απαιτητικό ακόμα και για τους ίδιους, εκτελείται με επιστημονική ακρίβεια επί σκηνής. Σπουδή στο χτίσιμο ενός κιθαριστικού σόλο, είναι ένα από τα σημεία που καθιέρωσαν τον Lifeson ως έναν από τους guitar gods της εποχής του.
Με το μπάσο και την αποφώνηση του Geddy Lee να αντηχεί ακόμα στα αυτιά του ακροατή, τελειώνει το θαυμάσιο Exit…Stage Left,το οποίο για την ιστορία, έφτασε στο νο.6 της Μεγάλης Βρετανίας και στο Νο. 10 των ΗΠΑ. Για τους περισσότερους φίλους του συγκροτήματος αυτή θεωρείται η αποκορύφωση του έργου τους και όχι άδικα. Η επιθυμία τους να πειραματιστούν τους οδήγησε σε δρόμους πιο εμπορικούς (αν μπορεί να λεχθεί κάτι τέτοιο για τους πάντα πρωτοποριακούς Rush) και εμφανώς επιθυμώντας να παίξουν στην ίδια αρένα με τα σύγχρονα pop 80s συγκροτήματα, ενέτειναν την χρήση synthesizer και μίκρυναν ξεκάθαρα την διάρκεια των τραγουδιών τους, σε βάρος των δυνατών κιθαριστικών μερών και των περίπλοκων, μεγάλων σε διάρκεια συνθέσεων. Ακόμα και ο Neil Peart άρχισε να χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό drum set, ενώ ο Geddy Lee πειραματιζόταν ολοένα και περισσότερο με κάθε είδους πλήκτρα και synthesizer. Φυσικά, μπορεί να κέρδισαν κάποιους νέους οπαδούς, αλλά σίγουρα απογοήτευσαν και πολλούς. Με πρώτο και καλύτερο τον τέταρτο της παρέας, τον παραγωγό τους Terry Brown, ο οποίος διαφώνησε σφόδρα με το συγκρότημα για την μουσική του Signals (της επόμενης δουλειάς τους) και παρόλο που έκανε την παραγωγή, στην συνέχεια αποχώρησε και έκτοτε δεν ξανασυνεργάστηκαν.
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Θα ήθελα να γράψω πολλά περισσότερα για το τρισμέγιστο αυτό συγκρότημα, αλλά φυλάω όλες μου τις ιδέες για ένα εκτενέστατο αφιέρωμα που θα κάνουμε στον rockmachine.gr εντός των προσεχών μηνών. Θεωρώ ότι οι Rush είναι ένα συγκρότημα που έχει να δώσει σε όλους κάτι, όπως έδωσε σε εμένα και σε εκατομμύρια άλλους ανά τον κόσμο, και φιλοδοξώ να μοιραστείτε έστω και λίγη από την αίσθηση που παίρνω όταν ακούω τις φανταστικές δουλειές τους, την μουσική παρακαταθήκη ενός συγκροτήματος που σηματοδότησε την αρχή αυτού που σήμερα αποκαλούμε progressive metal, αλλά και γενικότερα του πιο εξερευνητικού πεδίου του hard rock. Πέρα από το διπλό live άλμπουμ, μπορείτε να βρείτε και το αντίστοιχο βίντεο, που έχει κυκλοφορήσει σε DVD, που μπορείτε να το βρείτε είτε μόνο του, είτε στο τίμιο DVD box set με τίτλο Replay x 3.
Μια άριστη εισαγωγή στους Rush θα ήταν το συγκεκριμένο live, και πιστέψτε με μόνο κερδισμένοι θα βγείτε, διότι δεν είναι τυχαίο πως το πιο uncool συγκρότημα του πλανήτη έφτασε να έχει 24 χρυσούς και 14 πλατινένιους δίσκους στην Αμερική, τρίτοι μόνο πίσω από τους Rolling Stones και τους Beatles. Τι κι αν αποσύρθηκαν πλέον, τι και αν (δυστυχώς) δεν τους είδαμε ποτέ live στην χώρα μας, για εμένα θα είναι για πάντα οι ανώνυμοι αστροναύτες που με το διαστημόπλοιο τους τον Ροσινάντε πέρασαν μέσα από την μαύρη τρύπα του Κύκνου και η συνείδηση τους επιβίωσε για να μας πει την ιστορία!
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
13/5/18
ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ LIVE ΑΛΜΠΟΥΜ
Moving Pictures, που για τους περισσότερους είναι και η καλύτερη δουλειά τους. Η απόλυτη ισορροπία μεταξύ του προοδευτικού, περίπλοκου χαρακτήρα τους και των έξυπνα εμπορικών συνθέσεων που πλέον επινοούσαν με χαρακτηριστική ευκολία. Εμπορικά, δε, παραμένει η πιο επιτυχημένη τους δουλειά, εκτοξεύοντας τους στο Νο.3 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, και πουλώντας πάνω από 4.000.000 εκατομμύρια στις ΗΠΑ μέχρι και σήμερα. Η περιοδεία που ακολούθησε ήταν μεγαλοπρεπής,και πλέον το συγκρότημα βρισκόταν εκεί που ήθελε να είναι, με την αμφιβολία για την δυναμική τους να έχει εξαφανιστεί στην συλλογική συνείδηση του παγκόσμιου rock κοινού. Με τα Tom Sawyer και Limelight να έχουν κατακλύσει τα ραδιόφωνα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1981, κατάφεραν να κλείσουν τα οικονομικά χρέη που τους δέσμευαν μέχρι τότε μέσα σε ένα τρίμηνο και να μπουν θριαμβευτικά στην παγκόσμια rock ελίτ.
Χρησιμοποιώντας ζωντανές ηχογραφήσεις από την εν λόγω περιοδεία καθώς και από αυτή του Permanent Waves (δηλ. από τον Ιούνιο του 1980 έως τον Μάρτιο του 1981, και περίπου πενήντα μπομπίνες ηχογραφημένου υλικού κατά τον Neil Peart), κυκλοφόρησαν το δεύτερο και κορυφαίο διπλό live άλμπουμ τους. Ο τίτλος προέκυψε από μία ατάκα του Snagglepuss, ενός αμερικανικού καρτούν χαρακτήρα (ένα ροζ πούμα), και κάθε φορά που την κοπανούσε όταν εμφανιζόταν κάποιο πρόβλημα έλεγε «Exit...stage left!»
Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Υπό την αγαστή εποπτεία του παραγωγού τους Terry Brown, και με κάποιες μικροδιορθώσεις σε συγκεκριμένα σημεία, οι Rush μας χάρισαν αυτό το επικό live την 29η Οκτωβρίου του 1981. Οι πρώτες τρεις πλευρές του βινύλιου αποτυπώνουν την εμφάνισή της 27ης Μαρτίου του 1981 στο Forum του Μόντρεαλ στον Καναδά, στο πλαίσιο της περιοδείας του Moving Pictures, ενώ η 4η πλευρά ηχογραφήθηκε στο θρυλικό Apollo της Γλασκώβης στην Σκωτία, από την περιοδεία του Permanent Waves, σε χώρο απ’όπου προέκυψαν τεράστια live albums όπως στις περιπτώσεις των Status Quo (1977) και των AC/DC (1978). Εξωτερικά, στο εξώφυλλο και στο οπισθόφυλλο του δίσκου, μπορεί να διακρίνει κανείς γνώριμα στοιχεία από τα εξώφυλλα των δίσκων που είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Όλοι είναι εκεί: η κοπέλα από το Permanent Waves, ο γυμνός διονυσιακός τύπος να αντικρίζει τον σοβαρό μετρημένο κύριο από το Hemispheres, η κουκουβάγια από το Fly By Night, οι μεταφορείς από το Moving Pictures, ο Νεκρομάντης από το Caress Of Steel στο χρυσό κάδρο του, ο βασιλιάς-παλιάτσος από το A Farewell To The Kings που κάθεται πάνω σε ένα κουτί που φέρει το logo «RUSH», ο Άντρας μπροστά από το Κόκκινο Αστέρι του 2112, και από πάνω του μία πινακίδα που γράφει «EXIT».
Το οπισθόφυλλο |
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Τα τραγούδια αποδίδονται σχετικά πιστά στις studio εκδοχές τους, κάτι που από κάποιους θεωρείται μείον για τα live albums,αλλά από την άλλη είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για τους ακροατές που δεν έχουν έρθει σε επαφή με το συγκρότημα. Η βελόνα πέφτει στις πρώτες αυλακιές του βινυλίου και ενώ η αναμονή κορυφώνεται, ξεκινάει το ελικοειδές riff του Spirit Of Radio, που σηκώνει το κοινό του Μόντρεαλ στο πόδι. Πιθανόν το καλύτερο τραγούδι, για το ίδιο το ραδιόφωνο, που γράφτηκε ποτέ. Ακολουθεί η έκρηξη νοσταλγίας του Red Barchetta, που εξελίσσεται σε μία απροσδόκητη ιστορία φαντασίας, με όλα τα εφέ και τους ήχους του να το κάνουν να ακούγεται περισσότερο κινηματογραφικό, χτίζοντας ατμόσφαιρα ταχύτητας και οδήγησης στα όρια. Το κοινό ανταποκρίνεται δυναμικά, άλλωστε είναι κολλητικό το αίσθημα. Η πρώτη πλευρά κλείνει με το ορχηστρικό ΥΥΖ, μία επίδειξη δύναμης από την μαγική τριάδα, με κύριο άξονα τις υπεράνθρωπες ικανότητες του Neil Peart, ο οποίος μας χαρίζει και ένα υπέροχο solo στα 8 παρά κάτι λεπτά που διαρκεί το κομμάτι.
Η δεύτερη πλευρά (ηχογραφημένη στο Glasgow Apollo) ξεκινάει με ασιατικό στυλ και το αγαπημένο των fans A Passage To Bangkok, κάτι το οποίο κάνει και στην αρχική του έκδοση, στο 2112. Ένα ταξίδι στους παγκόσμιους προορισμούς για ναρκωτικά (κυρίως κάνναβη) την δεκαετία του ‘70, μάλλον από την φιλολογική θέση των Rush, παρά από την προσωπική τους εμπειρία. Αρχικά, ο Lee χρησιμοποιούσε ένα διπλό μπάσο, με το οποίο κρατούσε κάποιου είδους ρυθμικό κιθαριστικό background στον Lifeson, ενώ ο τελευταίος σόλαρε, και παράλληλα έπαιζε την χαμηλή συχνότητα στο μπάσο με πετάλια στα πόδια του! Συνέχεια με την επιτυχία Closer To The Heart, που ξεσηκώνει το κοινό της Γλασκώβης, και κατά την προσφιλή του συνήθεια τραγουδάει με το συγκρότημα. Με το διαχρονικό του μήνυμα να τραγουδιέται από όλους, γίνεται αδιάκοπα η μετάβαση στο Beneath, Between And Behind, σε μουσική Alex Lifeson και στίχους (φυσικά) Neil Peart. Ένα τυπικό, επηρεασμένο από τους Zeppelin hard rock κομμάτι, το οποίο απογειώνεται από την στιχουργική δεινότητα του Peart. Σε εκείνο το σημείο, και με εισαγωγή από τον Geddy Lee (υπό τον ήχο του κλασικού Ebb Tide, που κάποιοι ίσως το αναγνωρίσετε σαν ένα κλασικό αργό χορευτικό κομμάτι), που το αφιερώνει στον T.C. Broonsie (πρόκειται βεβαίως για τον παραγωγό τους επί σειρά ετών Terry Brown) ξεκινάει το έπος Jacob’s Ladder. Η έξυπνα δομημένη, κλιμακωτή πορεία του κομματιού πραγματικά μας μεταφέρει σε άλλη διάσταση, χρησιμοποιώντας την γνωστή βιβλική ιστορία του ονείρου του Ιακώβ, με την ιλιγγιώδη σκάλα που ξεκινούσε από την Γη και κατέληγε στον Ουρανό και τους Αγγέλους να την ανεβοκατεβαίνουν, αλλά ουσιαστικά είναι ένας παραλληλισμός με τον ήλιο να ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννεφα, μετά από βροχή. Σύμφωνα με τον Mike Portnoy (πρώην Dream Theater), το κομμάτι αυτό είναι το δυσκολότερο των Rush στα ντραμς, ενώ ο Kirk Hammett των Metallica «δανείστηκε» ένα riff από το κομμάτι για το The Thing That Should Not Be από το τεράστιο Master Of Puppets.
Η δεύτερη πλευρά κλείνει, λοιπόν, με το Jacob’s Ladder, και έρχεται η 3η και πιο συναρπαστική, κατ’ εμέ, πλευρά να πείσει και τον τελευταίο άπιστο για το μεγαλείο των Rush. Ένα μικρό κομμάτι κλασικής κιθάρας, το Broon’s Bane ξεκινάει την πλευρά, μια μικρή σύνθεση του Lifeson προς τιμή του παραγωγού τους Terry Brown, που του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Broon, προφανώς λόγω της καναδικής προφορικής εκφοράς του τυπικού επωνύμου Brown. Έξυπνα, και πάνω σε παρεμφερώς ηχόντα ακόρντα, ξεκινάει η εισαγωγή του The Trees, με την περίφημη διαμάχη μεταξύ των σφενδάμων και των βελανιδιών, που πάει την εξιστόρηση σε άλλα επίπεδα, ενώ το μεσαίο κομμάτι με την χρήση του synthesizer ενθουσιάζει τους οπαδούς. Εμμέσως, βέβαια, ίσως εκφράζει και τον τρόπο με τον οποίο οι Καναδοί βλέπουν τους Αμερικάνους, με τους Καναδούς να είναι ουσιαστικά οι σφένδαμοι (έχετε υπόψη ότι είναι το εθνικό τους δέντρο) και οι βελανιδιές οι Αμερικάνοι! Το The Trees σβήνει γλυκά με το synthesizer, και εκεί ξεκινάει το προσωπικό μου highlight του live, το επικών, από κάθε άποψη, διαστάσεων Xanadu. Με την υποβλητική του εισαγωγή, την χρήση κάθε πιθανού κρουστού και ανάμεσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού από το κοινού, η ένταση ανεβαίνει σταδιακά για να εκραγεί, και με επακόλουθες αλλαγές στον ρυθμό και στην μελωδία να αντηχούν μέχρι και τις πιο μακρινές γωνίες του εγκεφάλου. Και αυτός ο γιγαντιαίος ήχος βγαίνει μόνο από τρεις μουσικούς, πράγμα σχεδόν αδιανόητο για τα περισσότερα σχήματα εκείνης της εποχής. Θεματολογικά, ο Peart προσεγγίζει με πικρή ειρωνεία την έννοια της αθανασίας μέσα από την ιστορία του ήρωα που ταξιδεύει, σαν άλλος Μάρκο Πόλο, στο βασίλειο του Kublai Khan, κάπου στην Μογγολική Αυτοκρατορία. Σημειώνεται ότι για το συγκεκριμένο τραγούδι ο Peart εμπνεύστηκε από το ποίημα του Samuel Taylor Coleridge «Kubla Khan; or, A Vision in a Dream: A Fragment», το οποίο ο τελευταίος έγραψε μετά από ένα βράδυ που έκανε χρήση οποίου, και διάβαζε για το καλοκαιρινό παλάτι Xanadu του Μογγόλου ηγεμόνα Kublai Khan που ήταν αυτοκράτορας της Κίνας, κάποια στιγμή στον 13ο μ.χ. αιώνα.
Σε αυτό το σημείο, φτάνουμε και στην τελευταία πλευρά του άλμπουμ, που ανοίγει με το δυναμικό Freewill, ένα κομμάτι για την ελευθερία επιλογής και την ελεύθερη θέληση του ατόμου. Παρόλο που κατηγορήθηκε σαν ωδή υπέρ της αθεΐας, περισσότερο αφορά την ατομικότητα, ένα θέμα ιδιαίτερα προσφιλές στον Peart, καθώς και τον τρόπο που το άτομο καθορίζει την μοίρα του, ή τουλάχιστον επιδιώκει τον έλεγχο της ζωής του. Κάτι σαν αυτό που πραγματεύεται, μεταξύ άλλων και η Οδύσσεια του Ομήρου, με σαφή αναφορά στην χώρα των Λωτοφάγων! Η συνέχεια έρχεται σε παρόμοιο τόνο, με το μεγάλο hit του συγκροτήματος, το εκπληκτικό Tom Sawyer, που είναι και το πλέον γνωστό τους κομμάτι και στο ελληνικό κοινό, αφού είναι το μόνο από την τεράστια παρακαταθήκη των Rush που ακούγεται σχετικά συχνά στα ελληνικά ραδιόφωνα. Η έναρξη σκάει από τα ηχεία με σημείο αναφοράς τα ντραμς του Neil Peart και το αγαπημένο αναλογικό synthesizer του Lee, το Oberheim, και το «εμπορικότερο» τραγούδι των Rush στέλνει τους πάντες αδιάβαστους. Για το τέλος, ακούμε το 2ο ορχηστρικό κομμάτι του live, το περίφημο La Villa Strangiato, μία ολοκληρωμένη μουσική άσκηση με την τριάδα να προσφέρει ιδέες και μελωδίες που άλλα σύγχρονα τους συγκροτήματα θα έπρεπε να βγάλουν 3 και 4 δίσκους έστω για να προσεγγίσουν το εν λόγω ορχηστρικό. Εμπνευσμένο από ένα όνειρο του Alex Lifeson, ο οποίος προσπάθησε να το μεταφέρει σε ένα ενιαίο μουσικό θέμα (και το έκανε, σε 3 μέρη), καθώς και απαιτητικό ακόμα και για τους ίδιους, εκτελείται με επιστημονική ακρίβεια επί σκηνής. Σπουδή στο χτίσιμο ενός κιθαριστικού σόλο, είναι ένα από τα σημεία που καθιέρωσαν τον Lifeson ως έναν από τους guitar gods της εποχής του.
Με το μπάσο και την αποφώνηση του Geddy Lee να αντηχεί ακόμα στα αυτιά του ακροατή, τελειώνει το θαυμάσιο Exit…Stage Left,το οποίο για την ιστορία, έφτασε στο νο.6 της Μεγάλης Βρετανίας και στο Νο. 10 των ΗΠΑ. Για τους περισσότερους φίλους του συγκροτήματος αυτή θεωρείται η αποκορύφωση του έργου τους και όχι άδικα. Η επιθυμία τους να πειραματιστούν τους οδήγησε σε δρόμους πιο εμπορικούς (αν μπορεί να λεχθεί κάτι τέτοιο για τους πάντα πρωτοποριακούς Rush) και εμφανώς επιθυμώντας να παίξουν στην ίδια αρένα με τα σύγχρονα pop 80s συγκροτήματα, ενέτειναν την χρήση synthesizer και μίκρυναν ξεκάθαρα την διάρκεια των τραγουδιών τους, σε βάρος των δυνατών κιθαριστικών μερών και των περίπλοκων, μεγάλων σε διάρκεια συνθέσεων. Ακόμα και ο Neil Peart άρχισε να χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό drum set, ενώ ο Geddy Lee πειραματιζόταν ολοένα και περισσότερο με κάθε είδους πλήκτρα και synthesizer. Φυσικά, μπορεί να κέρδισαν κάποιους νέους οπαδούς, αλλά σίγουρα απογοήτευσαν και πολλούς. Με πρώτο και καλύτερο τον τέταρτο της παρέας, τον παραγωγό τους Terry Brown, ο οποίος διαφώνησε σφόδρα με το συγκρότημα για την μουσική του Signals (της επόμενης δουλειάς τους) και παρόλο που έκανε την παραγωγή, στην συνέχεια αποχώρησε και έκτοτε δεν ξανασυνεργάστηκαν.
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Θα ήθελα να γράψω πολλά περισσότερα για το τρισμέγιστο αυτό συγκρότημα, αλλά φυλάω όλες μου τις ιδέες για ένα εκτενέστατο αφιέρωμα που θα κάνουμε στον rockmachine.gr εντός των προσεχών μηνών. Θεωρώ ότι οι Rush είναι ένα συγκρότημα που έχει να δώσει σε όλους κάτι, όπως έδωσε σε εμένα και σε εκατομμύρια άλλους ανά τον κόσμο, και φιλοδοξώ να μοιραστείτε έστω και λίγη από την αίσθηση που παίρνω όταν ακούω τις φανταστικές δουλειές τους, την μουσική παρακαταθήκη ενός συγκροτήματος που σηματοδότησε την αρχή αυτού που σήμερα αποκαλούμε progressive metal, αλλά και γενικότερα του πιο εξερευνητικού πεδίου του hard rock. Πέρα από το διπλό live άλμπουμ, μπορείτε να βρείτε και το αντίστοιχο βίντεο, που έχει κυκλοφορήσει σε DVD, που μπορείτε να το βρείτε είτε μόνο του, είτε στο τίμιο DVD box set με τίτλο Replay x 3.
Μια άριστη εισαγωγή στους Rush θα ήταν το συγκεκριμένο live, και πιστέψτε με μόνο κερδισμένοι θα βγείτε, διότι δεν είναι τυχαίο πως το πιο uncool συγκρότημα του πλανήτη έφτασε να έχει 24 χρυσούς και 14 πλατινένιους δίσκους στην Αμερική, τρίτοι μόνο πίσω από τους Rolling Stones και τους Beatles. Τι κι αν αποσύρθηκαν πλέον, τι και αν (δυστυχώς) δεν τους είδαμε ποτέ live στην χώρα μας, για εμένα θα είναι για πάντα οι ανώνυμοι αστροναύτες που με το διαστημόπλοιο τους τον Ροσινάντε πέρασαν μέσα από την μαύρη τρύπα του Κύκνου και η συνείδηση τους επιβίωσε για να μας πει την ιστορία!
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
13/5/18
ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ LIVE ΑΛΜΠΟΥΜ
Δημοσίευση σχολίου