Παρασκευή βράδυ και κατευθυνόμαστε στο Κύτταρο για την συναυλία των Royal Hunt, ενός πολύ αγαπητού σχήματος στο ελληνικό κοινό, που επέλεξε την Ελλάδα για να κλείσει την περιοδεία του 2018, την Cast In Stone Tour.
Προσεγγίζοντας τον χώρο της συναυλίας γύρω στις 8:45 μμ,παρκάροντας σχετικά εύκολα και χαλαρά, διαπιστώνουμε εκ πρώτης ότι υπάρχει κόσμος συγκεντρωμένος έξω, κάτι λιγότερο από 100 άτομα. Πρώτη μου σκέψη ήταν ότι μάλλον ήδη γέμισε το club και ο κόσμος εισέρχεται αργά στον χώρο, μιας και οι πόρτες θα άνοιγαν κατά τις 7:30 μμ κατά την αναγγελία της συναυλίας. Ωστόσο, οι πόρτες δεν είχαν ανοίξει, διότι όπως ενημερωθήκαμε, τα συγκροτήματα ακόμα πρόβαραν το set τους. Πάντως, ο κόσμος περίμενε υπομονετικά και χωρίς εντάσεις, εμείς παίρνουμε χαλαρά εισιτήρια στο γκισέ της εισόδου (στα €25), κατά τις 9:00 μμ ανοίγουν οι πόρτες και συντεταγμένα και ήρεμα μπαίνουμε μέσα. Πολιτισμένη είσοδος progressive metal κοινού! Φαντάζομαι οι φίλοι και οι φίλες που έφτασαν πριν τις 7:30 μμ για να μπουν και να αράξουν ίσως να μην μοιράζονται την ίδια άποψη με εμένα, και δικαιολογημένο το όποιο παράπονο τους, διότι μιάμιση ώρα καθυστέρηση, με έναν ήχο που δεν δρέπει δάφνες ποιότητας στην τελική, δεν είναι και ό,τι καλύτερο.
Το Κύτταρο δεν γέμισε σε κανένα χρονικό σημείο της βραδιάς, και αυτό, μεταξύ μας δεν ήταν απαραίτητα κακό. Περισσότερη άνεση για τους παρευρισκομένους, ορατότητα καλή από όλους και σχετικά ελεύθερη κίνηση στον χώρο. Αφού πήραμε και κάτι να πιούμε ανεβήκαμε στον εξώστη (όπως θα διαπιστώσετε και από τις φωτογραφίες) σε ένα σημείο που αν εξαιρέσεις την μπροστά-δεξιά κολώνα (σιδηροκατασκευή) είχαμε πολύ κοντινή και πλήρη θέα της σκηνής....σε βάρος του ήχου που έφτανε στα αυτιά μας.
Η βραδιά ξεκίνησε με τους New Past, ένα ελληνικό progressive rock σχήμα (όπως περιγράφουν την μουσική τους, αλλά ας το πούμε progressive metal), με ύφος που παρέπεμπε σε Dream Theater, Fates Warning, Tool και Anathema σε σύνθεση και ατμόσφαιρα κάπως ζοφερή με ανατολίτικες κλίμακες. Tip για gamers: αν παίζετε Diablo ή Prince of Persia είναι καλό συνοδευτικό. Για τους ακόλουθους του είδους ακούστηκαν ευχάριστα, θεωρώ, ίσως λίγο μονότονοι για άλλους. Έχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης, ωστόσο, στην σκηνική τους παρουσία, που θα την χαρακτήριζα λίγο αδιάφορη και πρόχειρη. Δεν τους βοήθησαν βέβαια και τα 5 τετραγωνικά που είχαν στην διάθεση τους για να κινηθούν. Παιχτικά ήταν ικανοποιητικότατοι. Η πρώτη τους δουλειά κυκλοφόρησε τα Χριστούγεννα του 2017, με τίτλο State of Falling και μπορείτε να την ακούσετε και online, εφόσον επιθυμείτε να δείτε περί τίνος πρόκειται.
Συνέχεια με τους Γερμανούς Soul Cages, ένα πολύ ξεχωριστό σχήμα για τους φίλους του progressive metal παγκοσμίως, που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση την δεκαετία του ’90, ειδικότερα με τα πρώτα δύο LP τους, το ομώνυμο ντεμπούτο Soul Cages (1994) και το Moments (1996). Κυρίως για τον ευρωπαικό progressive χώρο αποτελούν μνημειώδεις κυκλοφορίες. Ο ήχος τους παραπέμπει σε μεγαθήρια όπως οι Rush, οι Pink Floyd και οι Marillion (όπως ισχυρίζονται) αλλά εγώ θα προσέθετα και τους Yes, ίσως και τους Uriah Heep όσον αφορά την διαχείριση των φωνητικών. Ομολογουμένως, το συγκρότημα που αποτελείται από τους Thorsten Staroske (κιθάρα, φωνητικά, πλήκτρα), Ingo Vieten (μπάσο, φωνητικά), τα αδέλφια Jörg και Knut Nitschke (drums και κιθάρα, αντίστοιχα) και την Beate Kuhbier (πλήκτρα, φωνητικά) δικαιολογημένα έχει δημιουργήσει αυτό το cult όνομα που κατέχει.
Ξεκινώντας με το τραγούδι που φέρει το όνομα τους (Soul Cages), στην διάρκεια του set τους ακούσαμε κομμάτια όπως τα Always Meet Twice, The Narrow Path of Truth, The Moon, Moments, In Our Hands, The Naked Word, The Curse, Freezing, Falling και για encore το Waiting. Σε κάποια φάση ο ενισχυτής του Knut Nitschke, ενός εκ των δύο κιθαριστών του συγκροτήματος έπαψε να λειτουργεί, αλλά η ανταπόκριση ήταν άμεση και το θέμα λύθηκε σύντομα, με αντικατάσταση του. Στο μεταξύ οι υπόλοιποι του συγκροτήματος διασκέδασαν το κοινό με μουσική, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν δυσανασχέτησε. Χωρίς φωνές, χωρίς φασαρίες, χωρίς δράματα. Γενικά, όπως ανέφερα και πριν, το κοινό έδειξε κατανόηση στα διάφορα διασκεδαστικά απρόοπτα χωρίς να δημιουργηθεί η παραμικρή ένταση!
Αφού το κοινό αποχαιρέτησε θερμά τους μεγάλους παιχταράδες Soul Cages, ήρθε η αναμονή για την πολυαναμενόμενη εμφάνιση των headliners Royal Hunt, ενός σχήματος που ακροβατεί επιδέξια ανάμεσα σε power, progressive και neoclassical metal. Έχοντας ξαναδεί τους Royal Hunt, όταν άνοιξαν την εμφάνιση των Psychotic Waltz στην Αθήνα ακριβώς πριν 6 χρόνια, ήξερα περίπου τι θα επακολουθούσε. Ιδιαίτερα αγαπητοί στην χώρα μας και δημοφιλείς σε αρκετές άλλες χώρες της Ευρώπης, καθώς και στην Ιαπωνία, οι Royal Hunt πάντα έδιναν δυνατές ζωντανές εμφανίσεις, με ένα πλούσιο ρεπερτόριο από σχεδόν τρεις δεκαετίες πορείας στον χώρο.
Σε αυτό το σημείο πιθανολογώ ότι θα είχαν φτάσει και οι τελευταίοι από τους θεατές, και η ατμόσφαιρα ήταν για πρώτη φορά σε όλη την βραδιά, ελαφρώς ηλεκτρισμένη. Με τις πρώτες μελωδίες του μουσικού θέματος εισαγωγής, και την είσοδο των μουσικών του συγκροτήματος, με πρώτο τον αρχηγό, μισό Γεωργιανό μισό Δανό André Andersen στα πλήκτρα, το κοινό επιτέλους εκδηλώθηκε λίγο παραπάνω. Τελευταίος βγήκε στο σανίδι, ως είθισται, ο εξαιρετικός frontman τους D.C. Cooper, φοβερός τραγουδιστής και χαρισματικός διασκεδαστής, που συνδιαλέγεται φυσικότατα με το κοινό και γενικά συνεισφέρει στην καλή διάθεση με τις δαιμόνιες ατάκες του και το χιούμορ του.
Ίσως η ποιότητα της φωνής του να μην είναι αυτή που ήταν κάποτε (στα ντουζένια του), αλλά ο τύπος σίγουρα ξέρει να κινείται, να τραγουδά και να μιλάει στην σκηνή, ακόμα και στην μικροσκοπική σκηνή του Κυττάρου. Φοβερός και ο κιθαρίστας Jonas Larsen, με τις νεοκλασσικές τεχνοτροπίες του, τον οποίο δυστυχώς αδίκησε κατάφορα ο ήχος. Δεν γνωρίζω αν σε άλλα σημεία του club ακουγόταν καθαρά και δυνατά, αλλά από επάνω δεξιά στον εξώστη, ακούγαμε το καλοδουλεμένο μεν, υπερβολικά δυνατό δε rhythm section των Andreas Passmark (μπάσο) και Andreas “Habo” Johansson (drums). Το συγκρότημα ξεκίνησε δυναμικά με το Last Goodbye, από το Moving Target του 1995, και συνέχισε δυναμικά με τα A Million Ways to Die, Wasted Time, Tearing Down the World, Hard Rain's Coming. Κάπου εκεί ήρθε και το μεγάλο “hit” (αν μπρούμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι), το περίφημο Half Past Loneliness, το οποίο, όπως ήταν φυσικό σήκωσε κύμα ενθουσιασμού στις τάξεις του ακροατηρίου. Η συνέχεια περιελάβανε τα The Last Soul Alive, Until the Day, Cold City Lights (όπου ο Cooper έπαιξε λίγο με τον κόσμο) και το Martial Arts. Σε όλη την διάρκεια του σετ, ο D.C. Cooper έκανε πλάκα με τους συναδέλφους του στο συγκρότημα, με το κοινό, και γενικά έχυσε πολύ ιδρώτα τρέχοντας πέρα δώθε στην σκηνή και ανεβαίνοντας σε διάφορα σημεία της. Εξαιρετικός performer, μέσω του οποίου αναδείχθηκε και ο χώρος, αφού η αίσθηση οικειότητας ανάμεσα στο κοινό και στο συγκρότημα εντάθηκε σε μεγάλο βαθμό, λόγω και του περιορισμένου χώρου του Κυττάρου, φέρνοντας όλο τον κόσμο και το συγκρότημα σε μία μεγάλη παρέα.
Όχι μόνο σε μία, αλλά σε δύο, παρακαλώ, περιπτώσεις, ο D.C. Cooper κατέβηκε κάτω στον κόσμο, σε σημείο να χαιρετάει τον καθένα ξεχωριστά, να βγαίνει φωτογραφίες, και να τραγουδάει μαζί τους, σκορπώντας πολλά χαμόγελα και γενικότερα μέρος της θετικής του ενέργειας σε όλο το κοινό. Άλλη μια επιτυχία του συγκροτήματος, το Message To God, συνέχισε την συναυλία, με το κύριο μέρος να κλείνει με το A Life To Die For. Φυσικά έπαιξε και encore, σε προχωρημένη ώρα, αλλά σε εκείνο το σημείο νομίζω πως κανείς δεν νοιαζόταν πραγματικά! Τα κομμάτια του encore ήταν τα Fistful of Misery, και αυτό που άφησε να το μαντέψουμε, ταιριαστό και σαν τίτλος, το πολύ ωραίο Epilogue. Γενικότερα θεωρώ πως οι Royal Hunt δεν άφησαν κανένα παραπονεμένο, δημιούργησαν μία ωραία ατμόσφαιρα πάνω και κάτω από την σκηνή, και μας χάρισαν ένα σόου αντάξιο της φήμης τους.
Με τα πολλά αποχαιρέτησαν και οι Royal Hunt, παίζοντας την προτελευταία ημερομηνία (η τελευταία παίχτηκε Κυριακή 22/4 στην Θεσσαλονίκη) της περιοδείας του Cast In Stone. Ο κόσμος χαμογελαστός και ευχαριστημένος από το θέαμα, στην πλειοψηφία του, άρχισε να αποχωρεί, ενώ στο πλάι της σκηνής μάταια αναζητήσαμε merchandise των Royal Hunt. Αυτό ήταν ένα ακόμα φάουλ, μιας και σαφώς υπήρχε ενδιαφέρον από τον κόσμο να πάρει κάτι αναμνηστικό από την συναυλία, αλλά δυστυχώς το management του συγκροτήματος δεν προνόησε να εξασφαλίσει merchandise για να καλύψει την οποιαδήποτε επιπλέον ζήτηση. Δυστυχώς συμβαίνουν και αυτά.
Εν κατακλείδι, η βραδιά ήταν πολύ ενδιαφερουσα μουσικά με τους Soul Cages, πολύ διασκεδαστική με τους Royal Hunt να δίνουν ρέστα επί σκηνής, και γνωρίσαμε και ένα νέο σχήμα στους New Past. Οι κύριες αστοχίες ήταν η καθυστερημένη έναρξη της όλης διαδικασίας, ο κατώτερος των περιστάσεων ήχος και η απουσία merchandise από τους headliners, που πιθανόν να ξενέρωσε κάποιους. Εγώ πάντως, δεν θα διστάσω να δω πάλι τους Royal Hunt αν περάσουν από τα μέρη μας, κάτι το οποίο έχω την αίσθηση ότι θα ξαναγίνει σύντομα.
ΚΕΙΜΕΝΟ/ΦΩΤΟ:ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
Προσεγγίζοντας τον χώρο της συναυλίας γύρω στις 8:45 μμ,παρκάροντας σχετικά εύκολα και χαλαρά, διαπιστώνουμε εκ πρώτης ότι υπάρχει κόσμος συγκεντρωμένος έξω, κάτι λιγότερο από 100 άτομα. Πρώτη μου σκέψη ήταν ότι μάλλον ήδη γέμισε το club και ο κόσμος εισέρχεται αργά στον χώρο, μιας και οι πόρτες θα άνοιγαν κατά τις 7:30 μμ κατά την αναγγελία της συναυλίας. Ωστόσο, οι πόρτες δεν είχαν ανοίξει, διότι όπως ενημερωθήκαμε, τα συγκροτήματα ακόμα πρόβαραν το set τους. Πάντως, ο κόσμος περίμενε υπομονετικά και χωρίς εντάσεις, εμείς παίρνουμε χαλαρά εισιτήρια στο γκισέ της εισόδου (στα €25), κατά τις 9:00 μμ ανοίγουν οι πόρτες και συντεταγμένα και ήρεμα μπαίνουμε μέσα. Πολιτισμένη είσοδος progressive metal κοινού! Φαντάζομαι οι φίλοι και οι φίλες που έφτασαν πριν τις 7:30 μμ για να μπουν και να αράξουν ίσως να μην μοιράζονται την ίδια άποψη με εμένα, και δικαιολογημένο το όποιο παράπονο τους, διότι μιάμιση ώρα καθυστέρηση, με έναν ήχο που δεν δρέπει δάφνες ποιότητας στην τελική, δεν είναι και ό,τι καλύτερο.
Το Κύτταρο δεν γέμισε σε κανένα χρονικό σημείο της βραδιάς, και αυτό, μεταξύ μας δεν ήταν απαραίτητα κακό. Περισσότερη άνεση για τους παρευρισκομένους, ορατότητα καλή από όλους και σχετικά ελεύθερη κίνηση στον χώρο. Αφού πήραμε και κάτι να πιούμε ανεβήκαμε στον εξώστη (όπως θα διαπιστώσετε και από τις φωτογραφίες) σε ένα σημείο που αν εξαιρέσεις την μπροστά-δεξιά κολώνα (σιδηροκατασκευή) είχαμε πολύ κοντινή και πλήρη θέα της σκηνής....σε βάρος του ήχου που έφτανε στα αυτιά μας.
Soul Cages |
Συνέχεια με τους Γερμανούς Soul Cages, ένα πολύ ξεχωριστό σχήμα για τους φίλους του progressive metal παγκοσμίως, που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση την δεκαετία του ’90, ειδικότερα με τα πρώτα δύο LP τους, το ομώνυμο ντεμπούτο Soul Cages (1994) και το Moments (1996). Κυρίως για τον ευρωπαικό progressive χώρο αποτελούν μνημειώδεις κυκλοφορίες. Ο ήχος τους παραπέμπει σε μεγαθήρια όπως οι Rush, οι Pink Floyd και οι Marillion (όπως ισχυρίζονται) αλλά εγώ θα προσέθετα και τους Yes, ίσως και τους Uriah Heep όσον αφορά την διαχείριση των φωνητικών. Ομολογουμένως, το συγκρότημα που αποτελείται από τους Thorsten Staroske (κιθάρα, φωνητικά, πλήκτρα), Ingo Vieten (μπάσο, φωνητικά), τα αδέλφια Jörg και Knut Nitschke (drums και κιθάρα, αντίστοιχα) και την Beate Kuhbier (πλήκτρα, φωνητικά) δικαιολογημένα έχει δημιουργήσει αυτό το cult όνομα που κατέχει.
Ξεκινώντας με το τραγούδι που φέρει το όνομα τους (Soul Cages), στην διάρκεια του set τους ακούσαμε κομμάτια όπως τα Always Meet Twice, The Narrow Path of Truth, The Moon, Moments, In Our Hands, The Naked Word, The Curse, Freezing, Falling και για encore το Waiting. Σε κάποια φάση ο ενισχυτής του Knut Nitschke, ενός εκ των δύο κιθαριστών του συγκροτήματος έπαψε να λειτουργεί, αλλά η ανταπόκριση ήταν άμεση και το θέμα λύθηκε σύντομα, με αντικατάσταση του. Στο μεταξύ οι υπόλοιποι του συγκροτήματος διασκέδασαν το κοινό με μουσική, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν δυσανασχέτησε. Χωρίς φωνές, χωρίς φασαρίες, χωρίς δράματα. Γενικά, όπως ανέφερα και πριν, το κοινό έδειξε κατανόηση στα διάφορα διασκεδαστικά απρόοπτα χωρίς να δημιουργηθεί η παραμικρή ένταση!
Ο DC Cooper έχει κατέβει μέσα στο κοινό. |
Σε αυτό το σημείο πιθανολογώ ότι θα είχαν φτάσει και οι τελευταίοι από τους θεατές, και η ατμόσφαιρα ήταν για πρώτη φορά σε όλη την βραδιά, ελαφρώς ηλεκτρισμένη. Με τις πρώτες μελωδίες του μουσικού θέματος εισαγωγής, και την είσοδο των μουσικών του συγκροτήματος, με πρώτο τον αρχηγό, μισό Γεωργιανό μισό Δανό André Andersen στα πλήκτρα, το κοινό επιτέλους εκδηλώθηκε λίγο παραπάνω. Τελευταίος βγήκε στο σανίδι, ως είθισται, ο εξαιρετικός frontman τους D.C. Cooper, φοβερός τραγουδιστής και χαρισματικός διασκεδαστής, που συνδιαλέγεται φυσικότατα με το κοινό και γενικά συνεισφέρει στην καλή διάθεση με τις δαιμόνιες ατάκες του και το χιούμορ του.
Royal Hunt |
Ίσως η ποιότητα της φωνής του να μην είναι αυτή που ήταν κάποτε (στα ντουζένια του), αλλά ο τύπος σίγουρα ξέρει να κινείται, να τραγουδά και να μιλάει στην σκηνή, ακόμα και στην μικροσκοπική σκηνή του Κυττάρου. Φοβερός και ο κιθαρίστας Jonas Larsen, με τις νεοκλασσικές τεχνοτροπίες του, τον οποίο δυστυχώς αδίκησε κατάφορα ο ήχος. Δεν γνωρίζω αν σε άλλα σημεία του club ακουγόταν καθαρά και δυνατά, αλλά από επάνω δεξιά στον εξώστη, ακούγαμε το καλοδουλεμένο μεν, υπερβολικά δυνατό δε rhythm section των Andreas Passmark (μπάσο) και Andreas “Habo” Johansson (drums). Το συγκρότημα ξεκίνησε δυναμικά με το Last Goodbye, από το Moving Target του 1995, και συνέχισε δυναμικά με τα A Million Ways to Die, Wasted Time, Tearing Down the World, Hard Rain's Coming. Κάπου εκεί ήρθε και το μεγάλο “hit” (αν μπρούμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι), το περίφημο Half Past Loneliness, το οποίο, όπως ήταν φυσικό σήκωσε κύμα ενθουσιασμού στις τάξεις του ακροατηρίου. Η συνέχεια περιελάβανε τα The Last Soul Alive, Until the Day, Cold City Lights (όπου ο Cooper έπαιξε λίγο με τον κόσμο) και το Martial Arts. Σε όλη την διάρκεια του σετ, ο D.C. Cooper έκανε πλάκα με τους συναδέλφους του στο συγκρότημα, με το κοινό, και γενικά έχυσε πολύ ιδρώτα τρέχοντας πέρα δώθε στην σκηνή και ανεβαίνοντας σε διάφορα σημεία της. Εξαιρετικός performer, μέσω του οποίου αναδείχθηκε και ο χώρος, αφού η αίσθηση οικειότητας ανάμεσα στο κοινό και στο συγκρότημα εντάθηκε σε μεγάλο βαθμό, λόγω και του περιορισμένου χώρου του Κυττάρου, φέρνοντας όλο τον κόσμο και το συγκρότημα σε μία μεγάλη παρέα.
Με τα πολλά αποχαιρέτησαν και οι Royal Hunt, παίζοντας την προτελευταία ημερομηνία (η τελευταία παίχτηκε Κυριακή 22/4 στην Θεσσαλονίκη) της περιοδείας του Cast In Stone. Ο κόσμος χαμογελαστός και ευχαριστημένος από το θέαμα, στην πλειοψηφία του, άρχισε να αποχωρεί, ενώ στο πλάι της σκηνής μάταια αναζητήσαμε merchandise των Royal Hunt. Αυτό ήταν ένα ακόμα φάουλ, μιας και σαφώς υπήρχε ενδιαφέρον από τον κόσμο να πάρει κάτι αναμνηστικό από την συναυλία, αλλά δυστυχώς το management του συγκροτήματος δεν προνόησε να εξασφαλίσει merchandise για να καλύψει την οποιαδήποτε επιπλέον ζήτηση. Δυστυχώς συμβαίνουν και αυτά.
Εν κατακλείδι, η βραδιά ήταν πολύ ενδιαφερουσα μουσικά με τους Soul Cages, πολύ διασκεδαστική με τους Royal Hunt να δίνουν ρέστα επί σκηνής, και γνωρίσαμε και ένα νέο σχήμα στους New Past. Οι κύριες αστοχίες ήταν η καθυστερημένη έναρξη της όλης διαδικασίας, ο κατώτερος των περιστάσεων ήχος και η απουσία merchandise από τους headliners, που πιθανόν να ξενέρωσε κάποιους. Εγώ πάντως, δεν θα διστάσω να δω πάλι τους Royal Hunt αν περάσουν από τα μέρη μας, κάτι το οποίο έχω την αίσθηση ότι θα ξαναγίνει σύντομα.
ΚΕΙΜΕΝΟ/ΦΩΤΟ:ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
Δημοσίευση σχολίου