BAD COMPANY: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ROCK ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ

Προσπαθώ να θυμηθώ σε πόσα πάρτυ έχω πάρει μαζί μου το πρώτο άλμπουμ των Bad Company,το ιστορικό μαύρο όπως το λέγαμε, το Bad Co. Αμέτρητα. Προσπαθώ να θυμηθώ πόσες φορές έχω βάλει τη βελόνα του πικ απ στο “Ready for love” για να το χορέψω blues με την αγαπημένη μου ή με αυτή που μόλις είχα γνωρίσει. Εξ ‘άλλου τότε δεν πηγαίναμε στο πάρτυ αν δεν υπήρχαν καινούργιες- ενδιαφέρουσες- παρουσίες. Κλασικά έπαιρναν σειρά τα “Rock Steady”, “Can’t get enough”και το άλλο μεγάλο blues, το ομώνυμο τραγούδι. Δεν υπάρχει 65αρης που να μην έχει χορέψει, τραγουδήσει, αγοράσει τον πρώτο εκπληκτικό δίσκο των Άγγλων Bad Company και υπάρχουν μερικά εκατομμύρια άνθρωποι πολλοί νεότεροι που δεν έζησαν το συγκρότημα στις χρονιές του αλλά  τους εκτιμούν και αναγνωρίζουν σαν ένα από τα σημαντικότερα rock συγκροτήματα. Στο τέλος του άρθρου, θα διαβάσετε αποκλειστική συνέντευξη του Paul Rodgers στον ανταποκτριτή του Φανττάζιο, Χρύσανθο Χρυσάνθου , όπως είχε δημοσιευτεί τότε στο περιοδικό!!!Στο σημερινό άρθρο, ο Αλέξανδρος Ριχάρδος γράφει για την ιστορία των Bad Company, του Paul Rogers,Mick Ralphs, Simon Kirke και Boz Burrell, έτσι όπως διαμορφώθηκε μέσα από τα τρία πρώτα άλμπουμ τους.
Το 1973 βρίσκει τους Free να κυκλοφορούν το τελευταίο άλμπουμ της καριέρας τους που ήδη είχε τελειώσει. Το Heartbreaker ήταν μεν το τελευταίο αλλά ήταν κι ένα από τα καλύτερά τους, βγάζοντας εκτός από το κλασικό "Wishing Well" άλλα τρία τραγούδια που «τράβηξαν» το δίσκο όπως "Come Together in the Morning",  "Travellin' in Style" και το ομότιτλο. Το τέλος όμως των Free είχε έλθει μετά την κυκλοφορία του βιαστικού Highway (1970) που κυκλοφόρησε για να εκμεταλλευτεί την καλή παρουσία τους στο Isle of Wight festival αλλά και το 1972 όταν ο μπασίστας και βασικός συνθέτης του συγκροτήματος Andy Frazer αποχώρησε μετά από έντονες διαφωνίες που είχε  με τον άλλο πυλώνα του συγκροτήματος, τον τραγουδιστή Paul Rodgers. Η αμερικάνικη περιοδεία των Free το 1969, (άνοιγαν για τους Blind Faith) ήταν η αιτία της δημιουργίας των Bad Company, αφού τότε ο Rodgers κατάλαβε ότι για να σταθούν σε ένα μεγάλο κοινό, χρειαζόντουσαν άλλο ήχο και μάλλον άλλους μουσικούς!
Την ίδια χρονιά, το1973 οι Mott the Hoople υπάρχουν μόνο στα χαρτιά. Μετά από 12(!) άλμπουμ από τα οποία μόνο 1(!) κατάφερε να κάνει επιτυχία (Mott No 7 Μ. Βρετανία ) και να έχουν επίσης μόνο μια επιτυχία στους μικρούς δίσκους με τη σύνθεση του David Bowie, "All the Young Dudes"(No3 Μ.Βρετανία)  ο κιθαρίστας του συγκροτήματος Mick Ralphs χωρίς λεφτά και χωρίς συγκρότημα, βρίσκεται σε επικοινωνία με τον Paul Rodgers για το ξεκίνημα μιας καινούργιας μπάντας.
Ο Ralhps του βάζει κι ακούει μια πρόχειρη ηχογράφηση του “Can’t get enough”, μιας σύνθεσης που ο Ralphs είχε δώσει στους Mott the Hoople αλλά αυτοί είχαν απορρίψει. Ο Paul Rodgers μόλις το άκουσε του είπε: “Δως το μου να το τραγουδήσω»! Οι δύο μουσικοί άρχισαν να βρίσκονται σχεδόν καθημερινά δουλεύοντας πάνω σε συνθέσεις τους (ο Paul Rodgers, εκτός από τραγουδιστής παίζει κιθάρα και πιάνο) και στην μικρή παρέα τους προστίθεται κι ο παλιός ντράμερ των Free, Simon Kirke.

ΑΝΑΖΗΤΩΤΑΣ ΜΠΑΣΙΣΤΑ
Τώρα έλειπε ο μπασίστας κι έβαλαν αγγελία για να τον βρουν. Ο πρώτος που βρήκαν και του ζήτησαν να έλθει στο συγκρότημα ήταν ο session μουσικός Alan Spenner ο οποίος αρχικά συμφώνησε αλλά μετά από λίγες ημέρες εξαφανίστηκε. Ο δεύτερος ήταν ένας ουαλλός μουσικός που δεν θυμούνται το ονομά του που κι αυτός δέχτηκε να γίνει μέλος του νέου γκρουπ αλλά κι αυτός εξαφανίστηκε. Ο τρίτος βρέθηκε μέσω αγγελίας και οι Rodgers και Kirke πήγαν στο ραντεβού με το αυτοκίνητο του Rodgers.  Είχε έλθει στο προκαθορισμένο σημείο της συνάντησης αλλά ήταν …καραφλός και έφυγαν χωρίς καν να του μιλήσουν.
Έτσι κατέληξαν στον Raymond “Boz” Burrell που είχε παίξει με τους King Crimson στα άλμπουμ τους Islands (1977), Earthbound (1972) και Ladies of the Road(2006). Τα δύο τελευταία είναι live. Με τεχνική που έκλεινε προς την jazz, ο Burrell συνθετικά δεν συνέσφερε  κανένα τραγούδι για τα πρώτα 2 καταπληκτικά άλμπουμ του συγκροτήματος αλλά το παίξιμό του ήταν αυτό που ήθελαν και ήταν προσωπική επιλογή του Raphs!
ΠΩΣ ΕΓΡΑΨΑΝ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ / ΠΩΣ ΠΗΡΑΝ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥΣ
Ένα από τα πρώτα τραγούδια που συνέθεσαν οι Rodgers, Ralphs και Kike ήταν το ομότιτλο. Τα καινούργια τραγούδια ερχόντουσαν σιγά σιγά και ο Rodgers σκέφτηκε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να αναζητήσουν manager. O παλιός συνεργάτης του Rodgers από τους Free, Clive Coulson του πρότεινε τον Peter Grant, τον εμβληματικό manager των Led Zeppelin και τον πήρε τηλέφωνο (διάβασε εδώ την ιστορία του). Εκείνες τις ημέρες ο Grant βρισκόταν  στην προετοιμασία της δισκογραφικής εταιρείας των Led Zeppelin, Swan Song αλλά ζήτησε να τους ακούσει να παίζουν. Έτσι πήγε σε μια πρόβα που έκαναν, του άρεσαν και έδωσαν τα χέρια αρχικά για μια συνεργασία 6 μηνών και μετά…βλέπουμε. Με τη σειρά του ο Grant τους συνέστησε τον Phil Carson, Πρόεδρο της Atlantic Records που τους υπέγραψε μόνο για την Αμερική. Κι  ο λόγος είναι ότι τους υπέγραψε μόνοι για την Αμερική γιατί οι Rodgers και Kirke είχαν ακόμα συμβόλαιο με την Island Rec ως Free κι ο ιδιοκτήτης της εταιρείας, Chris Blackwell ήταν ανένδοτος να τους αφήσει ελεύθερους (σ.σ. είχε ακούσει το demo του Can’t get enough). Έτσι τα πρώτα 4 άλμπουμ τους κυκλοφόρησαν μόνο στην Αμερική από την Swan Song και στον υπόλοιπο κόσμο από την Island Records! Πολλά χρόνια αργότερα, ο κιθαρίστας Mick Ralphs είπε ότι ήταν τυχεροί που υπέγραψαν με την Swan Song στην Αμερική γιατί τους βοήθησε πολύ στο να πατήσουν εκεί που ήδη είχαν πατήσει οι Led Zeppelin και βρήκαν το δρόμο ανοιχτό και στρωμένο! Δεκαετίες μετά, ο Paul Rodgers δήλωσε ότι η αιτία δημιουργίας κι επιτυχίας των Bad Company ήταν ο Peter Grant!
O Grant τους έστειλε να ηχογραφήσουν στο Headley Grange όπου στο παρελθόν είχαν ηχογραφήσει κι οι Led Zeppelin όπου έκαναν και τη μεγαλύτερη δουλειά ηχογραφώντας live και τα 8 τραγούδια του πρώτου τους άλμπουμ.
Έχουν ακουστεί πολλές ιστορίες φαντασμάτων για τα κάστρα της Μ.Βρετανίας αλλά και τις παλιές αγροικίες όπως αυτή του Headley Grange». Στη σκάλα υπήρχε ένας πίνακας με πρόβατα κι έναν βοσκό και την άλλη ημέρα τα πρόβατα κι ο βοσκός είχαν εξαφανιστεί και είχαν αντικατασταθεί  από λύκους. Υπήρχαν φαντάσματα που περνούσαν μέσα από τους τοίχους  και συνέχεια ακουγόταν η φράση “To είδατε αυτό;” ενώ συνέχεια χάναμε πράγματα» λέει ο Paul Rodgers!
 Μεγάλο μέρος των συνθέσεων είχαν προταθεί στους Mott the Hoople από τον Mick Ralphs αλλά είχαν απορριφθεί!. Το κλασικό  “Can’t get enough” βασίστηκε στο riff του «One of the boys» κι ο Ralphs τους είχε παίξει το demo που αργότερα έπαιξε και στον Paul Rodgers (κι άκουσε κι ο Chris Blackwell) αλλά αυτοί το απέρριψαν. Η μπαλάντα “Ready for love” είχε συμπεριληφθεί στο άλμπουμ των Mott the Hoople, All the Young Dudes(1972) τραγουδισμένη από τον ίδιο τον Ralphs αλλά τότε είχε περάσει απαρατήρητη(!),το “Movin on”, σύνθεση του Ralphs είχε γραφτεί για τους Hackensack ένα άγνωστο συγκρότημα που άνοιξε την περιοδεία των Mott the Hoople το 1972 ενώ το “Seagull” είχε γραφτεί για τους Free. Βέβαια ας μην είμαστε καταδικαστικοί με τις απορρίψεις των τραγουδιών. Αλλιώς τα ενορχήστρωσαν οι Bad Company κι αλλιώς τα άκουσαν, πρωτολεία τότε, οι Mott the Hoople. Εξ ‘άλλου το πιάνο που παίζει ο Paul Rodgers, δίνει μια εντελώς διαφορετική γλυκύτατα στα τραγούδια που τόσα χρόνια εξακολουθεί να με συναρπάζει. 


Ο τίτλος της ταινίας του 1972, Bad Company με θέμα τον αμερικάνικο εμφύλιο πόλεμο, και πρωταγωνιστές τους Jeff Bridges και Barry Brown, ενέπνευσε τους Rodgers και Kirke που είδαν την ταινία κι έγραψαν το ομώνυμο τραγούδι, που εξελίχθηκε σαν ένα από τα ομορφότερα του άλμπουμ και επέλεξαν το όνομα για τίτλο στο συγκρότημα. Έως τότε το όνομα που επικρατούσε ήταν το Fury αλλά στα αυτιά του Rodgers και του Kirke ακουγόταν πολύ κοντά στο Free (σ.σ. το προηγούμενο συγκρότημά τους ) και δεν το ήθελαν. Η δισκογραφική δεν ενθουσιάστηκε αλλά το…δέχτηκε.  
Τον Μάιο του 1974 και ΠΡΙΝ κυκλοφορήσουν το πρώτο άλμπουμ τους, ο Peter Grant τους κλείνει να εμφανιστούν στο μεγαλύτερο outdoor φεστιβάλ της χρονιάς στην Μ.Βρετανία, στο γήπεδο της Charlton μαζί με τους Who, Lou Reed, Humble Pie, Lindisfarne και Dave Mason. Πέραν των Who, Lou Reed και Humble Pie που ήταν μεγάλα και γνωστά ονόματα, οι Lindsfarne ήταν ένα φολκλορικό βρετανικό συγκρότημα που εκείνη την εποχή είχαν πολλές επιτυχίες όπως το sinlge “Lady Eleanor” (No 3 Μ.Βρετανία 1972) και μάλιστα είχε κυκλοφορήσει και σε single και στην ελληνική αγορά κι ακόμα τα "Meet Me on the Corner"και "Run For Home". Επειδή σίγουρα οι ακόμα άγνωστοι Bad Company δεν μπορούσαν  να παίξουν πάνω από τους Humble Pie και Lou Reed και για να έχουν φωτισμό όταν εμφανιστούν, ο Peter Grant είπε στον Paul Rodgers λίγο πριν φθάσουν στο γήπεδο να τηλεφωνήσουν και να πουν ότι τους έπιασε λάστιχο και θα αργήσουν. Με αυτό το τέχνασμα οι Lindsfarne εμφανίστηκαν με φυσικό φωτισμό και οι Bad Company με τα φώτα της σκηνής και η παρουσία τους ήταν θετικότατη!
  Η κυκλοφορία του άλμπουμ έγινε τον Ιούνιο του  1974 και στην Αμερική όπως διαβάσατε κυκλοφόρησε από την Swan Song (διανομή μέσω της Atlantic Rec) και τα πρώτα αμερικάνικα αντίτυπα είχαν αυτοκόλλητο που έγραφε  «Approved by Led Zeppelin". Εκείνο που έγινε γνωστό πολλά χρόνια μετά, είναι ότι το πρώτο άλμπουμ ηχογραφήθηκε  μέσα σε 10 ημέρες, γιατί το Headley Grange ήταν κλεισμένο από τοπυς Led Zeppelin κι ο Grant έκανε ότι μπορούσε να τους καθυστερήσει. 

ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑΚΟ ΠΑΡΤΥ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ

H δισκογραφική εταιρεία Swan Song (που ανήκε στους Led Zeppelin) για να παρουσιάσει το συγκρότημα αλλά και το δίσκο διοργάνωσε 2 μεγάλα πάρτυ στην Αμερική, ένα στην Νέα Υόρκη κι ένα στο Λος Άντζελες όπου τους είχαν παρουσιάσει σαν supergroup (και ήταν) έστω κι αν ο Mick Ralphs κι οι Mott the Hoople ήταν παντελώς άγνωστοι στην Αμερική. Το πάρτυ της Νέας Υόρκης έγινε στο ξενοδοχείο Four Season όπου ο Grant μεταξύ άλλων είχε παραγγείλει εκατοντάδες παστάκια σε σχήμα κύκνου (swan)  αλλά και φαγητά και ποτά που το ύψος των εξόδων είχε ξεπεράσει τα 10.000$. Μεταξύ άλλων είχε ζητήσει να του φέρουν δεκάδες ζωντανούς κύκνους οι οποίοι θα περιέβαιναν βρισκόντουσαν μεταξύ των καλεσμένων!!! 
Το ξενοδοχείο Four Seasons στη Νέα Υόρκη.

Έξαλλος ο Grant ανακάλυψε ότι ο προμηθευτής των ζωντανών κύκνων τον κορόιδεψε και για να συμπληρώσει το νούμερο των κύκνων έφερε και …χήνες!! Η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει όταν διαπίστωσε ότι ο John Bonham κι ο tour manager Richard Cole είχαν απομονώσει κύκνους και χήνες σε μια γωνία για να τις πιάσουν. Πολλά από τα ζώα φοβήθηκαν και ξέφυγαν από το χώρο του ξενοδοχείου με αποτέλεσμα να βγουν στο δρόμο και δύο από αυτά να σκοτωθούν από αυτοκίνητα !!!!! Το πάρτυ του Λος Άντζελες εξελίχθηκε ομαλά χωρίς προβλήματα με καλεσμένους τους Bryan Ferry, Bill Wyman και Groucho Marx. Αμέσως μετά το τέλος του, οι Rodgers, Ralphs, Plant και Page πήγαν και ήπιαν ποτά στο Rainbow bar and grill!!
Το δυσκολότερο όμως ήταν όχι να κάνουν εντυπωσιακά πάρτυ, εξ άλλου κανείς από τους προσκεκλημένους δεν θα αγόραζε το δίσκο, όλοι θα τον έπαιρναν ως promo. Το δυσκολότερο ήταν να τραβήξουν την προσοχή του κόσμου και το πέτυχαν σχεδόν αμέσως με την κυκλοφορία του single, "Can't Get Enough"(No 15 Μ.Βρετανία, Νο 5 Αμερική). Το κομμάτι είχε heavy airplay από το βρετανικό αλλά και αμερικάνικο ραδιόφωνο και βοήθησε το άλμπουμ να φθάσει έως το Νο 3 στη Μ.Βρετανία και να χτυπήσει τοΝο1 στην Αμερική. Η επιλογή που έκαναν στα άλλα δύο singles ήταν αποτυχημένη αφού τόσο το “Movin On”(Νο 19 Αμερική) όσο και το "Bad Company" (δεν μπήκε καν στο chart) δεν πήγαν καλά. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι δεν κυκλοφόρησαν σε single το “Ready for love”! Στην τεράστια επιτυχία του άλμπουμ στην Αμερική βοήθησε πολύ το ραδιόφωνο που δεν έπαιξε μόνο τα singles αλλά κι άλλα τραγούδια από το άλμπουμ όπως τα soulίζοντα(!sic) “Don’t let me down” και “The Way I choose”που λόγω Rodgers είχαν μέσα τους ήχο της σχολής Stax. Αυτό το πάντρεμα με τη soul είχε ενθουσιάσει τον Πρόεδρο της Atlantic Rec. Ahmet Ertegun αλλά και τον A&R Manager της εταιρείας, Jerry Wexler.
Κι αν στη χώρα τους έπρεπε να σκαρφιστούν διάφορα κόλπα για να παίξουν πριν τους Lindsfrane (!) στην Αμερική τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Αμέσως έπαιξαν ανοίγοντας τις συναυλίες μεγάλων ονομάτων της εποχής όπως Peter Frampton, ZZ, Top και Edgar Winter Group πριν ξεκινήσουν να εμφανίζονται ως headliners. O Grant είχε φροντίσει στις περιοδείες τους να έχουν το ίδιο προσωπικό με αυτό που χρησιμοποιούσαν οι Led Zeppelin και φυσικά τις ίδιες απαιτήσεις αλλά και υποχρεώσεις.
Λίγο πριν την εμφάνισή τους στη Βοστόνη το1974, ο Peter Grant πήγε στα καμαρίνια, στάθηκε μπροστά στην πόρτα που με τον όγκο του την κάλυψε όλη και τους είπε:” Κανείς δεν πρόκειται να πάει πουθενά». Επειδή μάλλον τον φοβόντουσαν ο Simon Kirke σκέφτηκε-πολύ σοβαρά- μήπως τους πυροβολήσει! Ο Grant τους πήγε στη διπλανή αίθουσα όπως είδαν ένα μεγάλο σεντόνι να καλύπτει κάποιους πίνακες. Το τράβηξε και εμφανίστηκαν 4 χρυσοί δίσκοι για τις πωλήσεις του άλμπουμ Bad Co  πέραν του 1.000.000 αντιτύπων στην Αμερική. Δακρυσμένος ο Grant τους αγκάλιασε – κ ι αυτοί στο εν τω μεταξύ είχαν δακρύσει - και τους είπε «Τσακιστείτε και βγείτε να παίξετε».

Τον Απρίλιο του 1975 κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ τους με τίτλο Straight Shooter (Νο 3 Μ.Βρετανία, Νο 3 Αμερική) σε παραγωγή του ίδιου του συγκροτήματος και με μηχανικό ήχου τον Ron Nevison και ένα μήνα από την κυκλοφορία του έφθασε το 500.000 αντίτυπα στην Αμερική. Πρώτο single ήταν το Good lovin gone bad” που δεν τα πήγε καλά ούτε στο αμερικάνικο chart μικρών δίσκων (Νο 36) ούτε στο αγγλικό (Νο 31). Καλύτερα πήγε το δεύτερο single, "Feel Like Makin' Love" (No 20 M.Βρετανία Νο 10 Αμερική) που η μελωδία του ήταν γραμμένη από την εποχή των Free και την ολοκλήρωσε με τη βοήθεια του Mick Ralphs. To "Shooting Star" δεν κυκλοφόρησε σε single αλλά είναι το καλύτερο τραγούδι του δίσκου γραμμένο από τον Paul Rodgers για τον Paul Kossoff (διάβασε εδώ την ιστορία του) αλλά και για όλους τους μεγάλους που έφυγαν νωρίς από τη ζωή όπως Jimi Hendrix, Janis Joplin, Jim Morrison και Brian Jones. Το εξώφυλλο το επιμελήθηκε η Hipgnosis η οποίας είχε επιμεληθεί και το πρώτο κλασικό μαύρο εξώφυλλο του συγκροτήματος. Εκείνη την εποχή το Physical Graffiti των Led Zeppelin έχει καρφωθεί στο No1 του αμερικάνικου chart και το Straight Shooter των Bad Company στο Νο 3! Και τα δύο συγκροτήματα μετακινούνται με δικό τους αεροπλάνο, ένα BAC1-11 και πολύ χαρακτηριστική είναι η ημέρα που αεροπορικά πήγαν στο Palm Springs όπου έπαιξαν στις 5 το απόγευμα. Μετά μπήκαν στο αεροπλάνο και πήγαν στο Τέξας (απόσταση 3 ώρες) όπου έπαιξαν και επέστρεψαν στο Palm Springs αργά το βράδυ. Μόλις κατέβηκαν από το αεροπλάνο στο Palm Springs, o Mick Ralphs γυρνάει κυττάζει τον Boz Burrell και του λέει «Αυτό που ζήσαμε σήμερα είναι αλήθεια;” Η ζωή τους, ήταν η ζωή των superstars. Στις μετακίνησή τους προς το χώρο της συναυλίας τους συνόδευαν περιπολικά και μηχανές της αστυνομίας για να μη σταματούν στα φανάρια, κυκλοφορούσαν με λιμουζίνες που διέθεταν ψυγείο και πολλές φορές τηλεόραση! Οι πωλήσεις των δύο πρώτων άλμπουμ τους ξεπέρασαν στην Αμερική τα 10.000.000 αντίτυπα και το συγκρότημα ζήταγε σαν μικρότερη αμοιβή για κάθε εμφάνισή του 250.000$ (με σημερινή αναγωγή το ποσό ξεπερνά τα 1.100.000$) χωρίς να υπολογίζονται τα έσοδα από το merchandise και τις πωλήσεις του tour programme.  Όμως κατά τη διάρκεια των ατελείωτων περιοδειών έγραφαν καινούργια τραγούδια κι ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του Straight Shooter κυκλοφόρησαν το Run with the Pack (Νο 4 Μ.Βρετανία, Νο 5 Αμερική 1976) σε παραγωγή των ιδίων ηχογραφημένο στη Γαλλία με μηχανικό ήχου τον Ron Nevison και μίξεις από τον Eddie Kramer. Ακούγοντας προσεκτικά τα τραγούδια του Run with the Pack παρατηρούμε ότι σταδιακά το συγκρότημα ή καλύτερα ο Paul Rodgers αρχίζει να εγκαταλείπει τη soul R&B διάθεση που είχαν τα πρώτα δύο άλμπουμ τους. Μια soul R&B που βοήθησε στην τεράστια επιτυχία τους. Αντίθετα, ακούγονται σαν να προσεταιρίζονται τον heavy ήχο των Led Zeppelin στο Physical Graffiti.(κυκλοφόρησε την ίδια εποχή) με πιο σκληρό για τα δεδομένα τους ήχο κι όλα αυτά παρ’όλη τη συμπαθητική διασκευή στην παλιά επιτυχία των Coasters, “Young blood” (No 20 Αμερική). Στον γράφοντα, το παραπάνω κομμάτι πέρασε και δεν άγγιξε όπως τουλάχιστον τα "Run with the Pack"και "Live For the Music".
Τον Μάρτιο του 1977 κυκλοφόρησαν το Burnin' Sky (No 17 Μ.Βρετανία, Νο 15 Αμερική) το οποίο το είχαν ηχογραφήσει από τον Αύγουστο του 1976 αλλά το κράτησαν για να κλείσει ο εμπορικός κύκλος του Run with the Pack με το ομώνυμο κομμάτι να ξεχωρίζει αν και οι οι ίδιοι θεωρούν εκείνο το διάστημα της ηχογράφησής του, το πιο κουραστικό αφού βρισκόντουσαν σε μια διαρκή περιοδεία. Και στο Burnin' Sky, η hard στροφή τους είναι εμφανής όπως και στο επόμενο άλμπουμ τους, το Desolation Angels (Νο 10 Μ.Βρετανία, Νο 3 Αμερική 1979) με τίτλο δανεισμένο από το ομώνυμο βιβλίο του Jack Kerouac. Μάλιστα, ο Rodgers ήθελε να χρησιμοποιήσει τον ίδιο τίτλο στο δεύτερο άλμπουμ των Free που τελικά κατέληξαν να το ονομάσουν απλά Free! Το "Rock 'n' Roll Fantasy" (Νο 13 Αμερική) ξεχώρισε αμέσως και παραμένει έως σήμερα σαν ένα από τα χαρακτηριστικά τραγούδια τους
όπως και το "Gone, Gone, Gone" (Νο 44 Αμερική).
Το 1982 κυκλοφορούν το τελευταίο άλμπουμ με τον Paul Rodgers πίσω από το μικρόφωνο. Τίτλος του Rough Diamonds (Νο 15 Μ. Βρετανία, No 26 Αμερική) σε παραγωγή των ιδίων και με μηχανικό ήχου τον Max Norman. Πιο πετυχημένο κομμάτι του άλμπουμ είναι το "Electricland".Η κυκλοφορία του άλμπουμ έχει μια ιστορία, αφού ηχογραφήθηκε μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου 1981 και κυκλοφόρησε...τον Αύγπουστο του 1982. Ο λόγος αυτής της μεγάλης καθυστέρησης ήταν ο θάνατος του John Bonham (Σεπτέβμριος του 1980), αφού όλοι στην Swan Song Records ήταν σοκαρισμένοι με την απώλεια και δεν είχαν διάθεση για να δουλέψουν τον καινούργιο δίσκο!    

ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΜΕΤΑ
Οι Bad Company διαλύονται κι επανέρχονται 4 χρόνια αργότερα με το άλμπουμ Fame and Fortune (1986) με 2 μέλη από την αρχική σύνθεση, τον κιθαρίστα Mick Ralphs και τον ντράμερ Simon Kirke. Στη θέση του Paul Rodgers έχει έλθει ο Brian Howe από το συγκρότημα του Ted Nugent και  στο μπάσο Steve Price (στο ένθετο αναφέρεται το όνομα του Boz Burrell αλλά δεν έπαιξε). Πλήκτρα παίζει ο Gregg Dechert που πέρασε κι από τους Uriah Heep. Την παραγωγή υπέγραψε ο Keith Olsen και στη θέση του executive producer αναφέρεται ο Mick Jones των Foreigner που έχει συνσυνθέσει 2 τραγούδια. Ο ήχος τους έχει γίνει πιο αμερικάνικος, εξ’ άλλου η εποχή έχει αλλάξει και δεν έχει καμία σχέση με τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Το συγκρότημα έχει προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και καταφέρνουν να συνδυάζουν την εμπορική επιτυχία και τους γεμάτους συναυλιακούς χώρους. Ο74χρονος σήμερα Paul Rodgers, επανεμφανίστηκε δισκογραφικά με τους Firm (διάβασε εδώ την ιστορία  τους) ενώ από το 1983 είχε κυκλοφορήσει το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ με τίτλο Cut Loose. Ο Boz Burrell πέθανε το 2006 εξ αιτίας καρδιακής προσβολής. Μετά τους Bad Company έκανε πολύ λίγα πράγματα συμμετέχοντας στο άλμπουμ των Boxer, Blooderring (1979), του John Lord Before I forget (1982), Ken Hensley, From Time To Time (1994), της Ruby Turner, Call me by my name  (1998) και Celtic Groove Connection Celtic Groove Connection (1999).
TRIVIA
  • O Boz Burrell σαν σόλο καλλιτέχνης κυκλοφόρησε 6 singles όπου παίζει μπάσο και τραγουδάει. Ένα από αυτά ήταν και η διασκευή του στη σύνθεση του Bob Dylan, "I Shall Be Released"(1968), όπου μαζί του παίζουν οι Ritchie Blackmore, Ian Paice και Jon Lord!!! (διάβαστε εδώ την ιστορία του)
  • H Stax Records ιδρύθηκε το 1957 στο Memphis Tennessee και οι καλλιτέχνες της δημιούργησαν το δικό τους αναγνωρίσιμο ήχο soul μουσικής. Πρωτοεργάτες ήταν οι Otis Redding, Booker T. & the MG's, Bar Keys, "Eddie" Floyd κ.α.
  • To 1999 κυκλοφόρησε η διπλή συλλογή Anthology με τραγούδια της πρώτης ιστορικής περιόδου όπου το συγκρότημα ηχογράφησε 4 καινούργια τραγούδια, τα πρώτα από το 1982 και τα προσέθεσε στη συλλογή. Οι τίτλοι τους είναι "Tracking Down a Runaway", "Ain't It Good", "Hammer of Love" και "Hey, Hey" ενώ μετά από εισήγηση του Paul Rodgers, δεν συμπεριλήφθηκαν τα "Young Blood", "Gone, Gone, Gone" και "Electriland" που δεν τα θεώρησε ότι ήταν αντιπροσωπευτικά! 


  • To 2012 στη θέση του μπασίστα ήλθε ο Todd Ronning, από το συγκρότημα του Paul Rodgers κι ο Howard Leese στη δεύτερη κιθάρα.
  • Το 2015 επανακαυκλοφόρησαν σε cd τα πρώτα δύο άλμπουμ τους με bonus b-sides, demos, συνεντεύξεις και ακυκλοφόρητα υλικό. Το2016 το συγκρότημα ανακοίνωσε περιοδεία χωρίς τη συμμετοχή του Mick Ralphs που αντιμετώπισε πρόβλημα με την καρδιά του και τη θέση του πήρε ο Rick Robinson των Black Crowes.
 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ PAUL RODGERS ΣΤΟ  ΦΑΝΤΑΖΙΟ (1975;;;)
   Ο συλλέκτης Βασίλης Γεωργίου, μού έδωσε ένα άρθρο που είχε δημοσιευτεί στο Φαντάζιο, που ένα μεγάλο μέρος του ήταν ένα πλούσιο βιογραφικό των Bad Company αλλά και μια αποκλειστική συνέντευξη που είχε πάρει ο ανταποκριτής του περιοδικού στο Λονδίνο, Χρύσανθος Χρυσάνθου. Αν θυμάμαι καλά, αυτή πρέπει να είναι η ΜΟΝΑΔΙΚΗ συνέντευξη που έδωσαν οι Bad Company όταν ήταν ενεργοί κι όχι κάποιο μέλος τους μετά τη διάλυσή τους!!! Σάς μεταφέρω τα κυριότερα  αποσπάσματα,  με την υπενθύμιση ότι η γραφή ήταν στο πολυτονικό σύστημα κι έχω κρατήσει την ελληνική γραφή των ξένων λέξεων, όπως συνηθιζόταν τότε!
Η συνέντευξη του Χρυσάνθου με τον Paul Rodgers έγινε στο ιστορικό Rainbow Theater μετά από συναυλία τους. Μάλιστα, γνωριζόντουσαν από την εποχή των Φρη. …»Γειά χαρά  μου λέει, θα σε δω λίγα λεπτά γιατί είμαι πνιγμένος. Θα πούμε τώρα δύο  λόγια κι αν καταφέρουμε, θα τα ξανά πούμε αύριο στο φεστιβάλ που θα εμφανιστούμε".
Χ.Χ- Σ έχουν χαρακτηρίσει »Μίδα της Μουσικής». Ότι αγγίζεις γίνεται …χρυσάφι. Μήπως  έχεις καμία μαγική συνταγή για να εξασφαλίζεις πάντα την επιτυχία;  
Paul Rodgers-(Γελάει κατάκαρδα). Δεν υπάρχει καμία μυστική συνταγή. Απλούστατα τραβάω μπροστά και λανσάρω ένα νέο τραγούδι, χωρίς να σκέπτομαι αν θα πετύχει ή όχι. Το παρουσιάζω όπως το  νιώθω.   
Χ.Χ.-Τι χρειάζεται για τη σύνθεση ενός τραγουδιού;
P.R.- Μόνο σκέψη και φαντασία. Συλλαμβάνεις μια ιδέα και προχωράς σύμφωνα με την έμπνευση.
Χ.Χ-Ποιο είδος μουσικής σε εμπνέει;
P.R- (Σκέπτεται για μια στιγμή) Βασικά το μπλουζ.  Μη ξεχνάς ότι οι Φρη ήταν κατά μέγα μέρος συγκρότημα  του μπλουζ. Την ίδια αυτή γεύση διατηρήσαμε και ως Μπαντ Κόμπανυ. Λατρεύω το μπλουζ γιατί έχει μια θαυμαστή απλότητα, που όλοι καταλαβαίνουν. Κι όσο πιο απλή είναι η μουσική, τόσο είναι  καλύτερη., έτσι μπορεί κανείς να επικοινωνήσει ευκολότερα με τους φανς.  
Χ.Χ-Μήπως προσπαθείς να αντιγράψεις κάποιον;
P.R.- Δεν αποκλείεται. Ίσως να επηρεάζεται η έμπνευσή μου από τους  συναδέλφους μου που θαυμάζω. Μου αρέσουν ιδιαίτερα οι Ρει Τσαρλς, Στήβι Γοώντερ, Ότις Ρέντιγκ, , επαναλαμβάνω για μια ακόμα φορά ότι σκοπεύω πάντα στην απλότητα, στο μουσικό τομέα  όπως και σε ότι έχει σχέση με τη ζωή μας. Εξ’ άλλου είμαστε όλοι πολύ απλοί στην «παρέα» (σ.σ. μάλλον εννοεί στο συγκρότημα). Αντί να ταξιδεύουμε με λιμουζίνες στις τουρνέ μας, όπως τα περισσότερα συγκροτήματα, προτιμούμε ένα συνηθισμένο πούλμαν. Την απλότητα αυτή τη βλέπεις ακόμα και στο ντύσιμό μας. Θεωρούμε γελοίο τα χρυσάφια, τα ασήμια, τα αστραφτερά ρούχα και τα…μπιχλιμπίδια!   
Χ.Ψ.-Κι όμως πολλοί εντυπωσιάζονται από αυτά


P.R.- Δυστυχώς πιστεύουν ότι όσα περισσότερα  φοράς,  τόσο καλύτερος γίνεται! Εμάς μας ενδιαφέρει να βγαίνουμε »φυσιολογικοί» στη σκηνή.
Χ.Χ.-Κι όμως στη σκηνή ο Πωλ γίνεται άλλος άνθρωπος και δικαιολογεί απόλυτα τον τίτλο του πιο «παθητικού» τραγουδιστή…Αρπάζει το μικρόφωνο, το λυγίζει, μισοκλείνει τα μάτια και τραγουδά με τη γεμάτη παράπονο φωνή του. Ο Μπαζ (Burrell, ο μπασίστας) τον συνοδεύει με την τρομερή Φέντερ του μπάσου κι ο Μικ με την κιθάρα του, συναγωνίζεται σε τρέλα τον Σάιμον στα ντραμς.
Πως αντιδρούν οι φανς στις εμφανίσεις σας;
P.R- Πολλές φορές δεν…θερμαίνονται όσο περιμένουμε, απαντά  γελώντας ο Πωλ. Σε ένα από τα τελευταία κοντσέρτα μας , ήταν τόσο ψυχροί που ο Σάιμον όρμησε κι άρπαξε αυτός το μικρόφωνο για να ζεστάνει κάπως την ατμόσφαιρα. Πήγα και κάθισα στη θέση του στα ντραμς και τα κατάφερα περίφημα. Τότε άναψε και το γλέντι!
Χ.Χ.-Για πες μου τώρα Πωλ, έχετε τους ίδιους φανς όπως άλλοτε με τους Φρη ή διαφορετικούς;
P.R.-   Πιστεύω ότι βασικά έχουμε πάντα το ίδιο κοινό από νεαρούς αλλά   και κάπως μεγαλύτερους.  
Χ.Χ.- Μια και μιλάμε για τους Φρη, ποιας είναι η σύγκριση μαζί σας;
P.R.- Για να είμαι ειλικρινής, ίσως να είμαστε καλύτεροι από τους Φρη. Εγώ πάντως προσωπικά, γνώρισα μεγαλύτερη επιτυχία με την «Κακιά Παρέα».
Χ.Χ.-Και κάτι άλλο: το σαράκι της διχόνοιας καταστρέφει τα περισσότερα συγκροτήματα. Εσείς πως τα πάτε;΄Καυγαδίζετε ή είστε μονιασμένοι;
P.R.-   Έχουμε κι εμείς τα προβλήματά μας, παραδέχεται ο Πωλ. Πολύ συχνά παρουσιάζονται διαφορές.  Τις λύνουμε πάντα πολιτισμένα, χωρίς να φθάνουμε στα άκρα. Ο ένας σέβεται τον άλλον κι αυτό είναι το κυριότερο. Είμαι αισιόδοξος από αυτήν την άποψη. ….και πιστεύω ότι θα είμαστε και οι 4 μαζί για άλλα τουλάχιστον 10 χρόνια.
Χ.Χ.-Το ίδιο ελπίζουμε κι εμείς, ανταπαντά ο Χρυσάνθου, προσθέτοντας ότι θα ήταν κρίμα να διαλυθεί μια τόσο αξιόλογη «παρέα».
Εκτός από τη σπάνια αυτή συνέντευξη σε ελληνικό περιοδικό των Bad Company του Χρύσανθου Χρυσάνθου, να σημειώσω ότι ο ίδιος πήρε και τις φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο. Δυστυχώς, έχω τις φωτοτυπίες των σελίδων όπου δεν αναγράφεται το νούμερο του τεύχους, αλλά πρέπει να δημοσιεύτηκε μετά την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ Straight Shooter(1975).

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ




Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment
  1. δεν ξερω αν αναφερθηκαν παραπανω ,αλλα εχω την εντυπωση οτι εχουν 'φαγωθει ' καποια αλμπουμ . Θεωρω εχοντας ακουσει οληκληρη την δισκογραφια τους απο τον 1ο μεχρι το τελευταιο , οτι τα κορυφαια αλμπουμ τους ηταν τα dangerous age του 88 και το here comes trouble του 92 . Στα υπολοιπα τους εχουν καποια μεγαλα κομματια οπως το ομωνυμο bad company που ειναι θεικη συνθεση και εκληκτικη ερμηνεια απο τον Rodgers αλλα εχουν και καμποσες κλασσικοπατατιες ... There is no smoke without a fire κυριοι ....

    ΑπάντησηΔιαγραφή