Ας ξεκινήσω με μία υπόθεση εργασίας.Η κατανόηση μου είναι πως οι περισσότεροι από εμάς, δεν ακούμε συνειδητά pop, τουλάχιστον με πρόθεση. Στις καθημερινές μας playlist δεν θα βρεθούν ονόματα όπως οι Backstreet Boys, οι ‘NSYNC and Britney Spears. Δεν θα ακούμε Nicki Minaj και One Direction στον δρόμο ή στο μετρό ή στο λεωφορείο. Υπάρχει κόσμος που, πέρα από κάποιες «ένοχες απολαύσεις», αδυνατεί να κάνει τέτοια μετάβαση στην καθημερινή του μουσική εμπειρία. Τα στάνταρ αυτών που ακούν rock και τα παρακλάδια της, είναι υψηλά, και τολμώ να πω ότι είμαστε αρκετά ανεκτικοί, έχοντας ένα τόσο πλούσιο ρεπερτόριο ακουσμάτων. Προσωπικά, η pop από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και έπειτα, μου προκαλεί το ασφυκτικό συναίσθημα που θα ένιωθα όντας αιχμάλωτος και αλυσοδεμένος σε ένα ατελειώτο παιδικό πάρτυ, με παιδάκια που χαλάνε τον κόσμο, γονείς που υπομένουν καρτερικά μέχρι να έρθει το σφύριγμα της λήξης, Nickelodeon στις οθόνες και ένα μουσικό υπόστρωμα τίγκα στο Autotune που δεν αλλάζει, παρά μόνο αρχίζει και τελειώνει. Ο ρυθμός είναι άλλοτε υπόκωφος, και δεν ακούγεται, και άλλοτε ακούγεται βασανιστικά σταθερός, σαν εκείνη την φορά που έτρεχες στον δρόμο και τα κλειδιά σου κουδουνίζαν με τα κέρματα που έχεις στην φαρδιά σου τσέπη. Κρατήστε αυτές τις εικόνες. Θα μας χρησιμέψουν αργότερα.
Έχει και το hard rock τις πιο μελωδικές στιγμές του, εκεί που στο A.O.R. και στο Melodic Hard Rock τα synthesizers συναντούν τον ηλεκτρισμό από τις κιθάρες και τον βαθύ χτύπο του μπάσου και των ντραμς. Υπάρχουν κι εκεί φόρμουλες προκειμένου να γραφτούν κομμάτια, και στυλ ερμηνείας που όντως αφήνουν κάτι πίσω τους. Θα πω ότι πέρα και από αυτή την συνομοταξία, υπήρχε ένα συγκρότημα που πάτησε όσο κανένα άλλο στην περιοχή της pop, αλλά με τόσο θαυμάσιο τρόπο, που πραγματικά κέρδισε κόσμο από όλα τα μουσικά είδη. Και αυτό το συγκρότημα είναι οι Def Leppard φίλοι και φίλες. Με την συνδρομή του αξεπέραστου παραγωγού John “Mutt” Lange και του τεράστιου Steve Clark ως βασικού συνθετικού καταλύτη, οι Leppard έγραψαν, έπαιξαν και τραγουδησαν ύμνους. Έδωσαν συναυλίες και λατρεύτηκαν από εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο. Πούλησαν τρελά και για κάποιο σύντομο διάστημα στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ήταν το μεγαλύτερο συγκρότημα στον πλανήτη.
Μετά το Adrenalize του 1992 (Διαβάσε εδώ την ιστορία των Def Leppard), και κάποια ατυχή για το συγκρότημα γεγονότα, σε μάκρο- και μίκρο-επίπεδο, το μέλλον προδιαγραφόταν ζοφερό. Σε μάκρο-επίπεδο, η rock μουσική είχε πλεόν το grunge ως σημείο αναφοράς, το οποίο έσβησε, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, τα περισσότερα αμερικάνικα συγκροτήματα που κυριαρχούσαν στην metal σκηνή την δεκαετία του ’80. Σε ένα πιο ιδιοσυγκρατικό επίπεδο, οι Def Leppard έχασαν από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και χαπιών και τον μαέστρο των συνθέσεων τους, Steven Clark, την 8η Ιανουαρίου του 1991, ακόμα και πριν την κυκλοφορία του Adrenalize.
Δεν είναι τα πάντα για όλους. Δεν λέω πως δεν πρέπει να προσπαθούμε για κάτι το διαφορετικό. Απλά ο πειραματισμός, πέραν της ιδίας της πράξης που είναι αξιέπαινη, δεν προϋποθέτει και επιτυχία. Έτσι, οι Leppard, πλέοντας στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, κυκλοφορούν το άλμπουμ Slang (1996).
Γνώριζαν ότι ένα ακόμα Adrenalize δεν θα λειτουργούσε με τίποτα. Εφόσον ο Bon Jovi έκοψε τα μαλλιά του, οι Motley Crue έγιναν «εναλλακτικοί» και οι Def Leppard πούλησαν μετά βίας 500.000 τεμάχια, έχοντας ξενερώσει τους παραδοσιακούς τους fans που περίμεναν υπομονετικά τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Αυτό ήταν και το πρώτο άλμπουμ τους που δεν έγινε πλατινένιο στις ΗΠΑ. Φοβήθηκαν την μελωδία και έγιναν πιο μονότονοι, έκοψαν τα δεύτερα φωνητικά (σήμα κατατεθέν τους), χρησιμοποίησαν ξένα προς την μουσική τους μουσικά όργανα (dulcimer, μαντολίνα, sarangi ταμπούρλα dohl) και γενικά βρέθηκαν εκτός τόπου και χρόνου, με τα κομμάτια τους να πιάνουν εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο. Παίρνουν άφεση αμαρτιών γιατί όντως ήταν ανυπεράσπιστοι μπροστά στον οδοστρωτήρα του grunge, και προσπάθησαν να μείνουν όρθιοι εν μέσω άκρως πολεμικού κλίματος. Νο. 14 στα αμερικάνικα charts και νο. 4 παρακαλώ στα αντίστοιχα βρετανικά! Η δεκαετία του ’90 πέρασε ουσιαστικά με ένα μόνο δίσκο νέου υλικού και με διαχειρίσιμες, δεδομένων των περιστάσεων, απώλειες.
Ακολουθεί η επιστροφή στην ποιότητα το 1999, με το 7ο άλμπουμ του συγκροτήματος, το όνομα και πράγμα Euphoria. Ξανά με την βοήθεια του Lange, κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα, και βγάζουν ένα δίσκο μελωδικό, με όλα τα glam στοιχεία που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν, με πολύ καλή διάθεση και δυνατά τραγούδια. Το άλμπουμ πήγε στο Nο. 11 των charts και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ενώ το single Promises προσγειώθηκε στο Nο. 1 των Billboard Mainstream Rock Charts. Κάτι τέτοιο είχε να γίνει από το 1993, όταν το Adrenalize βρισκόταν στην κορυφή των charts σε ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Αυστραλία και Ν. Ζηλανδία. Το Euphoria έγινε χρυσό σε ΗΠΑ και Καναδά, και οι Leppard μαζεύτηκαν στο σπίτι του Joe Elliott στο Δουβλίνο, για να καταστρώσουν τα επόμενα τους βήματα. Εκεί άρχισαν και οι κακές επιρροές.
Πρώτα άρχισαν να επικεντρώνονται στο Just Push Play των Aerosmith, που είχε κυκλοφορήσει το 2002 (ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΔΩ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ) : http://www.rockmachine.gr/2017/12/aerosmith-just-push-play-2001-jaded.html) και κυρίως το single Jaded, το οποίο ακούστηκε πάρα πολύ και στα ραδιόφωνα της χώρας μας. Έπεσαν στην παγίδα και υπερεκτίμησαν το ευχάριστο αυτό hit, ενώ παράλληλα υποτίμησαν το αβυσσαλέα μέτριο επίπεδο που έπνιγε τον υπόλοιπο δίσκο. Eπίσης, έδωσαν βάση και στο στυλ των Bon Jovi στο άλμπουμ Bounce της ίδιας χρονιάς, το οποίο μπήκε εύκολα στα Top-5 των περισσότερων charts παγκοσμίως (με Nο.2 στις ΗΠΑ και στην Μ. Βρετανία).
Ακολούθησε το δεύτερο σφάλμα, το οποίο ήταν να προσεγγίσουν τον Αμερικάνο συνθέτη του Jaded, τον Marti Frederiksen (ναι, έτσι έγραφε το όνομα του, με «i» στο τέλος και όχι με «y» όπως ειθισται, πχ Marty Friedman, Marty McFly κτλ). Ο Phil Collen τον θυμάται σαν ένα ταλαντούχο μουσικό, με τον ενθουσιασμό ενός οκτάχρονου, που επηρέασε όλο το κλίμα του άλμπουμ. Η συνεργασία του με το συγκρότημα μας πρόσφερε τρία κομμάτια. Το single του δίσκου Now, καθώς και τα You're So Beautiful και Everyday.
Η τρίτη αστοχία ήταν να προσκαλέσουν, πλέον του Marti, τους Σουηδούς συνθέτες και παραγωγούς Andreas Carlsson, Per Aldeheim και Max Martin.
Συμπαθητικές φυσιογνωμίες, ευχάριστοι και πρόσχαροι με τον δικό τους Σουηδικό τρόπο, οι τρεις αυτοί τύποι έγραφαν και έκαναν παραγωγή σε μεγάλες pop επιτυχίες. Ο Carlsson, μεταξύ 1999 – 2014, έγραψε τραγούδια που έγιναν τεράστιες επιτυχίες, για καλλιτέχνες όπως οι Britney Spears, Backstreet Boys, Westlife, ‘NSYNC, Celine Dion, LeAnn Rimes, και αργότερα την Katy Perry, Carrie Undeρwood και Ricky Martin (έτσι ενδεικτικά). Στις υπηρεσίες του κατέφυγαν και οι Bon Jovi (στο Bounce), και κάποια χρόνια αργότερα ο Paul Stanley στο Live To Win (2006) και οι Europe στο Last Look At Eden (2009). Ο Max Martin είχε γράψει και συνεργαστεί σε 22 Billboard Hot 100 Nο. 1 επιτυχίες, έχοντας το ασύλληπτο ρεκόρ του τρίτου πιο επιτυχημένου συνθέτη στα αμερικανικά charts, πίσω από τον Paul McCartney (32 hits) και John Lennon (26 hits). Σαν παραγωγός δε, είναι ο δεύτερος πιο πετυχημενος με τα περισσότερα νο.1 singles στο ίδιο chart, έχοντας 20, έναντι 23 του πρώτου George Martin (τον θυμάστε από το No Place To Run των UFO; Πλάκα κάνω,ήταν, φυσικά, και ο παραγωγός των Beatles). Ο Martin είχε κοινούς πελάτες με τον προαναφερθέντα Carlsson, μαζί με την Pink, την Kelly Clarkson, τους Maroon 5, την Taylor Swift και τον Justin Timberlake. Μέχρι την συνεργασία του με τους Leppard, είχε δουλέψει με την Britney Spears και τους ‘NSYNC. Μάλιστα, από το 2015 έως το 2017 κέρδισε και 5 βραβεία Grammy! O Per Aldeheim ήταν συνεργάτης στις παραγωγές με τον Max Martin, κυριώς. Τέλος, στο τραγούδι Long, Long Way to Go, συμμετείχε συνθετικά ο Wayne Hector. O Hector έχει γράψει κομμάτια για την Nicki Minaj, τους One Direction, τους The Wanted, καθώς επίσης και για επτά νο. 1 singles των Ιρλανδών Westlife.
Θα φανταζόταν κάποιος ότι με τέτοιο επιτελείο στο παρασκήνιο, οι Def Leppard θα κατακτούσαν την κορυφή των charts με πολλά εκατομμύρια πωλήσεων κυρίως στην Αμερική και στην Μ. Βρετανία. Παρόλαυτα, φαίνεται πως η χημεία μεταξύ τους δεν δούλεψε καθόλου. Δεν κατέστη δυνατό να γίνει αντιληπτό το πνεύμα, ο χαρακτήρας και η ιστορία των Def Leppard από τους συνεργάτες τους. Είναι άλλωστε φανερό ότι απλά προσέλαβαν άτομα στην χονδρική για να τους γράψουν τραγούδια, μιας και αυτοί προφανώς βαριούνται να ασχοληθούν σε αυτή την φάση. Το συγκρότημα αφέθηκε εντελώς, παραιτήθηκε από την δική του δημιουργική ικανότητα, και παραδόθηκε στις ορέξεις των πέντε συντελεστών που έφεραν στην νέα τους κυκλοφορία. Η οποία ονομάστηκε απλά Χ, δηλώνοντας ότι είναι η δέκατη κυκλοφορία τους (με λατινική αρίθμηση). Με ένα τεράστιο Χ στο εξώφυλλο, που προφητικά (υποσυνείδητα σε μία κρίση αυτογνωσίας, ίσως), απέτρεπε τον ακροατή από το να το αγοράσει. Και ο ακροατής τελικά δεν το αγόρασε. Ναι μεν πήγε στο Nο. 11 των αμερικανικών charts, αλλά δεν έγινε ούτε καν χρυσό, κάτι πρωτοφανές για τους Def Leppard στην Αμερική. Στην χώρα τους, δε, πήγε για λίγο μέχρι το Nο. 14. Για κάποιο λόγο στην Ελβετία μπήκε στο Top-10 (Nο. 9), ενώ στην Σουηδία, από όπου και οι 3 εκ των 5 συνεργατών τους, έφτασε με το ζόρι μέχρι το Nο. 15. Έκτοτε, κανένα νέο άλμπουμ τους δεν θα γινόταν χρυσό στις ΗΠΑ ή σε κάποια άλλη χώρα. Μόνο οι συλλογές Best Of Def Leppard (2004) και Rock Of Ages: The Definitive Collection (2006) θα γινόντουσαν πλατινένιες. Κάποια τραγούδια του ακούστηκαν στην περιοδεία που ακολούθησε, και από τότε τίποτα από το Χ δεν ξανακούστηκε, ποτέ, πουθενά. Μόνο το Now παίχτηκε στην Rock Of Ages Tour του 2012, και αυτό στην ακουστική του εκδοχή, ενώ το Long,Long Way To Go έγινε το τελευταίο single τους που έκανε πορεία σε charts (Nο. 40 στην Μ. Βρετανία). Αυτά για να πάρετε μια γεύση για την βόμβα που εξερράγη στα θεμέλια τους, μία βόμβα που θα έλεγε κάποιος ότι προοριζόταν να είναι το πιο «εμπορικό» τους άλμπουμ!
Ακόμα και στην ονοματοδοσία του άλμπουμ σκέφτηκαν επιπόλαια. Ουσιαστικά, αυτή δεν ήταν η δέκατη στούντιο κυκλοφορία τους, αλλά η 8η, μιας και το Retro Active (1993) και το Vault (1995) ήταν συλλογές με παλιότερα τραγούδια τους είτε σε μορφή greatest hits είτε σε επανεκτέλεση είτε ήταν διασκευές. Το γεγονός ότι κανείς δεν ασχολήθηκε με μία μικρή αλλά σημαντική λεπτομέρεια τα λέει όλα, αναφορικά με την απουσία διάθεσης που εμφάνισε το συγκρότημα. Το γεγονός ότι ο Rick Allen, o περίφημος ντράμερ τους, ενεπλάκη στο γράψιμο των τραγουδιών (11 από τα 13 του δίσκου), ο οποιος είχε γράψει μόνο σε 3 τραγούδια μέχρι τότε, δεν έκανε καμία απολύτως διαφορά.
Ας ξεκινήσουμε από τα εύκολα. Από ολόκληρο το Χ, θα μπορούσα να πω ότι ακούω με ενδιαφέρον τα Four Letter Word (που φέρνει λίγο σε Black Crowes, και λίγο από την παλιότερη τους κομματάρα Photograph), Cry και Scar, το δέκατο και το τελευταίο τραγούδι του δίσκου, αντίστοιχα. Από εκεί και πέρα έχουμε να κάνουμε με δυο-τρεις κατηγορίες τραγουδιών. Αυτά που θα έπαιζαν σε παιδικές ταινίες και εφηβικές ταινίες τύπου κομεντί, και αυτά που κάθε ανδρογενής ορμόνη παύει να εκκρίνεται, με κιθαριστικό (χαζο)pop καλούπι που παράγεται κατα παραγγελία σε μηχανή φάμπρικας. Διαλέξτε και πάρτε. Χώρια το γεγονός ότι οι μεσήλικες πλέον Def Leppard, που λογικά ήταν κοντά στα 40 τους τότε, τραγουδούν αυτό το ανόητο teen pop στυλ με αποτέλεσμα να ακυρώνουν το ίδιο τους το παραδοσιακό κοινό. Πραγματικά, δεν μπορώ να καταλάβω τι σκεφτόντουσαν. Γιατί πίστευαν ότι θα κάνουν θράυση στις εφηβικές ηλικίες με αυτό το απερίγραπτα κακό και αταίριαστο για αυτούς άλμπουμ;
Το Now περιέχει κάποια αχρείαστα κιθαριστικά εφέ, και ένα τέμπο στα ντραμς που δεν ταιριάζει στους Def Leppard. Ίσως στους Oasis να ακουγόταν ΟΚ αυτό το groove, αλλά όχι εδώ. Ούτε τα αρπίσματα που το συνοδεύουν. Η δε προσπάθεια να το «βαρύνουν» μετά το πρώτο ρεφραιν αγγίζει τα όρια του κωμικού, και το riff δεν έχει κανέναν απολύτως προσανατολισμό και χαρακτήρα, με το διαρκές ενοχλητικό sampling του να διαπερνάει το τύμπανο σαν κάποιον που προσπαθεί να κάνει πατινάζ πρώτη φορά, παραπαίει για 2-3 μέτρα και τρώει τα μούτρα του. Απορώ ποιανού κουφού ήταν η ιδέα να το παίξουν και σαν το πρώτο single. Unbelievable το δεύτερο κάρβουνο του Χ, κυριολεκτικά unbelievable και για εμάς που το ακούσαμε για πρώτη φορά. Όλα τα κακώς κείμενα είναι εδώ. Το αταιριαστο drum groove, γυναικεία φωνητικά από μία ανδρική boy band, και μία απόλυτη αίσθηση μαλακτικού και λουλουδιών. Η τρίτη πετριά πέφτει με το You’re So Beautiful, ένα τραγούδι που άνετα θα έπαιζε σε αυτές τις βιντεο-προτάσεις γάμου που με την εξάπλωση των μέσων μαγνητοσκόπησης έχουν γίνει πλεόν της μόδας. Προσπαθεί να ακουστεί και λίγο σαν το mega-hit τους Animal από το θρυλικό Hysteria, με παροιμιώδη αποτυχία. Στο ίδιο στυλ και το ακόλουθο Everyday, το οποίο θα το παρομοίαζα με το αντίστοιχο γυναικείο προϊόν που κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά, και προσφέρει απίστευτη αίσθηση καθαριότητας και φρεσκάδας. Το τελευταίο single των Def Leppard που πήγε στα charts, και αυτό από μόνο του με ξεπερνάει, είναι το Long,Long Way To Go είναι μία country pop ομελέτα, ανάλατη, στεγνή και απλά για επιστροφή στον μάγειρα ή σε πακέτο για την γατούλα μας στο σπίτι. Torn To Shreds, το 7ο κομμάτι του δίσκου, που φαίνεται να γράφτηκε από παιδιά σημερινής ηλικίας 10 με 12 χρονών μάξιμουμ (και μπράβο τους). Σαματάς χωρίς λόγο, και μία εισαγωγούλα που θα την ζήλευαν και οι 6χρονοι συμμαθητές μου στο ωδείο που μαθαίνω κιθάρα. Φιλοδοξεί κρυφά να μοιάσει στο αξεπέραστο Ηysteria από το ομώνυμο άλμπουμ του 1987, αλλά τζάμπα ο κόπος. Στα βήματα του Johnny Marr των Smiths και με το Tremolo-Reverb να παίρνει και να δίνει, έχουμε ακόμα ένα άνοστο riff στο Love Don’t Lie, ξανά με το άκυρο groove, και καθόλου πρωτότυπο ρυθμό, ρεφραίν και τέλος. Τραγούδι για εμπορικό κέντρο και ίσως πιο συγκεκριμένα για κατάστημα με παιχνίδια.
Το Gravity είναι ξεκάθαρα τραγούδι για παιδικό πάρτυ, έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που ταιριάζουν σε τραγούδι που κλείνει μία παιδική ταινία, με την παλιοπαρέα, παρέα με έναν καφετί σκύλο να χοροπηδάνε στην πίσω αυλή ενός προαστιακού αμερικάνικου σπιτιού καθώς η κάμερα α απομακρύνεται προς τα πάνω. Το Girl Like You, αντίστοιχα, θα το έβαζα σε proto-teen movie, με πρωταγωνίστριες μία παρέα κοριτσιών που καταφέρνουν να κερδίσουν σε κάποιο διαγωνισμό στο σχολείο τους, παρά τις αντιξοότητες που συναντούν στην πορεία, και στο τέλος βρίσκουν και αγόρια. Στην συνέχεια ντελίριο αποχαύνωσης στο Let Me Be The One. Αυτό παίζει να ακούγεται σε νεοαμερικάνικους γάμους, αν και αμφιβάλλω κρίνοντας από την παταγώδη αποτυχία του δίσκου. Παρακαλετό και παντελής απουσία τεστοστερόνης, σε ένα κάλεσμα που καμία γυναίκα τότε και τώρα δεν πρόκειται να πάρει στα σοβαρά. Πάντως ομολογώ ότι το bonus Kiss The Day με κορόιδεψε στα πρώτα δευτερόλεπτα, αλλά κατάλαβα άμεσα ότι είναι ακόμα ένα τυποποιημένο slow-tempo κομμάτι μηχανής. Είναι η πολλοστή φορά που οι Def Leppard ακολουθούν την φόρμα γραφής του When Love And Hate Collide, και πραγματικά, καταντάει κουραστικό. Πάει τελείωσε αυτό, πάμε παρακάτω! Για επιδόρπιο, ως bonus eπαναλαμβάνεται ο κόλαφος του Long,Long Way To Go, σε ακουστική μορφή αυτή την φορά.
Κλείνω ψυχολογικά θορυβημένος αυτό το άρθρο αποκαλύπτοντας την τελευταία φρικιαστικά ειρωνική πτυχή του Χ. Τα κομμάτια 10 X Bigger Than Love και Gimme Α Job είναι αριστουργήματα μπροστά στο ταπεινωτικά κακό περιεχόμενο του δίσκου. Όμως δεν κυκλοφόρησαν στο πλαίσιο του άλμπουμ αλλά ως b-sides στα από κάθε άποψη απαράδεκτα singles του δίσκου. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος μας παίζει κάποιο πολύ κακόγουστο αστείο ή απλά ότι οι Leppard δεσμευτηκαν βάσει συμβολαίων συνεργασίας με τα πέντε παλτουδάκια που αναφέραμε ονομαστικά παραπάνω και την εταιρεία τους να μπουν ως b-side. Αυτά ακούγονται ως πραγματικά δικά τους κομμάτια και όμως δεν μπήκαν ποτέ στο άλμπουμ! Χειρότερα και από την παράλειψη του Total Eclipse από το Number Of The Beast των Maiden ή του Black Night από το In Rock των Deep Purple; Ακούστε και κρίνετε.
Με την κυκλοφορία αυτού του ολοκληρωτικά αποτυχημένου εγχειρήματος (τουλάχιστον στα 10 από τα 13 τραγούδια του) οι Leppard προσπάθησαν να το μαζέψουν με δηλώσεις τύπου «εμείς θέλαμε να βγάλουμε ένα pop άλμπουμ και να εξελιχθούμε και προς άλλες κατευθύνσεις.. μπλα..μπλα..μπλα.., ήταν κάτι τολμηρό εκ μέρους μας μπλα μπλα μπλα.. εκφράζουμε και χαρούμενα και πιο σκοτεινά συναισθήματα (εδώ γελάμε) κτλ.» αλλά είχαν ήδη συνειδητοποιήσει μέσα τους πως αυτός θα ήταν, μουσικά, ο πάτος τους.Και σίγουρα κάπου εκεί θα ένιωσαν ότι δεν είναι ένα μοντέρνο, teen pop, boy band σχήμα αλλά ένα hard rock συγκρότημα, με αρχή και μέση, με ιστορία και βαριά παρακαταθήκη. Αμαρτία που χαράμισαν τον χρόνο και το ταλέντο τους σε ξεπουλημένη, απλοϊκή, κακής ποιότητας, άνοστη pop,που δεν θα την θυμάται κανείς.
Δεν είναι τυχαίο ότι αν δει κάποιος το εξώφυλλο στην ολότητα του βλέπει Χ Def Leppard. Ακούστε το μία και μοναδική φορά, αγνοήστε το και όλοι μαζί θα προσποιηθούμε πως δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
Μετά το Adrenalize του 1992 (Διαβάσε εδώ την ιστορία των Def Leppard), και κάποια ατυχή για το συγκρότημα γεγονότα, σε μάκρο- και μίκρο-επίπεδο, το μέλλον προδιαγραφόταν ζοφερό. Σε μάκρο-επίπεδο, η rock μουσική είχε πλεόν το grunge ως σημείο αναφοράς, το οποίο έσβησε, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, τα περισσότερα αμερικάνικα συγκροτήματα που κυριαρχούσαν στην metal σκηνή την δεκαετία του ’80. Σε ένα πιο ιδιοσυγκρατικό επίπεδο, οι Def Leppard έχασαν από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και χαπιών και τον μαέστρο των συνθέσεων τους, Steven Clark, την 8η Ιανουαρίου του 1991, ακόμα και πριν την κυκλοφορία του Adrenalize.
Δεν είναι τα πάντα για όλους. Δεν λέω πως δεν πρέπει να προσπαθούμε για κάτι το διαφορετικό. Απλά ο πειραματισμός, πέραν της ιδίας της πράξης που είναι αξιέπαινη, δεν προϋποθέτει και επιτυχία. Έτσι, οι Leppard, πλέοντας στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, κυκλοφορούν το άλμπουμ Slang (1996).
Γνώριζαν ότι ένα ακόμα Adrenalize δεν θα λειτουργούσε με τίποτα. Εφόσον ο Bon Jovi έκοψε τα μαλλιά του, οι Motley Crue έγιναν «εναλλακτικοί» και οι Def Leppard πούλησαν μετά βίας 500.000 τεμάχια, έχοντας ξενερώσει τους παραδοσιακούς τους fans που περίμεναν υπομονετικά τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Αυτό ήταν και το πρώτο άλμπουμ τους που δεν έγινε πλατινένιο στις ΗΠΑ. Φοβήθηκαν την μελωδία και έγιναν πιο μονότονοι, έκοψαν τα δεύτερα φωνητικά (σήμα κατατεθέν τους), χρησιμοποίησαν ξένα προς την μουσική τους μουσικά όργανα (dulcimer, μαντολίνα, sarangi ταμπούρλα dohl) και γενικά βρέθηκαν εκτός τόπου και χρόνου, με τα κομμάτια τους να πιάνουν εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο. Παίρνουν άφεση αμαρτιών γιατί όντως ήταν ανυπεράσπιστοι μπροστά στον οδοστρωτήρα του grunge, και προσπάθησαν να μείνουν όρθιοι εν μέσω άκρως πολεμικού κλίματος. Νο. 14 στα αμερικάνικα charts και νο. 4 παρακαλώ στα αντίστοιχα βρετανικά! Η δεκαετία του ’90 πέρασε ουσιαστικά με ένα μόνο δίσκο νέου υλικού και με διαχειρίσιμες, δεδομένων των περιστάσεων, απώλειες.
Πρώτα άρχισαν να επικεντρώνονται στο Just Push Play των Aerosmith, που είχε κυκλοφορήσει το 2002 (ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΔΩ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ) : http://www.rockmachine.gr/2017/12/aerosmith-just-push-play-2001-jaded.html) και κυρίως το single Jaded, το οποίο ακούστηκε πάρα πολύ και στα ραδιόφωνα της χώρας μας. Έπεσαν στην παγίδα και υπερεκτίμησαν το ευχάριστο αυτό hit, ενώ παράλληλα υποτίμησαν το αβυσσαλέα μέτριο επίπεδο που έπνιγε τον υπόλοιπο δίσκο. Eπίσης, έδωσαν βάση και στο στυλ των Bon Jovi στο άλμπουμ Bounce της ίδιας χρονιάς, το οποίο μπήκε εύκολα στα Top-5 των περισσότερων charts παγκοσμίως (με Nο.2 στις ΗΠΑ και στην Μ. Βρετανία).
Ακολούθησε το δεύτερο σφάλμα, το οποίο ήταν να προσεγγίσουν τον Αμερικάνο συνθέτη του Jaded, τον Marti Frederiksen (ναι, έτσι έγραφε το όνομα του, με «i» στο τέλος και όχι με «y» όπως ειθισται, πχ Marty Friedman, Marty McFly κτλ). Ο Phil Collen τον θυμάται σαν ένα ταλαντούχο μουσικό, με τον ενθουσιασμό ενός οκτάχρονου, που επηρέασε όλο το κλίμα του άλμπουμ. Η συνεργασία του με το συγκρότημα μας πρόσφερε τρία κομμάτια. Το single του δίσκου Now, καθώς και τα You're So Beautiful και Everyday.
Η τρίτη αστοχία ήταν να προσκαλέσουν, πλέον του Marti, τους Σουηδούς συνθέτες και παραγωγούς Andreas Carlsson, Per Aldeheim και Max Martin.
Συμπαθητικές φυσιογνωμίες, ευχάριστοι και πρόσχαροι με τον δικό τους Σουηδικό τρόπο, οι τρεις αυτοί τύποι έγραφαν και έκαναν παραγωγή σε μεγάλες pop επιτυχίες. Ο Carlsson, μεταξύ 1999 – 2014, έγραψε τραγούδια που έγιναν τεράστιες επιτυχίες, για καλλιτέχνες όπως οι Britney Spears, Backstreet Boys, Westlife, ‘NSYNC, Celine Dion, LeAnn Rimes, και αργότερα την Katy Perry, Carrie Undeρwood και Ricky Martin (έτσι ενδεικτικά). Στις υπηρεσίες του κατέφυγαν και οι Bon Jovi (στο Bounce), και κάποια χρόνια αργότερα ο Paul Stanley στο Live To Win (2006) και οι Europe στο Last Look At Eden (2009). Ο Max Martin είχε γράψει και συνεργαστεί σε 22 Billboard Hot 100 Nο. 1 επιτυχίες, έχοντας το ασύλληπτο ρεκόρ του τρίτου πιο επιτυχημένου συνθέτη στα αμερικανικά charts, πίσω από τον Paul McCartney (32 hits) και John Lennon (26 hits). Σαν παραγωγός δε, είναι ο δεύτερος πιο πετυχημενος με τα περισσότερα νο.1 singles στο ίδιο chart, έχοντας 20, έναντι 23 του πρώτου George Martin (τον θυμάστε από το No Place To Run των UFO; Πλάκα κάνω,ήταν, φυσικά, και ο παραγωγός των Beatles). Ο Martin είχε κοινούς πελάτες με τον προαναφερθέντα Carlsson, μαζί με την Pink, την Kelly Clarkson, τους Maroon 5, την Taylor Swift και τον Justin Timberlake. Μέχρι την συνεργασία του με τους Leppard, είχε δουλέψει με την Britney Spears και τους ‘NSYNC. Μάλιστα, από το 2015 έως το 2017 κέρδισε και 5 βραβεία Grammy! O Per Aldeheim ήταν συνεργάτης στις παραγωγές με τον Max Martin, κυριώς. Τέλος, στο τραγούδι Long, Long Way to Go, συμμετείχε συνθετικά ο Wayne Hector. O Hector έχει γράψει κομμάτια για την Nicki Minaj, τους One Direction, τους The Wanted, καθώς επίσης και για επτά νο. 1 singles των Ιρλανδών Westlife.
Ακόμα και στην ονοματοδοσία του άλμπουμ σκέφτηκαν επιπόλαια. Ουσιαστικά, αυτή δεν ήταν η δέκατη στούντιο κυκλοφορία τους, αλλά η 8η, μιας και το Retro Active (1993) και το Vault (1995) ήταν συλλογές με παλιότερα τραγούδια τους είτε σε μορφή greatest hits είτε σε επανεκτέλεση είτε ήταν διασκευές. Το γεγονός ότι κανείς δεν ασχολήθηκε με μία μικρή αλλά σημαντική λεπτομέρεια τα λέει όλα, αναφορικά με την απουσία διάθεσης που εμφάνισε το συγκρότημα. Το γεγονός ότι ο Rick Allen, o περίφημος ντράμερ τους, ενεπλάκη στο γράψιμο των τραγουδιών (11 από τα 13 του δίσκου), ο οποιος είχε γράψει μόνο σε 3 τραγούδια μέχρι τότε, δεν έκανε καμία απολύτως διαφορά.
Ας ξεκινήσουμε από τα εύκολα. Από ολόκληρο το Χ, θα μπορούσα να πω ότι ακούω με ενδιαφέρον τα Four Letter Word (που φέρνει λίγο σε Black Crowes, και λίγο από την παλιότερη τους κομματάρα Photograph), Cry και Scar, το δέκατο και το τελευταίο τραγούδι του δίσκου, αντίστοιχα. Από εκεί και πέρα έχουμε να κάνουμε με δυο-τρεις κατηγορίες τραγουδιών. Αυτά που θα έπαιζαν σε παιδικές ταινίες και εφηβικές ταινίες τύπου κομεντί, και αυτά που κάθε ανδρογενής ορμόνη παύει να εκκρίνεται, με κιθαριστικό (χαζο)pop καλούπι που παράγεται κατα παραγγελία σε μηχανή φάμπρικας. Διαλέξτε και πάρτε. Χώρια το γεγονός ότι οι μεσήλικες πλέον Def Leppard, που λογικά ήταν κοντά στα 40 τους τότε, τραγουδούν αυτό το ανόητο teen pop στυλ με αποτέλεσμα να ακυρώνουν το ίδιο τους το παραδοσιακό κοινό. Πραγματικά, δεν μπορώ να καταλάβω τι σκεφτόντουσαν. Γιατί πίστευαν ότι θα κάνουν θράυση στις εφηβικές ηλικίες με αυτό το απερίγραπτα κακό και αταίριαστο για αυτούς άλμπουμ;
Το Now περιέχει κάποια αχρείαστα κιθαριστικά εφέ, και ένα τέμπο στα ντραμς που δεν ταιριάζει στους Def Leppard. Ίσως στους Oasis να ακουγόταν ΟΚ αυτό το groove, αλλά όχι εδώ. Ούτε τα αρπίσματα που το συνοδεύουν. Η δε προσπάθεια να το «βαρύνουν» μετά το πρώτο ρεφραιν αγγίζει τα όρια του κωμικού, και το riff δεν έχει κανέναν απολύτως προσανατολισμό και χαρακτήρα, με το διαρκές ενοχλητικό sampling του να διαπερνάει το τύμπανο σαν κάποιον που προσπαθεί να κάνει πατινάζ πρώτη φορά, παραπαίει για 2-3 μέτρα και τρώει τα μούτρα του. Απορώ ποιανού κουφού ήταν η ιδέα να το παίξουν και σαν το πρώτο single. Unbelievable το δεύτερο κάρβουνο του Χ, κυριολεκτικά unbelievable και για εμάς που το ακούσαμε για πρώτη φορά. Όλα τα κακώς κείμενα είναι εδώ. Το αταιριαστο drum groove, γυναικεία φωνητικά από μία ανδρική boy band, και μία απόλυτη αίσθηση μαλακτικού και λουλουδιών. Η τρίτη πετριά πέφτει με το You’re So Beautiful, ένα τραγούδι που άνετα θα έπαιζε σε αυτές τις βιντεο-προτάσεις γάμου που με την εξάπλωση των μέσων μαγνητοσκόπησης έχουν γίνει πλεόν της μόδας. Προσπαθεί να ακουστεί και λίγο σαν το mega-hit τους Animal από το θρυλικό Hysteria, με παροιμιώδη αποτυχία. Στο ίδιο στυλ και το ακόλουθο Everyday, το οποίο θα το παρομοίαζα με το αντίστοιχο γυναικείο προϊόν που κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά, και προσφέρει απίστευτη αίσθηση καθαριότητας και φρεσκάδας. Το τελευταίο single των Def Leppard που πήγε στα charts, και αυτό από μόνο του με ξεπερνάει, είναι το Long,Long Way To Go είναι μία country pop ομελέτα, ανάλατη, στεγνή και απλά για επιστροφή στον μάγειρα ή σε πακέτο για την γατούλα μας στο σπίτι. Torn To Shreds, το 7ο κομμάτι του δίσκου, που φαίνεται να γράφτηκε από παιδιά σημερινής ηλικίας 10 με 12 χρονών μάξιμουμ (και μπράβο τους). Σαματάς χωρίς λόγο, και μία εισαγωγούλα που θα την ζήλευαν και οι 6χρονοι συμμαθητές μου στο ωδείο που μαθαίνω κιθάρα. Φιλοδοξεί κρυφά να μοιάσει στο αξεπέραστο Ηysteria από το ομώνυμο άλμπουμ του 1987, αλλά τζάμπα ο κόπος. Στα βήματα του Johnny Marr των Smiths και με το Tremolo-Reverb να παίρνει και να δίνει, έχουμε ακόμα ένα άνοστο riff στο Love Don’t Lie, ξανά με το άκυρο groove, και καθόλου πρωτότυπο ρυθμό, ρεφραίν και τέλος. Τραγούδι για εμπορικό κέντρο και ίσως πιο συγκεκριμένα για κατάστημα με παιχνίδια.
Το Gravity είναι ξεκάθαρα τραγούδι για παιδικό πάρτυ, έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που ταιριάζουν σε τραγούδι που κλείνει μία παιδική ταινία, με την παλιοπαρέα, παρέα με έναν καφετί σκύλο να χοροπηδάνε στην πίσω αυλή ενός προαστιακού αμερικάνικου σπιτιού καθώς η κάμερα α απομακρύνεται προς τα πάνω. Το Girl Like You, αντίστοιχα, θα το έβαζα σε proto-teen movie, με πρωταγωνίστριες μία παρέα κοριτσιών που καταφέρνουν να κερδίσουν σε κάποιο διαγωνισμό στο σχολείο τους, παρά τις αντιξοότητες που συναντούν στην πορεία, και στο τέλος βρίσκουν και αγόρια. Στην συνέχεια ντελίριο αποχαύνωσης στο Let Me Be The One. Αυτό παίζει να ακούγεται σε νεοαμερικάνικους γάμους, αν και αμφιβάλλω κρίνοντας από την παταγώδη αποτυχία του δίσκου. Παρακαλετό και παντελής απουσία τεστοστερόνης, σε ένα κάλεσμα που καμία γυναίκα τότε και τώρα δεν πρόκειται να πάρει στα σοβαρά. Πάντως ομολογώ ότι το bonus Kiss The Day με κορόιδεψε στα πρώτα δευτερόλεπτα, αλλά κατάλαβα άμεσα ότι είναι ακόμα ένα τυποποιημένο slow-tempo κομμάτι μηχανής. Είναι η πολλοστή φορά που οι Def Leppard ακολουθούν την φόρμα γραφής του When Love And Hate Collide, και πραγματικά, καταντάει κουραστικό. Πάει τελείωσε αυτό, πάμε παρακάτω! Για επιδόρπιο, ως bonus eπαναλαμβάνεται ο κόλαφος του Long,Long Way To Go, σε ακουστική μορφή αυτή την φορά.
Κλείνω ψυχολογικά θορυβημένος αυτό το άρθρο αποκαλύπτοντας την τελευταία φρικιαστικά ειρωνική πτυχή του Χ. Τα κομμάτια 10 X Bigger Than Love και Gimme Α Job είναι αριστουργήματα μπροστά στο ταπεινωτικά κακό περιεχόμενο του δίσκου. Όμως δεν κυκλοφόρησαν στο πλαίσιο του άλμπουμ αλλά ως b-sides στα από κάθε άποψη απαράδεκτα singles του δίσκου. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος μας παίζει κάποιο πολύ κακόγουστο αστείο ή απλά ότι οι Leppard δεσμευτηκαν βάσει συμβολαίων συνεργασίας με τα πέντε παλτουδάκια που αναφέραμε ονομαστικά παραπάνω και την εταιρεία τους να μπουν ως b-side. Αυτά ακούγονται ως πραγματικά δικά τους κομμάτια και όμως δεν μπήκαν ποτέ στο άλμπουμ! Χειρότερα και από την παράλειψη του Total Eclipse από το Number Of The Beast των Maiden ή του Black Night από το In Rock των Deep Purple; Ακούστε και κρίνετε.
Με την κυκλοφορία αυτού του ολοκληρωτικά αποτυχημένου εγχειρήματος (τουλάχιστον στα 10 από τα 13 τραγούδια του) οι Leppard προσπάθησαν να το μαζέψουν με δηλώσεις τύπου «εμείς θέλαμε να βγάλουμε ένα pop άλμπουμ και να εξελιχθούμε και προς άλλες κατευθύνσεις.. μπλα..μπλα..μπλα.., ήταν κάτι τολμηρό εκ μέρους μας μπλα μπλα μπλα.. εκφράζουμε και χαρούμενα και πιο σκοτεινά συναισθήματα (εδώ γελάμε) κτλ.» αλλά είχαν ήδη συνειδητοποιήσει μέσα τους πως αυτός θα ήταν, μουσικά, ο πάτος τους.Και σίγουρα κάπου εκεί θα ένιωσαν ότι δεν είναι ένα μοντέρνο, teen pop, boy band σχήμα αλλά ένα hard rock συγκρότημα, με αρχή και μέση, με ιστορία και βαριά παρακαταθήκη. Αμαρτία που χαράμισαν τον χρόνο και το ταλέντο τους σε ξεπουλημένη, απλοϊκή, κακής ποιότητας, άνοστη pop,που δεν θα την θυμάται κανείς.
Δεν είναι τυχαίο ότι αν δει κάποιος το εξώφυλλο στην ολότητα του βλέπει Χ Def Leppard. Ακούστε το μία και μοναδική φορά, αγνοήστε το και όλοι μαζί θα προσποιηθούμε πως δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
4/3/18/
Τρελή μουφα... Πολύ μεγάλο άρθρο που δεν το διαβάζει κανείς μέχρι το τέλος
ΑπάντησηΔιαγραφή