BLACK SABBATH - (STRICTLY) FORBIDDEN (1995)

Tο σωτήριο έτος 1995, οι νεοαφιχθέντες στο χώρο του Metal είχαμε την ατυχία να πέσουμε πάνω σε κάποιες αποτυχημένα «πειραματικές» κυκλοφορίες μεγάλων κλασικών συγκροτημάτων. Οι Iron Maiden έχασαν το μεγαλύτερο μέρος της δυναμικής τους στο οριακά απαράδεκτο X-Factor, με αρνητικό πρωταγωνιστή τον τίμιο μεν, λίγο δε, Blaze Bayley. Οι Judas Priest άλλαξαν εν μία νυκτί (συγκεκριμένα την 2η προς 3η Σεπτέμβρη του 1990) το ήχο του metal για την νέα δεκαετία με το Painkiller, και μετά την σχετική περιοδεία, η μεταλλική καταιγίδα τους σίγησε μέχρι και το 1997. Οι Metallica ετοιμαζόντουσαν να σοκάρουν τους οπαδούς τους, ηχογραφώντας το εξαιρετικά αμφιλεγόμενο (για να μην πω αχρείαστο και παρεξηγηθώ) Load, έχοντας κόψει μαλλιά, αλλάξει ρούχα, με κάποιου είδους makeup, και έχοντας απωλέσει εν πολλοίς το image, αλλά και τον μουσικό χαρακτήρα, του υπέρτατου μεταλλικού συνόλου που είχε κατακτήσει τον κόσμο με το Black Album κάποια χρόνια πριν.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η ύφεση ήταν γενικευμένη για την πλειονότητα των παραδοσιακών δυνάμεων της δεκαετίας του ΄80. Ελάχιστες κυκλοφορίες ήταν σε θέση να τραβήξουν την προσοχή του κόσμου, ο οποίος ωστόσο έδινε ευκαιρίες σε νέα συγκροτήματα. Αυτό που είναι σίγουρο, πάντως, είναι ότι μία άλλη νέα (τότε) κυκλοφορία ενός βασικού metal σχήματος τράβηξε την προσοχή, αρνητικά...το συγκεκριμένο album ήταν σαν να μην κυκλοφόρησε ποτέ, και έχει μείνει σαν μικρή υποσημείωση στην ογκώδη ιστορία του συγκροτήματος. Μιλάμε φυσικά για τους Black Sabbath και το Forbidden.
Οι Black Sabbath με τον Tony Martin στα φωνητικά ήταν ανέκαθεν μία από τις αγαπημένες μικρές ιστορίες του metal, ξεκινώντας από τα Eternal Idol, Headless Cross για να φθάσει στο Tyr (1990),
  και τον  Iommi να τον απόμακρύνει για να ξανά φέρει τον Ronnie James Dio, ηχογραφόντας το Dehumanizer (1992). Όμως ο Martin επέστρεψε και με νέο drummer τον Bobby Rondinelli (πρώην Rainbow) κυκλοφορούν το κάπως χλιαρό Cross Purposes (1994), που πάντως κακό ΔΕΝ το λες. Και φθάνουμε στο Forbidden(1995, No71 UK) με τον Tony Martin να προσκαλείται στα γραφεία του μανατζμεντ των Sabbath, όπου ήρθε αντιμέτωπος με τον παραγωγό της επερχόμενης δουλειάς, τον Ernie C, κιθαρίστα των Body Count, ενός κατά βάση rap metal συγκροτήματος, με μπροστάρη τον διάσημο ράπερ Ice-T. Στο ίδιο δωμάτιο, ο Iommi και οι μάνατζερς του συγκροτήματος, με τον εκπρόσωπο της δισκογραφικής, συζητούσαν για το πόσο ανανεωτικό θα ήταν για τους Sabbath να προσανατολίσουν τον ήχο τους στο πιο μοντέρνο και ταχύτατα ανερχόμενο rap. Ο Martin, και πολύ περισσότερο ο Powell, είχαν ήδη εκφράσει τις ανησυχίες τους, λέγοντας πως τα παιδιά δεν κατέχουν από rock και metal, αλλά τελικά το project με τους rappers προχώρησε και το συγκρότημα βρέθηκε στο σημείο να παρέχει μουσική για να επιλέξει ο Ice-T τι του αρέσει και τι όχι!!!
Σε καμία περίπτωση δεν θα σχολιάσω το ανόητο, καρικατούρικο εξώφυλλο, που δεν θα έπρεπε να υπάρχει σε δίσκο των Black Sabbath, οπότε λέω απλά να επικεντρώσω στο ηχητικό και μουσικό κομμάτι.
Αρχικά, κάτι που προκαλεί εντύπωση είναι το άβολο παίξιμο του Cozy Powell, ο οποίος ενώ εκτελεί άψογα, δεν ακούγεται σαν τον Cozy Powell που όλοι αγαπήσαμε, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στον πιο «rap» χαρακτήρα του δίσκου. Η πλειονότητα των κομματιών είναι γραμμένα στον αυτόματο πιλότο, με χρήση εύκολων λύσεων και επαναλήψεων.
Το σάστισμα που προκαλεί το Illusion Of Power,με την άκυρη συμμετοχή του Ice-T σε μία τύπου hip-hop ρίμα,οφείλεται στο ότι ο Martin σε κάποια φάση αρχίζει να ριμάρει και αυτός, δίνοντας την αίσθηση ότι του έρχεται εγκεφαλικό, ενώ παράλληλα τρέχει να ξεφύγει από κάτι. Μεγάλο φάουλ, και στην αρχή! Ακολουθεί το Get A Grip, που φέρνει στο μυαλό κάτι μεταξύ Zero The Hero (από το Born Again του 1983) και Love In An Elevator των Aerosmith, οι οποίοι κατά σύμπτωση είχαν κυκλοφορήσει το άλμπουμ Get A Grip δυο χρόνια νωρίτερα και κορόιδευσαν τον Tony Martin για αυτό, ενώ ο κακομοίρης ήθελε να το ονομάσει Black Ice (Τουλάχιστον αυτός δεν θα παραπονιόταν στους AC/DC μετά από χρόνια!), αλλά ο Ice-T επέμενε να το βγάλουν έτσι, ίσως επειδή ένιωθε ότι το Black Ice θα παρέπεμπε σε αυτόν. Εδώ φαίνεται ότι ο Martin, τελικά, προσπαθεί όντως να ακουστεί σαν hip-hop τραγουδιστής, θεωρώ κατόπιν οδηγιών τoυ Ernie C. Ευτυχώς η κιθάρα του Iommi κάπως συγκρατεί την πτώση.
ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΕΝΑ ΠΡΟΣ ΕΝΑ 
Το οπισθόφυλλο του cd

Η αισθητική των Body Count συνεχίζει να διαπερνάει το φάσμα του «νέου» ήχου των Sabbath, με κάποιες αναλαμπές, όπως στο Can’t Get Close Enough, ακόμα και αν ο Tony Martin δεν καταφέρνει να πετάξει από πάνω του τον αταίριαστο φωνητικό χαρακτήρα που του υποδεικνύει η παραγωγή του δίσκου. Ελεύθερη πτώση στο Shaking Off The Chains, το οποίο άνετα θα μπορούσε να τραγουδηθεί από δαιμονικά παιδάκια σε θρίλερ της εποχής, πριν κατακρεουργήσουν το θύμα τους.
Κάτι πάει να γίνει στο I Won’t Cry For You, σαν μία χαλαρή μπαλάντα που θυμίζει κάτι από τα προηγούμενα χρόνια. Ένα τραγούδι που ο Cozy Powell παίζει στο στυλ του, και ο Tony Martin ακούγεται πιο φυσικός. Δυστυχώς, το Guilty As Hell που ακολουθεί, ενώ αναπτερώνει αρχικά το ηθικό του ακροατή τον αφήνει μετέωρο, με σημεία που ο Martin τα χώνει κάπως, χωρίς να καταλαβουμε πως τελειώνει. Ίσως μία από τις χειρότερες στιγμές του δίσκου.
 Sick And Tired στην συνέχεια, με περισσότερο μπλουζ αυτή την φορά, το οποίο μάλλον αντικατοπτρίζει και την διάθεση του συγκροτήματος και ακούγεται κάπως ευχάριστα. Και εδώ εντελώς φυσικό παίξιμο από τον Cozy Powell. Ωστόσο, ενώ το επερχόμενο Rusty Angels δίνει την εντύπωση ότι κάτι καλό θα γίνει, δεν μπορεί, κοντεύει να λήξει και το αποτέλεσμα είναι σταθερά αδιάφορο, με τον Martin να ακούγεται κουρασμένος, πλεόν του ότι στιχουργικά είναι σκέτη αποπληξία. Τέλος, μουσικά, τα Kiss Of Death, Loser Gets It All  και το ομώνυμο τραγούδι Forbidden βγάζουν το ίδιο συναίσθημα. Ίσως το Kiss Of Death να είναι η παρηγοριά στον άρρωστο, όσον αφορά την συνολική εικόνα του δίσκου.
Και κάπως έτσι η σεμνή παράσταση τελειώνει, με τον ακροατή να μην θυμάται σχεδόν τίποτα από τα 44 και πλέον λεπτά που διαρκεί το άλμπουμ. Ενδεχομένως, όποιος ακούσει τον δίσκο σήμερα για πρώτη φορά να σχηματίσει διαφορετική άποψη. Έχουν περάσει και 22 χρόνια από τότε, και λίγο-πολύ όλοι έχουμε ακούσει πάμπολλους συνδυασμούς μεταξύ metal και κάποιου άλλου μουσικού είδους. Οι Sabbath, λόγω κακής καθοδήγησης από το management, πειραματίστηκαν με κάτι ξένο προς αυτούς, που δεν τους βγήκε. Και ενώ οι Body Count ενσωμάτωσαν τις επιρροές τους από Sabbath, οι Sabbath απογοήτευσαν προσπαθώντας να μιμηθούν τους Body Count, κάτι το οποίο σαφέστατα δεν ήταν απαραίτητο. Οι Ice-T και Ernie C χειρίστηκαν με πλήρη αποτυχία τον ήχο και την αποδοχή των Sabbath, σε βαθμό που το Forbidden να μην έχει ξεκάθαρο προσανατολισμό, και με έναν μη υγιή τρόπο έκφρασης για το συγκρότημα. H τετράδα είναι ασύνδετη και το αποτέλεσμα εξαιρετικά μονότονο. Η διαδικασία της ηχογράφησης ήταν σπασμένη και εκτός τόπου και χρόνου, οι Murray και Powell έτρεχαν παράλληλα και άλλα projects, και ο, δε, Iommi ίσως υποσυνείδητα να ήθελε να βγει από την υποχρέωση του συμβολαίου και της εταιρείας του. Άλλωστε, ο ίδιος δήλωσε ευθέως την δυσαρέσκεια του, λέγοντας ότι δεν ήταν χαρούμενος με το ηχητικό αποτέλεσμα, και η φιλοδοξία (των managers και των παραγωγών περισσότερο) να ακούγεται το Forbidden κάπως σαν το επιτυχημένο πείραμα των Aerosmith με τους Run-DMC στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, κατέληξε σε Βατερλό. Χαρακτηριστικό είναι πως ακόμα και σήμερα, γίνεται κάπως δύσκολο να αποκτήσεις το CD του Forbidden, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις τα καταστήματα δεν το στοκάρουν καν...ε λοιπόν και τότε η διανομή του άλμπουμ ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη.
O χαμένος της υπόθεσης, πάντως ήταν σαφώς ο Tony Martin, που ψιλοχάθηκε μετά το Forbidden και η περίοδος του με το συγκρότημα καταχωνιάστηκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας των Black Sabbath, κάτι που σαφώς τον αδικεί, δεδομένης της δουλειάς που κυκλοφόρησε με το συγκρότημα στα τέλη της δεκαετίας του ’80.


ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Από κει και πέρα, ήρθαν οι διαβουλεύσεις με τους υπόλοιπους original Sabbath και ο Iommi, απαλλαγμένος πλέον από τον βραχνά του συμβολαίου με την I.R.S. Records, επανασυνδέθηκε με τους Ozzy, Butler και Ward για να κυκλοφορήσουν το Reunion και να ξαναμπούν στην παγκόσμια συναυλιακή και σημειολογική ελίτ του metal. Αλλά, η αλήθεια να λέγεται, χωρίς τον καταλύτη που ακούει στο όνομα Forbidden, ποιος ξέρει που θα βολόδερνε το όνομα των Black Sabbath και των όποιων περίεργων πειραματισμών τους!
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
28/1/18/
 
Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment