Πρώτα απ΄ όλα υπογράφουν για πρώτη φορά με μία μεγάλη δισκογραφική εταιρεία, εν προκειμένω την CBS. Επίσης, προσλαμβάνουν ως παραγωγό τον σπουδαίο μουσικό Roger Glover (Deep Purple – Rainbow), απομακρύνονται από τα στοιχεία Blues Rock και Progressive των προηγούμενων ετών και αγκαλιάζουν έναν πιο επιθετικό και μεταλλικό ήχο εισάγοντας νέες τεχνικές παιξίματος (double bass drum).
Τα προηγούμενα χρόνια τα μέλη της μπάντας είχαν δοκιμαστεί έντονα καθώς για να μπορέσουν να κυκλοφορήσουν τα δύο πρώτα τους άλμπουμ, έτρωγαν μόνο μια φορά την ημέρα, ενώ απασχολούνταν και σε part time εργασίες.
Με τραβηγμένο το budget από την νέα δισκογραφική προς τα επάνω, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, αντίστοιχα όμως μεγαλύτερες ήταν και οι απαιτήσεις της εταιρείας, η οποία είχε πρόθεση να κάνει γνωστούς τους Priest στην Αμερική και μάλιστα να τους ‘βάλει’ σε κάθε σπίτι μέσα από το ραδιόφωνο. Και αυτό θα γινόταν πιο εύκολα εφικτό στην αρχή με μία διασκευή τραγουδιού κάποιου ήδη καταξιωμένου καλλιτέχνη. Προς αυτή την κατεύθυνση λειτούργησε και η επιλογή ενός από τα τραγούδια που θα συμπλήρωναν το τρίτο τους άλμπουμ και αυτό δεν ήταν άλλο από το Diamonds and Rust. Γραμμένο και ερμηνευμένο το 1975 από την στρατευμένη αμερικανίδα folk τραγουδίστρια Joan Baez, το τραγούδι είχε φθάσει στο Νο.35 του Billboard και ήταν πολύ δημοφιλές στην Αμερική. Οι στίχοι του αναφέρονται στο ξαφνικό τηλεφώνημα που δέχεται η τραγουδίστρια από έναν παλιό αγαπημένο και τη συνομιλία μεταξύ τους, κάτι που τη γυρνά πίσω στο χρόνο και ξυπνά αναμνήσεις και συναισθήματα μέσα από μία γλυκόπικρη εξιστόρηση. (Η Baez πολύ αργότερα δήλωσε ότι οι στίχοι αναφέρονται στον Bob Dylan, με τον οποίο διατηρούσε σχέση στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στην Ν. Υόρκη – παρότι στον ίδιο είχε αρχικά πει ότι ήταν γραμμένο για τον τότε σύζυγό της).
H εταιρεία, λοιπόν, επέμενε και ο παραγωγός Roger Glover το υποστήριζε, όμως η αρχική αντίδραση του συγκροτήματος στο τραγούδι ήταν κάθετα αρνητική. Πώς ήταν δυνατόν ένα heavy metal συγκρότημα να τραγουδήσει μία folk μπαλάντα; Σε δεύτερο χρόνο ωστόσο, λειτούργησε ένα άλλο χαρακτηριστικό των Priest, το ανοιχτό μυαλό: Τί νόημα έχουν οι ταμπέλες; το τραγούδι είναι σπουδαίο και σαν τέτοιο μπορεί να δεχτεί οποιαδήποτε εκτέλεση. Αυτά δήλωνε το 2010 ο Ηalford σε συνέντευξή του προσθέτοντας ότι για πρώτη φορά ένα metal συγκρότημα κατάφερε να διεισδύσει σε τέτοιο βαθμό στο ευρύ κοινό.
Η ηχογράφηση ολοκληρώθηκε το Γενάρη του ’77 στα studio των Who στο Battersea της Βρετανίας. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που οι Judas Priest ηχογραφούσαν το κομμάτι, μια που είχε προηγηθεί μία πρώιμη ηχογράφηση από την παλιά τους δισκογραφική εταιρεία (Gull Records), η οποία (εκτέλεση) κυκλοφόρησε αργότερα σε συλλογές και σαν bonus track σε επανακυκλοφορίες του πρώτου τους άλμπουμ Rocka Rolla.
Όπως και τα υπόλοιπα κομμάτια του Sin after Sin, το Diamonds and Rust είναι πιο σύντομο σε διάρκεια από τα μέχρι τότε τυπικά heavy metal τραγούδια των αρχών της δεκαετίας. Ο διπλός κιθαριστικός ήχος των Tipton και Downing με τον οποίο ανοίγει το κομμάτι εμπλουτίζει τη μελωδία του με μία επιθετικότητά που του προσδίδει ορμή.
Όσο δε αφορά την ερμηνεία του Halford είναι έντονα υποβλητική σε πικρό τόνο υπογραμμίζοντας την ήδη ‘βαριά σκιά’ του τραγουδιού που ξεκινά με τους στίχους: ‘I’ll be damned – here comes your ghost again’. Και από εκεί και πέρα απολαμβάνουμε τη δύναμη και την έκταση της φωνής του σπουδαίου αυτού performer, ο οποίος με το ιδιαίτερο και μοναδικό του ηχόχρωμα, μπορεί χωρίς καμία προσπάθεια να εναλλάσσεται μεταξύ ενός falsetto που διαπερνά τα αυτιά και του πιο χαμηλού βρυχηθμού, ενώ χαρακτηριστική είναι και η έντονη διακύμανση της φωνής του (vibrato).
Είναι όλα αυτά τα στοιχεία που τον έχουν φέρει να συγκαταλέγεται - μαζί με τον Dio και τον Dickinson - στους πρωτοπόρους εκφραστές/ερμηνευτές που υιοθετήθηκε αργότερα από τους ερμηνευτές του heavy metal και έτσι δικαιολογημένα εμφανίζεται πάντα στις λίστες των καλύτερων ροκ ερμηνευτών όλων των εποχών.
Το αποτέλεσμα ήταν το Diamonds and Rust να γίνει τεράστια επιτυχία και σήμα κατατεθέν των συναυλιών του συγκροτήματος για μεγάλο διάστημα.
Σε αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα και η παρουσία του στο live Unleashed in the East, το οποίο παρουσιάζει συναυλιακό υλικό από την Ιαπωνία το 1979 και θεωρείται σαν ένα από τα καλύτερα live album.
Εκεί το τραγούδι της Baez ακούγεται σε μία εκπληκτική και άψογη εκτέλεση (κοινό μυστικό βέβαια ότι όλο το άλμπουμ ήταν ‘πειραγμένο’, σε σημείο να το αποκαλούν ‘Unleashed in the Studio’), κάτι που έδωσε νέα ώθηση στο τραγούδι, αλλά και στο συγκρότημα συνολικότερα.
Δεν είναι υπερβολή εξάλλου να λεχθεί ότι με το live αυτό οι Judas Priest από τα επίπεδα της μέτριας επιτυχίας της δεκαετίας του ’70 εκτοξεύθηκαν σε super group που κυριάρχησε παγκόσμια σε όλη τη δεκαετία του ‘80 και αργότερα.
Η ίδια η Baez ήταν εντυπωσιασμένη από τον τρόπο που διασκεύασαν το τραγούδι της και μάλιστα στο Live Aid Show του ’85 στη Ν. Υόρκη, έσπευσε να τους βρει και να τους το δηλώσει, πράγμα που τους ικανοποίησε ιδιαίτερα.
ΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ ΤΟ ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΑΝ
Η μεγάλη επιτυχία του τραγουδιού έφερε και ...τρίτες εκτελέσεις όπως αυτές των Blackmore’s Night, S.O.D., Great White, Taylor Mitchell, και Thunderstone, ενώ ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην live εκτέλεση των Priest το 1998 από το άλμπουμ Meltdown, όπου όμως ερμηνεύει ο Tim Ripper Owens, ο οποίος είχε πάρει τη θέση του Halford στο συγκρότημα (διάβασε εδώ). Μέσα στη δεκαετία του 2000 οι Judas Priest καθιέρωσαν τις ακουστικές εκτελέσεις του κομματιού, με τα φωνητικά του Halford να ακούγονται βαθύτερα και πιο ώριμα, ένα αποτέλεσμα που φέρνει πιο κοντά στην αρχική εκτέλεση της Baez.Σε κάθε του μορφή, ωστόσο, το Diamonds and Rust ερμηνευμένο από τον Halford παραμένει υπέροχο.
ZIGGY STARDUST
*O τίτλος ‘Διαμάντια και Σκουριά’ αναφέρεται στις καλές στιγμές αλλά και τις λύπες που απομένουν σαν ενθύμηση μετά το τέλος μίας σχέσης.
13/12/17/
ZIGGY STARDUST
*O τίτλος ‘Διαμάντια και Σκουριά’ αναφέρεται στις καλές στιγμές αλλά και τις λύπες που απομένουν σαν ενθύμηση μετά το τέλος μίας σχέσης.
13/12/17/
Δημοσίευση σχολίου