Κάθε γενιά σε αυτό τον πλανήτη έχει παράπονα. Παράπονα που εκφράζει άλλοτε βίαια, άλλοτε παθητικά, άλλοτε μαζικά αλλά και κατά μονάς, σαν άτομα, σαν προσωπικότητες. Και η εφηβεία πολλές φορές δεν βοηθάει. Πολλά νεύρα, πολλές αναστατώσεις και όλα αυτά χωρίς κάποιο ιδιαίτερο εξωτερικό ερέθισμα.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, πριν χρόνια, πως η δική μου σειρά είχε ατυχήσει ως προς το γεγονός ότι το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμιο άλλαξε μετά από εμάς, και το απεχθές σύστημα των δεσμών, έφυγε αμέσως μόλις εμείς ως τελευταίοι των Μοϊκανών το είχαμε υποστεί. Θυμάμαι να παρακολουθώ την καλύτερη (και αγαπημένη μου) ομάδα μπάσκετ των αρχών της δεκαετίας του ’90 να χάνει ένα (δεύτερο) Κύπελλο Κυπελλούχων από μία λάθος πάσα και μετά από τιτάνια προσπάθεια ή την πρώτη συμμετοχή ελληνικής ομάδας σε τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών από ένα καταραμένο σουτ ενός άσημου Ιταλού μέσα στο ΣΕΦ. Χρόνια αργότερα, όταν όλη η χώρα ζούσε την έκσταση των Ολυμπιακών Αγώνων, εγώ υπηρετούσα πλάι σε ένα ποτάμι στην μέση του πουθενά. Όπως επίσης και το γεγονός πως σε πολλούς από εμάς η οικονομική κρίση μας βρήκε στην πιο επαγγελματικά γόνιμη ηλικία μας.
Ωστόσο, αν με αντίκρυζε ο Steve Harris, ο εμβληματικός αρχηγός των Iron Maiden, τον Μάρτιο του 1998, μία ημέρα μετά τα γενέθλια μου, θα έβλεπε έναν νεαρό μεταλλά με κατακόκκινα από το διάβασμα μάτια και εξαντλημένο από την πίεση των Πανελληνίων Εξετάσεων να τον ρωτάει, με μεγάλο παράπονο....ΓΙΑΤΙ;
ΓΙΑΤΙ επιμένεις Steve; Γιατί δεν ξεκολλάς από τον τυφλό εγωισμό σου όταν βλέπεις ότι ο Bruce Dickinson κάνει τις σωστές επιλογές κι εσύ ποντάρεις σε ένα τίμιο, μεν, αλλά κουτσό, δε, άλογο; Γιατί δεν χαλαρώνεις λίγο, να ανασυγκροτήσεις τις δημιουργικές σου δυνάμεις, να επανεκτιμήσεις σωστά την κατάσταση και να βγάλεις κάτι αντάξιο του ονόματος σου και του συγκροτήματος σου;
Το πρώτο σοκ το είχα υποστεί τρία χρόνια πριν, το 1995, όταν μετά από πυρετώδη αναμονή ορμήσαμε μαζικά να αγοράσουμε και να ακούσουμε το πολυδιαφημισμένο The X-Factor. Ναι, αυτό με το απαίσιο εξώφυλλο. Και την ψεύτικη, αδύναμη παραγωγή. Και την υποβλητική εισαγωγή του Sign Of The Cross το οποίο μας σύστησε τον πρώην τραγουδιστή των Wolfsbane και όχι τον νέο τραγουδιστή των Maiden, Blaze Bayley. Ήταν η εμμονή, βλέπετε, να μην δεχτεί κάποια άλλη υποψήφια φωνάρα σαν το Michael Kiske ή τον Ralf Scheepers για παράδειγμα επειδή «δεν ήταν Άγγλοι, ήταν Γερμανοί» ή ακόμα και τον επίσης δοκιμασμένο Joey Belladonna. Επιπλέον, για κάποιο λόγο που είναι σαφώς πέρα από την κατανόηση μας, ο Harris ένιωσε πως η φωνή του Blaze Bayley ήταν ό,τι έπρεπε για το παλιότερο υλικό των Maiden, συναίσθημα που μέχρι και σήμερα μπερδεύει την επιστημονική κοινότητα.
Καμία δυναμική, καμία συνοχή και κυρίως έλλειψη ενέργειας στα τραγούδια. Λες και τα τρία χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από το ιστορικό Fear Of The Dark τους είχαν ρίξει σε μία καταβόθρα χωρίς νερό και φαγητό. Αλλά ΟΚ, τα λάθη επιτρέπονται, και θα γίνουν στην πορεία. Και θα τα δεχτούμε και θα τα συγχωρήσουμε και θα διατηρήσουμε μία ελπίδα για το μέλλον. Και στο κάτω-κάτω, όπως είπε και ένας φίλος, «Caer esta permitido, levantarse es obligatorio».
Και κάπως έτσι, το 1998, έρχεται το Virtual XI Νο 16 Μ.Βρετανία, Νο124 Αμερική) να μας δείξει ότι όντως υπάρχει σοβαρό θέμα με τους Iron Maiden, και ότι η ελπίδα διακοπάρει κάπου μακριά, πέρα από την χώρα των Maiden, με μία μπύρα στο χέρι. Ίσως στο Eddie’s Bar στο Λαγκος της Πορτογαλίας. Εκεί που είχε το μυαλό του ο Steve, επιθυμόντας να τα κάνει όλα...Αμέρικαν Μπαρ (ή μάλλον British Pub).
Η ανεπάρκεια του Blaze που κρυβόταν με τρόπο κάτω από το μουσικό χαλάκι (και χάλι) του The X Factor, λόγω της πιο σκοτεινής και όχι τόσο απαιτητικής φύσης του, εκτέθηκε πλήρως σε μία ανεπιτυχή απόπειρα να εκτείνει το φωνητικό του εύρος σε επίπεδα Dickinson. Άλλα όσο κατώτερα των περιστάσεων ήταν τα φωνητικά του Blaze, άλλο τόσο αδιάφορες και ανέμπνευστες ήταν οι συνθέσεις που καταλαμβάνουν 53 και πλέον λεπτά από την πολύτιμη ζωή μας. Με την εξαίρεση του κάπως ρυθμικού και καλά οδηγημένου The Clansman, μουσικά ο δίσκος είναι ότι κοντινότερο σε σιδηροδρομικό ατύχημα που τελειώνει με συντριβή σε χαράδρα 300 μέτρων και καταλήγει στον πάτο του παγωμένου ποταμού. Άντε και το Futureal που φαίνεται να διαθέτει μία υποτυπώδη πυγμή.
Από που να αρχίσει κανείς; Ίσως από την (μη) παραγωγή του Steve Harris και του Nigel Green, που μοιάζουν να έχουν επιστρατεύσει μία λεγεώνα από χαμστερ για το ρεύμα, και να κατεβάζουν ένταση, overdrive, gain και ενισχυτές για να μην τα εξαντλήσουν. Ή μήπως από το ανόητο ριφάκι του εξοντωτικού Angel And The Gambler με το ρεφραίν που σε ρίχνει στα ναρκωτικά, ήτοι «Don't you think I'm a savior-Don't you think I could save you - Don't you think I could save your life?», που σε ωθεί σε αυτοκαταστροφικές κρίσεις. Διάβασα κάπου, ότι το λέει 22 φορές, αρκετές για να στείλουν έναν συγκροτημένο ακροατή στα σίδερα. Σύμφωνα με τον Harris, το The Angel and the Gambler είναι η ιστορία δύο χαρακτήρων, ένας που είναι λίγο κατεργάρης, αναξιόπιστος, και ό άλλος είναι ένας άγγελος που τον στέλνουν για να τον επαναφέρει στο σωστό δρόμο, μόνο που δεν το καταφέρνει. Εκτός που δεν καταφέρνει να επαναφέρει τον κατεργάρη, σπρώχνει τον ακροατή όλο και πιο βαθιά στην άμουση απελπισία που ξεχειλίζει από τον δίσκο. Και όλο αυτό το μαρτύριο για 9 ολόκληρα λεπτά.
Το Lightning Strikes Twice μοιάζει σαν να γράφτηκε από παιδάκια της 3ης Δημοτικού για να τρομάζουν αδέσποτα, ενώ στο When Two Worlds Collide ο μεθυσμένος μεσήλικας που ακούτε στα φωνητικά είναι όντως ο Blaze Bayley, σε στίχους του ιδίου, όπου προσπάθησε να γράψει για τους δύο διαφορετικούς κόσμους που έχει ζήσει και ίσως για το πώς πρέπει να αλλάξει ο κόσμος του και να προσαρμοστεί στον κόσμο του να είναι τραγουδιστής των Iron Maiden. Ζητώ συγνώμη από τον Blaze αλλά κανείς δεν του ζήτησε να προσαρμοστεί και δεν υπήρχε λόγος να ταλαιπωρηθούμε όλοι μαζί. Τα ενδιαφέροντα σόλο των Gers και Murray δεν το σώζουν σε καμία περίπτωση.
Παρόμοια αίσθηση διαποτίζει τον ακροατή και με τα Don't Look to the Eyes of a Stranger και The Educated Fool, τρομακτικά στην βαρεμάρα, την επανάληψη, στην περιττή διάρκεια τους και στην ανημποριά του Bayley να αποδώσει στο πρέπον μέτρο τα τραγούδια. Το συγκρότημα πραγματικά βαριέται την ζωή του και πιθανόν να σκέφτονται άλλα πράγματα. Ο δίσκος κλείνει με το Como Estais Amigos, ένα κομμάτι που γράφτηκε για όσους πολέμησαν στον «πόλεμο» των Φωκλαντς και ειλικρινά δεν ενδιαφέρει κανέναν απολύτως.
Σίγουρα οι πρώτες υποψίες ξεκίνησαν από την στιγμή που ο Harris δήλωσε ότι μιας και εκείνη την χρονιά θα παιζόταν το Μουντιάλ του 1998, σκέφτηκαν πως θα ήταν ωραία ιδέα να συνδυάσουν το πνεύμα του νέου άλμπουμ με το ποδόσφαιρο, σημάδι πως κατανοούσε την θέση που είχε περιέλθει μουσικά και προσπαθούσε να το σώσει με άλλα λαοφιλή ερείσματα, στην συγκεκριμένη περίπτωση την ποδοσφαιρική νοοτροπία των metal ακροατηρίων. Ωστόσο, αποδείχτηκε εμφατικά ότι η κυκλοφορία αυτή ήταν ένα μονοκόμματο και τεράστιο φιάσκο, που τους οδήγησε στην χαμηλότερη θέση των βρετανικών charts μέχρι τότε (Νο. 16), ίσα που έπιασε το Νο. 124 στα αντίστοιχα αμερικανικά charts, και πάτωσε καθολικά σε όλο τον κόσμο, πλην της...Φινλανδίας. Μέχρι και μπουκάλια πετάχτηκαν στον Blaze σε εκείνη την περιοδεία σε κάποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου αυτός και ο Harris φτάνουν ακαριαία στο σημείο να διαπληκτίζονται με το κοινό και να κάνουν και σχετικές χειρονομίες.
Και κάπως έτσι, με συνοπτικές διαδικασίες αποφασίστηκε η απομάκρυνση του Blaze Bayley και το 1999 ο Bruce Dickinson και ο Adrian Smith επέστρεψαν στους Iron Maiden για να μας οδηγήσουν στον Θαυμαστό Νέο Κόσμο και σε νέες περιπέτειες, ευτυχώς πιο ευχάριστες για τους ίδιους και τα εκατομμύρια των οπαδών τους ανά τον κόσμο.Το μόνο θετικό που θα θυμάμαι με νοσταλγία ήταν ότι στην Virtual XI World Tour είδα για πρώτη φορά τους Iron Maiden. Την 5η Σεπτεμβρίου 1998, περίπου 30 άτομα, φίλοι και γνωστοί, συγκεντρωθήκαμε σε μία φοιτητική γκαρσονιέρα (!!!) στην Θεσσαλονίκη, και από την περιοχή της Ροτόντας ξεκινήσαμε με τα πόδια για να ανεβούμε πορεία στο Θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης στον Άγιο Παύλο και να τους δούμε, οι περισσότεροι από εμάς για πρώτη φορά. Οι Maiden ξεκίνησαν το δεύτερο σκέλος της ευρωπαϊκής τους περιοδείας από την Ελλάδα, και ομολογώ ότι κρατάω την εμπειρία, προσπερνάω το τραγικό Virtual XI και θησαυρίζω μία μοναδική εμφάνιση που ένιωσα δέος και συγκίνηση παρακολουθώντας για πρώτη φορά το κατά πολλούς μεγαλύτερο heavy metal συγκρότημα όλων των εποχών.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
Θυμάμαι, για παράδειγμα, πριν χρόνια, πως η δική μου σειρά είχε ατυχήσει ως προς το γεγονός ότι το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμιο άλλαξε μετά από εμάς, και το απεχθές σύστημα των δεσμών, έφυγε αμέσως μόλις εμείς ως τελευταίοι των Μοϊκανών το είχαμε υποστεί. Θυμάμαι να παρακολουθώ την καλύτερη (και αγαπημένη μου) ομάδα μπάσκετ των αρχών της δεκαετίας του ’90 να χάνει ένα (δεύτερο) Κύπελλο Κυπελλούχων από μία λάθος πάσα και μετά από τιτάνια προσπάθεια ή την πρώτη συμμετοχή ελληνικής ομάδας σε τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών από ένα καταραμένο σουτ ενός άσημου Ιταλού μέσα στο ΣΕΦ. Χρόνια αργότερα, όταν όλη η χώρα ζούσε την έκσταση των Ολυμπιακών Αγώνων, εγώ υπηρετούσα πλάι σε ένα ποτάμι στην μέση του πουθενά. Όπως επίσης και το γεγονός πως σε πολλούς από εμάς η οικονομική κρίση μας βρήκε στην πιο επαγγελματικά γόνιμη ηλικία μας.
Ωστόσο, αν με αντίκρυζε ο Steve Harris, ο εμβληματικός αρχηγός των Iron Maiden, τον Μάρτιο του 1998, μία ημέρα μετά τα γενέθλια μου, θα έβλεπε έναν νεαρό μεταλλά με κατακόκκινα από το διάβασμα μάτια και εξαντλημένο από την πίεση των Πανελληνίων Εξετάσεων να τον ρωτάει, με μεγάλο παράπονο....ΓΙΑΤΙ;
Το πρώτο σοκ το είχα υποστεί τρία χρόνια πριν, το 1995, όταν μετά από πυρετώδη αναμονή ορμήσαμε μαζικά να αγοράσουμε και να ακούσουμε το πολυδιαφημισμένο The X-Factor. Ναι, αυτό με το απαίσιο εξώφυλλο. Και την ψεύτικη, αδύναμη παραγωγή. Και την υποβλητική εισαγωγή του Sign Of The Cross το οποίο μας σύστησε τον πρώην τραγουδιστή των Wolfsbane και όχι τον νέο τραγουδιστή των Maiden, Blaze Bayley. Ήταν η εμμονή, βλέπετε, να μην δεχτεί κάποια άλλη υποψήφια φωνάρα σαν το Michael Kiske ή τον Ralf Scheepers για παράδειγμα επειδή «δεν ήταν Άγγλοι, ήταν Γερμανοί» ή ακόμα και τον επίσης δοκιμασμένο Joey Belladonna. Επιπλέον, για κάποιο λόγο που είναι σαφώς πέρα από την κατανόηση μας, ο Harris ένιωσε πως η φωνή του Blaze Bayley ήταν ό,τι έπρεπε για το παλιότερο υλικό των Maiden, συναίσθημα που μέχρι και σήμερα μπερδεύει την επιστημονική κοινότητα.
Καμία δυναμική, καμία συνοχή και κυρίως έλλειψη ενέργειας στα τραγούδια. Λες και τα τρία χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από το ιστορικό Fear Of The Dark τους είχαν ρίξει σε μία καταβόθρα χωρίς νερό και φαγητό. Αλλά ΟΚ, τα λάθη επιτρέπονται, και θα γίνουν στην πορεία. Και θα τα δεχτούμε και θα τα συγχωρήσουμε και θα διατηρήσουμε μία ελπίδα για το μέλλον. Και στο κάτω-κάτω, όπως είπε και ένας φίλος, «Caer esta permitido, levantarse es obligatorio».
Και κάπως έτσι, το 1998, έρχεται το Virtual XI Νο 16 Μ.Βρετανία, Νο124 Αμερική) να μας δείξει ότι όντως υπάρχει σοβαρό θέμα με τους Iron Maiden, και ότι η ελπίδα διακοπάρει κάπου μακριά, πέρα από την χώρα των Maiden, με μία μπύρα στο χέρι. Ίσως στο Eddie’s Bar στο Λαγκος της Πορτογαλίας. Εκεί που είχε το μυαλό του ο Steve, επιθυμόντας να τα κάνει όλα...Αμέρικαν Μπαρ (ή μάλλον British Pub).
Η ανεπάρκεια του Blaze που κρυβόταν με τρόπο κάτω από το μουσικό χαλάκι (και χάλι) του The X Factor, λόγω της πιο σκοτεινής και όχι τόσο απαιτητικής φύσης του, εκτέθηκε πλήρως σε μία ανεπιτυχή απόπειρα να εκτείνει το φωνητικό του εύρος σε επίπεδα Dickinson. Άλλα όσο κατώτερα των περιστάσεων ήταν τα φωνητικά του Blaze, άλλο τόσο αδιάφορες και ανέμπνευστες ήταν οι συνθέσεις που καταλαμβάνουν 53 και πλέον λεπτά από την πολύτιμη ζωή μας. Με την εξαίρεση του κάπως ρυθμικού και καλά οδηγημένου The Clansman, μουσικά ο δίσκος είναι ότι κοντινότερο σε σιδηροδρομικό ατύχημα που τελειώνει με συντριβή σε χαράδρα 300 μέτρων και καταλήγει στον πάτο του παγωμένου ποταμού. Άντε και το Futureal που φαίνεται να διαθέτει μία υποτυπώδη πυγμή.
Από που να αρχίσει κανείς; Ίσως από την (μη) παραγωγή του Steve Harris και του Nigel Green, που μοιάζουν να έχουν επιστρατεύσει μία λεγεώνα από χαμστερ για το ρεύμα, και να κατεβάζουν ένταση, overdrive, gain και ενισχυτές για να μην τα εξαντλήσουν. Ή μήπως από το ανόητο ριφάκι του εξοντωτικού Angel And The Gambler με το ρεφραίν που σε ρίχνει στα ναρκωτικά, ήτοι «Don't you think I'm a savior-Don't you think I could save you - Don't you think I could save your life?», που σε ωθεί σε αυτοκαταστροφικές κρίσεις. Διάβασα κάπου, ότι το λέει 22 φορές, αρκετές για να στείλουν έναν συγκροτημένο ακροατή στα σίδερα. Σύμφωνα με τον Harris, το The Angel and the Gambler είναι η ιστορία δύο χαρακτήρων, ένας που είναι λίγο κατεργάρης, αναξιόπιστος, και ό άλλος είναι ένας άγγελος που τον στέλνουν για να τον επαναφέρει στο σωστό δρόμο, μόνο που δεν το καταφέρνει. Εκτός που δεν καταφέρνει να επαναφέρει τον κατεργάρη, σπρώχνει τον ακροατή όλο και πιο βαθιά στην άμουση απελπισία που ξεχειλίζει από τον δίσκο. Και όλο αυτό το μαρτύριο για 9 ολόκληρα λεπτά.
Το Lightning Strikes Twice μοιάζει σαν να γράφτηκε από παιδάκια της 3ης Δημοτικού για να τρομάζουν αδέσποτα, ενώ στο When Two Worlds Collide ο μεθυσμένος μεσήλικας που ακούτε στα φωνητικά είναι όντως ο Blaze Bayley, σε στίχους του ιδίου, όπου προσπάθησε να γράψει για τους δύο διαφορετικούς κόσμους που έχει ζήσει και ίσως για το πώς πρέπει να αλλάξει ο κόσμος του και να προσαρμοστεί στον κόσμο του να είναι τραγουδιστής των Iron Maiden. Ζητώ συγνώμη από τον Blaze αλλά κανείς δεν του ζήτησε να προσαρμοστεί και δεν υπήρχε λόγος να ταλαιπωρηθούμε όλοι μαζί. Τα ενδιαφέροντα σόλο των Gers και Murray δεν το σώζουν σε καμία περίπτωση.
Παρόμοια αίσθηση διαποτίζει τον ακροατή και με τα Don't Look to the Eyes of a Stranger και The Educated Fool, τρομακτικά στην βαρεμάρα, την επανάληψη, στην περιττή διάρκεια τους και στην ανημποριά του Bayley να αποδώσει στο πρέπον μέτρο τα τραγούδια. Το συγκρότημα πραγματικά βαριέται την ζωή του και πιθανόν να σκέφτονται άλλα πράγματα. Ο δίσκος κλείνει με το Como Estais Amigos, ένα κομμάτι που γράφτηκε για όσους πολέμησαν στον «πόλεμο» των Φωκλαντς και ειλικρινά δεν ενδιαφέρει κανέναν απολύτως.
Σίγουρα οι πρώτες υποψίες ξεκίνησαν από την στιγμή που ο Harris δήλωσε ότι μιας και εκείνη την χρονιά θα παιζόταν το Μουντιάλ του 1998, σκέφτηκαν πως θα ήταν ωραία ιδέα να συνδυάσουν το πνεύμα του νέου άλμπουμ με το ποδόσφαιρο, σημάδι πως κατανοούσε την θέση που είχε περιέλθει μουσικά και προσπαθούσε να το σώσει με άλλα λαοφιλή ερείσματα, στην συγκεκριμένη περίπτωση την ποδοσφαιρική νοοτροπία των metal ακροατηρίων. Ωστόσο, αποδείχτηκε εμφατικά ότι η κυκλοφορία αυτή ήταν ένα μονοκόμματο και τεράστιο φιάσκο, που τους οδήγησε στην χαμηλότερη θέση των βρετανικών charts μέχρι τότε (Νο. 16), ίσα που έπιασε το Νο. 124 στα αντίστοιχα αμερικανικά charts, και πάτωσε καθολικά σε όλο τον κόσμο, πλην της...Φινλανδίας. Μέχρι και μπουκάλια πετάχτηκαν στον Blaze σε εκείνη την περιοδεία σε κάποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου αυτός και ο Harris φτάνουν ακαριαία στο σημείο να διαπληκτίζονται με το κοινό και να κάνουν και σχετικές χειρονομίες.
Και κάπως έτσι, με συνοπτικές διαδικασίες αποφασίστηκε η απομάκρυνση του Blaze Bayley και το 1999 ο Bruce Dickinson και ο Adrian Smith επέστρεψαν στους Iron Maiden για να μας οδηγήσουν στον Θαυμαστό Νέο Κόσμο και σε νέες περιπέτειες, ευτυχώς πιο ευχάριστες για τους ίδιους και τα εκατομμύρια των οπαδών τους ανά τον κόσμο.Το μόνο θετικό που θα θυμάμαι με νοσταλγία ήταν ότι στην Virtual XI World Tour είδα για πρώτη φορά τους Iron Maiden. Την 5η Σεπτεμβρίου 1998, περίπου 30 άτομα, φίλοι και γνωστοί, συγκεντρωθήκαμε σε μία φοιτητική γκαρσονιέρα (!!!) στην Θεσσαλονίκη, και από την περιοχή της Ροτόντας ξεκινήσαμε με τα πόδια για να ανεβούμε πορεία στο Θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης στον Άγιο Παύλο και να τους δούμε, οι περισσότεροι από εμάς για πρώτη φορά. Οι Maiden ξεκίνησαν το δεύτερο σκέλος της ευρωπαϊκής τους περιοδείας από την Ελλάδα, και ομολογώ ότι κρατάω την εμπειρία, προσπερνάω το τραγικό Virtual XI και θησαυρίζω μία μοναδική εμφάνιση που ένιωσα δέος και συγκίνηση παρακολουθώντας για πρώτη φορά το κατά πολλούς μεγαλύτερο heavy metal συγκρότημα όλων των εποχών.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
28/11/17
Δημοσίευση σχολίου