Στην όμορφη δεκαετία το ’70 που όλοι νοσταλγούν, είχαν εμφανισθεί εδώ στην Ελλάδα μερικοί προοδευτικοί πολύ μορφωμένοι άνθρωποι, που ανέλαβαν χωρίς να τους ζητηθεί, να επιμορφώσουν μουσικά τον μάλλον καθυστερημένο μέσο ακροατή.
Διέθεταν πολλές γνώσεις αφού δούλευαν σε δισκάδικα και σε δισκογραφικές, και είχαν σχηματίσει έναν δικό τους μικρό κύκλο όπου ο ένας προσπαθούσε να ξεπεράσει τον άλλο σε ακούσματα άγνωστων, κυρίως Γερμανών, καλλιτεχνών.
Εάν εσύ τώρα στην άγνοια σου μέσα ανέφερες ονόματα σαν Thin Lizzy ας πούμε, διέπραττες σοβαρή απρέπεια, και τους στενοχωρούσες πολύ.
Τότε παρουσιάστηκαν και τα σοβαρά μουσικά περιοδικά, που πάνω κάτω είχαν τους ίδιους κοινωνικούς στόχους και στα οποία γρήγορα βρήκαν βήμα κάποιοι από αυτούς.
Έγιναν μουσικοκριτικοί. Με άλλα λόγια κέρδιζαν τα προς το ζην ακούγοντας δίσκους που τους έστελνε δωρεάν η εταιρεία και αυτοί έγραφαν την άποψη τους. Μετά κρατούσαν τον δίσκο δικό τους.
Δημιουργήθηκε έτσι ένας αστικός μύθος (έκφραση που δεν σημαίνει τίποτα) για αυτούς τους δασκάλους, όπως πολύ γρήγορα ονομάσθηκαν από το αδαές κοινό.
Τα έντυπα αυτά όπως΄Ο Ήχος΄απέκτησαν φίλους, οι οποίοι στην απενταρία τους μέσα ξεφύλλιζαν πεινασμένα σελίδες που φιλοξενούσαν ακριβά ηχοσυστήματα, εξαντλητικά τεστ με εξεζητημένες γραφικές απεικονίσεις και συγκρίσεις, έτσι ώστε να διαλέξουν π.χ. το δυνατόν καλύτερο σε εύρος μεγακύκλων σετ.
Τώρα, η επιστήμη έχει απαντήσει εδώ και χρόνια πως εκτός και εάν είσαι σκύλος όλα τα ανθρώπινα αυτιά έχουν την ίδια ακουστική ικανότητα, και η ακρόαση είναι θέμα εγκεφάλου, αλλά αυτό δεν ήταν πολύ ωραίο να το πεις, σε έλεγαν άσχετο.
ΟΙ τελευταίες σελίδες ήταν αφιερωμένες στην δισκοκριτική. Ο δάσκαλος ενεργοποιούσε το ακριβό Hi-Fi ηχοσύστημα και περίμενε 15 λεπτά να ζεσταθούν οι λάμπες στον ενισχυτή, ώστε η απόδοση να είναι στο maximum. Όταν όλα ήταν έτοιμα και προενισχυτής και ενισχυτής είχαν πυρακτωθεί επαρκώς, τοποθετούσε τον δίσκο αναφοράς στο πλατό του θρυλικού MK2, καθόταν στην ειδική για αυτή τη δουλειά πολυθρόνα και ξεκινούσε η ακρόαση.
Με την ολοκλήρωση της, αποσυρόταν στο γραφείο του, (ναι, αυτοί είχαν γραφείο στα σπίτια τους) και έγραφε τις σκέψεις του για την προσπάθεια του καλλιτέχνη.
Υπήρχαν όμως κάποιες φορές που οι εταιρείες στην αφέλεια τους μέσα, τους έστελναν (δωρεάν), το Stormbringer των Deep Purple λόγου χάριν.
Ο δάσκαλος τότε αντιμετώπιζε το ηθικό χρέος να πρέπει να γράψει κάτι και για αυτό, για να ισοφαρίσει για τους άλλους δωρεάν δίσκους που είχε ήδη αποκτήσει.
Έβγαζε αυτή την κοινωνική του υποχρέωση, αρχίζοντας από το εξώφυλλο του δίσκου, που αν δεν ήταν αρκετά μουντό και πεσιμιστικό, επομένως μη έντεχνο, δεν έμπαινε στον κόπο να βγάλει το βινύλιο, και πήγαινε απ’ ευθείας στο επόμενο βήμα, την κριτική.
Εκεί με συνοπτικές διαδικασίες, σε δέκα γραμμές μέσα εάν είχε καλή διάθεση εκείνη την ημέρα, κατακεραύνωνε το Stormbringer που λέγαμε νωρίτερα, και το θράσος των Purple
Μετά, πολύ πονηρά έλεγε και ένα δύο καλά λόγια γιατί ήταν αντικειμενικός και γιατί η EMI ήταν πολύ δυνατή, είχε μεγάλο ρεπερτόριο και οι δωρεάν δίσκοι έπρεπε να συνεχίσουν να έρχονται.
Και έφτανες στο τέλος με τα αστεράκια-βαθμολογία. Τότε τα αστεράκια χρησιμοποιούνταν από τον τύπο για δυο μόνον πράγματα. Για να καλύπτουν, δυστυχώς, τα καλυτέρα σημεία στην γυναικεία ανατομία, και στην… μουσικοκριτική.
Ο σαχλαμ…, ο γκούρου λοιπόν έβαζε τα ανάλογα αστεράκια, και… αιωνία τους η μνήμη. Τότε βλέπετε δεν υπήρχε το twiter και όλα αυτά, να απαντήσεις και έτσι η ΄΄ενημέρωση ήταν αντικειμενική΄΄.
Στον μαγικό κόσμο που ζούμε όμως, τι ειρωνεία! συνέπεσε ο Ritchie Blackmore να μην ήταν επίσης ευχαριστημένος με αυτό το τελευταίο άλμπουμ.
Είναι μάλλον χιλιοειπωμένο, πως τα funk στοιχεία που έρχονταν από τη μεριά του Glenn Hughes έκαναν νευρικό τον κιθαρίστα. Λιγότερο γνωστοί λόγοι είναι, πως στα live ο Hughes διεκδικούσε τον δικό του χρόνο στη σκηνή και τον χρησιμοποιούσε με τσιρίδες και ουρλιαχτά σε ένα αμφίβολης ποιότητας προσωπικό show .
Ήταν αυτό ακριβώς που είχε οδηγήσει τον Blackmore να ζωγραφίσει με κιμωλία μια γραμμή στην σκηνή, απαγορεύοντας να τον πλησιάζουν στην δική του πλευρά, και όχι ο ιδιότροπος χαρακτήρας του.
Οι συνθήκες όμως που διαμόρφωσαν την δημιουργία του Stormbringer αλλά και τα επακόλουθα της κυκλοφορίας του τον Νοέμβριο του 1974 ήταν πιο σύνθετες από τις funk επιρροές και την επιλογή των τραγουδιών.Ο Blackmore εκείνη την περίοδο 1974-75 αντιμετώπιζε ένα πολύ ψυχοφθόρο χωρισμό από την δεύτερη γυναίκα του, την πολύ εντυπωσιακή Barbel Hardie ή "Babs"΄ με την οποία βρίσκονταν στα δικαστήρια με κατηγορίες απιστίας σε βάρος της και με εμπλεκόμενα ονόματα τους Salvador Dali, Keith Moon, Jeff Beck, Tommy Bolin. Καλά διαβάσατε. Πηγές: Rolling Stone, Kerrang, Glenn Hughes, κλπ. (Θα ξαναπώ εδώ ,πως σε ό,τι γράφω δεν κάνω δικές μου υποθέσεις, εάν είναι έτσι θα το διευκρινίζω).
Το διαζύγιο βγήκε τελικά το 1976, την ίδια ημέρα και από το ίδιο δικαστήριο που εκδίκασε και το διαζύγιο του Jon Lord. Ο Blackmore κέρδισε την δίκη, αλλά το μυαλό του το 1974 δεν ήταν στον τότε νέο δίσκο. Τα τραγούδια που έφερε στο τραπέζι ήταν λιγότερα, και το άλμπουμ συμπληρώθηκε με συνθέσεις από τα άλλα μέλη.
Το Black sheep of the family, τραγούδι των Quatermass, ενός progressive rock γκρουπ από το 1970 που πρότεινε να διασκευάσουν οι Purple απορρίφτηκε, γιατί δεν θα υπήρχαν οικονομικά οφέλη από πνευματικά δικαιώματα.
Αυτό ήταν καθοριστικό για τις σχέσεις μέσα στο συγκρότημα. Ήταν απαίτησή του, όποιος συνθέτει έχει και πνευματικά δικαιώματα=χρήματα. Μέχρι το Burn, όλα μοιράζονταν στα πέντε, ανεξάρτητα αν κάποιος έγραφε ή όχι. Ο Roger Glover είχε δηλώσει τότε, πως ήταν καλό που οι νέοι Coverdale-Hughes δεν θα μοιράζονταν οικονομικά τις ιδέες τους, όπως συνέβαινε τον καιρό που ο ίδιος ήταν στο συγκρότημα και τα τραγούδια τα έγραφαν μόνον ο Blackmore και ο ίδιος. Έτσι με το νέο καθεστώς διαχείρισης των οικονομικών, τα πράγματα είχαν αλλάξει και για αυτό δεν έγινε δεκτή η ιδέα της διασκευής. Όχι γιατι δεν άρεσε το τραγούδι, αλλά γιατί δεν θα έρχονταν τα χρήματα.
Δυσκολίες υπήρξαν επίσης με το The Gypsy και το Soldier of Fortune, που δεν άρεσαν στους υπόλοιπους και για να συμπεριληφθούν, χρειάστηκε να γίνει ο συμβιβασμός να μπουν το Holy Man και το Hold On, δύο funk-soul τραγούδια.Ήταν η πρώτη φορά που συνθέσεις και προτάσεις του Blackmore αμφισβητούντο. Έτσι, όταν έφτασε η στιγμή να ηχογραφηθεί το Hold On ο ήδη ενοχλημένος από την μουσική κατεύθυνση που έπαιρνε το άλμπουμ κιθαρίστας, για να πικάρει τους υπόλοιπους, συμφώνησε ΄΄θα παίξω το τραγούδι σας αφού επιμένετε, αλλά θα το παίξω όπως εγώ θέλω΄΄. Και έπαιξε όλο το σόλο του τραγουδιού χρησιμοποιώντας μόνο τον αντίχειρα του αριστερού του χεριού. Στο Holy Man, δεν μπήκε καν στον κόπο να σηκωθεί να πάρει το ειδικό slide για το σόλο και χρησιμοποίησε ένα κατσαβίδι που βρισκόταν δίπλα του.
Όταν το 1994 ο Blackmore επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Dougie White για να τον καλέσει στους Rainbow, ο White φαντάσθηκε πως ήταν θύμα κάποιας κακόγουστης φάρσας και η αντίδραση του ήταν, ΄΄αν είσαι πράγματι ο Ritchie Blackmore θα ήθελα να ξέρω πώς έπαιξες το σόλο στο Hold On΄΄. O Blackmore απάντησε “με τον αντίχειρα’’ και τότε μόνο πείσθηκε ο Dougie για την ταυτότητα του συνομιλητή του.
Ο Blackmore δεν χώνεψε το σνομπάρισμα του Black Sheep of the Family, έτσι το ηχογράφησε ο ίδιος, με την βοήθεια του Ronnie James Dio των ELF στα φωνητικά, που εκείνα τα χρόνια ήταν σχεδόν μόνιμα support band στους Deep Purple, νωρίς τον Δεκέμβριο του 1974 στην Μιννεάπολη στη μέση μιας περιοδείας στην Αμερική.
Ήταν ένα single και τίποτα παραπάνω, ο σκοπός του δεν εξυπηρετούσε τίποτα μακροπρόθεσμο, και γράφτηκε μόνο και μόνο από πείσμα επειδή απορρίφτηκε από το Stormbringer. Ο Blackmore εξάλλου είχε δηλώσει νωρίτερα, αμέσως μετά την κυκλοφορία του Stormbringer, πως το άλμπουμ είχε πράγματι λιγότερη κιθάρα, επειδή αντιμετώπιζε προσωπικά προβλήματα και δεν ήταν συγκεντρωμένος, έτσι το επόμενο Purple άλμπουμ θα ήταν επιστροφή στο rock’n’roll.
Στην συνέχεια όμως της περιοδείας ένα βράδυ συνέβη το εξής. Στο You Fool no One ο Blackmore έπαιζε ως συνήθως ένα μεγάλο σόλο χωρίς να συνοδεύεται από τους υπόλοιπους. Στην μέση του σόλο, σταματούσε για μια δυο στιγμές για να συνεχίσει με ένα αργό blues θέμα. Σε αυτές τις δυο στιγμές ησυχίας, ακούστηκε ο Glenn Hughes πίσω από τους ενισχυτές να φωνάζει ΄΄rubbish!΄΄, σκουπίδια.
Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.. Ο Blackmore τρέμοντας από τον θυμό του, όπως περιέγραφαν οι παρόντες, πήγε κατευθείαν στον Ronnie Dio και του είπε, ΄΄αυτό ήταν, δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο, θέλεις να κάνουμε μια μπάντα μαζί;΄΄ Ο Dio ρώτησε ΄΄με δουλεύεις;΄΄ για να του απαντήσει ο Blackmore ΄΄όχι, θα χρησιμοποιήσουμε την δική σου μπάντα, και εγώ θα παίξω κιθάρα΄΄. Και έτσι εκείνο τον Δεκέμβρη του ‘74 γεννήθηκαν ξαφνικά οι Rainbow. Εάν οι αιτίες υπήρχαν, η αφορμή ήταν ο Glenn Hughes. Ο ίδιος αρνείται ότι συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες και εξ’ άλλου έχει παραδεχθεί ότι πολύ λίγα πράγματα θυμάται από εκείνη την περίοδο. Η αυτοβιογραφία του είναι μια θλιβερή μαρτυρία της κατάστασης στην οποία βρισκόταν εξ’ αιτίας των ναρκωτικών, κατάφερε ακόμα και να βάλει στον εαυτό του φωτιά κάποια στιγμή.
Την επόμενη ημέρα, όλο το προσωπικό της περιοδείας ήξερε πως ο Blackmore και ο Dio έφτιαχναν το δικό τους γκρουπ. Κανένας όμως από τους μουσικούς δεν το πήρε στα σοβαρά, ο κάθε ένας τους ζούσε σε ένα δικό του προσωπικό κόσμο, και βρίσκονταν μαζί μόνο στην σκηνή.
Στα τέλη Ιανουαρίου του 1975 το πάντα αυτοκαταστροφικό και απολύτως μοναδικά υπεύθυνο για τα κακώς κείμενα στο συγκρότημα management, που δεν είχε αντιληφθεί πως τα παντελόνια τους είχαν πάρει φωτιά, σε μια βλακώδη και αψυχολόγητη ενέργεια έστειλε το γκρουπ στην άκρη του κόσμου, στην Αυστραλία για ένα και μόνο show στο Sunbury Festival. Επιστρέφοντας, ο Blackmore με τον Dio πήγαν στο Μόναχο και από τα μέσα Φεβρουαρίου μέχρι τις 14 Μαρτίου ηχογράφησαν το πρώτο Rainbow άλμπουμ. Σε δύο τραγούδια, στο Catch the Rainbow και στο Still I’m Sad συμμετείχε η εκείνο τον καιρό φίλη του Blackmore, η Shoshana Feistein, μια mezzo soprano ερμηνεύτρια όπερας.
Η γενική αντίληψη είναι πως το όνομα προήλθε από το Rainbow bar and grill στο Hollywood, ένα ρεστοράν που σύχναζε ο Blackmore. Προσωπικά πιστεύω πως ο Blackmore δούλευε με τον γνωστό του τρόπο τους δημοσιογράφους, απαντώντας στη σχετική τους ερώτηση, και μου φαίνεται πιο λογικό το όνομα να προήλθε από την Judy Garland και το Over the Rainbow από την ταινία Wizard of Oz, όπως περίπου και το όνομα Deep Purple που προήλθε από το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς του.
Στις 16 Μαρτίου ξεκίνησε η περιοδεία των Deep Purple από την Γιουγκοσλαβία. Στο ξενοδοχείο στο Ζάγκρεμπ στις 17 Μαρτίου, ο Blackmore κουρασμένος και απογοητευμένος από το κλίμα στο συγκρότημα, εξομολογείτο πως, παρ’ όλες του τις προσπάθειες όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν είχε εισπράξει την αναγνώριση που δικαιωματικά του άξιζε. Με το Rainbow άλμπουμ έτοιμο όμως, ένιωθε πως ήταν καιρός να δοκιμάσει να κάνει κάτι ολότελα δικό του, για το οποίο εκείνος θα ήταν o αποκλειστικά υπεύθυνος. Ενημέρωσε έτσι το management πως στο τέλος της περιοδείας θα αποχωρούσε από τους Purple. Εδώ για μια ακόμα φορά φάνηκε η ανικανότητα αυτών των ανθρώπων να προστατεύσουν την επένδυσή τους. Όπως ακριβώς και το 1972 που άφησαν τον Ian Gillan να παραιτηθεί χωρίς καμιά συζήτηση, χωρίς καμιά απολύτως προσπάθεια να τον μεταπείσουν ενώ τους είχε δώσει χρονικό περιθώριο 9 μηνών (!), έτσι ακριβώς και τώρα δεν υπήρξε καμιά ενέργεια για να κρατήσουν στην επιχείρησή τους τον νούμερο ένα κιθαρίστα της εποχής. Απίστευτα πράγματα. Εκείνο όμως που έκαναν με αξιοσημείωτη ταχύτητα, ήταν να προετοιμαστούν για να ηχογραφήσουν τις 3 τελευταίες εμφανίσεις για να μπορούν να κυκλοφορήσουν μελλοντικά ένα live άλμπουμ. Και εάν αυτοί είχαν τον νου τους στο πώς να κερδίσουν μόνο, η άλλη πιο σημαντική και πικρή αλήθεια είναι πως ούτε ο Jon Lord, ο Ian Paice και οι άλλοι μουσικοί στην μπάντα ενδιαφέρθηκαν να μεσολαβήσουν να γίνει κάποια συνάντηση όλων, να βρεθεί λύση. Ναι, όπως ακριβώς έγινε και με τον Gillan όπου όλοι αυτοί οι καλοί του συνεργάτες και καρδιακοί φίλοι δεν αντέδρασαν, δεν είπαν τίποτα, κανένας τους δεν πάτησε πόδι, ΄΄αν φύγει αυτός, φεύγω και εγώ΄΄ να πει ο κολλητός του φίλος Roger Glover, και έτσι όταν άνοιξε η πόρτα εξόδου για τον ίδιο, αυτός τα έχασε, δεν το περίμενε, πίστευε πως ήταν απαραίτητος.
Δυστυχώς αυτή ήταν η πραγματικότητα , και τα εκ των υστέρων σχόλια (στενοχωρηθήκαμε πολύ όταν έφυγε ο τάδε, αλλά έπρεπε) ήταν αδύναμες δικαιολογίες. Αλλά όλο αυτό είναι ένα άλλο θέμα πολύ βρώμικο και θλιβερό, δεν είναι της παρούσης.
Με τους Elf στο studio |
Και εάν την στάση των μουσικών πρέπει να την εξηγήσουμε και με κάποια συμπάθεια, γιατί ήταν όλοι τους νεαροί εικοσάχρονοι, άπειροι και ανασφαλείς για το επαγγελματικό τους μέλλον, σίγουρα δεν μπορεί να γίνει το ίδιο με τους επικεφαλής του οργανισμού Deep Purple.
Φυσικά όλοι ξέρουμε σε ποιόν χρεώθηκε η ευθύνη για όλα αυτά. Γιατί βεβαίως, το management ήταν άψογο και οι συνεργάτες υπεράνω υποψίας.
Εδώ που τα λέμε δεν ξέρω τι είδους ΄΄εγκλήματα΄΄ έχει διαπράξει αυτός ο τύπος, ο Blackmore, για να βρίσκεται μονίμως στη μπούκα του κανονιού, είναι αφύσικο, και πιστεύω πως η εύκολη επανάληψη χαρακτηρισμών ΄΄δύσκολος, κυκλοθυμικός, ο άνθρωπος που δεν δίνει συνεντεύξεις, κλπ΄΄ έχει δημιουργήσει μία λανθασμένη, μία διαστρεβλωμένη εικόνα. Εγώ μόνον, έχω δεκάδες σελίδες συνεντεύξεών του και εάν ένας μπει στον κόπο να διαβάσει κάποιες, ίσως καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Ο μουσικός τύπος είχε αποφασίσει από καιρό πως το πάνθεον των guitar heroes αποτελείτο από την αγία τριάδα Eric Clapton, Jeff Beck, Jimmy Page. O Hendrix ευτυχώς για αυτούς είχε πεθάνει κάνοντας τα πράγματα εύκολα. Οι τρεις δεν μπορούσαν να γίνουν τέσσερις. Δεν έχει την ιδία χάρη το 4 με το 3. Ο Blackmore δεν χωρούσε και δεν ήξεραν τι να κάνουν με δαύτον. Ο Clapton ήταν ένα είδος ιερής αγελάδας, η απάντηση της Αγγλίας στον Hendrix (χλωμή βέβαια), ο Beck ήταν προχώ έπαιζε fusion και jazz, άρα ήταν απαραίτητος σαν προοδευτικός, και αν κάποιος είχε ενδοιασμούς για τον Page, είχε εξασφαλισμένο κρεβάτι στο νοσοκομείο. Εκεί το management προστάτευε το προϊόν του. Και όχι, δεν αστειεύομαι.
Έτσι από πολύ νωρίς ο Blackmore αντιμετωπιζόταν σαν outsider. Ο ίδιος το είχε καταλάβει ότι ήταν …αντιτουριστικός, και σε κάθε ευκαιρία προβοκάριζε αυτήν την υποκρισία και την προκατάληψη μην δίνοντας δεκάρα για την εικόνα του, ενισχύοντας ο ίδιος ηθελημένα το προφίλ του black sheep of the family. Οι ΄΄δημοσιογράφοι΄΄ νεαροί άμουσοι και πολύ λίγο μορφωμένοι και ευπρεπείς, δεν έχαναν ευκαιρία να τον ρωτήσουν την γνώμη του για τους άλλους κιθαριστές αφού ήξεραν πως δεν μασούσε τα λόγια του, για να βγει η κουτσομπολίστικη μικροπρεπής είδηση. Ποτέ μα ποτέ δεν υπεβλήθη τέτοια ανάλογη ερώτηση στους άλλους, για τον Blackmore.
Ο ίδιος σχεδόν πάντοτε, είχε καλά λόγια αλλά και αλήθειες να πει για τους συναδέλφους του, έτσι για να βγει η βρωμά, όταν π.χ. έλεγε πως είμαι καλύτερος από τον Beck, (λες και είχε κάποια σημασία) στην πραγματικότητα είχε πει ‘’θα ήθελα να είμαι καλύτερος από τον Beck αλλά ξέρω πως δεν είμαι’’. Όταν γραφόταν πως είχε πει, ΄΄I can mop the floor with the other guitarists΄΄(σε ελεύθερη μετάφραση ΄΄τους έχω για σφουγγάρισμα΄΄) , είχε πει ΄΄I wish I could mop…΄΄. Επίσης τώρα που το θυμήθηκα, πουθενά δεν είδα π.χ. την άποψη του από το 1974 ακόμα, πως οι Queen είναι και θα γίνουν σπουδαίοι.
Ένα άλλο διαφωτιστικό παράδειγμα, είναι το εξής. Μια συνέντευξη γινόταν δίπλα σε μια πισίνα στην όποια έπαιζαν κάποια παιδιά κάνοντας φασαρία, τρέχοντας και καταβρέχοντας το ένα το άλλο. ΄΄Μισώ τα παιδιά΄΄ είπε ο Blackmore ενοχλημένος από τα νερά και τις φωνές όπως κάθε φυσιολογικός ενήλικας, και ο καλός δημοσιογράφος ξεχνώντας τον βασικό κανόνα του επαγγέλματός του, το ΄΄off the record΄΄, έσπευσε να δημοσιοποιήσει το συμβάν. Σε λίγο χρόνο είχε γίνει status quo πως ο Blackmore μισεί τα παιδιά.
Εν πάση περιπτώσει. Μολονότι λοιπόν κυριαρχούσε καθολικά στο rock από το 1970, δεν υπήρχαν άλλοι κιθαρίστες-συνθέτες-περφόρμερς ανάλογου επίπεδου, και είχε σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος του ονόματος Deep Purple προς την επιτυχία, αυτό που εισέπραττε ήταν συγκατάβαση και αμφισβήτηση λόγω προσωπικότητας κυρίως. Ακόμα και από την ίδια του την μπάντα.
Η τελευταία συναυλία με τον Ritchie Blackmore έγινε στο Παρίσι στις 6 Απριλίου του ’74. Αν και είχαμε κάποια εικόνα με τις κυκλοφορίες του Made in Europe του 1976 (remaster το 1990 και μετά πάλι το 2007) που αν θυμάμαι καλά το μεγαλύτερο μέρος ήταν ηχογραφημένο στο Saarbrucken και είχε υποστεί βαρύ κόψε-ράψε στο στούντιο, και από το Final Concerts του 1996 που ήταν μίγμα από το Graz και το Paris, ολοκληρωμένο το show από το Παρίσι ήλθε με το Live in Paris 1975 το 2004. Το Final Concerts κυκλοφόρησε ξανά remaster το 2001, και το Live in Paris remaster το 2012. To 2014 βγήκε και το Live in Graz 1975. Μύλος. Δηλαδή αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Και εξακολουθούν να γίνονται ακόμα και με τον τελευταίο δίσκο των Deep Purple, που έχω χάσει τον λογαριασμό σε πόσες εκδόσεις κυκλοφορεί. Είναι αίσχος, σε βάρος εννοείται των fans. Και οι εταιρείες διαμαρτύρονται για το παράνομο downloading.
Τέλος πάντων. Για να ασχοληθούμε λίγο με το Paris (2012) και το Graz (2014), που είναι και ηχητικά καλύτερα των προηγούμενων θέλω να πω πως αν δεν τα έχετε ακούσει, πρέπει να το κάνετε και πως δεν είμαι ο καλύτερα αντικειμενικός και ιδανικός για να κάνω κάποιου είδους κριτική. Εάν αποφασίσετε να κάνετε ακρόαση, μην το κάνετε παρέα με την φίλη σας η την σύζυγο, θα χωρίσετε. Το κτήνος που θα βγει από το ηχοσύστημα είναι δύσκολο να το ακούσετε απνευστί, χωρίς κουμπί FF, μέχρι το τέλος. Το άκουσα ξανά για να γράψω ό,τι διαβάζετε και μετά πήγα και ξάπλωσα. Είμαι και μεγάλος άνθρωπος…
Γιατί; Γιατί αυτό το πράγμα δεν έχει καμία σχέση με το απόλυτο live, Made in Japan και τον ήχο του. Δύο μόλις χρόνια μετά την κυκλοφορία του τον Απρίλη του 1973 ο ήχος έχει αλλάξει δραματικά, είναι τόσο overcharged με ηλεκτρισμό, αδρεναλίνη και dynamics που είναι εξουθενωτικό. Γιατί οι Purple εδώ είναι super group και έχουν ήχο super group. Τα λάθη που υπάρχουν (και που δεν θα ακούσετε) δεν τους απασχολούν, λειτουργούν σαν φυσιολογικοί άνθρωποι σε live όπου όλα μπορούν να συμβούν. Yπάρχουν και εκείνες οι στιγμές που προκύπτουν όταν τρεις μουσικές διάνοιες δουλεύουν σαν μία, λειτουργούν με ένα κοινό ένστικτο πάνω στους αυτοσχεδιασμούς που καμιά πρόβα δεν μπορεί να υποστηρίξει. Να γιατί οι Purple ήταν η απόλυτη live μπάντα. Σε αντίθεση με τους περισσότερους καλλιτέχνες που λένε και εκτελούν μηχανικά και στερεότυπα το καλοπροβαρισμένο υλικό τους, η δύναμη των Purple είναι η μουσική τους δεινότητα που επιτρέπει την υλοποίηση των ιδεών, της δίχως όρια φαντασία τους, on the fly όπως λέμε σήμερα. Η τεράστια αυτοπεποίθησή τους σαν ομάδα, αποκτημένη πολύ νωρίς από το 1968 όταν πολύ γρήγορα αντιλήφθηκαν πως υπερέχουν σαν μουσικοί έναντι των άλλων, τους κάνει τόσο τολμηρούς ώστε να δοκιμάζουν άγνωστες φόρμες παίρνοντας ρίσκο να τινάξουν την παράσταση στον αέρα εάν κάποιος ΄΄το χάσει΄΄, σίγουρα γελώντας μέσα τους με το απίθανο ενδεχόμενο.
Και όλα αυτά, η σιγουριά, ο πειραματισμός, η δεξιοτεχνία, το self control, συμβαδίζει με την διασκέδαση, τον πρωτόγονο ενθουσιασμό, αφού και οι ίδιοι δεν κρύβουν τον θαυμασμό τους ο ένας για τις ικανότητες του άλλου, αλλά και με το performance μιας και η γλώσσα του σώματος, οι δύο και τρεις ταυτόχρονα κιθάρες σε χαμηλές πτήσεις να ουρλιάζουν από feedback και ο δαιμονισμένος ήχος (ο Blackmore έφτασε να παίζει με 9 Marshall Major) έφτιαχναν ένα σύνολο που πιστεύω τρομοκρατούσε τους άλλους μουσικούς της εποχής. Δεν ξέρω άλλον μουσικό από τον Jon Lord που τα χέρια του πετάνε στα πλήκτρα σε διαστημικούς θα έλεγες ήχους, την ίδια στιγμή που το ασήκωτο hammond organ ισορροπεί ριψοκίνδυνα πότε εμπρός και πότε πίσω. Σε όποιον άλλον θα του είχε πέσει στο πόδι. Ο Blackmore είναι παντού, ο τόνος του είναι θαυμάσιος, ένας από τους καλύτερους που είχε στην καριέρα του, κρυστάλλινος στα σόλος, distorted στα riff.
Δεν ξέρω από ποιό σπάνιο καλούπι έχουν βγει αυτοί οι τρεις μουσικοί, Lord-Paice-Blackmore, είμαι όμως απολύτως βέβαιος πως ανήκουν σε μια άλλη κατηγορία μουσικών στην οποία κανένας άλλος παλαιός η νεότερος εξάσφαιρος κιθαρίστας, ντράμερ, ή ό,τι άλλο, μπορεί να συμπεριληφθεί. Είναι τόσο διαφορετικά καλοί, που τα σημερινά super guns στον χώρο, χλομιάζουν σαν τα κεράκια της Λαμπρής μπροστά σε αυτές τις εμφανίσεις. Ίσως έχετε ακούσει κάποιους πολύ γνωστούς να παίζουν Stormbringer και Mistreated, αισχρά κακέκτυπα χωρίς αίσθημα κα συγκίνηση.
Και είναι πολύ κρίμα που σήμερα το rock κοινό αγνοεί και την ύπαρξή τους ακόμα, πολύ λίγοι τελικά έχουν πραγματικά και σωστά ακούσει αυτούς τους μουσικούς, αυτά τα live, οι περισσότεροι πιστεύουν πως Deep Purple=Highway Star και μόνον, αγνοώντας ακόμα και άλμπουμ της επίσημης δισκογραφίας τους. Αντίθετα πολλοί περισσότεροι, ασχολούνται με τυπάκια που παίζουν εκατό νότες το δευτερόλεπτο στην κιθάρα ή τα ντραμς, ή με άλλους που ουρλιάζουν άναρθρες προγλωσσικές κραυγές, αποθεώνοντάς τους ως πρότυπα. Ας μην πω ονόματα καλύτερα…
Για να το κάνω σαφές, Deep Purple δεν είναι τα γνωστά τραγούδια, Deep Purple είναι η ιδέα, η μουσική ταυτότητα αυτών των τριών μουσικών, που εκφραζόταν είτε στα εικοσάλεπτα και βάλε jams, είτε στις δευτερόλεπτα μικρές, λάμψεις ιδιοφυίας μέσα στα στενά περιθώρια των τραγουδιών. Δυστυχώς πολλές φορές περνούσαν απαρατήρητα.
Έχω ΄΄υποχρεώσει΄΄ σε ακρόαση μερικούς οι όποιοι πίστευαν πως ήξεραν καλά το όνομα Purple, και αφού το απληροφόρητο τελικά μυαλό τους έγινε χυλός από την εμπειρία, μετά είπαν …΄΄ρε φίλε δεν ήξερα, sorry…΄΄ -Μα είμαστε στο τρίτο τραγούδι μόνο…
Στον κόσμο της μουσικής που η υπερβολή σε χαρακτηρισμούς και κοσμητικά επίθετα είναι καθημερινότητα και οι λέξεις αποδομούνται των νοημάτων τους από την υπερβολική άσκοπη χρήση, δεν έχει σημασία πώς θα χαρακτηρίσεις αυτήν την δουλειά. Και όχι μόνον αυτήν, μιλώντας για τους Purple. Είναι κουραστικό και βλαπτικό να διαβάζεις για μουσικούς και μουσικές τις λέξεις ΄΄ καταπληκτικό, υπέροχο, θαυμάσιο ΄΄ ή δεν ξέρω τι άλλο. Σοβαρά τώρα; Ποιό είναι τι κριτήριο; Ποιος ο μέσος όρος; Όλα δηλαδή είναι καταπληκτικά;
Δεν χρειάζεται να δούμε αναλυτικά ένα προς ένα τα τραγούδια και το τι συμβαίνει σε αυτά κάνοντας χειρουργείο. Αφήνοντας στην άκρη τις ανοησίες που έχουν γραφεί και ειπωθεί χρόνια πίσω για την περίοδο αυτή, πως ο Blackmore ήταν αδιάφορος και δεν έπαιξε καλά σε αυτές τις εμφανίσεις, ακούγοντας το Live in Paris, δεν μπορείς να μην σκεφθείς, δηλαδή τι άλλο θα έκανε αν πράγματι ενδιαφερόταν. ‘Ισως εάν επέλεγε να ανατιναχθεί ο ίδιος, αντί ένας ενισχυτής, να κέρδιζε επιτέλους μία θέση, και στην καρδιά των μουσικοκριτικών, και στο πάνθεον των ατάλαντων σχιζοφρενών προσωπικοτήτων που αυτοί έχουν ηρωοποιήσει, γιατί κυρίως, πέθαναν νέοι έναν ένδοξο θάνατο από ναρκωτικά και δεν πρόλαβαν να προσφέρουν περισσότερα.
Το φινάλε, ‘Space Truckin’ (ο Blackmore σε αυτό χρησιμοποιούσε μια Fender για αριστερόχειρες, δεν είναι για φιγούρα όπως εικάζεται από άσχετους, αλλά για να έχει το τρέμολο και τα volume και tone controls πιο κοντά του) και τα encores Going Down+Highway Star είναι η καλύτερη απόδειξη. Δυσάρεστη εντύπωση αφήνει επίσης το σχετικό σχόλιο στο εσώφυλλο του παλαιότερου Final Concerts (είπαμε πως όλα τα σχετικά άλμπουμ είναι από 3 συναυλίες) πως για το The Gypsy, ο Blackmore δεν ασχολήθηκε όπως θα του άξιζε. Και μπαίνεις στη ζώνη του λυκόφωτος. Ακούγοντας το συγκεκριμένο τραγούδι που είναι 6 λεπτά, μετά τα 2 πρώτα, ο Blackmore για τα υπόλοιπα 4 λεπτά οργώνει το τραγούδι σολάροντας και στριφογυρίζοντας γύρω από το riff.
Όταν λοιπόν γράφονται τέτοιες αρλούμπες σε ΄΄επίσημα΄΄ μέσα, που εύκολα διαψεύδονται από τα ίδια σου τα αυτιά, αντιλαμβάνεσαι πόσο υποκειμενική και εύκολη στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας είναι η πληροφόρησή σου.
Στο live συμμετέχει και ο ανεκδιήγητος Glenn Hughes, ο οποίος συνήθιζε σε κάθε μεγάλο σόλο (drum-organ-guitar) να αποσύρεται πίσω από τα μηχανήματα για να ΄΄κάνει΄΄ μερικές γραμμές κοκαΐνης μιας και δόθηκε η ευκαιρία (δικά του λόγια). Τον υπόλοιπο χρόνο τον περνά βάζοντας συστηματικά τρικλοποδιές στον David Coverdale μπαίνοντας στα λόγια του, ή μιμούμενός τον. Επίσης ουρλιάζει, στριγγλίζει, τσιρίζει, απαιτεί ΄΄δώστε μου σημασία, είμαι rock star΄΄. Περισσότερα λόγια είναι περιττά, θα καταλάβετε μόνοι σας, γιατί ο άλλος σηκώθηκε και έφυγε.
Κάτι τελευταίο για το Live in Graz. Σε αυτό το μπάσο ακούγεται καλυτέρα, το drum solo λείπει μεν, αλλά το Lady Double Dealer και το You Fool No One ειδικά, όπου ο σπουδαίος Ian Paice παίζει ένα ταχύτατο μοτίβο με ενδιάμεσες νότες που δεν γίνεται να υπάρχουν, το κάνουν απαραίτητο για τον hard core fan.
Τελειώνοντας να πω, πως σε ένα γραπτό κείμενο δεν μπορείς να συμπεριλάβεις τα πάντα και να εξηγήσεις επαρκώς τα πάντα, ο προφορικός λόγος προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία σε απείρως λιγότερο χρόνο. Επομένως, κάποια επιχειρήματα, κάποιες εξηγήσεις, παραλείπονται γιατί δεν θα τελείωνα ποτέ. Εάν λοιπόν φαίνεται πως κάτι, κάπου, χωλαίνει, οφείλεται μάλλον σε αυτούς τους λόγους
Κώστας Θεοδωρακάκος.
.
Πολύ καλό άρθρο.Ακούγοντας και τα δύο Live του 75 θα παραμείνω στην άποψη που έχω τα τελευταία χρόνια, ότι το καλύτερο live του γκρουπ (παρότι έχει κακό ήχο) είναι το "live in London" του 74. Πιστεύω ότι εκεί ο Ritchie παρουσιάζει την καλύτερη κιθαριστική δουλειά του. Ατόφια σκληρή δύναμη. Η επιτομή του όρου hard rock.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ για το Live in London του 1974. Το άρθρο ασχολείται περισσότερο με τα live του 1975. Αξίζει να ακούσεις το εξαιρετικό bootleg Burnt Purple στην Βρέμη 18-9-74.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για το σχόλιο.
Ευχαριστώ για την πληροφορία. Να συμπληρώσω ότι ο Blackmore είναι ίσως ό μοναδικός κιθαρίστας που στα live δεν έπαιζε σε κομμάτι, ποτέ το ίδιο σόλο, με αυτό του στούντιο, με εξαιρετικά αποτελέσματα. Αυτό δείχνει και το πόσο εργάτης ήταν αδιαφορώντας για την προβολή του.
ΔιαγραφήΣωστά. 'Εχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία του. Ο αυτοσχεδιασμός είναι κυρίαρχο στοιχείο στο παίξιμό του. Η μεγάλη μάζα ακροατών αγνοούν αυτό το γεγονός, μένοντας στα studio albums, ενώ η αλήθεια για τις ικανότητες του βρίσκεται στα live, και πολύ περισσότερο στα unofficial, για όποιον ενδιαφέρεται.
ΑπάντησηΔιαγραφή